Αν σκοπεύετε να επεξεργαστείτε το λήμμα, παρακαλούμε να το κάνετε δημιουργώντας μια προσωρινή σελίδα.
Σημείωση: Η επεξεργασία και τροποποίηση του αρχικού κειμένου δεν αρκεί για την αποφυγή παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων αλλά είναι προτιμότερο να γραφτεί το λήμμα από την αρχή. Στην περίπτωση επιβεβαίωσης ότι παραβιάζονται πνευματικά δικαιώματα θα διαγραφεί κάθε κείμενο που βασίστηκε στο αρχικό, όσο και αν έχει τροποποιηθεί.
Μην προσπαθήσετε να προσθέσετε ξανά το ίδιο κείμενο σε επόμενες εκδόσεις του λήμματος γιατί θα αφαιρεθεί αμέσως.
Αν επιθυμείτε να επεξεργαστείτε το λήμμα με αυτό τον τίτλο πριν την διευθέτηση του ζητήματος σχετικά με το καθεστώς των πνευματικών δικαιωμάτων, γράψτε ένα νέο λήμμα (χωρίς χρήση του προβληματικού κειμένου) στην προσωρινή σελίδα και ενημερώστε σχετικά στη σελίδα συζήτησης του λήμματος.
Εφόσον δεν υπάρχει άδεια χρήσης του κειμένου, το παρόν λήμμα θα διαγραφεί το αργότερο δέκα ημέρες μετά την τοποθέτηση αυτής της σήμανσης. Αν κάποιος χρήστης έχει γράψει ένα νέο λήμμα, τότε αυτό θα μεταφερθεί στην παρούσα σελίδα.
Το τουρκικό εθνικό κίνημα ήταν ένα εθνικιστικό κίνημα αντίστασης που ξεκίνησε σε περιοχές που δεν ελέγχονταν από την Αντάντ στην Ανατολία κατά την περίοδο 1919-1923. Ηγέτης του κινήματος ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Στόχος του κινήματος ήταν η δημιουργία ενός νέου τουρκικού εθνικού κράτους, αποξενωμένο από την οθωμανική αυτοκρατορία που αποτελούσε παρελθόν, την πλήρη ανεξαρτησία τους από τις ξένες δυνάμεις και στην συνέχεια, την εθνοκάθαρση των λαών που κατοικούσαν στα εδάφη της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος και οι Δυνάμεις αντιμετώπιζαν το εθνικό κίνημα ως ανταρσία και καταδίκαζαν τη δραστηριότητα του Κεμάλ.
Η ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η παρουσία στρατευμάτων της Αντάντ σε διάφορες περιοχές της χώρας γέννησαν αισθήματα ταπείνωσης στους μουσουλμανικούς-τουρκικούς πληθυσμούς του οθωμανικού κράτους, οι οποίοι αντέδρασαν με διαδηλώσεις. Παράλληλα, αρκετοί αξιωματικοί του σουλτανικού στρατού έδειχναν απροθυμία να παραδοθούν. Ένας από αυτούς, ο Μουσταφά Κεμάλ (1881-1938), ξεκίνησε την οργάνωση ενός κινήματος αντίστασης. [1]
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1919, στο Ερζερούμ και στη Σεβάστεια, πραγματοποιήθηκαν δύο συνέδρια στα οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι τουρκικών οργανώσεων αντίστασης από όλη τη χώρα. Οι στόχοι του κινήματος έγιναν αποδεκτοί από όλους και ο Κεμάλ αναδείχτηκε σε αναμφισβήτητο ηγέτη. Επιπλέον, διατυπώθηκαν οι βάσεις μιας εθνικής διακήρυξης, ενός πολιτικού προγράμματος αγώνα των Τούρκων για την ανεξαρτησία τους.
Στα τέλη του 1919, ο Κεμάλ όρισε ως έδρα του εθνικού κινήματος την Άγκυρα. Στο μεταξύ, κατά τις γενικές εκλογές για την οθωμανική Βουλή στην Κωνσταντινούπολη, οι κεμαλικοί κέρδισαν την πλειοψηφία και πέτυχαν να αποδεχτεί η νέα Βουλή ως δική της απόφαση την εθνική διακήρυξή τους (Ιανουάριος 1920), που ονομάστηκε από τότε Εθνικό Συμβόλαιο. Αντιδρώντας οι Βρετανοί διέλυσαν τη Βουλή (Μάρτιος 1920). Τότε ο Κεμάλ συγκάλεσε την Α΄ Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας στην Άγκυρα. Εκεί ψηφίστηκε νέο σύνταγμα, το οποίο όριζε ότι η χώρα θα ονομάζεται από εδώ και πέρα Τουρκία, καταργούσε το θρησκευτικό χαρακτήρα που είχε ως τότε το κράτος θεσπίζοντας το κοσμικό κράτος και προέβλεπε ότι η νομοθετική εξουσία θα ασκούνταν από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση. Ο Κεμάλ αναδείχθηκε αρχηγός του κράτους και πρωθυπουργός.
Στη συνέχεια –και αφού διέλυσαν το ποντοαρμενικό κράτος, σφαγιάζοντας τους ντόπιους (Νοέμβριος 1920) – οι κεμαλικοί στράφηκαν στη Μικρά Ασία. Από τη στιγμή αυτή, η μικρασιατική εμπλοκή άρχισε να γίνεται μια σύγκρουση δύο αντίπαλων εθνικών στρατών, πίσω από τους οποίους στοιχίζονταν, εκ των πραγμάτων, δύο πληθυσμοί, ο ελληνικός και ο τουρκικός, που η υλοποίηση των εθνικών ονείρων του ενός προΰπέθετε τη ματαίωση των εθνικών ονείρων του άλλου.[2]