Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μονή Μεγάλου Σπηλαίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 38°5′22.153″N 22°10′30.212″E / 38.08948694°N 22.17505889°E / 38.08948694; 22.17505889

Μονή Μεγάλου Σπηλαίου
Χάρτης
Είδοςμοναστήρι
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°5′22″N 22°10′30″E
ΘρήσκευμαΕλληνική Ορθόδοξη Εκκλησία
Θρησκευτική υπαγωγήΙερά Μητρόπολις Καλαβρύτων και Αιγιαλείας
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Καλαβρύτων και Δημοτική Κοινότητα Κάτω Ζαχλωρούς Αχαΐας
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής362
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Το Μέγα Σπήλαιο είναι ιστορικό μοναστήρι των Καλαβρύτων. Ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας στον Ελληνικό χώρο.

Η Μονή βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα βορειανατολικά των Καλαβρύτων κοντά στον δρόμο που ενώνει την Εθνική Οδό Πατρών – Αθηνών με τα Καλάβρυτα, και είναι κτισμένη στο άνοιγμα ενός μεγάλου φυσικού σπηλαίου (απ' όπου και το όνομα της) της οροσειράς του Χελμού, επάνω από την απότομη χαράδρα του Βουραϊκού ποταμού, σε υψόμετρο περίπου 900 μέτρων, καθώς και σε κοντινή απόσταση και ψηλότερα του χωριού Κάτω Ζαχλωρού. Απόλυτα εναρμονισμένο με το άγριο και εντυπωσιακό τοπίο της περιοχής το οκταώροφο συγκρότημα της Μονής καθηλώνει και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη. Το καθολικό της Μονής σκαμμένο στον βράχο, είναι ναός σταυροειδής, εγγεγραμμένος με δύο νάρθηκες. Ο κυρίως ναός έχει τοιχογραφίες του 1653, αξιόλογα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, ξυλόγλυπτο τέμπλο κ.λ.π. ενώ στον νάρθηκα οι τοιχογραφίες ανάγονται στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ιστορική αναδρομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μονή Μεγάλου Σπηλαίου

Η Μονή, η οποία θεωρείται η αρχαιότερη στην Ελλάδα, κτίστηκε το 362 μ.Χ. από τους Θεσσαλονικείς αδερφούς μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο. Ενώ οι δύο αδελφοί βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, είδαν ο καθένας ξεχωριστά μια οπτασία με την εντολή να μεταβούν στην Αχαΐα και να βρουν την Ιερή Εικόνα της Παναγίας από μαστίχα και κερί, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Υστέρα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το 362 μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το χωριό Γαλατά (Ζαχλωρού). Η Ευφροσύνη τους οδήγησε στο σπήλαιο που βρισκόταν η αναζητούμενη Ιερή Εικόνα, την οποία είχε ανακαλύψει νωρίτερα η ίδια «Θεία Βουλή», και με την οδηγία ενός τράγου από το κοπάδι της, που πήγαινε στο σπήλαιο για να πιει νερό από την πηγή που βρισκόταν εκεί. Η πηγή αυτή του σπηλαίου - μαρμάρινη κατόπιν - αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα, ενώ η Ευφροσύνη τιμάται ως Αγία. Η Ιερή Εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν δίπλα στην πηγή και φυλασσόταν από ένα φοβερό δράκο ο οποίος σκοτώθηκε από κεραυνό όταν επιτέθηκε στους δύο μοναχούς που προσπαθούσαν να καθαρίσουν τον ιερό χώρο από την πυκνή βλάστηση. Στη συνέχεια οι δύο μοναχοί κατασκεύασαν μικρό ναό και μερικά μικρά κελιά με τη συνδρομή του πλήθους των πιστών, που συνέρρεαν δια να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Πολλοί μάλιστα από τους πιστούς παρέμεναν για άσκηση. Σιγά - σιγά η Μονή έγινε μία από τις πλέον «πολυμονάχους Μονάς» και γνώρισε μεγάλη ακμή και αίγλη. Ο αρχικός ναός σωζόταν μέχρι το 1934, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στην περιουσία της Μονής περιλαμβάνονταν ακίνητα στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη, και μεγάλες εκτάσεις στην Αχαΐα και την Ηλεία, τα λεγόμενα "Μετόχια". Η Μονή καταστράφηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές από πυρκαγιές, το 840, το 1400, το 1640 και το 1934. Πάντοτε όμως η Αγία Εικόνα σωζόταν με τρόπο θαυμαστό. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γέρων φέρεται να ξανάχτισε το μοναστήρι το 1285 μετά από καταστροφική πυρκαγιά.

Το Μέγα Σπήλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Το 1770 ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος επικεφαλής ενόπλων πολιόρκησε τα Καλάβρυτα. Τότε ο ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου με άλλους μοναχούς και με τον σταυρό ανά χείρας πήγε στα Καλάβρυτα όπου μεσολαβώντας κατόρθωσε να παύσει η πολιορκία και να αποχωρήσουν ασφαλείς οι Τουρκικές οικογένειες. Χάρη σ' αυτή την πράξη του ηγουμένου, όταν κατόπιν κατεστάλη η επανάσταση και ορδές Αλβανών λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, η Μονή κατόρθωσε να διασωθεί και ταυτόχρονα να σώσει και πολλές ζωές Ελλήνων.[1]

Το μοναστήρι το 1830

Κατά την Επανάσταση του 1821 η Μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αλλά και κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών και παρότι δέχτηκε πολλές επιθέσεις, ποτέ δεν κατακτήθηκε. Το γεγονός που ξεχώρισε ήταν η απόκρουση της επέλασης του Ιμπραήμ τον Ιούνιο του 1827. Την 21η Ιουνίου οι Οθωμανοί Σαμή Εφέντης και Σεχνετζίπ Εφέντης, υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ, κάλεσαν τους μοναχούς να του παραδώσουν το Μοναστήρι γράφοντας μεταξύ άλλων:

«Ηγούμενε θέλει στοχασθής τούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει έυγη σε κεφάλι, λοιπόν σαν φρόνιμος όπου είσαι στοχάσου βαθιά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος».

Την 22 Ιουνίου δόθηκε η ιστορική απάντηση του τότε ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον διότι είμεθα ωρκισμένοι εις την πίστιν μας, ή να ελευθερωθούμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της Πατρίδος μας. … αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής… θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. …».[2] Και πραγματικά ο στρατός του Ιμπραήμ που είχε και την υποστήριξη Ελλήνων προσκυνημένων υπό τον Νενέκο, αναγκάσθηκε να αποσυρθεί μετά από σκληρή μάχη στις 24 Ιουνίου, χάρη στη γενναία άμυνα από τους Πετμεζαίους και τον Φωτάκο. Το μοναστήρι όπου είχαν βρει καταφύγιο και πολλοί άμαχοι, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να το καταλάβουν και μετά τη σύγκρουση είχαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες εν αντιθέσει με το Ελληνικό στρατόπεδο. Μετά την έκβαση της μάχης που ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες, οι κατακτητές αποχώρησαν από την ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων.

Στο Σχολαρχείο που λειτουργούσε στη Μονή φοίτησε το 1895 ο τότε Γεώργιος Παρασκευόπουλος, τώρα Άγιος Γερβάσιος των Πατρών.

Στους νεότερους χρόνους καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγά της. Τον Δεκέμβριο του 1943 τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής λεηλάτησαν το μοναστήρι και εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς αλλά και μοναχούς. Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση «Ψηλός Σταυρός». Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.

Το Μουσείο της Μονής εκτός από τα σημαντικά κειμήλια της Ελληνικής Επανάστασης, διαθέτει ένα σπάνιο λάβαρο με τις μορφές τριών βυζαντινών αυτοκρατόρων, σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, πολύτιμους χρυσούς σταυρούς με Τίμιο Ξύλο, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες, Ευαγγέλια σε περγαμηνές, το ωμοφόριο του Χρύσανθου Νοταρά, χρυσοκέντητους Επιτάφιους, αντιμήνσια, βυζαντινές εικόνες μεγάλης αξίας κ.α. Μεγάλης αξίας είναι και η βιβλιοθήκη της με περισσότερους από 3.000 τόμους βιβλίων και πλήθος παλαιοτύπων. Σε ειδικό παρεκκλήσιο φυλάσσονται, λειψανοθήκες με οστά πολλών Αγίων και οι κάρες των ιδρυτών της Μονής.

Η Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας

Η Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξέχουσα θέση μεταξύ των ιερών κειμηλίων της Μονής κατέχει η Θαυματουργή Ιερή Εικόνα της «Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας», που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά (μία εκ των τριών που δημιούργησε και σώζονται μέχρι σήμερα). Σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές μαρτυρίες, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, μετά τον θάνατο του Απ. Παύλου, έδρασε, όπως και ο Απόστολος Ανδρέας, στην Αχαΐα, όπου πιθανότατα συνέγραψε το θαυμάσιο Ευαγγέλιό του και τις αριστουργηματικές «Πράξεις των Απόστολων». Όταν λοιπόν ήρθε στην Αχαΐα έφερε μαζί του από την Παλαιστίνη και τη συγκεκριμένη Ιερή Εικόνα (ευλογημένη από την ίδια την Παναγία) την οποία αργότερα δώρισε στους πρώτους χριστιανούς. Την εποχή των διωγμών αυτοί κατέφυγαν για ασφάλεια στο Σπήλαιο όπου και την έκρυψαν. Όταν οι ίδιοι πέθαναν ή φονεύθηκαν για τον Χριστό, η Εικόνα παρέμεινε στο Σπήλαιο μέχρι που ανακαλύφθηκε κατά τον θαυμαστό τρόπον από την Αγία Ευφροσύνη. Είναι ανάγλυφη, πάχους τριών πόντων και πλασμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες. Φέρει εσθήτα (φόρεμα) χρωματισμένη και χρυσά διαγράμματα. Από τις πολλές πυρκαγιές έχει αμαυρωθεί. Το σώμα της Παναγίας είναι στραμμένο δεξιά, με κεκλιμένη την κεφαλή προς τον Υιόν της, κρατώντας τον στο δεξί χέρι (Δεξιοκρατούσα), ο οποίος με το αριστερό του χέρι κρατεί ελαφρά την αριστερή παλάμη της Μητρός Του, ενώ με το δεξιό κρατάει το Ευαγγέλιο. Δεξιά και αριστερά της κηρόπλαστης Εικόνας παρίστανται, μετά φόβου άγγελοι. Στις τέσσερις γωνιές της Εικόνας δεξιά εξαπτέρυγα Σεραφείμ και αριστερά πολυόμματα Χερουβείμ.

  1. Κωνσταντίνος Οικονόμου, Κτιτορικόν της Ιεράς & Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, σελ. 85. Αναφέρεται στο Σάθας Κωνσταντίνος, Τουρκοκρατουμένη Ελλάς, Αθήνα, 1869, σ. 492, 493, υποσημ.
  2. "Συνοπτικόν Κτιτορικόν της Ιεράς & Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου", επιμέλεια Ι.Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, 1974, σ. 31-33.
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς.
  • Κωνσταντίνος Οικονόμου, Κτιτορικόν της Ιεράς & Βασιλικής Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου, Αίγιο 1985.
  • Παναγιώτης Α. Υφαντής, Μέγα Σπήλαιο: Ιστορία, Πνευματική και Εθνική Μαρτυρία, Έκδοση Ι. Μητροπόλεως Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Αθήνα 1999.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]