Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λευκάσιο Αχαΐας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά οικισμό. Για τον καποδιστριακό δήμο, δείτε: Δήμος Λευκασίου.

Συντεταγμένες: 37°51′51.8″N 22°6′54.0″E / 37.864389°N 22.115000°E / 37.864389; 22.115000

Λευκάσιο
Λευκάσιο is located in Greece
Λευκάσιο
Λευκάσιο
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΔυτικής Ελλάδας
ΔήμοςΚαλαβρύτων
Δημοτική ΕνότηταΚλειτορίας
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΠελοποννήσου
ΝομόςΑχαΐας
Υψόμετρο864
Πληθυσμός
Μόνιμος82
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Παλαιά ονομασίαΤσορωτά ή και Τσερνωτά

Το Λευκάσιο είναι ορεινό χωριό του νοτιοανατολικού τμήματος του Νομού Αχαΐας. Ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 89 κάτοικοι[1].

Είναι χτισμένο στη βορειοδυτική πλευρά του ορεινού όγκου της Αγίας Τριάδος σε υψόμετρο 864 μέτρων. Πάνω από το χωριό υπάρχει στεφανοειδές πυκνό δάσος αποτελούμενο από πουρνάρι, σφεντάμι, τρικοκιά, γλατζινιά, βάτα και ελάχιστους θάμνους κέδρου, που όλα μαζί το προστατεύουν από κατολισθήσεις σε μεγάλες και πολύωρες νεροποντές. Το υγιεινό του κλίμα (δροσερό το καλοκαίρι και ήπια ψυχρό το χειμώνα) και ο εκτεταμένος ορίζοντάς του το κάνουν να ξεχωρίζει.

Σε ότι αφορά την κτηματική περιουσία του χωριού είναι περίπου 4.000 στρέμματα και περικλείεται από την νοητή οροθετική γραμμή που αρχίζει από την Ασπρόγουβα και πιο συγκεκριμένα από το τελευταίο παγκάκι που έχει τοποθετήσει ο τοπικός Πολιτιστικός Σύλλογος στον επαρχιακό δρόμο που είναι και δρόμος περιπάτου προς το γειτονικό χωριό Φίλια. Ανεβαίνοντας προς την Αγία Τριάδα περνά δίπλα από τον Άγιο Μάμα (εξωκλήσι του χωριού) φθάνει στο λάζο του Δημάκη, από κει στο μυτερό λιθάρι, κατεβαίνει στα Πετσούργια και φθάνει στη συμβολή που κάνουν τα τρία λαγκάδια (Τριλάγκαδα). Στη συνέχεια ανεβαίνει στη Σφήνα, περνά το Μοναχό δέντρο και τη Λακούλα και κατεβαίνει στην κόφτρα του καλογερικού μύλου. Ακολουθώντας τον δημόσιο δρόμο στρίβει στου Ριγανά το χωράφι και φτάνει στον αυχένα στο Καρμίρη και κατεβαίνει στον Άγιο Νικόλαο, στη βρύση του Μπάμπαλη. Περιλαμβάνει τα Σκαρπέικα σπίτια, ακολουθεί το δρόμο προς το κάστρο του Αρχαίου Κλείτωρα, στου Ντάρα παίρνει του Γιάννη το ρέμα, βγαίνει στο καταράχι το οποίο ακολουθεί αφήνοντας δεξιά το όρος Άγιος Αθανάσιος, κατεβαίνει τα Σουλινάρια και φθάνοντας στην Ανάληψη (εξωκλήσι των Φιλίων), κατεβαίνει στου Πρεβενά, στην κρέμαση του Παλιόμυλου, ακολουθεί το ρέμα που σχημάτιζαν τα νερά των πηγών του Αγίου Νικολάου, πριν γίνει η υδρομάστευσή τους την δεκαετία του 1970 προκειμένου να υδροδοτηθούν οι δύο όμορες κοινότητες (Λευκασίου, Φιλίων), ανεβαίνει τα Λαζάκια και κλείνει η οροθετική γραμμή στο σημείο από το οποίο ξεκίνησε, δηλαδή την Ασπρόγουβα και το παγκάκι[2].

Στο χώρο αυτό συμπεριλαμβάνονται: ο ορεινός όγκος της Αγίας Τριάδος που έχει υψόμετρο 1127 μ., ο αντίστοιχος του Προφήτη Ηλία με 1140 μ., τα δύο Τουρκοβούνια το καθένα με τη δική του ιστορία και ο χωματόλοφος Κιβούρι. 

Το όνομά του (Λευκάσιο) το φέρει από το 1928 με το ΦΕΚ 156 Α 8-8-1928 με α/α 123[3] όπου αναφέρεται ότι «η Κοινότης Τσορωτών μετονομάζεται εις Κοινότητα Λευκασίου και ο ομώνυμος σ’ αυτή συνοικισμός Τσορωτά εις Λευκάσιον». Η αλλαγή του ονόματος από Τσορωτά σε Λευκάσιο προήλθε υπακούοντας στη διαταγή που δόθηκε με το ΦΕΚ Α΄ 281|1927[4] που είχε σχέση με τον «Εξελληνισμό της Ελλάδος».

Η ονομασία Τσορωτά μπορεί να είναι Ελληνικής προελεύσεως από παραφορά της ονομασίας του δάσους Σόρων σε Σόρωνα-Σόρωτα-Τσορωτά, όπως ακριβώς συνέβη και με τη λέξη Αζάνες σε Κατσάνες.

Κατά την Αρχαιότητα το Λευκάσιο αποτελούσε την πλησιέστερη κώμη (χωριό)[5] της πόλης - κράτους Κλείτωρ και η ύπαρξής του τοποθετείται στη συμβολή των ποταμών Αροάνιου και Λάδωνος[6]. Ονομάστηκε δε έτσι είτε από την λευκότητα του εδάφους (ασπρόχωμα) είτε από τις πολλές λεύκες που υπήρχαν στην περιοχή λόγω των τελμάτων των δύο ποταμών[7].

Ο Θάνος Βαγενάς, στο βιβλίο Χρονικά Λεβιδίου και Αρχαίου Ορχομενού, δημοσιεύει χάρτη της περιοχής στον οποίο είναι τυπωμένο το όνομα Leucasio και βρίσκεται στη θέση που και ο Παυσανίας το προσδιορίζει[8]. Στις μέρες μας, οι Λευκάσιοι, που τους αποκαλούσαν Λάλους, δηλαδή καλλίφωνους, στις διασκεδάσεις τους και ιδιαίτερα στους γάμους, το γλέντι γινόταν ή στην ύπαιθρο ή στα σπίτια, στο τραπέζι τραγουδούσαν τα τραγούδια της τάβλας (τραπεζίτικα) με τη σειρά που οι ίδιοι καθόριζαν τον επόμενο τραγουδιστή. Ο Πουκεβίλ στο βιβλίο του Ταξίδι στην Ελλάδα. Πελοπόννησος αναφέρεται σχετικά[9].

Από το Λευκάσιο στο Τσορωτά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως προς την ανάπτυξη της περιοχής δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία. Μόνο κατά την Ρωμαϊκή επικυριαρχία, οι Ρωμαίοι στις εμπορικές τους δραστηριότητες δεν παραμέλησαν την Πελοπόννησο. Οι επιγραφές μαρτυρούν την παρουσία τους σε πολλές πόλεις μεταξύ των οποίων και στον Κλείτωρα της Αρκαδίας που εκτός από την κτηνοτροφία (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, γίδια, πρόβατα), η περιοχή φημιζόταν κατά την αρχαιότητα για το γάλα της στο οποίο αποδίδονταν και θεραπευτικές ιδιότητες. Η ανάπτυξη αυτή κράτησε για όσα χρόνια ήταν υπό την Ρωμαϊκή επικυριαρχία και ίσως μέχρι την αντίστοιχη Βυζαντινή, όπου ο Θεοδόσιος ο Μέγας, το 383 μ.Χ. απαγόρευσε με διάταγμά του στους εθνικούς επί ποινή θανάτου και δήμευσης περιουσίας τους, αν συνέχιζαν να τελούν θρησκευτικές τελετές του δωδεκαθέου. Τότε κατεστράφησαν ο Κλείτωρας και οι παραλαδώνιες κώμες της περιοχής, που προφανώς δεν είχαν ασπασθεί την νέα θρησκεία, τον Χριστιανισμό. Kατεδαφίστηκαν οι αρχαίοι ναοί του δωδεκαθέου, και διώχτηκαν οι ιερείς της παλιάς θρησκείας, η δε ολοκληρωτική καταστροφή συντελέστηκε από τις ληστρικές ορδές των Γότθων υπό τον Αλάριχο το 396 μ.Χ.

Όσοι από τους κατοίκους διασώθηκαν, κατέφυγαν στα ορεινά και στο δάσος Σόρων. Λογικό ήταν να φωλιάσουν σε σημεία που υπήρχε νερό, χορτάρι για τα κοπάδια τους και χώρος καλλιεργήσιμης γης για τους αγρότες. Εκεί σχημάτισαν νέους οικισμούς και συνέχισαν την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή τους. Ένας τέτοιος οικισμός ήταν και το Τσορωτά, το όνομα του οποίου πιθανολογείται ότι προήλθε, όπως και προηγούμενα αναφέρθηκε, από παραφορά του δάσους Σόρων και συγκροτήθηκε κατά την πλειοψηφία του από κατατρεγμένους Λευκάσιους, ενδεχομένως και Κλειτόριους. Οι δυστυχείς αυτοί άνθρωποι στο σημείο που φώλιασαν βρήκαν πηγή νερού (Νερομάνα), με τόσο πολύ νερό που πρέπει να λειτουργούσε υδρόμυλος. 

Στην κτηματική περιουσία του Λευκασίου, πρώην Τσορωτά και κατά μήκος του λαγκαδιού που έπαιρνε τα νερά των πηγών Αγίου Νικολάου, πριν γίνει η υδρομάστευσή τους για να υδροδοτηθούν τη δεκαετία του 1970, οι δύο τότε κοινότητες Λευκασίου και Φιλίων, υπάρχουν τα τοπωνύμια: "Κρεμαστή", "Παλιόμυλος", "Ποταμάκι". 

Το όνομα Τσορωτά, επίσημα, το συναντάμε το 1700 μ.Χ. στην απογραφή GRIMANI όπου διοικητικά ανήκε στο Territoriο di Kallavrita με 16 fammiglie και 51 άτομα και με το όνομα Cernota, χωρίζοντάς τα μάλιστα κατά φύλλο και ηλικία[10], γνωστό όμως ήταν από το 1512 μ.Χ., όταν: «Ολίγον μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων εγεννήθη εις Τσορωτά (το σημερινό Λευκάσιον) πτωχός αγρότης αγνώστου εις ημάς επωνύμου, ονομαζόμενος Ιωάννης, ο οποίος εργαζόμενος εις αγρόν παρά τα όρια της κτηματικής περιοχής της Μονής Αγίων Θεοδώρων και Σκοτάνης, εύρε σημαντικόν θυσαυρόν εντός του εδάφους. Πιθανότερον είναι ότι ο θησαυρός απετελείτο ουχί εξ αρχαίων νομισμάτων αλλ’ από νομίσματα της μεσαιωνικής εποχής, δηλαδή Βυζαντινά και Φραγκικά. Τον θησαυρό παρέδωσε ο Ιωάννης εις αντιπροσώπους του Σουλτάνου Σελίμ Α΄ και ακολούθως μετέβη εις Κωνσταντινούπολη κατά το 1512 και παρουσιάστει εις τον Σουλτάνον, ο οποίος εις ανταμοιβή απένειμε εις αυτόν τον τίτλο του Μπέη, και του παρεχώρησε μεγάλες εκτάσεις γαιών (Τιμάρια, Τσιφλίκια) εις Αιγιαλείαν, Ηλείαν, Μεσσηνίαν και Κορινθίαν. Ως καταγόμενος από του Τσορωτά έλαβε την προσωνυμία του Τσορωτάμπεη ή Τσερνοτάμπεη δεδομένου ότι το Τσορωτά λέγεται και Τσερνοτά»[11].

Φραγκοκρατία - Τουρκοκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τσορωτά διοικητικά από την εποχή της φραγκοκρατίας 1204-1453 μ.Χ. ανήκε στη Βαρωνία των Καλαβρύτων και ήταν ένα από τα 12 φίε της. "Τον μισέρ Ότον ντέ Ντουρνά επρόνιασεν ωσαύτως να έχει τα Καλάβρυτα και φίε δέκα και δύο"[12].

Συνέχισε επί Τουρκοκρατία να ανήκει στον "καζά των Καλαβρύτων", επί Βενετοκρατίας στο "τερριτόριο των Καλαβρύτων" και στη Β' Τουρκοκρατία (1715 - 1821) στο "βιλαέτι των Καλαβρύτων" και ειδικότερα στο "σέμτι Κατσάνες".

Από το Τσορωτά στο Λευκάσιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28/8/1912 ο οικισμός Τσορωτών γίνεται Κοινότης Τσορωτών, ως έχουσα πάνω από 300 κατοίκους και σχολείο Στοιχειώδους εκπαιδεύσεως[13][14].

Στις 17/7/1928, όπως και στην αρχική ονομασία αναφέρθηκε, κλείνει ο κύκλος της πορείας του Χωριού Λευκάσιον. Στις 16/4/1930 ο οικισμός μετονομάζεται σε Κοινότητα Λευκασίου και την ίδια ημερομηνία 16/4/1930 η Κοινότητα υπήχθη στο Νομό Αχαΐας από το Νομό Αχαΐας και Ήλιδος. Συνέχισε την πορεία της ως αυθύπαρκτη Κοινότητα Λευκασίου μέχρι τις 4/12/1997 όπου η Κοινότητα Λευκασίου καταργήθηκε και αποτέλεσε Διοικητικό Διαμέρισμα του νεοσύστατου "Καποδιστριακού" Δήμου Λευκασίου με έδρα την Κλειτορία (Μαζέικα) και μετέπειτα Δήμου Κλειτορίας. Από το 2011 το Λευκάσιον αποτελεί Δ.Δ. (Δημοτικό Διαμέρισμα) του "Καλλικρατικού" Δήμου Καλαβρύτων[14][15].

Δημογραφική εξέλιξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφέρεται το χωριό στα 1700 στη βενετική καταγραφή Grimani ως "Cernota" και βρέθηκε να κατοικείται από 16 οικογένειες, είχε δηλ. 51 κάτοικους[16]. Η δημογραφική εξέλιξη του χωριού σύμφωνα με τις εθνικές απογραφές είναι η εξής[17]:

έτος κάτοικοι
1830 35 οικογ. / 187 κατ.
1835 46 οικογ. / 213 κατ.
1844 273 κατ.
1848-1851 56 οικογ. / 286 κατ.
1861 336 κατ.
1879 398
1889 428
1896 444
1907 390
1920 433
1928 458
1940 421
1951 449
1961 359
1971 214
1981 159
1991 129
2001 132[18]
2011 89[1]
2021 82[19]
  1. 1,0 1,1 ΕΛ.ΣΤΑΤ. - Μόνιμος Πληθυσμός της Ελλάδος. Απογραφή 2011
  2. Πληροφορία του τέως Γραμματέα της Κοινότητας Λευκασίου Αθαν. Κούφη
  3. ΦΕΚ 156 Α 8-8-1928 με α/α 123
  4. ΦΕΚ Α΄ 281|1927
  5. τῷ δὲ Λάδωνι ἄρχεται μὲν τὸ ὕδωρ ἐν πηγαῖς τῆς Κλειτορίας, καθὰ ὁ λόγος ἐδήλωσεν ἤδη μοι: ῥεῖ δὲ πρῶτον μὲν παρὰ Λευκάσιον χωρίον καὶ Μεσόβοα καὶ διὰ τῶν Νάσων ἐπί τε Ὄρυγα τὸν καὶ Ἁλοῦντα ὀνομαζόμενον, ἐξ Ἁλοῦντος δὲ ἐπὶ Θαλιάδας τε καὶ ἐπὶ Δήμητρος ἱερὸν κάτεισιν Ἐλευσινίας. Παυσανία Αρκαδικά
  6. Παυσανίας Αρκαδικά
  7. Παπανδρέου Αζανιάς
  8. Βαγενάς, Θάνος (1975). Χρονικά Λεβιδίου και Αρχαίου Ορχομενού. Αθήνα: Αδελφότητος Λεβιδιωτών Αττικής. σελ. 38. 
  9. Η Αρκαδία είναι μια από τις περιοχές εκείνες της Πελοποννήσου όπου σώζονται, τα βουκολικά ήθη και η ιστορική της φυσιογνωμία. Απομακρυσμένη από τη θάλασσα και από κάθε επικοινωνία με ξένους, οι πληθυσμοί του όρους Κυλλήνη και της όχθης του Λάδωνα και του Αλφειού αφουγκράζονταν γύρω τους, τους αλαλαγμούς όσων ορδών εισέβαλλαν κατά καιρούς και αφάνιζαν την Πελοπόννησο, χωρίς να έχουν οι ίδιοι οποιαδήποτε ανάμειξη με τους κατακτητές. Οι άπληστοι εκείνοι καταστροφείς δεν εποφθαλμιούσαν ούτε τα ερημητήριά τους ούτε τη φτώχια τους, άρπαζαν και κατέστρεφαν ότι έβρισκαν μπροστά τους και απομακρύνονταν, γι αυτό και οι Αρκάδες παραμένοντας πάντα είτε ποιμένες είτε καλλιεργητές δεν άφησαν κανένα γεγονός να τους επηρεάσει, διατήρησαν την παράδοση και τα ήθη αλώβητα. Πηγή: Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, σελ. 161
  10. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος-18ος αιώνας, σελ. 270
  11. Καρασούτας, Λαϊκός πολιτισμός Κλειτορολευκασίας, σελ. 456
  12. Από το Χρονικό του Μορέως
  13. ΦΕΚ (Α258|α/α 112) της 28ης Αυγούστου 1912
  14. 14,0 14,1 E.E.T.A.A. - Διοικητικές μεταβολές Κοινότητας Λευκασίου Αχαΐας, eetaa.gr. Ανακτήθηκε: 22/03/2016.
  15. E.E.T.A.A. - Διοικητικές μεταβολές Λευκασίου Αχαΐας, eetaa.gr. Ανακτήθηκε: 22/03/2016.
  16. Λουλούδης 2010, σελ. 638
  17. Βλ. συγκεντρωτικά μέχρι το 2001 στο Λουλούδης 2010, σελ. 638
  18. Ε.Σ.Υ.Ε. - Μόνιμος Πληθυσμός της Ελλάδος. Απογραφή 2001
  19. «ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΜΟΝΙΜΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ 2021». 

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Λουλούδης, Θεόδωρος Η. (2010). Αχαΐα. Οικισμοί, οικιστές, αυτοδιοίκηση. Πάτρα: Νομαρχιακή Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Ν.Α. Αχαΐας. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]