Αυτοκρατορία των Σασσανιδών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ερανσάρ
[1]
Αυτοκρατορία των Σασσανιδών

224 μ.Χ - 651 μ.Χ

Τοποθεσία


Πρωτεύουσα Κτησιφών

Γλώσσες Περσικά των Μέσων Χρόνων (Παχλαβί)[2]

Θρησκεία Ζωροαστρισμός (επίσημη θρησκεία του κράτους), Νεστοριανισμός, Ιουδαϊσμός

Πολίτευμα Απόλυτη Μοναρχία

Αυτοκράτορας
- 224-241 Αρδασίρ Α΄ της Περσίας
- 632-651 Ισδιγέρδης Γ΄ της Περσίας

Προηγούμενο κράτος Παρθική Αυτοκρατορία

Διάδοχο κράτος Χαλιφάτο Ρασιντούν

Η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, γνωστή ως Ερανσάρ και Εράν στα περσικά των Μέσων Χρόνων, Ιρανσάρ και Ιράν στα νέα περσικά,[3] ήταν η τελευταία προϊσλαμική ιρανική αυτοκρατορία, η οποία κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Σασσανιδών από το 224 μ.Χ. έως το 651.[1][4] Η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, η οποία διαδέχθηκε την Παρθική Αυτοκρατορία, υπήρξε από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στη Δυτική και Κεντρική Ασία, μαζί με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετέπειτα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για μια περίοδο μεγαλύτερη των 400 ετών.[5]

Η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών ιδρύθηκε από τον Αρδασίρ Α', μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας των Αρσακιδών και την ανατροπή του τελευταίου Πάρθου βασιλιά Αρτάβανου E'. Στα χρόνια τους, οι Σασσανίδες διαφέντευαν την έκταση που περιλαμβάνει ολόκληρο το σημερινό Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν, ανατολική Συρία, τον Καύκασο (Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν, Νταγκεστάν), νοτιοδυτική Κεντρική Ασία, μέρος της Τουρκίας, παράκτιες περιοχές της Αραβικής Χερσονήσου, την περιοχή του Περσικού Κόλπου και περιοχές του Πακιστάν. Το όνομα της αυτοκρατορίας στα Περσικά του Μεσαίωνα (γλώσσα Παχλαβί ή Παχλεβί) είναι Εράν Σαρ, που σημαίνει Αυτοκρατορία των Αρίων.[6] Έχει υποτεθεί ότι η μετάβαση στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών αντανακλά το τέλος της διαμάχης των εθνικιστών πρωτο-Περσών με τους στενούς εθνικούς συγγενείς τους, τους Πάρθους, των οποίων η κοιτίδα ήταν στην Κεντρική Ασία, προτού μεταναστεύσουν δυτικότερα.

Η εποχή των Σασσανιδών θεωρείται μία από τις σημαντικότερες στην ιστορία της Περσίας/Ιράν και με μεγάλη επιρροή, κατά τη διάρκεια της οποίας υπήρξε η τελευταία μεγάλη αυτοκρατορία των Ιρανών πριν την εισβολή των στρατών του Ισλάμ και την υιοθέτηση της νεόφερτης θρησκείας.[7] Την περίοδο των Σασσανιδών έφτασε στην ακμή του ο αρχαίος περσικός πολιτισμός. Εκείνη την εποχή, η Περσία επηρέασε σε αξιοσημείωτο βαθμό και το ρωμαϊκό πολιτισμό.[8] Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτιστική επιρροή των Σασσανιδών εκτεινόταν πολύ πέρα από τα γεωγραφικά σύνορα της αυτοκρατορίας, μέχρι και τη Δυτική Ευρώπη,[9] την Αφρική,[10] την Κίνα και την Ινδία[11] και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό τόσο της ασιατικής όσο και της ευρωπαϊκής πολιτιστικής παραγωγής του Μεσαίωνα.[12]

Πρώιμη ιστορία (200-309)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερείπια του Γκάλ'εχ Ντόχταρ ("Κάστρου της Παρθένου") στη σημερινή επαρχία Φαρς (αρχαία Περσίς) του Ιράν, χτισμένου από τον Αρδασίρ Α' το 209 μ.Χ. λίγο πριν επικρατήσει οριστικά της Παρθικής Αυτοκρατορίας.

Για τις ακριβείς λεπτομέρειες της πτώσης της Παρθικής Αυτοκρατορίας και της συνακόλουθης ανόδου αυτής των Σασσανιδών, οι αρχαίες πηγές είναι αντιφατικές.[13] Η Αρχή των Σασσανιδών εγκαθιδρύθηκε στην πόλη Ιστάχρ (η αρχαία Ίσατις, 8 χλμ. βορειοανατολικά της Περσέπολης) από τον Αρδασίρ Α', απόγονο ιερέων της θεάς Αναχίτα (ιρανική θεά των υδάτων, της γονιμότητας κ.α.).

Η ιστορία αναλυτικότερα είχε ως εξής: Σε μια περιοχή που ονομαζόταν Χιρ στην κεντροανατολική Περσίδα ήταν ηγεμόνας ο ευγενής Παπάκ. Περίπου το έτος 200 μ.Χ., ο Παπάκ κατάφερε να ανατρέψει τον Γκοζίχρ, Μπαζρανγίδη κυβερνήτη της πόλης Ιστάχρ και να ανακηρύξει τον εαυτό του αρχηγό των Μπαζρανγιδών (δυναστεία ήσσονος σημασίας κυβερνητών περιοχών της Περσίδος, υπό τους Πάρθους Αρσακίδες). Η μητέρα δε του Παπάκ, Ροντάχ, ήταν η κόρη του επαρχιακού κυβερνήτη της Περσίδος. Ο Παπάκ και ο μεγαλύτερος γιος του, Σαπώρης (περσικά: Σαπούρ), κατάφεραν να επεκτείνουν τη δύναμή τους σε ολόκληρη την επαρχία της Περσίδος. Πατέρας του Παπάκ και παππούς του Σαπώρη ήταν ο Σασσάν, απ’ όπου προήλθε και το όνομα Σασσανίδες.

Τα μετέπειτα γεγονότα είναι ασαφή, εξαιτίας της διφορούμενης φύσης των πηγών. Είναι σίγουρο παρόλα αυτά ότι μετά το θάνατο του Παπάκ, ένας γιος του, ο Αρδασίρ, ο οποίος εκείνο τον καιρό ήταν κυβερνήτης της πόλης με το όνομα Δαραβγίρδη (έρημη σήμερα, 10 περίπου χλμ. από τη σημερινή πόλη Νταράμπ στην επαρχία Φαρς του Ιράν), συγκρούστηκε με το μεγαλύτερο αδελφό του Σαπώρη για την εξουσία. Οι πηγές αναφέρουν ότι ο Σαπώρης καθώς έφευγε για να συναντήσει τον αδελφό του, σκοτώθηκε όταν η στέγη ενός κτηρίου κατέρρευσε. Το έτος 208, αφού θανάτωσε τα υπόλοιπα αδέρφια του, ο Αρδασίρ αυτοανακηρύχθηκε κυβερνήτης της Περσίδος.[14][15]

Όταν ανακηρύχθηκε σάχης, ο Αρδασίρ μετέφερε την πρωτεύουσά του στα νότια της Περσίδος και ίδρυσε την πόλη Αρντασίρ-Χβαρρά (πριν Γκουρ, σημερινή Φιρουζαμπάντ). Η πόλη, καλά προφυλαγμένη από ψηλά βουνά και εύκολα υπερασπίσιμη μέσω στενών περασμάτων, έγινε το κέντρο των προσπαθειών του Αρδασίρ να κερδίσει περισσότερη εξουσία. Η πόλη ήταν περιτειχισμένη με ψηλό τείχος, πιθανόν σε αντιγραφή αυτού της Δαραβγίρδης, και στη βόρεια πλευρά περιλάμβανε ένα μεγάλο παλάτι, υπολείμματα του οποίου παραμένουν ώς σήμερα. Αφού επέβαλε την εξουσία του στην Περσίδα, ο Αρδασίρ Α' γρήγορα διεύρυνε την περιφέρειά του, απαιτώντας υποταγή από τους τοπικούς πρίγκηπες της Περσίδος, κερδίζοντας ταυτόχρονα τον έλεγχο στις γειτονικές επαρχίες Καρμανία, Ασπάδανα, Σουσιανή και Χαρακηνή. Η επέκταση αυτή γρήγορα υπέπεσε στην αντίληψη του Αρτάβανου Δ', βασιλιά των Πάρθων, ο οποίος διέταξε τον κυβερνήτη της επαρχίας Χουζιστάν (Σουσιανή) να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του Αρδασίρ το 224 μ.Χ., αλλά στις μάχες που ακολούθησαν ο Αρδασίρ υπήρξε νικητής. Σε μια δεύτερη προσπάθεια να καταστρέψει τον Αρδασίρ, ο Αρτάβανος αντιμετώπισε ο ίδιος τον Αρδασίρ στη μάχη της Χορμούζ, όπου ο Αρτάβανος σκοτώθηκε. Μετά το θάνατο του Πάρθου βασιλιά, ο Αρδασίρ Α' εισέβαλε στις δυτικές επαρχίες της Παρθικής Αυτοκρατορίας.[16]

Η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών και η Αυτοκρατορία των Ινδών Γκούπτα (320-550)

Οι παράγοντες που βοήθησαν στην άνοδο και την κυριαρχία των Σασσανιδών ήταν η δυναστική διαμάχη Αρτάβανου και Βολογάση για το θρόνο των Πάρθων, που επέτρεψε στον Αρδασίρ να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο νότο με ελάχιστη ή και καθόλου ενόχληση από τους Πάρθους, και η γεωγραφία της επαρχίας της Περσίδας, που ήταν απομονωμένη από το υπόλοιπο Ιράν.[17] Το 224 μ.Χ., ο Αρδασίρ στέφθηκε στην πόλη Κτησιφών ως μοναδικός ηγέτης της Περσίας, παίρνοντας τον τίτλο του Σάχη ή Βασιλιά των βασιλιάδων, γεγονός που σήμανε και τυπικά το τέλος της Παρθικής Αυτοκρατορίας, σημαίνοντας την έναρξη μιας περιόδου 400 ετών εξουσίας των Σασσανιδών.[18]

Στα αμέσως επόμενα χρόνια, τοπικές εξεγέρσεις συνέβησαν κοντά στα σύνορα της αυτοκρατορίας. Παρόλα αυτά, ο Αρδασίρ Α' προχώρησε στην επέκταση της αυτοκρατορίας του στην ανατολή και βορειοδυτικά, κατακτώντας τις επαρχίες Σιστάν, Υρκανία, Τραξιανή, Μαργιανή, Βακτριανή και Χωρεσμία. Προσέθεσε δε στις κατακτήσεις του το Μπαχρέιν στον Περσικό Κόλπο και την πόλη Μοσούλη στη Μεσοποταμία. Μεταγενέστερες επιγραφές των Σασσανιδών ισχυρίζονται την υποταγή των βασιλιάδων του Κουσάν, Τουράν και Μακράν στον Αρδασίρ, περισσότερο βασισμένες σε νομισματικές ενδείξεις, αν και είναι περισσότερο πιθανό αυτό να συνέβη όταν βασίλευε ο γιος του Αρδασίρ, Σαπώρης Α'. Στα δυτικά, επιθέσεις εναντίον της Χάτρα, Αρμενίας και Αδιαβηνής δεν είχαν την ίδια επιτυχία. Το 230 μ.Χ., ο Αρδασίρ Α' επέδραμε βαθιά στη ρωμαϊκή ενδοχώρα, με τους Ρωμαίους να αντεπιτίθενται δυο χρόνια αργότερα, χωρίς όμως κάποια αποφασιστική επιτυχία, παρά το θρίαμβο που τέλεσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος στη Ρώμη.[19][20][21]

Ο γιος του Αρδασίρ Α', Σαπώρης Α', συνέχισε την επέκταση της αυτοκρατορίας, κατακτώντας τη Βακτριανή και το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας των Κοσσανών, ενώ παράλληλα έκανε αρκετές εκστρατείες εναντίον της Ρώμης. Εισβάλλοντας στη ρωμαϊκή Μεσοποταμία, ο Σαπώρης Α' κατέλαβε τις Κάρρες και τη Νίσιβη, αλλά το 243 μ.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Γάιος Φούριος Τιμασίθεος νίκησε τους Πέρσες στα Ρήσαινα (σημερινό Ρας αλ-Άιν στη Συρία) και ξανακέρδισε τις χαμένες περιοχές.[22] Η συνακόλουθη προέλαση του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γορδιανού Γ' στον κάτω ρου του Ευφράτη σταμάτησε με την ήττα του στην περιοχή Μεσίκη της Μεσοποταμίας (244 μ.Χ.), οδηγώντας στη δολοφονία του Γορδιανού Γ' από τα ίδια του τα στρατεύματα και καθιστώντας τον Σαπώρη Α' ικανό να πετύχει την υπογραφή μιας εξαιρετικά επωφελούς συνθήκης ειρήνης με τον νέο αυτοκράτορα των Ρωμαίων, Φίλιππο τον Άραβα, με την οποία εξασφάλισε την άμεση απόδοση 500.000 δηναρίων και άλλων ετήσιων πληρωμών.

Ο Σαπώρης Α' σύντομα επανήλθε σε πολεμική κατάσταση, νικώντας τους Ρωμαίους το 253 μ.Χ. στη Βαρβαλισσό (σημερινή περιοχή Καλαάτ Μπαλίς στην επαρχία Χαλεπίου της Συρίας), κερδίζοντας πιθανόν τότε και λεηλατώντας την Αντιόχεια.[22][23] Οι αντεπιθέσεις του Ρωμαίου αυτοκράτορα Βαλεριανού κατέληξαν σε καταστροφή όταν ο ρωμαϊκός στρατός ηττήθηκε και πολιορκήθηκε στην Έδεσσα, με τον Βαλεριανό να πέφτει στα χέρια του Σαπώρη Α', παραμένοντας σε αιχμαλωσία για το υπόλοιπο της ζωής του.

Ο Σαπώρης γιόρτασε τη νίκη του με τη χάραξη των εντυπωσιακών ανάγλυφων σε βράχο στο Νακς-ε Ρόσταμ και τη Βισαπούρ (στην επαρχία Φαρς), καθώς και με επιγραφή στην περσική και ελληνική γλώσσα, σε μνημείο κοντά στην Περσέπολη. Εκμεταλλεύτηκε δε την επιτυχία του προελαύνοντας στη Μικρά Ασία (260 μ.Χ.), αλλά αποσύρθηκε αποδιοργανωμένος μετά από ήττες από τους Ρωμαίους και τον σύμμαχό τους, τον Οδαίναθο της Παλμύρας, χάνοντας το χαρέμι του και όλες τις ρωμαϊκές κτήσεις που είχαν περιέλθει στην κατοχή του.[24][25]

Ο Σαπώρης είχε μεγαλεπήβολα πλάνα ανάπτυξης. Διέταξε την κατασκευή της πρώτης γέφυρας-φράγματος στο Ιράν και ίδρυσε πολλές πόλεις, κάποιες εν μέρει με τη βοήθεια μεταναστών από τις ρωμαϊκές περιοχές, περιλαμβάνοντας Χριστιανούς που θα ακολουθούσαν την πίστη τους ελεύθερα υπό την εξουσία των Σασσανιδών. Δύο πόλεις, η Βισαπούρ και η Νισαπούρ, ονομάστηκαν από αυτόν τον Σασσανίδη ηγέτη. Ενίσχυσε ιδιαιτέρως το Μανιχαϊσμό, προστάτεψε τον ιδρυτή του Μάνη (που αφιέρωσε ένα από τα βιβλία του σε αυτόν) και έστειλε πολλούς μανιχαϊστές ιεραπόστολους στο εξωτερικό. Επίσης έγινε φίλος με έναν Βαβυλώνιο ραββίνο, ονομαζόμενο Σαμουήλ.

Η φιλία αυτή ήταν επωφελής για την ιουδαϊκή κοινότητα δίδοντάς της μια ανακούφιση από τους καταπιεστικούς νόμους που είχαν θεσπιστεί εναντίον της. Μεταγενέστεροι βασιλιάδες των Σασσανιδών αντέστρεψαν την πολιτική της θρησκευτικής ανεκτικότητας του Σαπώρη Α'. Υπό την πίεση των ζωροαστρών και επηρεασμένος από τον ζωροάστρη αρχιερέα Καρντίρ Μπαχράμ Α΄, ο Βαράμης Α' δολοφόνησε τον Μάνη και εδίωξε τους οπαδούς του. Ο Βαράμης Β' ήταν. όπως και ο πατέρας του, έρμαιο των επιθυμιών του ζωροαστρικού ιερατείου.[26][27] Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η πρωτεύουσα των Σασσανιδών, Κτησιφών, καταλήφθηκε και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους υπό τον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο Κάρο, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι της Αρμενίας, μετά από μισό αιώνα περσικής κυριαρχίας, εκχωρήθηκε στον Διοκλητιανό.[28]

Διαδεχόμενος τον Βαράμη Γ' (που κυβέρνησε για λίγο το 293), και στη συνέχεια ανατράπηκε απο τον θείο του, πατέρα του Ναρσή, ο νέος αυτοκράτορας Ναρσής ξεκίνησε νέο πόλεμο με τους Ρωμαίους. Μετά από μια αρχική επιτυχία εναντίον του αυτοκράτορα Γαλέριου κοντά στο Καλλίνικο στον Ευφράτη το 296, ο Ναρσής ηττήθηκε αποφασιστικά. Ο Γαλέριος ενισχύθηκε, πιθανόν την άνοιξη του 298, με ένα νέο σώμα στρατού από τις αυτοκρατορικές κτήσεις στο Δούναβη.[29] Ο Ναρσής δεν προήλασε από την Αρμενία και τη Μεσοποταμία, αφήνοντας τον Γαλέριο να επιτεθεί πρώτος το 298 στη βόρεια Μεσοποταμία μέσω της Αρμενίας. Ο Ναρσής υποχώρησε τότε στην Αρμενία για να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις του Γαλέριου, σε έδαφος όμως που δεν τον ευνοούσε. Το τραχύ έδαφος της Αρμενίας ήταν ευνοϊκό για το ελαφρύ ρωμαϊκό ιππικό, όχι όμως και για το βαρύτερο των Σασσανιδών. Η βοήθεια των ντόπιων έδωσε στον Γαλέριο το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού έναντι των περσικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα μετά από δύο διαδοχικές μάχες, να επικρατήσει του αντιπάλου του.[30]

Η υποτελής στη Ρώμη, Αρμενία, περίπου το 300 μ.Χ., μετά την ήττα του Ναρσή

Κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύγκρουσης, ρωμαϊκές δυνάμεις κατέστρεψαν και λεηλάτησαν το στρατόπεδο του Σασσανίδη βασιλιά, παίρνοντας μαζί τους το βασιλικό θησαυρό, το χαρέμι και τη βασίλισσα γυναίκα του.[30] Ο Γαλέριος προήλασε στη Μηδία και την Αδιαβηνή, κερδίζοντας διαδοχικές νίκες, τις πιο φημισμένες κοντά στο Ερζερούμ, ασφαλίζοντας τη Νίσιβη τον Οκτώβρη του 298. Στη συνέχεια κινήθηκε νότια κατά μήκος του Τίγρη, καταλαμβάνοντας την πόλη Κτησιφώντα. Ο Ναρσής είχε πρωτύτερα στείλει πρεσβεία στον Γαλέριο κάνοντας έκκληση για επιστροφή των γυναικών και των παιδιών του. Την άνοιξη του 299 ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ειρήνης, υπό την παρουσία τόσο του Διοκλητιανού όσο και του Γαλέριου.

Οι όροι ειρήνης ήταν βαρείς: η Περσία θα παραχωρούσε εδάφη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με τον ποταμό Τίγρη να αποτελεί πλέον το σύνορο μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών. Η Αρμενία επίσης αποδόθηκε στη Ρώμη, με το οχυρό στην περιοχή Ζιάθα ως σύνορο. Η Ιβηρία στον Καύκασο ορκίστηκε υποταγή και πίστη στους Ρωμαίους, αποκτώντας Ρωμαίο ως τοποτηρητή. Η πόλη Νίσιβη, υπό ρωμαϊκή κατοχή πλέον, θα αποτελούσε το μόνο κανάλι εμπορίου μεταξύ της Περσίας και της Ρώμης. Τέλος, οι Ρωμαίοι θα ασκούσαν έλεγχο πάνω στις πέντε σατραπείες που ευρίσκοντο μεταξύ του Τίγρη και της Αρμενίας (στο σημερινό Βόρειο Κουρδιστάν, τμήμα της Τουρκίας): Ιντιληνή, Σωφηνή, Αρζανηνή, Γορδυηνή και Ζαβδικηνή (κοντά στο σημερινό Χακκιάρι της Τουρκίας).[31] Οι Σασσανίδες λοιπόν εκχώρησαν τις πέντε σατραπείες δυτικά του ποταμού Τίγρη και συμφώνησαν να μην αναμειγνύονται στα θέματα που αφορούσαν την Αρμενία και τη Γεωργία (Ιβηρία).[32]

Λίγο μετά την ήττα, ο Ναρσής παραιτήθηκε από το θρόνο του και πέθανε ένα χρόνο αργότερα, αφήνοντας στη θέση του τον γιο του, Ορμίσδα Β'. Σε ολόκληρη τη χώρα επικράτησε αναρχία και παρόλο που ο Ορμίσδας Β' κατέστειλε τις εξεγέρσεις στις περιοχές Σιστάν και Κουσάν, δεν κατάφερε να ελέγξει τους ευγενείς του και σκοτώθηκε το 309 μ.Χ. από Βεδουίνους σε κυνηγετική του εξόρμηση.

Πρώτη Χρυσή Περίοδος (309–379)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το θάνατο του Ορμίσδα Β', οι Άραβες από το νότο ξεκίνησαν να καταστρέφουν και να λεηλατούν τις νότιες πόλεις της αυτοκρατορίας, επιτιθέμενοι ακόμα και στην επαρχία του Φαρς, γενέθλιο τόπο των Σασσανιδών αυτοκρατόρων. Στο μεταξύ, Πέρσες ευγενείς δολοφόνησαν τον πρωτότοκο γιο του Ορμίσδα Β', τύφλωσαν τον δεύτερο και φυλάκισαν τον τρίτο (ο οποίος αργότερα απέδρασε προς τη ρωμαϊκή επικράτεια). Ο θρόνος φυλάχθηκε για τον Σαπώρη Β', τον αγέννητο γιο μιας από τις γυναίκες του Ορμίσδα Β'. Μάλιστα το στέμμα είχε τοποθετηθεί κάποια στιγμή συμβολικά πάνω στο στομάχι της μητέρας του κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.[33] Κατά τη διάρκεια της ανήλικης περιόδου του Σαπώρη Β', η αυτοκρατορία βρισκόταν υπό τον έλεγχο της μητρός του και των ευγενών. Με την ενηλικίωσή του, ο Σαπώρης ανέλαβε την εξουσία και γρήγορα αποδείχθηκε ένας δραστήριος και αποτελεσματικός ηγέτης.

Αρχικώς οδήγησε το μικρό ακόμα σε μέγεθος αλλά πειθαρχημένο του στρατό νότια εναντίον των Αράβων, τους οποίους νίκησε, ασφαλίζοντας τις νότιες περιοχές της αυτοκρατορίας.[34] Ξεκίνησε τότε την πρώτη του εκστρατεία εναντίον των Ρωμαίων στα δυτικά, όπου οι περσικές δυνάμεις κέρδισαν μια σειρά από μάχες αλλά δεν κατάφεραν να πετύχουν κάποια εδαφικά οφέλη, εξαιτίας της αποτυχίας κατάληψης της στρατηγικής σημασίας συνοριακής πόλης της Νίσιβης, παρά τις επανειλημμένες πολιορκίες, και της ανακαταλήψεως από τους Ρωμαίους των πόλεων Σίγγαρα και Άμιδα, που είχαν περάσει στα περσικά χέρια στη διάρκεια της εκστρατείας.

Η εκστρατεία αυτή απέτυχε επίσης εξαιτίας των επιδρομών νομαδικών φυλών κατά μήκος των ανατολικών συνόρων της αυτοκρατορίας, οι οποίες απείλησαν την Υπερωξιανή, μια πολύ κρίσιμη γεωστρατηγικώς περιοχή για τον έλεγχο του Δρόμου του Μεταξιού. Η απειλή αυτή ανάγκασε τον Σαπώρη Β' να προελάσει ανατολικά προς την Υπερωξιανή για να αντιμετωπίσει τους νομάδες επιδρομείς, αφήνοντας τοπικούς διοικητές να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις στα δυτικά, επιχειρήσεις που υποβιβάστηκαν αναγκαστικά σε επιδρομές παρενόχλησης των Ρωμαίων.[35] Ο Σαπώρης Β' συνέτριψε τους νομάδες της Κεντρικής Ασίας και προσήρτησε αυτή την περιοχή ως νέα επαρχία του σασσανιδικού κράτους, ολοκληρώνοντας στη συνέχεια την κατάληψη ολόκληρης της περιοχής που σήμερα είναι γνωστή ως Αφγανιστάν.

Τη νίκη του ακολούθησε η ιρανική πολιτιστική εξάπλωση και η τέχνη των Σασσανιδών εισήχθη στην ευρύτερη περιοχή του Τουρκεστάν, φτάνοντας μέχρι την Κίνα. Ο Σαπώρης Β', από κοινού με τον βασιλιά των νομάδων Χιονιτών, Γρυμβάτη, ξεκίνησε τη δεύτερη κατά σειρά εκστρατεία του εναντίον των Ρωμαίων το 359 μ.Χ., και σύντομα κατέλαβε τις πόλεις Σίγγαρα και Άμιδα, που άλλαξαν πλευρά ακόμα μια φορά. Σε απάντηση, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Ιουλιανός ο Παραβάτης εισέβαλε βαθιά στην περσική επικράτεια και νίκησε τις δυνάμεις του Σαπώρη στην Κτησιφώντα. Παρόλα αυτά απέτυχε να καταλάβει την πόλη-πρωτεύουσα των Σασσανιδών και σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να υποχωρήσει στο ρωμαϊκό έδαφος.[36] Ο διάδοχός του, Ιοβιανός, παγιδεύτηκε στην αριστερή όχθη του ποταμού Τίγρη, αναγκαζόμενος να παραδώσει όλες τις επαρχίες που είχαν παραχωρήσει οι Πέρσες στους Ρωμαίους το 298 μ.Χ., όπως και τις στρατηγικές πόλεις Νίσιβη και Σίγγαρα, ώστε ν' αφεθεί να εξέλθει ασφαλής με το στρατό του από την Περσία.

Ο Σαπώρης Β' ακολούθησε σκληρή ανελαστική θρησκευτική πολιτική. Υπό τη βασιλεία του, η συλλογή της Αβέστα με τα ιερά κείμενα του Ζωροαστρισμού ολοκληρώθηκε και οι αιρέσεις και κάθε λογής αποστασίες πατάχθηκαν αυστηρότατα, ενώ οι Χριστιανοί τέθηκαν υπό απηνή διωγμό. Το τελευταίο συνέβη ως αντίδραση στον εκχριστιανισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Ο Σαπώρης Β', όπως και ο Σαπώρης Α' παλαιότερα, υπήρξε ευνοϊκά διακείμενος έναντι των Εβραίων, οι οποίοι απολάμβαναν σχετικής ελευθερίας και κέρδισαν πολλά προνόμια κατά την περίοδο της βασιλείας του. Την εποχή του θανάτου του Σαπώρη Β', η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών Περσών ήταν ισχυρότερη από ποτέ, ευρισκόμενη σε ειρήνη με τους ανατολικούς εχθρούς, και την Αρμενία υπό τον έλεγχό της.[36]

Μέση Περίοδος (379–498)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βαχράμης Ε' ήταν ο αγαπημένος ήρωας της περσικής λογοτεχνίας και ποίησης. "Ο Βαχράμης και η Ινδή πριγκίπισσα στο μαύρο κυνηγετικό περίπτερο". Απεικόνιση κουιντέτου από το μεγάλο Πέρση ποιητή Νιζαμί, μέσα 16ου αιώνα, εποχή Σαφαβιδών.

Από το θάνατο του Σαπώρη Β' μέχρι τη στέψη του Καβάδη Α' υπήρξε μια πολυετής ειρηνική περίοδος με τους Ρωμαίους (εκείνη την εποχή με το όνομα Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία), με μόνο δύο σύντομες πολεμικές περιόδους, την πρώτη το 421-422 και τη δεύτερη το 440.[37][38][39][40][41] Σε ολόκληρη αυτή την περίοδο, η θρησκευτική πολιτική των Σασσανιδών διέφερε δραματικά από αυτοκράτορα σε αυτοκράτορα. Παρά την ύπαρξη μιας σειράς αδύναμων ηγετών, το διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας που είχε συσταθεί επί βασιλείας Σαπώρη Β', παρέμεινε ισχυρό και η αυτοκρατορία συνέχισε να λειτουργεί αποτελεσματικά.[37]

Με το θάνατό του το 379 μ.Χ., ο Σαπώρης Β' άφησε μια ισχυρή αυτοκρατορία στα χέρια του ετεροθαλούς αδελφού του, Αρδασίρ Β' (379-383), γιο του Βαχράμη του Κουσάν, και το γιο του τελευταίου, Σαπώρη Γ' (383-388), κανείς εκ των οποίων όμως δεν επέδειξε το ηγετικό ταλέντο του Σαπώρη Β'. Ο Αρδασίρ Β', μεγαλωμένος ως μισός αδελφός του αυτοκράτορα, δεν κατάφερε να σταθεί ούτε στο ελάχιστο αντάξιος του αδελφού του, ενώ και ο Σαπώρης Γ' ήταν πολύ μελαγχολικός χαρακτήρας ώστε να καταφέρει να πετύχει οτιδήποτε. Ο Βαράμης Δ' (388399) που ακολούθησε, αν και όχι τόσο μαλθακός όσο ο πατέρας του, δεν κατάφερε επίσης να πετύχει κάτι σημαντικό για την αυτοκρατορία του. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η Αρμενία χωρίστηκε στα δύο με συνθήκη μεταξύ Ρωμαίων και Σασσανιδών. Οι Σασσανίδες επανέκτησαν κι επανασταθεροποίησαν την εξουσία τους στη Μεγάλη Αρμενία, ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κέρδισε ένα τμήμα της δυτικής Αρμενίας.

Ο γιος του Βαράμη Δ', Ισδιγέρδης Α' (399421), συγκρίνεται συχνά με τον Κωνσταντίνο Α'. Ήταν δυνατός όπως εκείνος, τόσο σωματικά όσο και στο διπλωματικό πεδίο. Επίσης, όπως ο Ρωμαίος αντίπαλός του, ο Ισδιγέρδης Α' ήταν κι αυτός καιροσκόπος. Όπως και ο Μέγας Κωνσταντίνος, υπήρξε ανεκτικός στο θρησκευτικό τομέα και παρέσχε ελευθερία για την άνοδο των θρησκευτικών μειονοτήτων. Τερμάτισε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών και δε δίστασε να τιμωρήσει ευγενείς και ιερείς που τους εδίωκαν. Η βασιλεία του σηματοδότησε μια σχετικά ειρηνική περίοδο. Συνήψε μακρόχρονη ειρήνη με τους Ρωμαίους και ακόμα πήρε τον νεαρό Θεοδόσιο Β' (408-450) υπό την προστασία του. Παντρεύτηκε μάλιστα μια Εβραία πριγκίπισσα που του χάρισε έναν γιο, ο οποίος ονομάστηκε Ναρσής.

Διάδοχος του Ισδιγέρδη Α' ήταν ο γιος του, Βαράμης Ε' (421438), ένας από τους πιο γνωστούς Σασσανίδες αυτοκράτορες και ήρωας πολλών περσικών μύθων, οι οποίοι διατηρήθηκαν ακόμα και μετά την καταστροφή της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών από τους Άραβες. Ο Βαράμης Ε' ανέβηκε στο θρόνο μετά τον ξαφνικό θάνατο του Ισδιγέρδη Α' (πιθανή δολοφονία) ενάντια στην αντίθετη γνώμη των ευγενών, με την υποστήριξη του Αλαμούνδαρου Α' (αραβικά: Αλ-Μουντίρ), του Άραβα ηγεμόνα των Σαρακηνών της Περσίας. Η μητέρα του Βαράμη Ε' ήταν κόρη του αρχηγού της εβραϊκής διασποράς. Το 427, ο Βαράμης συνέτριψε την εισβολή των νομάδων Εφθαλιτών στην ανατολή, επεκτείνοντας την επιρροή του στην κεντρική Ασία, όπου το πορτραίτο του επιβίωσε για αιώνες σε νομίσματα της Μπουχάρας (στο σημερινό Ουζμπεκιστάν). Επιπλέον, ο Βαράμης Ε' ανέτρεψε τον υποτελή του βασιλιά του περσικού τμήματος της Αρμενίας, ενσωματώνοντας την περιοχή αυτή στην αυτοκρατορία του.

Ο Βαράμης Ε' είναι σημαντικό πρόσωπο στην περσική παράδοση, όπου υπάρχουν πολλές ιστορίες για την ανδρεία του και το σωματικό κάλλος του, για τις νίκες του επί των Ρωμαίων, διάφορων τουρκικών φυλών, Ινδών και Αφρικανών, και των περιπετειών του στο κυνήγι και τον έρωτα. Αποκαλείται στην περσική παράδοση ως Μπαχράμ-ε Γκουρ, όπου Γκουρ σημαίνει όναγρος, σε ανάμνηση της αγάπης του για το κυνήγι και ειδικώς για το κυνήγι όναγρων (οι ασιατικοί άγριοι γάιδαροι, μικρόσωμοι, με ανοιχτό μπεζ χρώμα και αρκετά μεγάλα αφτιά). Συμβόλιζε έναν αυτοκράτορα στο ζενίθ μιας Χρυσής Εποχής. Είχε κερδίσει το θρόνο του ανταγωνιζόμενος τα αδέλφια του και πέρασε πολύ χρόνο πολεμώντας ξένους εχθρούς, αλλά κυρίως διασκέδαζε με το κυνήγι και τους αυλικούς του, περιστοιχισμένος από πανέμορφες γυναίκες. Κατά τη βασιλεία του, γράφτηκαν τα ωραιότερα κείμενα της σασσανιδικής λογοτεχνίας, συντέθηκαν αξιομνημόνευτα κομμάτια σασσανιδικής μουσικής, και σπορ όπως το πόλο (ιππικό πόλο) έγιναν συνήθεια στον ελεύθερο χρόνο της ελίτ του κράτους, παράδοση που συνεχίζεται έως σήμερα σε πολλά βασίλεια.[42]

Ο γιος του Βαράμη Ε', Ισδιγέρδης Β' (438457), ήταν δίκαιος, μετριοπαθής αυτοκράτορας, αλλά αντίθετα με τον Ισδιγέρδη Α' ακολούθησε σκληρή πολιτική απέναντι στις θρησκευτικές μειονότητες, κυρίως το Χριστιανισμό.[43] Στην αρχή της βασιλείας του σχημάτισε ένα μεικτό στρατό από διάφορα έθνη, που περιελάμβανε τους Ινδούς συμμάχους του, και επιτέθηκε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 441 μ.Χ., γρήγορα όμως η ειρήνη αποκαταστάθηκε μετά από μικρής κλίμακας συγκρούσεις. Μετά από αυτό, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του το 443 στη Νισαπούρ και εξαπέλυσε μια μακρά εκστρατεία εναντίον των Κιδαριτών. Τελικώς, μετά από μια σειρά μαχών, συνέτριψε τους εχθρούς του και τους έδιωξε πέρα από τον Ώξο ποταμό το 450.[44]

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στα ανατολικά, ο Ισδιγέρδης Β' άρχισε να υποπτεύεται τους Χριστιανούς στο στρατό του για αντικρατική δράση και τους εκδίωξε από όλα τα κυβερνητικά σώματα και το στρατό. Εξαπέλυσε διωγμό εναντίον τους καθώς και κατά των Εβραίων, σε μικρότερο όμως βαθμό.[45] Προκειμένου να επαναφέρει το Ζωροαστρισμό στην Αρμενία, συνέτριψε μια εξέγερση των Αρμενίων Χριστιανών στη Μάχη του Βαρτανάντζ το 451. Οι Αρμένιοι, παρόλα αυτά, παρέμειναν κυρίως Χριστιανοί. Αργότερα, ενεπλάκη πάλι σε σύγκρουση με τους Κιδαρίτες μέχρι το θάνατό του το 457. Ο Ορμίσδας Γ' (457–459), νεότερος γιος του Ισδιγέρδη Β', ανέβηκε κατόπιν στο θρόνο. Κατά τη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του, συνέχισε να μάχεται ενάντια στο μεγαλύτερο αδελφό του Περόζη, ο οποίος είχε την υποστήριξη των ευγενών,[45] καθώς και με τους Εφθαλίτες στη Βακτριανή. Το 459, σκοτώθηκε τελικώς από τον Περόζη.

Νόμισμα της εποχής του Ορμίσδα Α'

Στις αρχές του 5ου αιώνα, οι Εφθαλίτες (γνωστοί και ως Λευκοί Ούννοι), μαζί με άλλες νομαδικές φυλές, επιτέθηκαν στην Περσία. Αρχικώς, ο Βαράμης Ε' και ο Ισδιγέρδης Β' επέφεραν αποφασιστικές ήττες στους Εφθαλίτες και τους εκδίωξαν στα ανατολικά. Οι Εφθαλίτες επέστρεψαν στα τέλη του 5ου αιώνα και νίκησαν τον Περόζη Α' (457–484) το 483. Μετά από τη νίκη αυτή, εισέβαλαν στην ανατολική Περσία και τη λεηλάτησαν για δύο ολόκληρα χρόνια, ενώ και όταν ακόμα έφυγαν, συνέχισαν για αρκετά χρόνια αργότερα να εισπράττουν βαριές εισφορές.

Οι επιθέσεις αυτές επέφεραν αναρχία και χάος στην αυτοκρατορία. Ο Περόζης Α' προσπάθησε ξανά να εκδιώξει τους Εφθαλίτες, αλλά στο δρόμο προς τα Αρτακόανα, ο στρατός του έπεσε σε παγίδα τους στην έρημο. Ο Περόζης σκοτώθηκε και ο στρατός του εξολοθρεύτηκε. Μετά τη νίκη αυτή, οι Εφθαλίτες προήλασαν στην πόλη Αρτακόανα, προξενώντας πανικό και τρόμο στην αυτοκρατορία. Τελικώς, ένας Πέρσης ευγενής από τον παλαιό αριστοκρατικό φεουδαρχικό Οίκο Καρίν της Υρκανίας, αποκατέστησε σε κάποιο βαθμό την τάξη, παρόλο που η εφθαλίτικη απειλή παρέμεινε μέχρι τη βασιλεία του Χοσρόη Α'. Ανέβασε στο θρόνο τον Μπαλάς, έναν από τους αδελφούς του Περόζη Α'. Ο Μπαλάς (484–488) ήταν μετριοπαθής, πράος και γενναιόδωρος μονάρχης, που έκανε κάποιες παραχωρήσεις στους Χριστιανούς. Παρόλα αυτά, έμεινε αδρανής απέναντι στους εχθρούς της αυτοκρατορίας, ειδικώς απέναντι στους Εφθαλίτες. Μετά από βασιλεία τεσσάρων ετών, τυφλώθηκε και ανατράπηκε (από μεγαλοπαράγοντες του περσικού κράτους) και στο θρόνο ανέβηκε ο ανηψιός του, Καβάδης Α'.

Ο Καβάδης Α' (488496 και 498-531) ήταν ενεργητικός και μεταρρυθμιστής ηγέτης. Υποστήριξε τη σέκτα που ίδρυσε ο Μασδάκης, γιος του Βαμδάδη, ο οποίος απαίτησε οι πλούσιοι να μοιραστούν τις γυναίκες και τα πλούτη τους με τους φτωχούς. Η πρόθεση του Καβάδη Α' υιοθετώντας το δόγμα των Μασδακιτών, ήταν προφανώς να εξασθενήσει την επιρροή των ισχυρών παραγόντων της συνεχώς ισχυροποιούμενης αριστοκρατίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές οδήγησαν στην ανατροπή του από μέλη της αριστοκρατίας και τη φυλάκισή του στο "Κάστρο της Λήθης" στα Σούσα, ως επακόλουθο δε, ο μικρότερος αδελφός του Ζαμάσπης, ανέβηκε στο θρόνο το 496. Ο Καβάδης παρόλα αυτά, δραπέτευσε το 498, βρίσκοντας καταφύγιο στην Αυλή του βασιλιά των Εφθαλιτών.

Ο Ζαμάσπης (496–498) ήταν καλός και ευγενικός βασιλιάς, ενώ μείωσε τους φόρους ώστε να ανακουφίσει τους χωρικούς και τους πένητες. Επιπλέον ήταν οπαδός της κυρίαρχης ζωροαστρικής θρησκείας, η εκτροπή από την οποία είχε κοστίσει το θρόνο και την ελευθερία στον Καβάδη Α'. Η βασιλεία του όμως έληξε σύντομα όταν ο Καβάδης Α', επικεφαλής μεγάλου στρατού που του είχε παράσχει ο Εφθαλίτης βασιλιάς, προήλασε μέχρι την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο Ζαμάσπης τότε παραιτήθηκε και ο θρόνος επιστράφηκε στον αδελφό του. Μετά την αποκατάσταση του Καβάδη στο θρόνο, δεν υπήρξε κάποια νεότερη ιστορική μνεία για την τύχη του Ζαμάσπη, θεωρείται όμως ευρέως ότι έτυχε ευνοϊκής αντιμετώπισης, διαβιώντας έκτοτε στην Αυλή του αδελφού του.[46]

Δεύτερη Χρυσή Περίοδος (498-622)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών το 500. Ο χάρτης δείχνει επίσης τα σύνορα του Χανάτου των Εφθαλιτών και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθώς και άλλων κρατών.
Η Αυτοκρατορία το 600 μ.Χ. στο απόγειο της επέκτασής της. Περιλαμβάνεται η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα υποτελή τους κράτη.

Η δεύτερη "Χρυσή Περίοδος" ξεκίνησε με τη δεύτερη βασιλεία του Καβάδη Α'. Με την υποστήριξη των Εφθαλιτών, ο Καβάδης Α' εξαπέλυσε εκστρατεία εναντίον των Βυζαντινών. Το 502 κατέκτησε τη Θεοδοσιούπολη στην Αρμενία, αλλά την απώλεσε λίγο μετά. Το 503 κατέκτησε την Άμιδα στον ποταμό Τίγρη. Το 504, η εισβολή στην Αρμενία των δυτικών Ούννων από τον Καύκασο οδήγησε στην υπογραφή ανακωχής, την επιστροφή της Άμιδας στους Βυζαντινούς και μια συνθήκη ειρήνης στα 506. Το 521/522 ο Καβάδης Α' έχασε τον έλεγχο της Λαζικής, οι ηγέτες της οποίας άλλαξαν στρατόπεδο συμμαχώντας με τους Βυζαντινούς. Παρόμοια απόπειρα των Ιβήρων το 524/525 πυροδότησε νέο πόλεμο μεταξύ Περσίας και Βυζαντίου.

Το 527, επίθεση των Βυζαντινών εναντίον της Νίσιβης αναχαιτίστηκε, και οι προσπάθειες των Βυζαντινών να οχυρώσουν θέσεις κοντά στα σύνορα αντικρούστηκαν επιτυχώς. Το 530, ο Καβάδης Α' έστειλε στρατό να επιτεθεί στη σημαντική βυζαντινή συνοριακή πόλη-οχυρό Δάρας. Ο περσικός στρατός συγκρούστηκε με το βυζαντινό στρατό του στρατηγού Βελισάριου, και παρότι υπέρτερος σε αριθμό, ηττήθηκε στη Μάχη του Δάρας. Την ίδια χρονιά, ένας δεύτερος περσικός στρατός ηττήθηκε στα Σάταλα (σημερινό χωριό Σαντάκ στην επαρχία Γκιουμούσχανε της Τουρκίας) από τους Βυζαντινούς των στρατηγών Σίττα και Δωρόθεου, αλλά το 531, περσικός στρατός, συνοδευόμενος από δυνάμεις του Λαχμίδη Άραβα βασιλιά Αλαμούνδαρου Γ', νίκησε το Βελισάριο στη Μάχη του Καλλίνικου. Παρόλο που δε μπορούσε να ξεφύγει από την πίεση των Εφθαλιτών, ο Καβάδης Α' επέτυχε να αποκαταστήσει την τάξη στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας του, πολέμησε με επιτυχία εναντίον των Βυζαντινών, ίδρυσε αρκετές πόλεις, μερικές από τις οποίες πήραν το όνομά του, ενώ ξεκίνησε και μια αρτιότερη οργάνωση του φορολογικού συστήματος και της εσωτερικής διοικητικής δομής.

Μετά τον Καβάδη Α', ο υιός του Χοσρόης Α' ανέβηκε στο θρόνο. Είναι οι πιο διάσημος από τους Σασσανίδες βασιλείς. Το Σεπτέμβριο του 532, ο Ιουστινιανός Α΄ και ο Χοσρόης Α' υπέγραψαν την Απέραντο Ειρήνη[47]. Ο Χοσρόης Α' είναι περισσότερο γνωστός για τις μεταρρυθμίσεις του στο αναχρονιστικό κυβερνητικό σύστημα των Σασσανιδών. Στις μεταρρυθμίσεις του εισήγαγε ένα ορθολογικό φορολογικό σύστημα, βασισμένο στις γαιοκτησίες, το οποίο είχε ξεκινήσει ο πατέρας του και με το οποίο είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να αυξήσει τον πλούτο και τα έσοδα της αυτοκρατορίας. Ο Χοσρόης Α' ανέπτυξε μια νέα στρατιωτική δύναμη, των μισθοδοτούμενων και εφοδιασμένων από την κεντρική κυβέρνηση και τη γραφειοκρατία ιπποτών, προσδένοντας το στρατό και τους γραφειοκράτες πιο στενά στην κεντρική κυβέρνηση παρά στους τοπικούς άρχοντες. Ο γιος του Χοσρόη Α', Ορμίσδας Δ', κληρονόμησε τους πολέμους του πατέρα του με το Βυζάντιο, απέρριψε όλες τις προτάσεις ειρήνης αλλά γνώρισε απανωτές ήττες από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο. Τελικά ο Ορμίσδας δολοφονήθηκε κατόπιν συνωμοσίας, ο δε γιος του, Χοσρόης Β', ο οποίος είχε καταφύγει στην Αυλή του Μαυρίκιου, κέρδισε με τη βοήθεια του Ρωμαίου αυτοκράτορα τον αγώνα διαδοχής του πατέρα του. Οι σχέσεις του Χοσρόη Β' με τον Μαυρίκιο ήταν άριστες, αλλά όταν ο δεύτερος ανατράπηκε και δολοφονήθηκε από τον σφετεριστή Φωκά το 601, ο Χοσρόης, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την επιθυμία εκδίκησης για το θάνατο του ευεργέτη του, κήρυξε τον πόλεμο στο Βυζάντιο καταλαμβάνοντας τη Μεσοποταμία, την Αρμενία και την Καππαδοκία. Ο τύραννος αυτοκράτορας Φωκάς ήταν στρατιωτικώς ολοκληρωτικά ανίκανος, και ο Χοσρόης Β' το εκμεταλλεύτηκε για να συνεχίσει τις κατακτήσεις σε βάρος του Βυζαντίου, καταλαμβάνοντας την Παλαιστίνη και τη Μικρά Ασία, ενώ το 610 έφτασε μέχρι τη Χαλκηδόνα απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί τρομοκρατημένοι ζήτησαν βοήθεια απο τον έξαρχο της Καρχηδόνας Ηράκλειο τον Πρεσβύτερο, παλιό μεγάλο στρατηγό, θριαμβευτή επί των Περσών την εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου. Ο έξαρχος Ηράκλειος έστειλε μεγάλο σώμα στρατού και στόλου με αρχηγό τον ομώνυμο γιο του, Ηράκλειο. Ο υιός Ηράκλειος ανέτρεψε και σκότωσε τον τύραννο αυτοκράτορα Φωκά το 610, και στη συνέχεια στέφθηκε ο ίδιος αυτοκράτορας σε μεγαλοπρεπή τελετή.

Η πτώση των Σασσανιδών (622-651)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα χρόνια της αυτοκρατορίας του Ηρακλείου οι θρίαμβοι του Χοσρόη Β' ολοκληρώθηκαν με την κατάληψη της ιερής πόλης των Ιεροσολύμων το 614, τη σφαγή 90.000 χριστιανών και την αρπαγή του Τιμίου Σταυρού από τον ιερό ναό του Παναγίου Τάφου. Ο Ηράκλειος μετά από σκληρή δεκαετή προετοιμασία ξεκίνησε το 622 μεγαλοπρεπή εκστρατεία εναντίον των Περσών από την Κωνσταντινούπολη με αρχηγό τον ίδιο. Σε μια εξαετία, από το 622 έως το 628, με μεγάλη στρατιωτική ικανότητα και διπλωματία κατόρθωσε να συντρίψει ολοκληρωτικά τον περσικό στρατό, ο οποίος είχε επικεφαλής τον στρατηγό και μετέπειτα βασιλιά Σαρβαραζά (περσ. Σαχρβαράζ), που το 614 είχε αρπάξει τον Τίμιο Σταυρό. Ο Ηράκλειος αναγκάστηκε στο διάστημα της εξαετίας να διακόψει δύο φορές τις μάχες λόγω της απειλής της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους, τους οποίους είχε ενισχύσει ο ίδιος ο Σαρβαραζάς, αλλά αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης με τους Πέρσες. Άφησε την άμυνα της πόλης στον ανήλικο γιο και διάδοχό του Κωνσταντίνο, τον πρωθυπουργό Βώνο και τον πατριάρχη Σέργιο, ο οποίος με τη βοήθεια της Παναγίας ενίσχυσε ψυχολογικά τους κατοίκους της Πόλης για την υπεράσπισή της. Η άμυνα της Πόλης ήταν επιτυχής, το καλοκαίρι του 626 οι αμυνόμενοι κατάφεραν να αποκρούσουν και να θανατώσουν όλους τους Αβάρους και τους συμμάχους τους Πέρσες που βρίσκονταν μαζί τους, οι οποίοι βρήκαν όλοι το θάνατο στα νερά του Βοσπόρου. Μετά το θρίαμβο οι πολιορκημένοι κάτοικοι της Πόλης έψαλαν στις 8 Αυγούστου 626 ευχαριστήριο ύμνο στη Θεοτόκο στο Ναό των Βλαχερνών για τη βοήθειά της στην άμυνα της Πόλης από τους Αβάρους. Ο ευχαριστήριος ύμνος καθιερώθηκε στη χριστιανική ιστορία ως "Ακάθιστος Ύμνος".

Ο Ηράκλειος, κουρασμένος από τις μάχες, έκανε συνεχείς εκκλήσεις στον Χοσρόη Β' για ειρήνη με ευνοϊκούς όρους για την Περσία, αλλά ο υπερόπτης Πέρσης βασιλιάς πάντα αρνιόταν επίμονα. Η τελική συντριβή του στρατού του Χοσρόη Β' από τον Ηράκλειο έγινε το 627 στη μάχη της Νινευής. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος κατέλαβε την περσική πρωτεύουσα Κτησιφώντα, παίρνοντας πίσω τον Τίμιο Σταυρό ο οποίος είχε κλαπεί από τους Πέρσες από το 614, και η Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών είχε πλέον πληγεί θανάσιμα. Ο υπερόπτης Χοσρόης ακόμα και τότε αρνήθηκε ειρήνη με τον Ηράκλειο, και η ειρήνη κλείστηκε τελικά από τον γιο του Χοσρόη, Καβάδη Β', με πρωτοβουλία του ίδιου του Πέρση βασιλιά, ο οποίος ανέτρεψε και σκότωσε τον πατέρα του το 628. Η αυτοκρατορία των Σασσανιδών πέρασε στην τελική της ευθεία, και μέχρι τη διάλυση του βασιλείου από τους Άραβες κυβέρνησαν μικροί και ανίκανοι βασιλιάδες και για μικρά χρονικά διαστήματα, χωρίς να έχουν την εξουσία των προηγούμενων Σασσανιδών.

Ο ανήλικος γιος του Καβάδη Β', Αρδασίρ Γ', ανατράπηκε και δολοφονήθηκε το 629 από τον παλιό μεγάλο Πέρση στρατηγό Σαρβαραζά, αλλά και ο ίδιος ο Σαρβαραζάς σε δυο μόλις μήνες ανατράπηκε και δολοφονήθηκε από τους Πέρσες ευγενείς οπαδούς της εθνικής δυναστείας. Τον Σαρβαραζά ακολούθησαν δυο γυναίκες, η Φουραντόχη και η Αζαρμιντόχη, κόρες και οι δυο του Χοσρόη Β', χωρίς να καταφέρουν τίποτα σημαντικό προκειμένου να εμποδίσουν το επερχόμενο τέλος της αυτοκρατορίας από τους Άραβες. Τελευταίος βασιλιάς της Περσίας των Σασσανιδών ήταν ο Ισδιγέρδης Γ’, εγγονός του Χοσρόη Β', ο οποίος έφτασε στο σημείο να ζητήσει τη βοήθεια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηρακλείου, του παλαιού μεγάλου εχθρού των Σασσανιδών, προκειμένου να εμποδίσει τη διάλυση του βασιλείου του από τους Άραβες. Το 642, μετά την οριστική συντριβή των Περσών στη μάχη της Νιχαβάντ, η πρωτεύουσα Κτησιφώντα και μαζί με αυτήν ολόκληρη η Περσία πέρασε στα χέρια των Αράβων, ο δε Ισδιγέρδης Γ' συνέχισε την αντίσταση έως τη δολοφονία του το 652, ενώ ο γιος του Ισδιγέρδη, Περόζης Γ', βασιλιάς μόνο στον τίτλο, δραπέτευσε στην Κίνα.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 (Wiesehöfer 1996)
  2. Encyclopedia of the Peoples of Africa and the Middle East, Vol.1, Ed. Jamie Stokes, (Infobase Publishing, 2009), 601.
  3. MacKenzie, D. N. (2005), A Concise Pahlavi Dictionary, London & New York: Routledge Curzon, σελ. 120, ISBN 0-19-713559-5 
  4. «A Brief History». Culture of Iran. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2009. 
  5. (Shapur Shahbazi 2005)
  6. Wiesehofer, Joseph Ancient Persia New York:1996 I.B. Tauris
  7. Hourani, p. 87.
  8. J. B. Bury, p. 109.
  9. Will Durant, Age of Faith, (Simon and Schuster, 1950), 150; Repaying its debt, Sasanian art exported it forms and motives eastward into India, Turkestan, and China, westward into Syria, Asia Minor, Constantinople, the Balkans, Egypt, and Spain..
  10. Transoxiana 04: Sasanians in Africa
  11. Sarfaraz, pp. 329–330
  12. Iransaga: The art of Sassanians
  13. Frye 2005, σελ. 461
  14. Farrokh 2007, σελ. 178
  15. Zarinkoob 1999, σελ. 194 198
  16. Farrokh 2007, σελ. 180
  17. Frye, 2005 & p-465 466
  18. Frye 2005, σελ. 466 467
  19. 5.1-6
  20. Dodgeon-Greatrex-Lieu 2002, σελ. 24 28
  21. Frye 1993, σελ. 124
  22. 22,0 22,1 Frye 1993, σελ. 125
  23. Southern 2001, σελ. 235 236
  24. Frye 1993, σελ. 126
  25. Southern
  26. Zarinkoob 1999, σελ. 197
  27. Frye 1968, σελ. 128
  28. Zarinkoob 1999, σελ. 199
  29. Barnes, Constantine and Eusebius, p. 18.
  30. 30,0 30,1 Barnes, Constantine and Eusebius, p. 18; Potter, The Roman Empire at Bay, p. 293.
  31. Galienus conquests:Google Book on Roman Eastern Frontier (part 1)
  32. Zarinkoob 1999, σελ. 200
  33. Agathias, Histories, 25, 2-5 translated by Dodgeon-Greatrex-Lieu (2002), I, 126
  34. Zarinkoob 1999, σελ. 206
  35. Blockley 1998, σελ. 421
  36. 36,0 36,1 Frye 1968, σελ. 137 138
  37. 37,0 37,1 Neusner 1969, σελ. 68
  38. Bury 1923
  39. XIV.1
  40. Frye 1993, σελ. 145
  41. Greatrex-Lieu (2002), II, 37–51
  42. «History of Iran, Chapter V:Sassanians». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2009. 
  43. Zarinkoob, σελ. 218
  44. Zarinkoob, σελ. 217
  45. 45,0 45,1 Zarinkoob, σελ. 219
  46. Iranologie History of Iran Chapter V: Sasanians
  47. Zarinkoob, p. 229.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]