Διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας συνέβη ως αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτικών αναταραχών και συγκρούσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μετά από μια περίοδο πολιτικής και οικονομικής κρίσης τη δεκαετία του 1980, οι συνιστώσες δημοκρατίες της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας χωρίστηκαν, αλλά τα ανεπίλυτα ζητήματα προκάλεσαν σφοδρούς διακρατικούς Γιουγκοσλαβικούς Πολέμους. Οι πόλεμοι επηρέασαν κυρίως τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τα γειτονικά με αυτή τμήματα της Κροατίας και μερικά χρόνια αργότερα το Κοσσυφοπέδιο.
Μετά τη νίκη των Συμμάχων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γιουγκοσλαβία επανιδρύθηκε ως ομοσπονδία έξι δημοκρατιών, με σύνορα που σχεδιάστηκαν σε εθνική και ιστορική βάση: τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, τη Σερβία και τη Σλοβενία. Επιπλέον στη Σερβία ιδρύθηκαν δύο αυτόνομες επαρχίες: η Βοϊβοντίνα και το Κοσσυφοπέδιο. Κάθε μία από τις δημοκρατίες είχε το δικό της τμήμα του κόμματος της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών και μια κυρίαρχη ελίτ και όλες οι εντάσεις επιλύονταν σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το γιουγκοσλαβικό μοντέλο κρατικής οργάνωσης, καθώς και ενός «μέσου δρόμου» μεταξύ της σχεδιασμένης και της φιλελεύθερης οικονομίας, είχε μια σχετική επιτυχία και η χώρα γνώρισε περίοδο ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και σχετικής πολιτικής σταθερότητας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υπό την ηγεσία του ισόβιου προέδρου Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Μετά το θάνατό του, το 1980, το εξασθενημένο σύστημα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν πλέον ανίκανο να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις.
Τη δεκαετία του 1980 οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου άρχισαν να ζητούν να τους χορηγηθεί το καθεστώς της συνιστώσας δημοκρατίας, ξεκινώντας από τις διαμαρτυρίες του 1981. Οι εθνικές εντάσεις μεταξύ των Αλβανών και των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου παρέμειναν υψηλές καθ' όλη τη δεκαετία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη σε όλη τη Γιουγκοσλαβία της αντίθεσης των Σέρβων στη μεγάλη αυτονομία των επαρχιών και στο αναποτελεσματικό σύστημα συναίνεσης σε ομοσπονδιακό επίπεδο, που θεωρήθηκε εμπόδιο στα σερβικά συμφέροντα. Το 1987 ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ήρθε στην εξουσία στη Σερβία και μέσω μιας σειράς λαϊκιστικών κινήσεων απέκτησε το ντε φάκτο έλεγχο του Κοσσυφοπεδίου, της Βοϊβοντίνας και του Μαυροβουνίου, συγκεντρώνοντας υψηλό ποσοστό υποστήριξης μεταξύ των Σέρβων για τη συγκεντρωτική του πολιτική. Ο Μιλόσεβιτς ήρθε σε αντίθεση με τους ηγέτες του κόμματος των δυτικών δημοκρατιών, Σλοβενίας και Κροατίας, που υποστήριζαν το μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό της χώρας στη γραμμή των επαναστάσεων του 1989 στην Ανατολική Ευρώπη. Η Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών διαλύθηκε τον Ιανουάριο του 1990 σε ομοσπονδιακή βάση. Οι κομμουνιστικές οργανώσεις των δημοκρατιών έγιναν ξεχωριστά σοσιαλιστικά κόμματα.
Κατά τη διάρκεια του 1990 οι σοσιαλιστές (πρώην κομμουνιστές) έχασαν την εξουσία από τα εθνοτικά αποσχιστικά κόμματα στις πρώτες πολυκομματικές εκλογές που διεξήχθησαν σε ολόκληρη τη χώρα, εκτός από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, όπου κέρδισαν ο Μιλόσεβιτς και οι σύμμαχοί του. Η εθνικιστική ρητορική από όλες τις πλευρές γινόταν όλο και περισσότερο θερμή. Από τον Ιούνιο του 1991 ως τον Απρίλιο του 1992 τέσσερις δημοκρατίες κήρυξαν την ανεξαρτησία τους (μόνο η Σερβία και Μαυροβούνιο παρέμειναν ομοσπονδιακές), αλλά το καθεστώς των εκτός Σερβίας και Μαυροβουνίου Σέρβων και των εκτός Κροατίας Κροατών παρέμεινε ανεπίλυτο. Μετά από σειρά επεισοδίων μεταξύ των εθνοτήτων ακολούθησαν οι Γιουγκοσλαβικοί Πόλεμοι, πρώτα στην Κροατία και στη συνέχεια, πολύ σοβαρά, στην πολυεθνική Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Οι πόλεμοι άφησαν μακροπρόθεσμες οικονομικές και πολιτικές πληγές στην περιοχή, που εξακολουθούν να είναι αισθητές (Απρίλιος 2019).[1]
Ιστορικά συμφραζόμενα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Γιουγκοσλαβία καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, συμπεριλαμβανομένης μιας λωρίδας εδάφους στην ανατολική ακτή της Αδριατικής Θάλασσας, που εκτείνεται προς νότο από τον Κόλπο της Τεργέστης στην Κεντρική Ευρώπη μέχρι τις εκβολές του Μπογιάνα καθώς και στην ενδοχώρα στις Πρέσπες και προς τα ανατολικά μέχρι τις Σιδηρές πύλες στο Δούναβη και το Μίτζορ στην Οροσειρά του Αίμου, περιλαμβάνοντας έτσι μεγάλο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, μια περιοχή με ιστορία εθνικών συγκρούσεων.
Τα σημαντικά στοιχεία που προκάλεσαν τις διενέξεις περιλάμβαναν σύγχρονους και ιστορικούς παράγοντες, όπως η δημιουργία του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας, ο πρώτος διαμελισμός και οι εθνοτικοί και πολιτικοί πόλεμοι και η γενοκτονία που ακολούθησε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ιδέες της Μεγάλης Σερβίας, της Μεγάλης Κροατίας, της Μεγάλης Αλβανίας και αντικρουόμενες απόψεις για τον πανσλαβισμό και τη μονομερή αναγνώριση από την πρόσφατα ενοποιημένη Γερμανία των αποσχισθεισών δημοκρατιών.
Πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαντικές εντάσεις προέκυψαν από την πολυεθνική σύνθεση της πρώτης μοναρχικής Γιουγκοσλαβίας και τη σχετική πολιτική και δημογραφική κυριαρχία των Σέρβων. Θεμελιώδεις για τις εντάσεις ήταν οι διαφορετικές απόψεις για το νέο κράτος. Οι Κροάτες και οι Σλοβένοι προσέβλεπαν σε ένα ομοσπονδιακό μοντέλο,, όπου θα απολάμβαναν μεγαλύτερη αυτονομία από όση είχαν ως χωριστές χώρες του στέμματος υπό την Αυστροουγγαρία, υπό την οποία τόσο οι Σλοβένοι όσο και οι Κροάτες απολάμβαναν αυτονομία με λυμένα τα χέρια τους μόνο στην εκπαίδευση, το δίκαιο, τη θρησκεία και το 45% των φόρων[2]. Οι Σέρβοι έτειναν να βλέπουν τα νέα εδάφη ως δίκαιη ανταμοιβή για την υποστήριξή τους στους Συμμάχους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το νέο κράτος ως επέκταση του Βασιλείου της Σερβίας.
Οι εντάσεις μεταξύ των Κροατών και των Σέρβων κατέληγαν συχνά σε ανοιχτή σύγκρουση, με τις υπηρεσίες ασφαλείας, όπου κυριαρχούσαν οι Σέρβοι, να λειτουργούν καταπιεστικά κατά τη διάρκεια των εκλογών και τη δολοφονία στο εθνικό κοινοβούλιο πολιτικών ηγετών της Κροατίας, όπως ο Στιέπαν Ράντιτς, που ήταν αντίθετοι στην απολυταρχία του Σέρβου μονάρχη.[3] Η δολοφονία και οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσαν αντικείμενο ανησυχίας της (Γαλλικής) Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αθρόες φωνές διαμαρτυρίας από διανοούμενους, συμπεριλαμβανομένου του Άλμπερτ Αϊνστάιν[4]. Σε αυτό το καταπιεστικό περιβάλλον σχηματίστηκε η ριζοσπαστική επαναστατική ομάδα (αργότερα φασιστική δικτατορία) Ούστασε.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τις εντάσεις στη χώρα εκμεταλλεύτηκαν οι κατοχικές δυνάμεις του Άξονα, που δημιούργησαν ένα Κροατικό κράτος-μαριονέτα, που καταλάμβανε μεγάλο μέρος της σημερινής Κροατίας και Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Οι δυνάμεις του Άξονα εγκατέστησαν τους Ούστασε επικεφαλής του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας.
Οι Ούστασε υποστήριζαν ότι η Σερβική μειονότητα ήταν πέμπτη φάλαγγα του Σερβικού επεκτατισμού και ακολούθησαν μια πολιτική δίωξης εναντίον των Σέρβων. Η πολιτική αυτή υπαγόρευε ότι το ένα τρίτο της Σερβικής μειονότητας θα σκοτωθεί, το ένα τρίτο θα απελαθεί και το άλλο τρίτο θα προσηλυτισθεί στον Καθολικισμό και θα αφομοιωθεί από τους Κροάτες. Αντίστροφα οι Τσέτνικ διεξήγαγαν τη δική τους εκστρατεία δίωξης εναντίον των μη Σέρβων σε τμήματα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, της Κροατίας και του Σαντζακίου, σύμφωνα με το σχέδιο Mόλιεβιτς ("Για το Κράτος Μας και τα Σύνορά Του") και τις διαταγές που εξέδιδε ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς.
Τόσο Κροάτες όσο και Μουσουλμάνοι στρατολογήθηκαν από τα SS (κυρίως στη 13η Βάφεν Ορεινή Μεραρχία). Ταυτόχρονα ο πρώην βασιλικός Στρατηγός Μίλαν Νέντιτς τοποθετήθηκε από τον Άξονα ως επικεφαλής της κυβέρνησης-μαριονέτας και ντόπιοι Σέρβοι στρατολογήθηκαν στη Γκεστάπο και στα Σερβικά Εθελοντικά Σώματα, που συνδέονταν με τα Γερμανικά Waffen-SS. Και οι δύο κουίσλιγκ συγκρούστηκαν και τελικά ηττήθηκαν από το αντιφασιστικό κίνημα των Παρτιζάνων, υπό κομμουνιστική ηγεσία και αποτελούμενο από μέλη όλων των εθνοτικών ομάδων της χώρας, καταλήγοντας στη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας.
Η επίσημη γιουγκοσλαβική μεταπολεμική εκτίμηση για τα θύματα στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν 1.704.000. Η μεταγενέστερη συγκέντρωση στοιχείων τη δεκαετία του 1980 από τους ιστορικούς Βλάντιμιρ Ζέριαβιτς και Μπόγκολιουμπ Κότσοβιτς έδειξε ότι ο πραγματικός αριθμός νεκρών ήταν περίπου 1 εκατομμύριο. Από αυτούς 330.000 έως 390.000 ήταν Σέρβοι από όλες τις αιτίες στην Κροατία και τη Βοσνία[5]. Οι ίδιοι ιστορικοί υπολόγισαν επίσης θανάτους 192.000 ως 207.000 Κροατών και 86.000 ως 103.000 Μουσουλμάνων από όλες τις αιτίες σε όλη τη Γιουγκοσλαβία[6][7].
Πριν από την κατάρρευση της η Γιουγκοσλαβία ήταν μια περιφερειακή βιομηχανική δύναμη οικονομικά ευημερούσα. Από το 1960 ως το 1980 η μέση ετήσια αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ήταν 6,1%, η ιατρική περίθαλψη ήταν δωρεάν, ο αλφαβητισμός ήταν 91% και το προσδόκιμο ζωής 72 έτη[8]. Πριν από το 1991 οι ένοπλες δυνάμεις της Γιουγκοσλαβίας ήταν από τις καλύτερα εξοπλισμένες στην Ευρώπη[9].
Η Γιουγκοσλαβία ήταν ένα μοναδικό κράτος, βασιζόμενο τόσο την Ανατολή όσο και στη Δύση. Επιπλέον ο πρόεδρός της Γιόσιπ Μπροζ Τίτο ήταν ένας από τους θεμελιώδεις ιδρυτές του «τρίτου κόσμου», που ενεργούσε ως εναλλακτική λύση στις υπερδυνάμεις. Το πιο σημαντικό η Γιουγκοσλαβία ενεργούσε ως κράτος-ενδιάμεσος μεταξύ της Δύσης και της Σοβιετικής Ένωσης και εμπόδιζε επίσης την έξοδο των Σοβιετικών στη Μεσόγειο Θάλασσα.
Ο έλεγχος της κεντρικής κυβέρνησης άρχισε να χαλαρώνει λόγω των αυξανόμενων εθνικιστικών παραπόνων και της επιθυμίας του Κομμουνιστικού Κόμματος να υποστηρίξει την «εθνική αυτοδιάθεση». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το Κοσσυφοπέδιο να μετατραπεί σε αυτόνομη περιοχή της Σερβίας, όπως νομοθετήθηκε με το σύνταγμα του 1974. Το σύνταγμα αυτό μοίρασε τις εξουσίες μεταξύ της πρωτεύουσας και των αυτόνομων περιοχών της Βοϊβοντίνας (περιοχή της Γιουγκοσλαβίας με μεγάλο αριθμό εθνικών μειονοτήτων) και του Κοσσυφοπεδίου (με μεγάλο Αλβανικό πληθυσμό).
Παρά την ομοσπονδιακή διάρθρωση της νέας Γιουγκοσλαβίας εξακολουθούσε να υπάρχει ένταση μεταξύ των φεντεραλιστών, κυρίως των Κροατών και των Σλοβένων, που απαιτούσαν μεγαλύτερη αυτονομία, και των συγκεντρωτικών, κυρίως των Σέρβων. Η διαπάλη αυτή εμφανιζόταν με κύκλους διαμαρτυριών για περισσότερα ατομικά και εθνικά δικαιώματα (όπως η Κροατική άνοιξη) και επακόλουθη καταστολή. Το Σύνταγμα του 1974 ήταν μια προσπάθεια να σπάσει αυτό το μοτίβο, εδραιώνοντας το ομοσπονδιακό μοντέλο και επισημοποιώντας τα εθνικά δικαιώματα.
Ο χαλαρός έλεγχος έστρεψε ουσιαστικά τη Γιουγκοσλαβία σε μια ντε φάκτο συνομοσπονδία, που άσκησε επίσης πίεση στη νομιμότητα του καθεστώτος εντός της ομοσπονδίας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 το διευρυνόμενο χάσμα των οικονομικών πόρων μεταξύ των αναπτυγμένων και των υπανάπτυκτων περιοχών της Γιουγκοσλαβίας έπληξε σοβαρά την ενότητα της ομοσπονδίας.[10]. Οι πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες, η Κροατία και η Σλοβενία, απέρριψαν τις προσπάθειες περιορισμού της αυτονομίας τους, που προβλεπόταν στο Σύνταγμα του 1974[10]. Η κοινή γνώμη στη Σλοβενία το 1987 έβλεπες καλύτερες οικονομικές ευκαιρίες στην ανεξαρτησία της από τη Γιουγκοσλαβία παρά μέσα σε αυτήν[10]. Υπήρχαν επίσης περιοχές, που δεν είχαν κανένα οικονομικό όφελος από τη συμμετοχή στη Γιουγκοσλαβία. Για παράδειγμα η αυτόνομη επαρχία του Κοσσυφοπεδίου ήταν λίγο ανεπτυγμένη και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της μειώθηκε από το 47% του γιουγκοσλαβικού μέσου όρου αμέσως μετά τον πόλεμο σε 27% τη δεκαετία του 1980.[11] Αυτό τόνιζε τις τεράστιες διαφορές στην ποιότητα ζωής στις διάφορες δημοκρατίες.
Η οικονομική ανάπτυξη περιορίστηκε λόγω των δυτικών εμπορικών φραγμών σε συνδυασμό με την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Στη συνέχεια η Γιουγκοσλαβία δημιούργησε μεγάλο χρέος προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο λόγω των πολλών δανείων που είχε λάβει το καθεστώς. Ως προϋπόθεση για τη λήψη δανείων το ΔΝΤ απαιτούσε την «απελευθέρωση της αγοράς» της Γιουγκοσλαβίας. Το 1981 η Γιουγκοσλαβία είχε 19,9 δισεκατομμύρια δολάρια εξωτερικό χρέος. Ένα άλλο πρόβλημα ήταν η ανεργία, 1 εκατομμύριο το 1980, που επιδεινώθηκε από τη γενικά «χαμηλή παραγωγικότητα του Νότου», που όχι μόνο αύξανε τα οικονομικά δεινά της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και εκνεύριζε περαιτέρω τη Σλοβενία και την Κροατία [12][13]
Με το θάνατο του Τίτο και την αργή παρακμή του Ανατολικού Μπλοκ η Γιουγκοσλαβία άρχισε να έχει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Παρόμοια οικονομικά προβλήματα είχαν αρκετές χώρες. Στην Πολωνία οδήγησαν σε σοβαρή πολιτική αναταραχή, στην άνοδο της σολιντάρνοστς (αλληλεγγύη), που τελικά το 1989 θα κέρδιζε στις πρώτες ελεύθερες εκλογές του Ανατολικού Μπλοκ και θα ήταν η αρχή του τέλους για το Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Τα οικονομικά προβλήματα της Γιουγκοσλαβίας έφεραν και αυτά δυσαρέσκεια και αναταραχές, που όμως δυστυχώς με τη σειρά τους έδωσαν χώρο στην αναβίωση των εθνικιστικών παθών της περιοχής. Αυτό που επακολούθησε ήταν χειρότερο από τις προσδοκίες ακόμα και των πιο απαισιόδοξων αναλυτών, που δεν περίμεναν να ξαναδούν πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης. Ειδοποιές διάφορες με τις άλλες χώρες όπως η Τσεχοσλοβακία, που μπόρεσαν να διαλυθούν αναίμακτα, είναι οι μεγάλες ιστορικές διαφορές μεταξύ Σέρβων και Κροατών αλλά και η ατυχία της ύπαρξης ατόμων όπως ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και ο Φράνιο Τούτζμαν στις ανώτερες θέσεις τη λάθος στιγμή[14].
Αιτίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δομικά προβλήματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας ήταν μια συσσωμάτωση οκτώ ομοσπονδιακών οντοτήτων, κατά προσέγγιση χωρισμένη με εθνοτικά κριτήρια, περιλαμβανομένων έξι δημοκρατιών—
- Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης,
- Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κροατίας,
- Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας,
- Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Μαυροβουνίου,
- Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας και
- Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σλοβενίας
—και δύο αυτόνομων επαρχιών εντός της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Σερβίας,
Με το Σύνταγμα του 1974 το αξίωμα του Προέδρου της Γιουγκοσλαβίας αντικαταστάθηκε από τη Γιουγκοσλαβική Προεδρία, μια οκταμελή συλλογική ηγεσία του κράτους, που απαρτιζόταν από εκπροσώπους των έξι δημοκρατιών και των δύο αυτόνομων επαρχιών, της ΣΑΠ του Κοσσυφοπεδίου και της ΣΑΠ της Βοϊβοντίνας.
Από τη σύσταση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας το 1945 η συνιστώσα Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σερβίας (ΣΔ Σερβίας) περιελάμβανε τις δύο αυτόνομες επαρχίες της ΣΑΠ του Κοσσυφοπεδίου και της ΣΑΠ της Βοϊβοντίνας. Με το Σύνταγμα του 1974 η επιρροή της κεντρικής κυβέρνησης της ΣΔ Σερβίας πάνω στις επαρχίες μειώθηκε σημαντικά, γεγονός που τους έδωσε την επί μακρόν επιδιωκόμενη αυτονομία. Η κεντρική κυβέρνηση περιορίστηκε όσον αφορά στη λήψη και εφαρμογή αποφάσεων που ίσχυαν για τις επαρχίες. Οι επαρχίες είχαν ψήφο στη Γιουγκοσλαβική Προεδρία, που δεν εκφραζόταν υπέρ της Σερβίας. Στη Σερβία υπήρξε μεγάλη δυσαρέσκεια για αυτές τις εξελίξεις, που τα εθνικιστικά στοιχεία θεώρησαν ως "διαίρεση της Σερβίας". Το σύνταγμα του 1974 όχι μόνο επιδείνωσε τους φόβους της Σερβίας για μια "αδύναμη Σερβία, για μια ισχυρή Γιουγκοσλαβία" αλλά έπληξε επίσης και την καρδιά του σερβικού εθνικού αισθήματος. Η πλειοψηφία των Σέρβων θεωρούσε το Κοσσυφοπέδιο ως «λίκνο του έθνους» και δεν θα δεχόταν την πιθανότητα να το χάσει από τον πλειοψηφούντα Αλβανικό πληθυσμό.
Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την κληρονομιά του, ο Τίτο με το Σύνταγμα του του 1974 καθιέρωσε ένα σύστημα ετήσιων προεδριών, εκ περιτροπής, από τους οκτώ ηγέτες των δημοκρατιών και των αυτόνομων επαρχιών. Ο θάνατος του Τίτο θα έδειχνε ότι τέτοιοι βραχυπρόθεσμοι όροι ήταν εξαιρετικά αναποτελεσματικοί. Ουσιαστικά άφησε ένα κενό ισχύος το οποίο έμεινε έτσι στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1980.
Ο θάνατος του Τίτο και η αποδυνάμωση του Κομμουνισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 4 Μαΐου 1980 ο θάνατος του Τίτο ανακοινώθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο σε όλη τη Γιουγκοσλαβία. Ο θάνατός του αφαίρεσε αυτό που πολλοί διεθνείς πολιτικοί παρατηρητές θεωρούσαν ως κύρια ενοποιητική δύναμη της Γιουγκοσλαβίας και στη συνέχεια άρχισαν να αναπτύσσονται στη χώρα εθνοτικές εντάσεις. Η κρίση που εμφανίστηκε στη Γιουγκοσλαβία συνδεόταν με την αποδυνάμωση των Κομμουνιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης προς το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, που οδήγησε στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Στη Γιουγκοσλαβία το κομμουνιστικό κόμμα της χώρας, που ονομαζόταν Ενωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστικών είχε χάσει την ιδεολογική του ισχύ.[15]
Το 1986 η Σερβική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών συνέβαλε σημαντικά στην άνοδο των εθνικιστικών αισθημάτων, καθώς συνέταξε το αμφιλεγόμενο Μνημόνιό της, διαμαρτυρόμενη για την αποδυνάμωση της κεντρικής κυβέρνησης της Σερβίας.
Τα προβλήματα στη Σερβική αυτόνομη επαρχία του Κοσσυφοπεδίου μεταξύ Σέρβων και Αλβανών αυξήθηκαν εκθετικά. Αυτό, σε συνδυασμό με οικονομικά προβλήματα στο Κοσσυφοπέδιο και τη Σερβία συνολικά, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια της Σερβίας για το Σύνταγμα του 1974. Οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου άρχισαν να ζητούν να αναγνωριστεί για το Κοσσυφοπέδιο το καθεστώς της συνιστώσας δημοκρατίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ιδιαίτερα με τις διαμαρτυρίες του 1981. Αυτό θεωρήθηκε από τους Σέρβους ως καταστροφικό πλήγμα για την υπερηφάνεια της Σερβίας λόγω των ιστορικών δεσμών που είχαν με το Κοσσυφοπέδιο. Θεωρήθηκε ότι αυτή η απόσχιση θα ήταν καταστροφική για τους Σέρβους του Κοσσυφοπεδίου και αυτό τελικά οδήγησε στην καταστολή επί της Αλβανικής πλειοψηφίας στο Κοσσυφοπέδιο[16].
Εν τω μεταξύ οι πιο ευημερούσες δημοκρατίες της Σλοβενίας και της Κροατίας ήθελαν να προχωρήσουν προς την αποκέντρωση και τη δημοκρατία[17].
Ο ιστορικός Μπάζιλ Ντάβιντσον υποστηρίζει ότι η προσφυγή στην "εθνότητα" ως εξήγηση [της σύγκρουσης] είναι ψευδοεπιστημονική ανοησία ... "Ακόμη και ο βαθμός των γλωσσικών και θρησκευτικών διαφορών" ήταν λιγότερο σημαντικοί από ό, τι οι πρόσκαιροι σχολιαστές επαναλαμβάνουν". Μεταξύ των δύο μεγάλων κοινοτήτων, των Σέρβων και των Κροατών, υποστηρίζει ο Ντάβιντσον, «ο όρος« εθνοκάθαρση »δεν μπορεί να έχει καθόλου νόημα». Ο Ντάβιντσον συμφωνεί με τη Σούζαν Γούντγουορντ, ειδική για τα θέματα των Βαλκανίων, που εντόπισε τις «αιτίες που προκάλεσαν τη διάλυση στην οικονομική κατάσταση και τις φοβερές πιέσεις της»[18].
Οικονομική κατάρρευση και το διεθνές κλίμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως Πρoέδρου η πολιτική του Τίτο ήταν να πιέζει για ταχεία οικονομική ανάπτυξη και η ανάπτυξη ήταν πράγματι υψηλή τη δεκαετία του 1970. Ωστόσο η υπερβολική επέκταση της οικονομίας προκάλεσε πληθωρισμό και ώθησε τη Γιουγκοσλαβία σε οικονομική ύφεση[19].
Ένα μεγάλο πρόβλημα για τη Γιουγκοσλαβία ήταν το μεγάλο χρέος που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1970, που αποδείχθηκε δύσκολο να ξεπληρωθεί τη δεκαετία του 1980.[20] Το χρέος της Γιουγκοσλαβίας, που αρχικά υπολογιζόταν σε ένα ποσό ίσο με 6 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, τελικά έγινε ίσο με 21 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, κολοσσιαίο ποσό για μια φτωχή χώρα.[20] Το 1984 η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρήγκαν δημοσίευσε ένα διαβαθμισμένο έγγραφο, την Οδηγία 133 της Εθνικής Ασφάλειας, που εξέφραζε την ανησυχία ότι το χρέος της Γιουγκοσλαβίας θα μπορούσε να προκαλέσει την ευθυγράμμιση της χώρας με το Σοβιετικό μπλοκ[21]. Η δεκαετία του 1980 ήταν περίοδος οικονομικής λιτότητας, καθώς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) επέβαλε αυστηρούς όρους στη Γιουγκοσλαβία, γεγονός που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια για τις κομμουνιστικές ελίτ που είχαν διαβρώσει την οικονομία με ασύστολο δανεισμό από το εξωτερικό.[22] Οι πολιτικές λιτότητας οδήγησαν επίσης στην αποκάλυψη της μεγάλης διαφθοράς των ελίτ, κυρίως με την υπόθεση "Αγκροκόμερτς" το 1987, όταν αποδείχθηκε ότι η ομώνυμη επιχείρηση της Βοσνίας ήταν το κέντρο ενός τεράστιου πλέγματος διαφθοράς που διέτρεχε όλη τη Γιουγκοσλαβία και ότι οι διευθυντές της είχαν εκδώσει επιταγές χωρίς εξασφαλίσεις, αναγκάζοντας το κράτος να αναλάβει την ευθύνη για τα χρέη της όταν η Αγκροκόμερτς τελικά κατέρρευσε[22]. Η αχαλίνωτη διαφθορά στη Γιουγκοσλαβία, της οποίας η υπόθεση "Αγκροκόμερτς" ήταν απλώς το πιο δραματικό παράδειγμα, συνέβαλε πολύ στη δυσφήμιση του κομμουνιστικού συστήματος, καθώς αποκαλύφθηκε ότι οι ελίτ ζούσαν πολυτελέστατα, πολύ μακράν του τρόπου ζωής των απλών ανθρώπων, με χρήματα κλεμμένα από το δημόσιο ταμείο σε μια περίοδο λιτότητας[22]. Τα προβλήματα που προκλήθηκαν από τη μεγάλη υπερχρέωση και τη διαφθορά, άρχισαν ολοένα και περισσότερο να διαβρώνουν τη νομιμότητα του κομμουνιστικού συστήματος στα μέσα της δεκαετίας του 1980, καθώς οι απλοί άνθρωποι άρχισαν να χάνουν πίστη τους στην ικανότητα και την ειλικρίνεια των ελίτ.[22]
Ένα κύμα μεγάλων απεργιών αναπτύχθηκε το 1987-88 καθώς οι εργαζόμενοι απαίτησαν υψηλότερους μισθούς για να αντισταθμίσουν τον πληθωρισμό, καθώς το ΔΝΤ επέβαλε τον τερματισμό διαφόρων επιδοτήσεων και συνοδεύτηκαν από καταγγελίες ολόκληρου του συστήματος ως διεφθαρμένου[23]. Τέλος, η πολιτική λιτότητας έφερε στο προσκήνιο τις εντάσεις μεταξύ των εύπορων "εχόντων" δημοκρατιών, όπως η Σλοβενία και η Κροατία, έναντι των φτωχότερων "μη εχόντων", όπως η Σερβία[23]. Τόσο η Κροατία όσο και η Σλοβενία θεώρησαν ότι πληρώνουν πάρα πολλά χρήματα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για να στηρίζουν τις δημοκρατίες των "μη εχόντων", ενώ η Σερβία ήθελε η Κροατία και η Σλοβενία να πληρώνουν περισσότερα χρήματα στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για να τις στηρίξουν σε μια εποχή λιτότητας.[24] Όλο και περισσότερο στη Σερβία εκφράστηκαν απαιτήσεις για περισσότερο συγκεντρωτισμό, προκειμένου να αναγκαστεί η Κροατία και η Σλοβενία να πληρώσουν περισσότερο στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, απαιτήσεις που απορρίφθηκαν εντελώς στις δημοκρατίες των "εχόντων" [24].
Η χαλάρωση των εντάσεων με τη Σοβιετική Ένωση, αφότου έγινε ηγέτης ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ το 1985, σήμαινε ότι τα δυτικά έθνη δεν ήταν πλέον πρόθυμα να είναι γενναιόδωρα με την αναδιάρθρωση των χρεών της Γιουγκοσλαβίας, καθώς το παράδειγμα μιας κομμουνιστικής χώρας έξω από το Σοβιετικό μπλοκ δεν το χρειαζόταν πλέον η Δύση ως τρόπο αποσταθεροποίησής του. Το εξωτερικό status quo, από το οποίο το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε εξαρτηθεί για να παραμείνει βιώσιμο, αρχίζει έτσι να εξαφανίζεται. Επιπλέον η αποτυχία του κομμουνισμού σε όλη την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έφερε ξανά στην επιφάνεια τις εσωτερικές αντιφάσεις της Γιουγκοσλαβίας, τις οικονομικές αναποτελεσματικότητες (όπως η χρόνια υστέρηση παραγωγικότητας, τροφοδοτούμενη από την απόφαση της ηγεσίας της χώρας να εφαρμόζει μια πολιτική πλήρους απασχόλησης) και τις εθνοθρησκευτικές εντάσεις. Το καθεστώς του αδέσμευτου της Γιουγκοσλαβίας είχε ως αποτέλεσμα την πρόσβαση σε δάνεια και από τα δύο μπλοκ των υπερδυνάμεων. Αυτή η επαφή με τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δύση άνοιξε τις αγορές της Γιουγκοσλαβίας νωρίτερα από εκείνες της υπόλοιπης Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η δεκαετία του 1980 ήταν μια δεκαετία Δυτικής οικονομικής βοήθειας.
Μια δεκαετία λιτότητας είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της απογοήτευσης και της δυσαρέσκειας τόσο κατά της Σερβικής "άρχουσας τάξης" όσο και κατά των μειονοτήτων που θεωρείτο ότι επωφελούντο από την κυβερνητική νομοθεσία. Τα πραγματικά εισοδήματα στη Γιουγκοσλαβία μειώθηκαν κατά 25% από το 1979 ως το 1985. Το 1988 τα μεταναστευτικά εμβάσματα στη Γιουγκοσλαβία ανήλθαν σε πάνω από 4,5 δισεκατομμύρια δολάρια (USD), ενώ το 1989 σε 6,2 δισεκατομμύρια δολάρια (USD).[12][13]
Το 1990 η αμερικανική πολιτική επέμενε στο πρόγραμμα λιτότητας της θεραπείας σοκ, που επιβλήθηκε στις χώρες της πρώην Κομεκόν. Ένα τέτοιο πρόγραμμα υποστηρίχθηκε από το ΔΝΤ και άλλους οργανισμούς "ως προϋπόθεση για νέες εισφορές κεφαλαίων"[25].
Ανοδος του εθνικισμού στη Σερβία (1987–89)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1987 ο Σέρβος κομμουνιστής αξιωματούχος Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς εστάλη για να ηρεμήσει μια εθνοτικής κατεύθυνσης διαμαρτυρία των Σέρβων εναντίον της Αλβανικής διοίκησης της ΑΣΕ του Κοσσυφοπεδίου. Ο Μιλόσεβιτς ήταν μέχρι τότε σκληροπυρηνικός κομμουνιστής, που είχε καταγγείλει όλες τις μορφές εθνικισμού ως προδοσία, όπως καταδικάζοντας το Μνημόνιο της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών ως «τίποτε άλλο εκτός από τον πιο σκοτεινό εθνικισμό»[26]. Ωστόσο η αυτονομία του Κοσσυφοπεδίου ήταν ανέκαθεν μια μη δημοφιλής πολιτική στη Σερβία και εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, παίρνοντας αποστάσεις από την παραδοσιακή κομμουνιστική ουδετερότητα στο ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου.
Ο Μιλόσεβιτς διαβεβαίωσε τους Σέρβους ότι η κακομεταχείριση τους από Αλβανούς θα σταματούσε. Στη συνέχεια ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον της κυβερνώσας κομμουνιστικής ελίτ της Σερβίας, απαιτώντας περιορισμούς στην αυτονομία του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνας. Αυτές οι ενέργειες τον κατέστησαν δημοφιλή μεταξύ των Σέρβων και βοήθησαν την άνοδό του στην εξουσία στη Σερβία. Ο Μιλόσεβιτς και οι σύμμαχοί του ανέλαβαν μια επιθετική εθνικιστική ατζέντα για την αναζωογόνηση της ΣΔ της Σερβίας εντός της Γιουγκοσλαβίας, υποσχόμενος μεταρρυθμίσεις και προστασία όλων των Σέρβων.
Το κυβερνών κόμμα της ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας ήταν η Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, σύνθετο πολιτικό κόμμα αποτελούμενο από οκτώ Ενώσεις Κομμουνιστών από τις έξι δημοκρατίες και τις δύο αυτόνομες επαρχίες. Η Ένωση Κομμουνιστών της Σερβίας κυβερνούσε τη Σερβία. Ακολουθώντας το κύμα των εθνικιστικών αισθημάτων και τη νέα δημοτικότητα, που κέρδισε στο Κοσσυφοπέδιο ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς (Πρόεδρος της Ένωσης Κομμουνιστών της Σερβίας από το Μάιο του 1986), έγινε ο ισχυρότερος πολιτικός της Σερβίας, κατατροπώνοντας τον πρώην μέντορά του και Πρόεδρο της Σερβίας Ιβάν Στάμπολιτς στην 8η Σύνοδο της Ένωσης Κομμουνιστών της Σερβίας στις 22 Σεπτεμβρίου 1987. Σε ένα συλλαλητήριο το 1988 στο Βελιγράδι ο Μιλόσεβιτς διατύπωσε σαφώς την αντίληψη του για την κατάσταση που αντιμετωπίζει η ΣΔ της Σερβίας στη Γιουγκοσλαβία, λέγοντας:
Στο εσωτερικό και στο εξωτερικό οι εχθροί της Σερβίας μάχονται εναντίον μας. Λέμε σε αυτούς: «Δεν φοβόμαστε, δεν θα εγκαταλείψουμε τη μάχη». Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, 19 Νοεμβρίου 1988.[27]
Σε άλλη περίπτωση δήλωσε ιδιωτικά::
Εμείς οι Σέρβοι θα ενεργήσουμε προς το συμφέρον της Σερβίας σύμφωνα ή όχι με το σύνταγμα, σύμφωνα ή όχι με το νόμο, σύμφωνα ή όχι με τα καταστατικά του κόμματος.
— Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς[28]
Αντιγραφειοκρατική επανάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αντιγραφειοκρατική επανάσταση ήταν μια σειρά διαμαρτυριών στη Σερβία και το Μαυροβούνιο που ενορχηστρώθηκαν από το Μιλόσεβιτς, για να ανεβάσει στην εξουσία τους υποστηρικτές του στη ΣΑΕ της Βοϊβοντίνας, στη ΣΑΕ του Κοσσυφοπεδίου και στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Μαυροβουνίου (ΣΟΔ Μαυροβουνίου), προσπαθώντας να εκδιώξει τους αντιπάλους του. Η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου επέζησε ενός πραξικοπήματος τον Οκτώβριο του 1988 [29] αλλά όχι του δεύτερου τον Ιανουάριο του 1989.[30]
Εκτός από την ίδια τη Σερβία ο Μιλόσεβιτς μπορούσε τώρα να τοποθετήσει εκπροσώπους των δύο επαρχιών και της ΣΔ του Μαυροβουνίου στη Γιουγκοσλαβική Προεδρία. Το ίδιο ακριβώς εργαλείο, που πριν είχε μειώσει την επιρροή της Σερβίας, χρησιμοποιήθηκε τώρα για να την αυξήσει: στην οκταμελή Προεδρία ο Μιλόσεβιτς μπορούσε να βασιστεί σε τουλάχιστον τέσσερις ψήφους - της ΣΔ του Μαυροβουνίου (μετά τα εκεί γεγονότα), τη δική του μέσω της ΣΔ της Σερβίας και τώρα επίσης των ΣΑΕ Βοϊβοντίνας και Κοσσυφοπεδίου. Με μια σειρά από συλλαλητήριο, που ονομάστηκαν "Συλλαλητήρια της Αλήθειας", οι υποστηρικτές του Μιλόσεβιτς κατάφεραν να ανατρέψουν τις τοπικές κυβερνήσεις και να τις αντικαταστήσουν με τους συμμάχους τους.
Ως αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων το Φεβρουάριο του 1989 οι Αλβανοί ανθρακωρύχοι στο Κοσσυφοπέδιο οργάνωσαν μια απεργία ζητώντας τη διατήρηση της απειλούμενης πλέον αυτονομία[31]. Αυτό συνέβαλε στην εθνοτική σύγκρουση μεταξύ του Αλβανικού και του Σερβικού πληθυσμού της επαρχίας. Τη δεκαετία του 1980 οι Αλβανοί ήταν η πλειοψηφία, το 77% του πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου.[32]
Τον Ιούνιο του 1989, κατά την 600η επέτειο της ιστορικής ήττας της Σερβίας στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς εκφώνησε την ομιλία στο Γκαζίμεσταν, σε 200.000 Σέρβους, με σερβικό εθνικιστικό θέμα, επικαλούμενος σκόπιμα τη μεσαιωνική ιστορία της Σερβίας. Η αντίδραση του Μιλόσεβιτς στην ανικανότητα του ομοσπονδιακού συστήματος ήταν να κάνει συγκεντρωτική την κυβέρνηση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Σλοβενία και η Κροατία επιδίωκαν μακροπρόθεσμα την ανεξαρτησία, αυτό θεωρήθηκε απαράδεκτο.
Επιπτώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εν τω μεταξύ, η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Κροατίας (ΣΔ Κροατίας) και η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σλοβενίας (ΣΔ Σλοβενίας) υποστήριξαν τους Αλβανούς ανθρακωρύχους και τον αγώνα τους για αναγνώριση. Τα ΜΜΕ στη Σλοβενία δημοσίευαν άρθρα που σύγκριναν το Μιλόσεβιτς με τον Ιταλό φασίστα δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι. Ο Μιλόσεβιτς υποστήριξε ότι αυτή η κριτική ήταν αβάσιμη και αποτελούσε "διάδοση της σερβοφοβίας"[33]. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης του Μιλόσεβιτς ισχυρίστηκαν ως απάντηση ότι ο Μίλαν Κούτσαν, επικεφαλής της Ένωσης Κομμουνιστών της Σλοβενίας, επιδοκίμαζε την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου και της Σλοβενίας. Οι αρχικές απεργίες στο Κοσσυφοπέδιο μετατράπηκαν σε εκτεταμένες διαδηλώσεις που ζητούσαν το Κοσσυφοπέδιο να γίνει η έβδομη δημοκρατία. Αυτό εξόργισε την ηγεσία της Σερβίας, που έκανε χρήση αστυνομικών δυνάμεων και στη συνέχεια του ομοσπονδιακού στρατού (Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού) με εντολή της ελεγχόμενης από τη Σερβία Προεδρίας.
Το Φεβρουάριο του 1989 ο Αλβανός Αζέμ Βλάσι, εκπρόσωπος της ΣΑΕ Κοσσυφοπεδίου στην Προεδρία, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και αντικαταστάθηκε από σύμμαχο του Μιλόσεβιτς. Αλβανοί διαδηλωτές ζήτησαν να επιστρέψει στη θέση του ο Βλάσι και η υποστήριξη από το Βλάσι των διαδηλώσεων προκάλεσε την αντίδραση του Μιλόσεβιτς και των συμμάχων του, που δήλωσαν ότι αυτό ήταν μια «αντεπανάσταση κατά της Σερβίας και της Γιουγκοσλαβίας» και ζήτησαν από την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση να καταστείλει με τη βία τους Αλβανούς απεργούς. Ο στόχος του Μιλόσεβιτς υποβοηθήθηκε όταν σχηματίστηκε τεράστια διαδήλωση έξω από το Γιουγκοσλαβικό κοινοβούλιο στο Βελιγράδι από τους Σέρβους υποστηρικτές του Μιλόσεβιτς, που ζήτησαν από τις Γιουγκοσλάβικες στρατιωτικές δυνάμεις να ενισχύσουν την παρουσία τους στο Κοσσυφοπέδιο για να προστατεύσουν τους εκεί Σέρβους και να καταστείλουν την απεργία.
Στις 27 Φεβρουαρίου ο εκπρόσωπος ΣΔ Σλοβενίας στη συλλογική προεδρία της Γιουγκοσλαβίας Μίλαν Κούτσαν αντιτάχθηκε στις απαιτήσεις των Σέρβων και έφυγε από το Βελιγράδι για τη Σλοβενία, όπου παρακολούθησε μια συνάντηση στη Λιουμπλιάνα, συνδιοργανωμένη με τις δυνάμεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, υποστηρίζοντας δημόσια τις προσπάθειες των Αλβανών διαδηλωτών που απαιτούσαν την απελευθέρωση του Βλάσι. Στο ντοκιμαντέρ του BBC το 1995 Ο θάνατος της Γιουγκοσλαβίας ο Κούτσαν ισχυρίστηκε ότι το 1989 ανησυχούσε ότι, με τις επιτυχίες της αντιγραφειοκρατικής επανάστασης του Μιλόσεβιτς στις επαρχίες της Σερβίας καθώς και στο Μαυροβούνιο, η μικρή του δημοκρατία θα ήταν ο επόμενος στόχος για ένα πολιτικό πραξικόπημα από τους υποστηρικτές του Μιλόσεβιτς, αν το πραξικόπημα στο Κοσσυφοπέδιο έμενε ανεμπόδιστα. Η Σερβική κρατική τηλεόραση κατήγγειλε τον Κούτσαν ως αποσχιστικό, προδότη και υποστηρικτή της αλβανικής απόσχισης.
Οι διαδηλώσεις των Σέρβων συνεχίστηκαν στο Βελιγράδι απαιτώντας δράση στο Κοσσυφοπέδιο. Ο Μιλόσεβιτς έδωσε εντολή στον κομμουνιστή εκπρόσωπο Πέταρ Γκράτσανιν να βεβαιωθεί ότι οι διαδηλώσεις συνεχίζονταν, ενώ συζητούσε θέματα στο συμβούλιο της Ένωσης Κομμουνιστών, ως μέσο για να παρακινήσει τα υπόλοιπα μέλη να συνειδητοποιήσουν ότι είχε με το μέρος του αυτή την τεράστια υποστήριξη για την καταστολή της αλβανικής απεργίας στο Κοσσυφοπέδιο. Ο βουλευτής του Σερβικού κοινοβουλίου Μπόρισαβ Γιόβιτς, ισχυρός σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, συναντήθηκε με τον τότε Πρόεδρο της Γιουγκοσλαβικής Προεδρίας, το Βόσνιο εκπρόσωπο Ράιφ Ντιζντάρεβιτς και ζήτησε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δεχθεί τα σερβικά αιτήματα. Ο Ντιζντάρεβιτς διαφώνησε με το Γιόβιτς, λέγοντας «Εσείς [Σέρβοι πολιτικοί] οργανώσατε τις διαδηλώσεις, εσείς να τις ελέγξετε», αλλά ο Γιόβιτς αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη για τις ενέργειες των διαδηλωτών. Ο Ντιζνταρέβιτς αποφάσισε τότε να προσπαθήσει να ηρεμήσει την κατάστασηο ίδιος μιλώντας με τους διαδηλωτές, κάνοντας μια παθιασμένη ομιλία για την ενότητα της Γιουγκοσλαβίας, λέγοντας:
Οι πατέρες μας πέθαναν για να δημιουργήσουν τη Γιουγκοσλαβία. Δεν θα ακολουθήσουμε τις εθνικές συγκρούσεις. Θα ακολουθήσουμε την πορεία της Αδελφότητας και Ενότητας.
— Ράιφ Ντιζντάρεβιτς, 1989.[27]
Η δήλωση αυτή έγινε δεκτή με ένα ευγενικό χειροκρότημα, αλλά η διαδήλωση συνεχίστηκε. Αργότερα ο Γιόβιτς μίλησε στο πλήθος με ενθουσιασμό και τους είπε ότι ο Μιλόσεβιτς θα έφτανε για να υποστηρίξει τη διαμαρτυρία τους. Όταν έφθασε ο Μιλόσεβιτς μίλησε με τους διαδηλωτές και τους είπε θριαμβευτικά ότι ο λαός της Σερβίας κέρδισε τον αγώνα του εναντίον των παλιών γραφειοκρατών του κόμματος. Στη συνέχεια φωνές ακούστηκαν από το πλήθος "συλλάβετε το Βλάσι". Ο Μιλόσεβιτς προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε σωστά το αίτημα, αλλά δήλωσε στο πλήθος ότι οποιοσδήποτε συνωμοτεί εναντίον της ενότητας της Γιουγκοσλαβίας θα συλληφθεί και θα τιμωρηθεί και την επόμενη μέρα, με το κομματικό συμβούλιο πιεζόμενο να υποταχθεί στη Σερβία, οι Γιουγκοσλαβικές στρατιωτικές δυνάμεις μπήκαν στο Κοσσυφοπέδιο και ο Βλάσι συνελήφθη.
Το Μάρτιο του 1989 η κρίση στη Γιουγκοσλαβία βάθυνε μετά την έγκριση τροποποιήσεων στο σύνταγμα της Σερβίας που επέτρεπαν στην κυβέρνηση της δημοκρατίας της Σερβίας να ανακτήσει την ουσιαστική εξουσία στις αυτόνομες επαρχίες του Κοσσυφοπεδίου και της Βοϊβοντίνας. Μέχρι τότε αρκετές πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν από τις ίδιες τις επαρχίες και είχαν ψήφο στη Γιουγκοσλαβική ομοσπονδιακή προεδρία (έξι μέλη από τις δημοκρατίες και δύο από τις αυτόνομες επαρχίες).[34].
Μια ομάδα Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου, υποστηρικτών του Μιλοσεβιτς, που είχαν βοήθησαν στην εκδίωξη του Βλάσι, δήλωσαν ότι πρόκειται να μεταβούν στη Σλοβενία για νέο "Συλλαλητήριο της Αλήθειας", που θα καταδίκαζε το Μίλαν Κούτσαν ως προδότη της Γιουγκοσλαβίας και θα απαιτούσε την εκδίωξή του. Ωστόσο η προσπάθεια να επαναληφθεί η αντιγραφειοκρατική επανάσταση στη Λιουμπλιάνα το Δεκέμβριο του 1989 απέτυχε: οι Σέρβοι διαδηλωτές που επρόκειτο να μεταβούν με το τρένο στη Σλοβενία εμποδίστηκαν όταν η αστυνομία της ΣΔ Κροατίας μπλόκαρε κάθε διέλευση από το έδαφός της σε συντονισμό με τις Σλοβενικές αστυνομικές δυνάμεις.[35][36][37]
Στην Προεδρία της Γιουγκοσλαβίας ο Μπόρισαβ Γιόβιτς της Σερβίας (τότε Πρόεδρος της Προεδρίας), ο Νέναντ Μπούτσιν του Μαυροβουνίου, ο Γιούγκοσλαβ Κόστιτς της Βοϊβοντίνας και ο Ρίζα Σαπουντζίου του Κοσσυφοπεδίου άρχισαν να σχηματίζουν ένα μπλοκ για τις ψηφοφορίες.
Τελική πολιτική κρίση (1990-92)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κρίση του κόμματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Ιανουάριο του 1990 συγκλήθηκε το έκτακτο 14ο Συνέδριο της Ενωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών. Το συνενωμένο κυβερνών κόμμα Γιουγκοσλαβίας, η Ένωση Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών, βρισκόταν σε κρίση. Το μεγαλύτερο μέρος του συνεδρίου αναλώθηκε με τις διαφωνίες της Σερβικής και της Σλοβενικής αντιπροσωπίας για το μέλλον της Ένωσης Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών και της Γιουγκοσλαβίας. Η ΣΔ Κροατίας εμπόδισε τους Σέρβους διαδηλωτές να φτάσουν στη Σλοβενία Η Σερβική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής το Μιλόσεβιτς, επέμεινε στην πολιτική "ένα πρόσωπο μια ψήφος" για τα μέλη του κόμματος, που θα ενίσχυε τη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα του κόμματος, τους Σέρβους.
Με τη σειρά τους οι Κροάτες και οι Σλοβένοι επιδίωκαν να μεταρρυθμίσουν τη Γιουγκοσλαβία, αναθέτοντας ακόμη μεγαλύτερη εξουσία στις έξι δημοκρατίες, αλλά καταψηφίζονταν συνεχώς σε κάθε κίνηση και προσπάθειά τους να αναγκάσουν το κόμμα να υιοθετήσει το νέο σύστημα ψηφοφορίας. Το αποτέλεσμα ήταν η Κροατική αντιπροσωπεία, υπό τον Πρόεδρο Ίβιτσα Ράτσαν, και η Σλοβενική αντιπροσωπεία να αποχωρήσουν από το Συνέδριο στις 23 Ιανουαρίου 1990, διαλύοντας ουσιαστικά το πανγιουγκοσλαβικό κόμμα. Μαζί με την εξωτερική πίεση αυτό προκάλεσε την υιοθέτηση πολυκομματικών συστημάτων σε όλες τις δημοκρατίες.
Πολυκομματικές εκλογές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι επί μέρους δημοκρατίες διοργάνωσαν πολυκομματικές εκλογές το 1990 και στις περισσότερες οι πρώην κομμουνιστές δεν κατάφεραν να επανεκλεγούν, ενώ οι περισσότερες εκλεγμένες κυβερνήσεις ανέλαβαν εθνικιστικές πλατφόρμες, υποσχόμενες να προστατεύσουν τα ξεχωριστά εθνικά τους συμφέροντα. Στις πολυκομματικές κοινοβουλευτικές εκλογές οι εθνικιστές νίκησαν τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα στη Σλοβενία στις 8 Απριλίου 1990, στην Κροατία στις 22 Απριλίου και στις 2 Μαΐου 1990, στη Βόρεια Μακεδονία στις 11 και 25 Νοεμβρίου και στις 9 Δεκεμβρίου 1990 και στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη στις 18 και 25 Νοεμβρίου 1990.
Στις πολυκομματικές κοινοβουλευτικές εκλογές τα μετονομασμένα πρώην κομμουνιστικά κόμματα νίκησαν στο Μαυροβούνιο στις 9 και 16 Δεκεμβρίου 1990 και στη Σερβία στις 9 και 23 Δεκεμβρίου 1990. Επιπλέον η Σερβία επανεξέλεξε τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ως Πρόεδρο. Η Σερβία και το Μαυροβούνιο ευνοούσαν τώρα όλο και περισσότερο μια Γιουγκοσλαβία κυριαρχούμενη από τη Σερβία.
Εθνοτικές εντάσεις στην Κροατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Κροατία η εθνικιστική Κροατική Δημοκρατική Ένωση (HDZ) εξελέγη στην εξουσία, υπό την ηγεσία του αμφιλεγόμενου εθνικιστή Φράνιο Τούτζμαν, με την υπόσχεση να «προστατεύσει την Κροατία από το Μιλόσεβιτς», υποστηρίζοντας δημόσια την Κροατική κυριαρχία. Οι Σέρβοι της Κροατίας ήταν θορυβημένοι από την εθνικιστική κυβέρνηση του Τούτζμαν και το 1990 οι Σέρβοι εθνικιστές στη πόλη Κνιν της νότιας Κροατίας οργάνωσαν και σχημάτισαν μια αυτονομιστική οντότητα, γνωστή ως Σερβική Αυτόνομη Περιοχή (ΣΑΠ) της Κράινα, που απαίτησε να παραμείνει σε ένωση με τους υπόλοιπους Σερβικούς πληθυσμούς αν η Κροατία αποφάσιζε να αποσχιστεί. Η κυβέρνηση της Σερβίας ενέκρινε την εξέγερση των Σέρβων της Κροατίας, υποστηρίζοντας ότι για τους Σέρβους η κυβέρνηση Τούτζμαν θα ισοδυναμούσε με το φασιστικό Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας (NDH) του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που διέπραξε γενοκτονία εναντίον των Σέρβων. Ο Μιλόσεβιτς χρησιμοποίησε το γεγονός για να συνενώσει τους Σέρβους εναντίον της κυβέρνησης της Κροατίας και οι εφημερίδες της Σερβίας προσχώρησαν στην πολεμοκαπηλία.[38] Η Σερβία είχε ήδη τυπώσει νέα χαρτονομίσματα αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων χωρίς την έγκριση της Γιουγκοσλαβικής κεντρικής τράπεζας[39].
Οι Σέρβοι της Κροατίας στο Κνιν, υπό την ηγεσία του τοπικού αστυνομικού επιθεωρητή Mίλαν Μάρτιτς, άρχισαν να προσπαθούν να έχουν πρόσβαση σε όπλα, έτσι ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν μια επιτυχημένη εξέγερση κατά της Κροατικής κυβέρνησης. Μαζί με το Δήμαρχου του Κνιν συναντήθηκαν με τον επικεφαλής της Γιουγκοσλαβικής Προεδρίας Μπόρισαβ Γιόβιτς τον Αύγουστο του 1990 και τον προέτρεψαν να πιέσει το συμβούλιο να αναλάβει δράση για να εμποδίσει την Κροατία να αποσχιστεί από τη Γιουγκοσλαβία, καθώς ισχυρίζονταν ότι ο Σερβικός πληθυσμός θα ετίθετο σε κίνδυνο στην Κροατία υπό την ηγεσία του Τούτζμαν και της εθνικιστικής του κυβέρνησης.
Στη συνάντηση ο αξιωματικός του στρατού Πέταρ Γκράτσανιν είπε στους Σέρβους πολιτικούς της Κροατίας πώς να οργανώσουν την εξέγερση τους, λέγοντάς τους να τοποθετήσουν οδοφράγματα, καθώς και να συγκεντρώσουν κάθε είδους όπλα, λέγοντας "Αν δεν μπορείτε να βρείτε τίποτα άλλο, χρησιμοποιήστε κυνηγετικά τυφέκια. Αρχικά η εξέγερση έγινε γνωστή ως η «Επανάσταση των Κορμών», καθώς οι Σέρβοι απέκλεισαν τους δρόμους προς τον Κνιν με κορμούς δέντρων και εμπόδισαν τους Κροάτες να εισέλθουν στο Κνιν ή στην Κροατική παράκτια περιοχή της Δαλματίας. Το ντοκιμαντέρ του BBC "Ο Θάνατος της Γιουγκοσλαβίας" αποκάλυψε ότι τότε η Κροατική τηλεόραση χαρακτήρισε την "Επανάσταση των Κορμών" ως έργο μεθυσμένων Σέρβων, προσπαθώντας να υποβαθμίσει τη σοβαρή διένεξη. Ωστόσο ο αποκλεισμός ήταν επιζήμιος για τον τουρισμό της Κροατίας. Η κυβέρνηση της Κροατίας αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους Σέρβους αυτονομιστές και αποφάσισε να σταματήσει την εξέγερση με τη βία, στέλνοντας ένοπλες ειδικές δυνάμεις με ελικόπτερα για να την καταστείλουν.
Οι πιλότοι ισχυρίστηκαν ότι έφερναν «εφόδια» στο Κνιν, αλλά η ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβική Πολεμική Αεροπορία επενέβη και έστειλε μαχητικά αεροπλάνα για να τα αναχαιτίσουν και απαίτησαν να επιστρέψουν τα ελικόπτερα στη βάση τους αλλιώς θα τα πυροβολούσαν, έτσι οι Κροατικές δυνάμεις υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη βάση τους στο Ζάγκρεμπ. Αυτή η ενέργεια της Γιουγκοσλαβικής Πολεμικής Αεροπορίας αποκάλυψε στην κυβέρνηση της Κροατίας ότι ο Γιουγκοσλαβικός Λαϊκός Στρατός ήταν όλο και περισσότερο υπό τον έλεγχο της Σερβίας. Η ΣΑΠ της Κράινα κηρύχθηκε επίσημα ως ξεχωριστή οντότητα στις 21 Δεκεμβρίου 1990 από το Σερβικό Εθνικό Συμβούλιο με επικεφαλής τον Μίλαν Μπάμπιτς.
Τον Αύγουστο του 1990 το Κροατικό Κοινοβούλιο αντικατέστησε τον εκπρόσωπό του Στίπε Σούβαρ με το Στιέπαν Μέσιτς μετά την Επανάσταση των Κορμών.[40]. Ο Μέσιτς έλαβε τη θέση του μόνο τον Οκτώβριο του 1990 λόγω διαμαρτυριών από τη Σερβική πλευρά και στη συνέχεια συμπαρατάχθηκε με το Βάσιλ Τουπουρκόφσκι της Βόρειας Μακεδονίας, το Γιάνεζ Ντρνόβσεκ της Σλοβενίας και το Μπόγκιτς Μπογκίτσεβιτς της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, αντιτιθέμενος στις απαιτήσεις για κήρυξη γενικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης που θα επέτρεπε στο Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό να επιβάλει στρατιωτικό νόμο. [37]
Μετά τα αποτελέσματα των πρώτων πολυκομματικών εκλογών οι δημοκρατίες της Σλοβενίας, της Κροατίας και της Βόρειας Μακεδονίας πρότειναν να μετατραπεί η Γιουγκοσλαβία σε μια χαλαρή ομοσπονδία έξι δημοκρατιών το φθινόπωρο του 1990, ωστόσο ο Μιλοσεβιτς απέρριψε όλες αυτές τις προτάσεις υποστηρίζοντας ότι, όπως οι Σλοβένοι και οι Κροάτες, και οι Σέρβοι είχαν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Οι Σέρβοι πολιτικοί θορυβήθηκαν από μια αλλαγή διατύπωσης στο Σύνταγμα των Χριστουγέννων της Κροατίας που άλλαξε το καθεστώς των Σέρβων της Κροατίας από ένα ρητά αναφερόμενο έθνος (narod) σε έθνος που απαριθμείτο μαζί με τις μειονότητες (narodi i manjine)
Ανεξαρτησία Σλοβενίας και Κροατίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο δημοψήφισμα για τη ανεξαρτησία της Σλοβενίας, που πραγματοποιήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1990, η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας:[41] Το 88,5% όλων των εκλογέων (94,8% των συμμετεχόντων) ψήφισε για ανεξαρτησία, που ανακηρύχθηκε στις 25 Ιουνίου 1991..[42][43]
Τον Ιανουάριο του 1991 η Γιουγκοσλαβική Υπηρεσία Αντικατασκοπίας KOS (Kontraobaveštajna služba), παρουσίασε ένα βίντεο μιας μυστικής συνάντησης (τις "Κασέτες Σπέγκελι") που υποτίθεται ότι είχε συμβεί κάποια χρονική περίοδο το 1990 μεταξύ του υπουργού Άμυνας της Κροατίας Μάρτιν Σπέγκελι και δύο άλλων ανδρών. Ο Σπέγκελι ανακοίνωσε στη συνάντηση αυτή ότι η Κροατία βρίσκεται σε πόλεμο με το Γιουγκοσλαβικό Στρατό (JNA, Jugoslovenska Narodna Armija) και έδωσε οδηγίες σχετικά με το λαθρεμπόριο όπλων καθώς και μεθόδους αντιμετώπισης των αξιωματικών του Στρατού που στάθμευαν στις κροατικές πόλεις. Ο Στρατός στη συνέχεια ήθελε να καταδικάσει το Σπέγκελι για προδοσία και παράνομη εισαγωγή όπλων, κυρίως από την Ουγγαρία.
Η ανακάλυψη του λαθρεμπορίου όπλων της Κροατίας σε συνδυασμό με την κρίση στο Κνιν, την εκλογή κυβερνήσεων που έκλιναν προς την ανεξαρτησία στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σλοβενία και το υπέρ της ανεξαρτησίας δημοψήφισμα των Σλοβένων έδειχνε ότι η Γιουγκοσλαβία αντιμετώπιζε την επικείμενη απειλή της διάλυσης.
Την 1η Μαρτίου 1991 ακολούθησε η σύρραξη στο Πάκρατς και στην περιοχή αναπτύχθηκε ο JNA. Στις 9 Μαρτίου 1991 διαδηλώσεις στο Βελιγράδι κατεστάλησαν με τη βοήθεια του στρατού.
Στις 12 Μαρτίου 1991 η ηγεσία του Στρατού συναντήθηκε με την Προεδρία σε μια προσπάθεια να την πείσει να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης που θα επέτρεπε στον πανγιουγκοσλαβικό στρατό να αναλάβει τον έλεγχο της χώρας. Ο επικεφαλής του Γιουγκοσλαβικού στρατού Βέλικο Καντίεβιτς δήλωσε ότι υπήρξε συνωμοσία για την καταστροφή της χώρας, λέγοντας:
Έχει εκπονηθεί ένα ύπουλο σχέδιο για την καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας. Το πρώτο στάδιο είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Το δεύτερο στάδιο είναι η ξένη παρέμβαση. Τότε θα δημιουργηθούν καθεστώτα-μαριονέτες σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.
— Veljko Kadijević, 12 March 1991.[27]
Αυτή η δήλωση έδειξε ότι οι νέες κυβερνήσεις των δημοκρατιών που υποστήριζαν την ανεξαρτησία τους θεωρήθηκαν από τους Σέρβους ως εργαλεία της Δύσης. Ο Κροάτης εκπρόσωπος Στίπε Μέσιτς απάντησε οργισμένα, κατηγορώντας το Γιόβιτς και τον Καντίεβιτς ότι προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τον στρατό για να δημιουργήσουν μια Μεγάλη Σερβία και δήλωσε «Αυτό σημαίνει πόλεμος!». Τότε ο Γιόβιτς και ο Καντίεβιτς κάλεσαν τους αντιπροσώπους της κάθε δημοκρατίας να ψηφίσουν για το αν θα δεχθούν το στρατιωτικό νόμο και τους προειδοποίησαν ότι η Γιουγκοσλαβία πιθανότατα θα διαλυθεί εάν δεν επιβληθεί στρατιωτικός νόμος.
Στη συνάντηση τέθηκε σε ψηφοφορία πρόταση για την επιβολή στρατιωτικού νόμου για να επιτραπεί η στρατιωτική δράση για τον τερματισμό της κρίσης στην Κροατία παρέχοντας προστασία στους Σέρβους. Η πρόταση απορρίφθηκε καθώς ο Βόσνιος αντιπρόσωπος Μπόγκιτς Μπογκίτσεβιτς ψήφισε κατά, πιστεύοντας ότι εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα της διπλωματίας να καταφέρει να λύσει την κρίση.
Η κρίση της Γιουγκοσλαβικής Προεδρίας έφτασε σε αδιέξοδο όταν ο Ρίζα Σαπουντζίου του Κοσσυφοπεδίου «άλλαξε» την άποψή του στη δεύτερη ψηφοφορία για το στρατιωτικό νόμο το Μάρτιο του 1991.[44] Ο Γιόβιτς παραιτήθηκε για λίγο από την Προεδρία σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά σύντομα επέστρεψε[44]. Στις 16 Μαΐου 1991 το Σερβικό κοινοβούλιο αντικατέστησε το Σαπουντζίου με τον Σέιντο Μπαϊράμοβιτς και το Νέναντ Μπούτσιν της Βοϊβοντίνας με το Γιουγκοσλαβ Kόστιτς..[45] Αυτό προκάλεσε πράγματι αδιέξοδο στην Προεδρία, επειδή η Σερβική φράξια του Μιλόσεβιτς είχε εξασφαλίσει τέσσερις από τις οκτώ ψήφους της ομοσπονδιακής προεδρίας και ήταν σε θέση να εμποδίσει τυχόν δυσμενείς αποφάσεις σε ομοσπονδιακό επίπεδο, προκαλώντας αντιρρήσεις από τις άλλες δημοκρατίες και αιτήματα μεταρρύθμισης της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.[44][46][47]
Μετά τη λήξη της θητείας του επικεφαλής της συλλογικής προεδρίας ο Γιόβιτς εμπόδισε το Μέσιτς να αναλάβει τη θέση του, δίνοντας τη στο Μπράνκο Κόστιτς, μέλος της προσκείμενης στο Μιλόσεβιτς κυβέρνησης του Μαυροβουνίου.
Στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Κροατίας που πραγματοποιήθηκε στις 19 Μαΐου 1991 με συμμετοχή του 83,56% των ψηφοφόρων, με τους Σέρβους της Κροατίας να μποϊκοτάρουν σε μεγάλο βαθμό το δημοψήφισμα. Το 93,24% των συμμετεχόντων ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας. Τελικά η ανεξαρτησία της Κροατίας ανακηρύχθηκε στις 25 Ιουνίου 1991.
Η αρχή των Γιουγκοσλαβικών Πολέμων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πόλεμος της Σλοβενίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τόσο η Σλοβενία όσο και η Κροατία ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους στις 25 Ιουνίου 1991. Το πρωί της 26ης Ιουνίου μονάδες του 13ου Σώματος του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού εγκατέλειψαν τους στρατώνες τους στη Ριέκα της Κροατίας για να κινηθούν προς τα σύνορα της Σλοβενίας με την Ιταλία. Η κίνηση αυτή προκάλεσε αμέσως έντονη αντίδραση από τους ντόπιους Σλοβένους, που οργάνωσαν αυθόρμητα οδοφράγματα και διαδηλώσεις ενάντια στις ενέργειες του ΓΛΣ. Δεν υπήρξαν αρχικά εχθροπραξίες και οι δύο πλευρές φαινόταν να έχουν μια ανεπίσημη πολιτική να μην είναι οι πρώτοι που θα ανοίξουν πυρ.
Τότε η Σλοβενική κυβέρνηση είχε ήδη θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό της να αναλάβει τον έλεγχο τόσο του διεθνούς Αεροδρομίου της Λιουμπλιάνα όσο και των συνοριακών σταθμών της Σλοβενίας στα σύνορα με την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία. Το προσωπικό που επάνδρωνε τους συνοριακούς σταθμούς ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, ήδη Σλοβένοι, οπότε η ανάληψη από τους Σλοβένους απλώς συνίστατο σε αλλαγή των στολών και των διακριτικών, χωρίς μάχες. Αναλαμβάνοντας τον έλεγχο των συνόρων οι Σλοβένοι ήταν σε θέση να δημιουργήσουν αμυντικές θέσεις ενάντια σε μια αναμενόμενη επίθεση του ΓΛΣ. Αυτό σήμαινε ότι ο ΓΛΣ θα έπρεπε να ρίξει το πρώτο πυροβολισμό, πράγμα που έγινε στις 27 Ιουνίου στις 14:30 στο Ντίβατσα από αξιωματικό του ΓΛΣ [48].
Αν και υποστήριζε τα σχετικά δικαιώματά τους για εθνική αυτοδιάθεση, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα πίεσε τη Σλοβενία και την Κροατία να θέσουν ένα μορατόριουμ τριών μηνών για την ανεξαρτησία τους και κατέληξαν στη Συμφωνία του Μπριούνι στις 7 Ιουλίου 1991 (αναγνωρισμένη από εκπροσώπους όλων των δημοκρατιών).[49] Κατά τη διάρκεια αυτών των τριών μηνών ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός ολοκλήρωσε την αποχώρησή του από τη Σλοβενία. Οι διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας με το διπλωμάτη Λόρδο Κάριγκτον και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ολοκληρώθηκαν. Το σχέδιο του Κάριγκτον διαπίστωνε ότι η Γιουγκοσλαβία βρισκόταν σε κατάσταση διάλυσης και αποφάσισε ότι κάθε δημοκρατία πρέπει να αποδεχθεί την αναπόφευκτη ανεξαρτησία των άλλων, μαζί μια υπόσχεση προς τον Πρόεδρο της Σερβίας Μιλόσεβιτς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εξασφάλιζε την προστασία των Σέρβων εκτός Σερβίας.
Οι απόψεις του Λόρδου Κάριγκτον ήταν πλέον συζητήσιμες μετά την αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας από την πρόσφατα ενοποιημένη Γερμανία την Παραμονή Χριστουγέννων το 1991. Εκτός από τις μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Γκένσερ (Γερμανία) και Moκ (Αυστρία), η μονομερής αναγνώριση ήταν μια ανεπιθύμητη έκπληξη για τις περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις οποίες δεν υπήρξε προηγούμενη διαβούλευση. Οι διεθνείς οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και ο ΟΗΕ, αιφνιδιάστηκαν. Αν και η Γιουγκοσλαβία ήδη παράπαιε είναι πιθανό η γερμανική αναγνώριση των αποσχισθεισών δημοκρατιών - και η μερική αυστριακή κινητοποίηση στα σύνορα - έκαναν τα πράγματα αρκετά χειρότερα για το σε αποσύνθεση πολυεθνικό κράτος. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ήταν ο μόνος σημαντικός ηγέτης, που εξέφρασε την αντίθεσή του. Η έκταση της παρέμβασης του Βατικανού και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Γερμανίας (BND) σε αυτό τα γεγονότα έχει διερευνηθεί από ειδικούς γνώστες των λεπτομερειών, αλλά το πραγματικό ιστορικό παραμένει αμφιλεγόμενο.
Ο Μιλόσεβιτς αρνήθηκε να συμφωνήσει με το σχέδιο, καθώς ισχυρίστηκε ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είχε το δικαίωμα να διαλύσει τη Γιουγκοσλαβία και ότι το σχέδιο δεν ήταν προς το συμφέρον των Σέρβων, καθώς θα χώριζε το Σερβικό λαό σε τέσσερις δημοκρατίες (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία και Ερζεγοβίνη και Κροατία). Ο Κάριγκτον απάντησε θέτοντας το ζήτημα σε ψηφοφορία στην οποία όλες οι άλλες δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένου του Μαυροβουνίου, υπό το Μόμιρ Μπουλάτοβιτς, αρχικά συμφώνησαν με το σχέδιο διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Ωστόσο, μετά από έντονη πίεση της Σερβίας στον Πρόεδρο του Μαυροβουνίου, το Μαυροβούνιο άλλαξε τη θέση του και αντιτάχθηκε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Ο Πόλεμος της Κροατίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με το επεισόδιο στις Λίμνες Πλίτβιτσε στα τέλη Μαρτίου / αρχές Απριλίου 1991, ξέσπασε ο Πόλεμος της Κροατίας μεταξύ της κυβέρνησης της Κροατίας και των Σέρβων ανταρτών της Σ.Α.Ε. της Κράινα (υποστηριζόμενης σε μεγάλο βαθμό από τον πλέον ελεγχόμενο από τους Σέρβους Γιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό). Την 1η Απριλίου 1991 η Σ.Α.Ε. της Κράινα δήλωσε ότι θα αποσπαστεί από την Κροατία. Αμέσως μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κροατίας, οι Σέρβοι της Κροατίας σχημάτισαν επίσης τη ΣΑΠ της Δυτικής Σλαβονίαςκαι τη ΣΑΠ της Ανατολικής Σλαβονίας, Μπαράνια και Δυτικής Σρεμ. Οι τρεις αυτές περιοχές συνενώθηκαν αργότερα στη Δημοκρατία της Σερβικής Κράινα στις 19 Δεκεμβρίου 1991.
Οι άλλες σημαντικές σερβικές οντότητες στην ανατολική Κροατία ανακοίνωσαν ότι και αυτές θα ενταχθούν στη Σ.Α.Ε. της Κράινα. Το Ζάγκρεμπ είχε σταματήσει τότε να καταβάλει φορολογικά έσοδα στο Βελιγράδι και οι Σέρβοι της Κροατίας με τη σειρά τους σταμάτησαν να πληρώνουν φόρους στο Ζάγκρεμπ. Σε ορισμένες περιοχές ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός ενεργούσε ως ζώνη ασφαλείας, σε άλλες βοηθούσε τους Σέρβους στην αντιπαράθεση τους με το νέο Κροατικό στρατό και τις αστυνομικές δυνάμεις.
Η επίδραση της ξενοφοβίας και του εθνικού μίσους κατά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας κατέστη σαφής στον Πόλεμο της Κροατίας. Η προπαγάνδα από την πλευρά της Κροατίας και της Σερβίας διέδωσε το φόβο, ισχυριζόμενη ότι η άλλη πλευρά θα ασκούσε καταπίεση εναντίον τους και θα υπερέβαλλε τον αριθμό των θυμάτων για να ενισχύσει την υποστήριξη των πληθυσμών της.[50]. Τους πρώτους μήνες του πολέμου, ο στρατός και το ναυτικό της Γιουγκοσλαβίας, όπου επικρατούσαν οι Σέρβοι, βομβάρδισε εσκεμμένα περιοχές κατοικίας του Σπλιτ και του Ντουμπρόβνικ, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, καθώς και γειτονικά κροατικά χωριά.[51] Τα γιουγκοσλαβικά μέσα ενημέρωσης ισχυρίστηκαν ότι αυτό έγινε λόγω της, κατά τους ισχυρισμούς τους, παρουσίας στην πόλη δυνάμεων των φασιστών Ούστασε και διεθνών τρομοκρατών [51].
Οι έρευνες των Ηνωμένων Εθνών δεν διαπίστωσαν τότε την ύπαρξη τέτοιες δυνάμεις στο Ντουμπρόβνικ[52]. Η στρατιωτική παρουσία της Κροατίας αυξήθηκε αργότερα. Ο Πρωθυπουργός του Μαυροβουνίου Μίλο Τζουκάνοβιτς, τότε σύμμαχος του Μιλόσεβιτς, έκανε έκκληση στον εθνικισμό των Μαυροβουνίων, υποσχόμενος ότι η κατάληψη του Ντουμπρόβνικ θα επέτρεπε την επέκταση του Μαυροβουνίου στην πόλη, που ισχυριζόταν ότι ήταν ιστορικά τμήμα του Μαυροβουνίου, και κατήγγειλε τα τότε σύνορα του Μαυροβουνίου ως "χαραγμένα από γέρους και αμόρφωτους Μπολσεβίκους χαρτογράφους"[51].
Την ίδια στιγμή η Σερβική κυβέρνηση ήρθε σε σύγκρουση με τους Μαυροβούνιους συμμάχους της, με τους ισχυρισμούς του Πρωθυπουργού της Σερβίας Ντράγκουτιν Ζελένοβιτς ότι το Ντουμπρόβνικ ανήκε ιστορικά στη Σερβία και όχι στο Μαυροβούνιο[53]. Τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης έδωσαν τεράστια προβολή στο βομβαρδισμό του Ντουμπρόβνικ και ισχυρίστηκαν ότι αυτό ήταν απόδειξη της επιδίωξης του Μιλόσεβιτς της δημιουργία μιας Μεγάλης Σερβίας, καθώς η Γιουγκοσλαβία κατέρρεε, πιθανώς με τη βοήθεια της υποτακτικής του ηγεσίας του Μαυροβουνίου του Μπουλάτοβιτς και των Σέρβων εθνικιστών στο Μαυροβούνιο για την ανακατάληψη του Ντουμπρόβνικ.[52]
Στο Βούκοβαρ οι εθνοτικές εντάσεις μεταξύ Κροατών και Σέρβων ξέσπασαν σε βία όταν ο Γιουγκοσλαβικός στρατός εισήλθε στην πόλη. Ο Γιουγκοσλαβικός στρατός και οι Σερβικές παραστρατιωτικές δυνάμεις κατέστρεψαν την πόλη με οδομαχίες και καταστροφή των κροατικών περιουσιών ιδιοκτησίας. Σέρβοι παραστρατιωτικοί διέπραξαν βίαιες ενέργειες εναντίον των Κροατών, σκοτώνοντας πάνω από 200 και εκτοπίζοντας άλλους, που προστέθηκαν σε εκείνους που εγκατέλειψαν την πόλη με τη σφαγή του Βούκοβαρ [54].
Ανεξαρτησία των Δημοκρατιών της Βόρειας Μακεδονίας και της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βοσνία και Ερζεγοβίνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με τη δημογραφική διάρθρωση της Βοσνίας, που αποτελείτο από μικτό πληθυσμό πλειοψηφίας Βοσνίων και μειονοτήτων Σέρβων και Κροατών, η κυριότητα μεγάλων περιοχών της Βοσνίας ήταν υπό αμφισβήτηση.
Από το 1991 ως το 1992 η κατάσταση στην πολυεθνική Βοσνία-Ερζεγοβίνη γινόταν όλο και πιο τεταμένη. Το κοινοβούλιο της ήταν κατακερματισμένο σε εθνοτικές ομάδες με μια πλειοψηφική Βοσνιακή παράταξη και σε μειονοτικές Σερβική και Κροατική. Το 1991 ο Ράντοβαν Κάρατζιτς, ηγέτης της μεγαλύτερης Σερβικής παράταξης στο κοινοβούλιο, του Σερβικού Δημοκρατικού Κόμματος, απηύθυνε σοβαρή και άμεση προειδοποίηση στο κοινοβούλιο της Βοσνίας, αν αποφάσιζε να αποσχισθεί, λέγοντας:
Αυτό που κάνετε δεν είναι καλό. Αυτός είναι ο δρόμος που θέλετε να πάρει η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, ο ίδιος δρόμος της κόλασης και του θανάτου που πήραν η Σλοβενία και η Κροατία. Μην νομίζετε ότι δεν θα σύρετε τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη στην κόλαση και ίσως τους Μουσουλμάνους στην εξαφάνιση. Επειδή οι Μουσουλμάνοι δεν μπορούν να αμυνθούν αν γίνει πόλεμος εδώ.
— Ράντοβαν Κάρατζιτς, 14 Οκτωβρίου 1991.[55]
Στο μεταξύ στο παρασκήνιο άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μιλόσεβιτς και του Τούτζμαν να διαμελίσουν τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη σε Σερβική και Κροατική διοικητικές περιφέρειες για να αποτρέψουν τον πόλεμο μεταξύ Βόσνιων, Κροατών και Σέρβων[56]. Οι Σέρβοι της Βοσνίας διενήργησαν δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του 1991 με αποτέλεσμα τη συντριπτική ψήφο υπέρ της παραμονής σε ένα κοινό κράτος με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.
Δημόσια τα κρατικά μέσα ενημέρωσης στη Σερβία έλεγαν στους Βόσνιους ότι η Βοσνία και Ερζεγοβίνη θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε μια νέα εθελοντική ένωση μέσα σε μια νέα Γιουγκοσλαβία βασισμένη στη δημοκρατική διακυβέρνηση, αλλά αυτό δεν το πήρε στα σοβαρά η κυβέρνηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης[57].
Στις 9 Ιανουαρίου 1992 η Συνέλευση των Σέρβων της Βοσνίας ανακήρυξε τη χωριστή Δημοκρατία του Σερβικού λαού της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (τη λίγο αργότερα Σερβική Δημοκρατία) και προχώρησε στη δημιουργία Σερβικών αυτόνομων περιοχών (ΣΑΠ) σε όλη τη χώρα. Το δημοψήφισμα των Σέρβων για παραμονή στη Γιουγκοσλαβία και η δημιουργία των ΣΑΠ κηρύχθηκαν αντισυνταγματικά από την κυβέρνηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Στις 29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1992 πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία από την κυβέρνηση της Βοσνίας. Το δημοψήφισμα κηρύχθηκε αντίθετο προς το Βοσνιακό και Ομοσπονδιακό σύνταγμα από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο και τη νεοσυσταθείσα Σερβοβοσνιακή κυβέρνηση και το μποϊκόταραν σε μεγάλο ποσοστό οι Σέρβοι της Βοσνίας. Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα η προσέλευση ήταν 63,4% και το 99,7% των ψηφοφόρων ψήφισαν υπέρ[58]. Η Βοσνία και Ερζεγοβίνη ανακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 3 Μαρτίου 1992 και έλαβε διεθνή αναγνώριση τον επόμενο μήνα, στις 6 Απριλίου 1992.[59] Την ίδια ημέρα οι Σέρβοι απάντησαν ανακηρύσσοντας την ανεξαρτησία της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας και θέτοντας υπό πολιορκία το Σαράγεβο, που σηματοδότησε την έναρξη του Πολέμου της Βοσνίας[60]. Στη συνέχεια, η Δημοκρατία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης έγινε δεκτή ως κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών στις 22 Μαΐου 1992.[61]
Βόρεια Μακεδονία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Βόρειας Μακεδονίας (τότε αναφερόταν διεθνώς η χώρα προσωρινά υπό το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας, παρά της αντιδράσεις τόσο των γειτονικών της χωρών της Ελλάδας, και της Βουλγαρίας), που διεξήχθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, το 95,26% ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας, που ανακηρύχθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1991.
Πεντακόσιοι στρατιώτες των ΗΠΑ αναπτύχθηκαν στη συνέχεια υπό τη σημαία των Ηνωμένων Εθνών για να επιτηρούν τα βόρεια σύνορα της Βόρειας Μακεδονίας με την τότε ακόμη, υπό διάλυση Γιουγκοσλαβία (η οποία αποτελούνταν πλέον από τις Δημοκρατίες της Σερβίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και του Μαυροβουνίου). Ωστόσο οι αρχές του Βελιγραδίου ούτε παρενέβησαν για να αποτρέψουν την αποχώρηση της Βόρειας Μακεδονίας, ούτε διαμαρτυρήθηκαν, ούτε αντέδρασαν στην άφιξη των στρατευμάτων του ΟΗΕ, δείχνοντας ότι, από τη στιγμή που το Βελιγράδι δημιούργησε το νέο του κράτος (την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας τον Απρίλιο του 1992) θα αναγνώριζε την τότε Π.Γ.Δ.Μ, και θα ανέπτυσσε διπλωματικές σχέσεις με αυτή. Έτσι η Βόρεια Μακεδονία ήταν η μόνη πρώην δημοκρατία που κέρδισε την κυριαρχία της χωρίς αντίσταση από τις Γιουγκοσλαβικές αρχές και το στρατό.
Επιπλέον ο πρώτος πρόεδρος της Βόρειας Μακεδονίας, Κίρο Γκλιγκόροφ, διατηρούσε πράγματι καλές σχέσεις με το Βελιγράδι καθώς και με τις άλλες πρώην δημοκρατίες. Δεν υπήρξαν προβλήματα μεταξύ της σλαβομακεδονικής και της σερβικής συνοριακής αστυνομίας, παρόλο που μικροί θύλακοι του Κοσσυφοπεδίου και η κοιλάδα του Πρέσεβο αποτελούν τις βόρειες περιοχές της ιστορικής περιοχής που είναι γνωστή ως Μακεδονία, κάτι που διαφορετικά θα μπορούσε να δημιουργήσει συνοριακή διαφορά (βλ. Εσωτερική Μακεδονική Αδριανουπολίτικη Επαναστατική Οργάνωση).
Οι εξέγερσεις του 2001 και του 2015, ήταν οι τελευταίες μεγάλες συγκρούσεις μεταξύ των Αλβανών εθνικιστών και της κυβέρνησης της Βόρειας Μακεδονίας και περιορίστηκε μετά το 2001. Το 2018, μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών, η Αλβανική γλώσσα, αναγνωρίστηκε ως δεύτερη επίσημη γλώσσα στη Βόρεια Μακεδονία.
Διεθνής αναγνώριση της διάλυσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Νοέμβριο του 1991 η Επιτροπή Διαιτησίας της Συνόδου Ειρήνης για τη Γιουγκοσλαβία, με επικεφαλής το Ρομπέρ Μπατεντέρ, αποφάνθηκε, κατόπιν αιτήματος του Λόρδου Κάριγκτον, ότι η ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας βρισκόταν στη διαδικασία της διάλυσης, ότι ο Σερβικός πληθυσμός στην Κροατία και τη Βοσνία δεν είχε δικαίωμα αυτοδιάθεσης με τη μορφή νέων κρατών και ότι τα σύνορα μεταξύ των δημοκρατιών έπρεπε να αναγνωριστούν ως διεθνή σύνορα. Ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομόφωνα την Απόφαση 721 στις 27 Νοεμβρίου 1991, που άνοιξε το δρόμο για ειρηνευτικές επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία [62].
Τον Ιανουάριο του 1992 η Κροατία και η Γιουγκοσλαβία υπέγραψαν ανακωχή υπό την εποπτεία των Ηνωμένων Εθνών, ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Σερβικής και της Κροατικής ηγεσίας για το διμελισμό της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης [63].
Στις 15 Ιανουαρίου 1992 η ανεξαρτησία της Κροατίας και της Σλοβενίας αναγνωρίστηκε σε όλο τον κόσμο.
Η Σλοβενία, η Κροατία και η Βοσνία έγιναν δεκτά αργότερα ως κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών στις 22 Μαΐου 1992. Το 1995, οι Ειρηνευτικές Συμφωνίες του Ντέιτον εντάχθηκαν στην Ομοσπονδία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης με τη Σερβική οντότητα, η Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας, από εκείνη τη στιγμή αναγνωριζόταν επίσημα ως πολιτικά υποκρατική οντότητα χωρίς δικαίωμα απόσχισης, υπό το κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, ενώ το 1997, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη, άλλαξε το συνταγματικό της όνομα στο σημερινό «Ομοσπονδία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης».
Η Βόρεια Μακεδονία έγινε δεκτή ως χώρα μέλος των Ηνωμένων Εθνών στις 8 Απριλίου 1993, όταν η συνταγματική της ονομασία ήταν «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Όμως, λόγω των αντιδράσεων με την Ελλάδα για τη χρήση του όρου «Μακεδονία», η Βόρεια Μακεδονία έγινε δεκτή με την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜ), ονομασία, που διατήρησε δυστυχώς η γειτονική μας χώρα για 25 ολόκληρα χρόνια, μέχρι και το 2018, λόγω της αδιαφορίας των εκάστοτε κυβέρνησεων της Ελλάδας, και τις ΠΓΔΜ, να επιλύσουν άμεσα το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα, τελικά το οποίο επιλύθηκε κατόπιν με τη Συμφωνία των Πρεσπών και αντικαταστάθηκε από το σημερινό και οριστικό «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», στις 12 Ιουνίου του 2018.
Το 1999 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας με την Πρωτομαγιάτικη ομιλία του ηγέτη του Όσκαρ Λαφοντέν επέκρινε τον ρόλο που διαδραμάτισε η Γερμανία στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας με την πρόωρη αναγνώριση της ανεξαρτησίας των δημοκρατιών[64].
Ορισμένοι παρατήρησαν ότι η διάλυση παραβίασε τις αρχές του μεταψυχροπολεμικού συστήματος, που καθιερώθηκαν από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) και το Χάρτη του Παρισιού του 1990. Και οι δύο προέβλεπαν ότι τα διακρατικά σύνορα στην Ευρώπη δεν έπρεπε να αλλάξουν. Θα μπορούσε να αποφευχθεί η διάλυση και η σύγκρουση αν οι Δυτικές δυνάμεις ήταν έτοιμες να επιβάλουν εσωτερικές ρυθμίσεις μεταξύ όλων των μερών. Αλλά οι Δυτικές δυνάμεις "δεν ήταν διατεθειμένες να επιβάλουν τέτοιες αρχές στο ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας επειδή η Γερμανία δεν ήθελε και τα άλλα κράτη δεν είχαν κανένα στρατηγικό συμφέρον για να το κάνουν"[65]. Ο Γκόουαν μάλιστα καταλήγει "ότι η διάλυση θα μπορούσε να γίνει χωρίς μεγάλη αιματοχυσία αν είχαν καθοριστεί σαφή κριτήρια για την ασφάλεια όλων των κύριων εθνοτήτων μέσα στο χώρο της Γιουγκοσλαβίας".
Το Μάρτιο του 1992 ο πολιτικός και μελλοντικός πρόεδρος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης Αλίγια Ιζετμπέγκοβιτς κατέληξε με μεσολάβηση της ΕΟΚ σε συμφωνία με τους Κροάτες και τους Σέρβουςτης Βοσνίσς σε συμβιβασμό συνομοσπονδίας τριών καντονιών. Όμως η κυβέρνηση των ΗΠΑ, σύμφωνα με τους New York Times, τον προέτρεψε να επιλέξει ένα ενιαίο, κυρίαρχο, ανεξάρτητο κράτος[66]. Αυτό έκανε μεγαλύτερη την πιθανότητα ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου, στον οποίο τόσο οι Κροάτες όσο και οι Σέρβοι της Βοσνίας θα είχαν την υποστήριξη των αντίστοιχων κρατών τους.
Τα μετά στη Σερβία και στο Μαυροβούνιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ανεξαρτησία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης αποδείχθηκε to τελικό πλήγμα στην πανγιουγκοσλαβική Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Στις 28 Απριλίου 1992 δημιουργήθηκε η κυριαρχούμενη από τη Σερβία Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (ΟΔΓ) σχηματίστηκε ως κράτος-υπόλειμμα, αποτελούμενο μόνο από τις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Στην ΟΔΓ κυριαρχούσε ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και οι πολιτικοί σύμμαχοί του. Η κυβέρνησή της διεκδίκησε τη συνέχεια του πρώην κράτους, αλλά η διεθνής κοινότητα αρνήθηκε να την αναγνωρίσει ως τέτοια. Η θέση της διεθνούς κοινότητας ήταν ότι η Γιουγκοσλαβία είχε διαλυθεί στα χωριστά κράτη της. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας εμποδίστηκε με ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών στις 22 Σεπτεμβρίου 1992 να συνεχίσει να καταλαμβάνει την έδρα των Ηνωμένων Εθνών ως κράτος διάδοχο της ΣΟΔΓ. Αυτό το ζήτημα ήταν σημαντικό για τις αξιώσεις σχετικά με τα διεθνή περιουσιακά στοιχεία της ΣΟΔΓ, συμπεριλαμβανομένων των πρεσβειών σε πολλές χώρες. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας δεν εγκατέλειψε το αίτημά της περί συνέχειας της ΣΟΔΓ μέχρι το 1996.
Ο πόλεμος στό δυτικό τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας ολοκληρώθηκε το 1995 με ειρηνευτικές συνομιλίες υπό την αιγίδα των ΗΠΑ στο Ντέιτον του Οχάιο και οδήγησαν στη ομώνυμη συμφωνία. Τα πέντε χρόνια διάσπασης και πολέμου οδήγησαν σε μποϊκοτάζ και εμπάργκο, προκαλώντας την κατάρρευση της οικονομίας. Ο Πόλεμος του Κοσσυφοπεδίου ξεκίνησε το 1996 και ολοκληρώθηκε με τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς του 1999. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ανατράπηκε το 2000.
Η Γιουγκοσλαβία μετονομάστηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2003 ως κρατική ένωση Σερβίας και Μαυροβουνίου. Η κρατική ένωση της Σερβίας και του Μαυροβουνίου ήταν ασταθής και τελικά διαλύθηκε το 2006 όταν, σε δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 21 Μαΐου 2006, η ανεξαρτησία του Μαυροβουνίου υποστηρίχθηκε από το 55,5% των ψηφοφόρων και η ανεξαρτησία δηλώθηκε στις 3 Ιουνίου 2006. Η Σερβία κληρονόμησε Η ένταξη του ΟΗΕ στην Ένωση των Ηνωμένων Εθνών.[67]
Το Κοσσυφοπέδιο διοικείται από τον ΟΗΕ μετά τον Πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου Ωστόσο στις 17 Φεβρουαρίου 2008 το Κοσσυφοπέδιο κήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σερβία ως Δημοκρατία του Κοσόβου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι περισσότερες χώρες της ΕΕ αναγνώρισαν αυτή την πράξη αυτοδιάθεσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες να στέλνουν ανθρώπους για να βοηθήσουν το Κοσσυφοπέδιο[68]. Από την άλλη πλευρά η Σερβία, δεν αναγνώριζει τη διακήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου, επειδή απειλεί την εδαφική της ακεραιότητα - ενώ μεγάλα κράτη σε έκταση όπως η Ρωσία, και η Κίνα, αδύνατουν να το αναγνωρίσουν, υποστηρίζοντας τη Σερβία. Τον Ιούλιο του 2015 το Κοσσυφοπέδιο είχε αναγνωριστεί από το 56% των Ηνωμένων Εθνών. Η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ισπανία και πολλές άλλες χώρες από τη διεθνή κοινότητα, έχουν ουδέτερη θέση, αλλά φαίνεται, ότι υποστηρίζουν ξεκάθαρα την πλήρη εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας.
Συνέπειες και επιπτώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αθλητισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι δύο νέες χώρες, που δημιουργήθηκαν, το 1991, η Κροατία και η Σλοβενία, άλλα και η Βοσνία & Ερζεγοβίνη, η οποία έγινε επισήμως δεκτή, πήραν μέρος ως ανεξάρτητες χώρες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992, στη Βαρκελώνη. Εξαιτίας των κυρώσεων, που επεβλήθη από τα Ηνωμένα Έθνη, οι Γιουγκοσλάβοι αθλητές αγωνίστηκαν με την Ολυμπιακή σημαία ως ανεξάρτητοι. Τα μέλη της Ανεξάρτητης Ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη αποτελούνταν από την τότε Γιουγκοσλαβία (σημερινές Σερβία και Μαυροβούνιο) και την τότε ΠΓΔΜ (Βόρεια Μακεδονία).
Μετέπειτα, το 1993, ξεκίνησε η αναγκαστική ίδρυση των Εθνικών Ολυμπιακών Επιτροπών, και συμμετέχουν πλέον ανεξάρτητα από τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες 1996 στην Ατλάντα, των ΗΠΑ (όπως έγινε αντίστοιχα, το ίδιο ακριβώς πράγμα, και στην περίπτωση των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης). Μερικές Εθνικές Ολυμπιακές Επιτροπές έκαναν το ντεμπούτο τους στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1994, στο Λιλεχάμερ, της Νορβηγίας.
Στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016, που πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, της Βραζιλίας, έκανε την πρώτη του εμφάνιση και το Κόσοβο, ως ανεξάρτητη χώρα, προκαλώντας την οργή, αλλά και τη θρασυδείλια, πολλών χωρών, οι οποίες το αναγνώρισαν είτε προσωρινά ως κυρίαρχο κράτος, είτε και καθόλου (και ειδικότερα πολλές χώρες της Αφρικής), ενώ πολλές χώρες, δεν αποδέχονται το Κόσοβο, ως κυρίαρχο κράτος, επειδή θεωρούν, ότι απειλεί την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας, ενώ ακόμη το θεωρούν και «κίνδυνο εθνικισμού», για τους αυτόχθονες κατοίκους του, αλλά «και όνειρα και ελπίδα στη δημιουργία μιας Μεγάλης Αλβανίας», η οποία αν δημιουργηθεί (το οποίο προσπαθούν όλοι να αποτρέψουν), μπορεί να αλλάξει για πάντα τις γεωπολιτικές ισορροπίες, στη Βαλκανική Χερσόνησο, και να δημιουργήσει «πονοκέφαλο» στην Ευρώπη.
Τηλεπικοινωνίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο διεθνής κωδικός κλήσης +38 της Γιουγκοσλαβίας, μετά τη διάλυση της, το 1991, καταργήθηκε πλήρως, και σήμερα δεν χρησιμοποιείται από καμία χώρα, ενώ ο ίδιος κωδικός +38, διασπάστηκε σε τριψήφιους κωδικούς, προκειμένου να δημιουργηθούν νέοι κωδικοί κλήσης. Η Ο.Δ. Γιουγκοσλαβίας (και μετέπειτα, η Σερβία, μετά από χρόνια, το 2006, ως το διάδοχο κράτος της άλλοτε Γιουγκοσλαβίας) υιοθέτησε το 1991, τον κωδικό +381. Ανάμεσα στο 1993 και το 1997, αλλά και το διάστημα 2006 με 2008, όλες οι τότε νέες ανεξάρτητες δημοκρατίες, που απάρτιζαν τη Γιουγκοσλαβία δημιούργησαν τους δικούς τους ξεχωριστούς διεθνείς κωδικούς κλήσεων: το Μαυροβούνιο (+382), η Κροατία (+385), η Σλοβενία (+386), η Βοσνία Ερζεγοβίνη (+387) και η Βόρεια Μακεδονία - τότε ΠΓΔΜ (+389), ενώ το μη αναγνωρισμένο Κόσοβο, κατοχύρωσε τον κωδικό +383. Αντίθετα τον κωδικό +380, τον υιοθέτησε μια πρώην Σοβιετική χώρα, η Ουκρανία, ενώ ο κωδικός +388, δόθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αποκλειστικά και μόνο για τις δικές της τηλεπικοινωνίες, ενώ σήμερα δεν χρησιμοποιείται.
Υγεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ρόλος της Ελλάδας στο θέμα του Μακεδονικού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ελλάδα, ούσα στο ΝΑΤΟ, το οποίο ήθελε να είναι ουδέτερο, δεν μπορούσε να έχει κάποια άμεση εμπλοκή. Ωστόσο η Ελλάδα, αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση της τότε «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» ήρθε αντιμέτωπη με το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα. Τον Φεβρουάριο του 1992 έγινε στη Θεσσαλονίκη ένα τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα συλλαλητήριο, με πάνω από 1 εκατομμύριο συμμετέχοντες, το οποίο διαδήλωνε για την ελληνικότητα της Μακεδονίας και το σφετερισμό του ονόματος από το νέο ανεξάρτητο κρατίδιο. Οι μετέχοντες ήταν άτομα όλων των πολιτικών κατευθύνσεων εκτός από το ΚΚΕ.
Το πολιτικό-κοινωνικό σύμπλεγμα της χώρας κείτονταν φιλικά προς τους Σέρβους και αυτό έγινε φανερό και μέσα από επίσκεψη του Ράντοβαν Κάρατζιτς τον Ιούνιο του 1993. Ο Σέρβος ηγέτης είχε έρθει στην Ελλάδα, μετά από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και η εκδήλωση είχε οργανωθεί από την Εκκλησία της Ελλάδας με συνδιοργανωτές τη ΓΣΕΕ, την ΠΑΣΕΓΕΣ, την ΑΔΕΔΥ και άλλους σχετικούς φορείς.
Χρονολογία ανακηρύξεων των αποκατεστημένων και νέων κρατών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα κράτη με περιορισμένη αναγνώριση εμφανίζονται με πλάγια γράμματα.
# | Χώρα | Ανακήρυξη Ανεξαρτησίας | Αναγνώριση νέου κράτους |
---|---|---|---|
Στην Αρχή της Διάλυσης | |||
1 | Σλοβενία | 25 Ιουνίου 1991 | Η πρώτη πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία που αναγνωρίστηκε επισήμως διεθνώς Κυρίαρχο κράτος, μετά από δημοψήφισμα, καθώς και η Πρώτη πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία, όπου ο πληθυσμός της είναι Καθολικοί Σλάβοι (Σλοβένοι). Πρωτεύουσα της χώρας ανακηρύχθηκε η Λιουμπλιάνα. |
2 | Κροατία | 25 Ιουνίου 1991 | Η Δεύτερη πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία, που αναγνωρίστηκε επισήμως διεθνώς Κυρίαρχο κράτος, μετά από δημοψήφισμα, καθώς και η Δεύτερη πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία, όπου ο πληθυσμός της είναι Καθολικοί Σλάβοι (Κροάτες). Πρωτεύουσα της χώρας ανακηρύχθηκε το Ζάγκρεμπ. |
*** | Δημοκρατία της Σερβικής Κράινα | 25 Ιουνίου 1991 |
|
3 | Βόρεια Μακεδονία | 25 Σεπτεμβρίου 1991 |
|
Κατά τη διάρκεια των Γιουγκοσλαβικών Πολέμων | |||
*** | Βοσνία και Ερζεγοβίνη (απόσχιση) | 3 Μαρτίου 1992 |
|
*** | Νέα Γιουγκοσλαβία | 28 Απριλίου 1992 | Η Γιουγκοσλαβία από το 1992 και έπειτα αποτελούνταν μονάχα από τις Δημοκρατίες της Σερβίας και του Μαυροβουνίου, ενώ εντός της Σερβίας, αυτονομία διέθεταν πλέον επίσημα το Κόσοβο και η Βοϊβοντίνα, ενώ αφαιρέθηκαν η λέξη Σοσιαλιστική από το συνταγματικό της όνομα, καθώς και το κομμουνιστικό αστέρι από τη σημαία. |
*** | Βοσνία και Ερζεγοβίνη (μεταβατική) | 14 Μαρτίου 1995 | Υπογράφτηκε η Συμφωνία του Ντέιτον. Τα αντιμαχόμενα μέρη συμφώνησαν για παύση των εχθροπραξιών και προώθηση της ειρήνης και της σταθερότητας στο κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Η χώρα διαιρέθηκε σε δύο οντότητες, τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας και την Ομοσπονδία Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, στην οποία Τοπική Πρωτεύουσα ανακηρύχθηκε η Μπάνια Λούκα. |
Κατά τη διάρκεια των Νατοϊκών Πολέμων | |||
4 | Βοσνία και Ερζεγοβίνη (ισχύουσα) | 10 Φεβρουαρίου 1998 | Η χώρα άλλαξε επισήμως τη σημαία της, υιοθετώντας τη σημερινή, ενώ στο συνταγματικό της όνομα πρόσθεσε τη λέξη Ομοσπονδιακή, προκειμένου να υπάρχει ισονομία και διοικητική οργάνωση στις δύο αυτόνομες Δημοκρατίες της, στη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας και την Ομοσπονδία Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, ενώ έκτοτε η κάθε οντότητα έχει επίσης επίσημα το δικό της σύνταγμα. |
*** | Κοσσυφοπέδιο (ΝΑΤΟ) | 28 Φεβρουαρίου 1998 | Το 1998 ο UCK επιτέθηκε στις γιουγκοσλαβικές Αρχές στο Κόσοβο, με αποτέλεσμα την αυξημένη παρουσία Σέρβων παραστρατιωτικών και τακτικών δυνάμεων, που ξεκίνησαν μια εκστρατεία τιμωρίας των συμπαθούντων τον UCK και των πολιτικών τους αντιπάλων, με αποτέλεσμα το θάνατο 1.500 με 2.000 πολιτών και μαχητών του UCK. Μετά την αποτυχία εξεύρεσης διπλωματικών λύσης το ΝΑΤΟ παρενέβη, δικαιολογώντας την εκστρατεία στο Κόσοβο ως «ανθρωπιστικό πόλεμο». Αυτό οδήγησε στη μαζική απέλαση Αλβανών Κοσοβάρων, ενώ οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις συνέχισαν να μάχονται τη στιγμή που το ΝΑΤΟ προχωρούσε σε βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας (24 Μαρτίου - 10 Ιουνίου 1999). |
*** | Σερβία και Μαυροβούνιο | 4 Φεβρουαρίου 2003 | Το 2002 η Σερβία και το Μαυροβούνιο κατέληξαν σε νέα συμφωνία σχετικά με τη συνέχιση της συνεργασίας τους, που, μεταξύ άλλων αλλαγών, προέβλεπε το τέλος της ονομασίας Γιουγκοσλαβία, δεδομένου ότι ήταν τμήματα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Στις 4 Φεβρουαρίου 2003 η ομοσπονδιακή συνέλευση της Γιουγκοσλαβίας δημιούργησε μια χαλαρή κρατική ένωση - την Κρατική Ένωση Σερβίας και Μαυροβουνίου. Συμφωνήθηκε ένας νέος συνταγματικός χάρτης που να παρέχει ένα πλαίσιο για τη διακυβέρνηση της χώρας. Την Κυριακή 21 Μαΐου 2006 οι Μαυροβούνιοι ψήφισαν σε ένα δημοψήφισμα 55,5% υπέρ της ανεξαρτησίας. Απαιτούντο τουλάχιστον 55 τοις εκατό καταφατικές ψήφοι για τη διάλυση της κρατικής ένωσης της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Η συμμετοχή ήταν 86,3% και το 99,73% των άνω των 477.000 ψήφων θεωρήθηκε έγκυρο. Η εν συνεχεία ανακήρυξη ανεξαρτησίας του Μαυροβουνίου στις 3 Ιουνίου του 2006 και της Σερβίας στις 5 Ιουνίου έδωσαν τέλος στην Κρατική Ένωση Σερβίας και Μαυροβουνίου, το τελευταίo απομεινάρι της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η οποία έπαψε να υπάρχει και επίσημα. |
Μετά τη Διάλυση της Σερβίας και Μαυροβουνίου | |||
5 | Μαυροβούνιο | 3 Ιουνίου 2006 | Στις 21 Μαΐου του ίδιου έτους πραγματοποιήθηκε στη χώρα δημοψήφισμα, υπέρ της ανεξαρτησίας. Η πέμπτη πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία που αναγνωρίστηκε επισήμως διεθνώς Κυρίαρχο κράτος, μετά από δημοψήφισμα. Πρωτεύουσα της χώρας ανακηρύχθηκε η Ποντγκόριτσα, η οποία παλαιότερα ονομαζόταν Τίτογκραντ, ενώ Έδρα της κατοικίας του Προέδρου της χώρας έγινε η παλιά βασιλική πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, το Τσέτινιε. |
6 | Σερβία | 3 Ιουνίου 2006 | Δύο ημέρες αργότερα, στις 5 Ιουνίου του ίδιου έτους, η Σερβία έγινε διεθνώς ανεξάρτητη χώρα. Η έκτη και τελευταία πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία που αναγνωρίστηκε επισήμως διεθνώς Κυρίαρχο κράτος, μετά από δημοψήφισμα. Πρωτεύουσα της χώρας ανακηρύχθηκε το Βελιγράδι, η οποία ήταν η πρωτεύουσα της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της πρώην Ένωσης Σερβίας και Μαυροβουνίου. |
*** | Κοσσυφοπέδιο | 17 Φεβρουαρίου 2008 |
|
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πόλεμος της Κροατίας, (1991-1995)
- Πόλεμος της Βοσνίας, (1992-1995)
- Πόλεμος του Κοσόβου, (1998-1999)
- Διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης
- Διάλυση της Τσεχοσλοβακίας
- Γερμανική επανένωση
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Decades later, Bosnia still struggling with the aftermath of war». PBS NewsHour. 19 Νοεμβρίου 2017.
- ↑ «Constitution of Union between Croatia-Slavonia and Hungary». h-net.org.
- ↑ Elections Αρχειοθετήθηκε 2009-01-13 στο Wayback Machine., TIME Magazine, 23 February 1925.
- ↑ Appeal to the international league of human rights, Albert Einstein/Heinrich Mann.
- ↑ Staff. Jasenovac concentration camp [https://web.archive.org/web/20090916030858/http://www.ushmm.org/wlc/article.php?lang=en&ModuleId=10005449 Αρχειοθετήθηκε 16 September 2009 στο Wayback Machine., Jasenovac, Croatia, Yugoslavia. On the website of the United States Holocaust Memorial Museum.
- ↑ Cohen 1996, σελ. 109.
- ↑ Žerjavić 1993.
- ↑ World Bank, World Development Report 1991, Statistical Annex, Tables 1 and 2, 1991.
- ↑ Small arms survey 2015 : weapons and the world. [Cambridge, England]. ISBN 9781107323636. OCLC 913568550.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. p. 15
- ↑ Dejan Jović. Yugoslavia: a state that withered away. Purdue University Press, 2009. pp. 15–16
- ↑ 12,0 12,1 Beth J. Asch, Courtland Reichmann, Rand Corporation. Emigration and Its Effects on the Sending Country. Rand Corporation, 1994. (pg. 26)
- ↑ 13,0 13,1 Douglas S. Massey, J. Edward Taylor. International Migration: Prospects and Policies in a Global Market. Oxford University Press, 2004. (pg. 159)
- ↑ Στο The end of poverty για παράδειγμα, ο Τζέφρυ Σαξ ισχυρίζεται ότι ενώ ο πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας Άντε Μάρκοβιτς πολεμούσε να σταθεροποιήσει τη γιουγκοσλαβική οικονομία, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς κατέτρωγε εκ των έσω την ενότητα της χώρας και υπονόμευε κάθε προσπάθεια να σταθεί η ομοσπονδία στα ποδιά της.
- ↑ Vesna Pešić (April 1996). «Serbian Nationalism and the Origins of the Yugoslav Crisis». Peaceworks (United States Institute for Peace) (8): 12. http://www.usip.org/publications/serbian-nationalism-and-origins-yugoslav-crisis. Ανακτήθηκε στις 10 December 2010.
- ↑ «Kosovo». The New York Times. 23 July 2010. http://topics.nytimes.com/top/news/international/countriesandterritories/serbia/kosovo/index.html. Ανακτήθηκε στις 10 December 2010.
- ↑ Henry Kamm (8 December 1985). «Yugoslav republic jealously guards its gains». The New York Times. https://www.nytimes.com/1985/12/08/world/yugoslav-republic-jealously-guards-its-gains.html?ref=croatia. Ανακτήθηκε στις 10 December 2010.
- ↑ Basil Davidson (23 Μαΐου 1996). «Misunderstanding Yugoslavia». London Review of Books, Vol.18 No.10.
- ↑ «YUGOSLAVIA: KEY QUESTIONS AND ANSWERS ON THE DEBT CRISIS» (PDF). Directorate of Intelligence. 12 Μαΐου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2019.
- ↑ 20,0 20,1 Crampton 1997, σελ. 386.
- ↑ National Security Decision Directive 133, United States Policy Toward Yugoslavia, March 14, 1984
- ↑ 22,0 22,1 22,2 22,3 Crampton 1997, σελ. 386-387.
- ↑ 23,0 23,1 Crampton 1997, σελ. 387.
- ↑ 24,0 24,1 Crampton 1997, σελ. 387-388.
- ↑ John Tagliabue (6 December 1987). «Austerity and Unrest on Rise in Eastern Block». The New York Times. https://www.nytimes.com/1987/12/06/weekinreview/the-world-austerity-and-unrest-on-rise-in-eastern-bloc.html. Ανακτήθηκε στις 22 February 2019.
- ↑ Lampe, John R. 2000. Yugoslavia as History: Twice There Was a Country. Cambridge: Cambridge University Press. p347
- ↑ 27,0 27,1 27,2 The Death of Yugoslavia. British Broadcasting Corporation (BBC). 1995.
- ↑ Ramet, Sabrina P. 2006. The Three Yugoslavias: State-Building and Legitimation. Indiana University Press. p598.
- ↑ Henry Kamm (9 October 1988). «Yugoslav Police Fight Off A Siege In Provincial City». New York Times. https://www.nytimes.com/1988/10/09/world/yugoslav-police-fight-off-a-siege-in-provincial-city.html?sq=Montenegro+protest&scp=26&st=nyt. Ανακτήθηκε στις 2 February 2010.
- ↑ «Leaders of a Republic In Yugoslavia Resign». The New York Times. Reuters. 12 January 1989. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 July 2012. https://www.webcitation.org/69QmSYE7N?url=http://www.nytimes.com/1989/01/12/world/leaders-of-a-republic-in-yugoslavia-resign.html. Ανακτήθηκε στις 7 February 2010.
- ↑ Ramet, Sabrina P. (18 Φεβρουαρίου 2010). Central and Southeast European Politics Since 1989. Cambridge University Press. σελ. 361. ISBN 9780521716161. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2012.
- ↑ Demographics of Kosovo#1968-1989: Autonomy
- ↑ Communism O Nationalism! Αρχειοθετήθηκε 2013-08-25 στο Wayback Machine., TIME Magazine, 24 October 1988
- ↑ «A Country Study: Yugoslavia (Former): Political Innovation and the 1974 Constitution (chapter 4)». The Library of Congress. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2011.
- ↑ «Historical Circumstances in Which "The Rally of Truth" in Ljubljana Was Prevented». Journal of Criminal Justice and Security. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2012.
- ↑ «Rally of truth (Miting resnice)». A documentary published by RTV Slovenija. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2012.
- ↑ «akcijasever.si». The "North" Veteran Organization. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2012.
- ↑ «Roads Sealed as Yugoslav Unrest Mounts». The New York Times. 19 August 1990. https://www.nytimes.com/1990/08/19/world/roads-sealed-as-yugoslav-unrest-mounts.html?sq=Tudjman&scp=7&st=nyt. Ανακτήθηκε στις 26 April 2010.
- ↑ Sudetic, Chuck (10 January 1991). «Financial Scandal Rocks Yugoslavia». The New York Times. https://www.nytimes.com/1991/01/10/world/financial-scandal-rocks-yugoslavia.html. Ανακτήθηκε στις 26 April 2010.
- ↑ «Svjedoci raspada – Stipe Šuvar: Moji obračuni s njima» (στα Croatian). Radio Free Europe. 27 Φεβρουαρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 2012.
- ↑ «REFERENDUM BRIEFING NO 3» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 18 Δεκεμβρίου 2010.
- ↑ Flores Juberías, Carlos (Νοεμβρίου 2005). «Some legal (and political) considerations about the legal framework for referendum in Montenegro, in the light of European experiences and standards». Legal Aspects for Referendum in Montenegro in the Context of International Law and Practice (PDF). Foundation Open Society Institute, Representative Office Montenegro. σελ. 74. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 1 Φεβρουαρίου 2012.
- ↑ «Volitve» [Elections]. Statistični letopis 2011 [Statistical Yearbook 2011]. Statistical Yearbook 2011. 15. Statistical Office of the Republic of Slovenia. 2011. σελ. 108. ISSN 1318-5403. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Απριλίου 2019.
- ↑ 44,0 44,1 44,2 «Stjepan Mesić, svjedok kraja (I) – Ja sam inicirao sastanak na kojem je podijeljena Bosna» (στα Bosnian). BH Dani (208). 1 June 2001. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 November 2012. https://web.archive.org/web/20121124000715/http://www.bhdani.com/arhiva/208/t20801.shtml#. Ανακτήθηκε στις 2012-11-27.
- ↑ Mesić (2004), p. 33
- ↑ Brown & Karim (1995), p. 116
- ↑ Frucht (2005), p. 433
- ↑ «Zgodilo se je ... 27. junija» (στα Slovenian). MMC RTV Slovenia. 27 June 2005. http://www.rtvslo.si/zabava/na-danasnji-dan/zgodilo-se-je-27-junija/167901.
- ↑ Woodward, Susan, L. Balkan Tragedy: Chaos & Dissolution after the Cold War, the Brookings Institution Press, Virginia, USA, 1995, p.200
- ↑ «THE PROSECUTOR OF THE TRIBUNAL AGAINST SLOBODAN MILOSEVIC». Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2016.
- ↑ 51,0 51,1 51,2 «Pavlovic: The Siege of Dubrovnik». yorku.ca.
- ↑ 52,0 52,1 «Pavlovic: The Siege of Dubrovnik». yorku.ca.
- ↑ «Pavlovic: The Siege of Dubrovnik». yorku.ca.
- ↑ «Two jailed over Croatia massacre». BBC News. 27 September 2007. http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/7016290.stm. Ανακτήθηκε στις 26 April 2010.
- ↑ Karadzic and Mladic: The Worlds Most Wanted Men – FOCUS Information Agency Αρχειοθετήθηκε 16 April 2009 στο Wayback Machine.
- ↑ Lukic & Lynch 1996, σελ. 209.
- ↑ Burg, Steven L; Shoup, Paul S. 1999. The War in Bosnia-Herzegovina: Ethnic Conflict and International Intervention. M.E. Sharpe. p102
- ↑ «The Referendum on Independence in Bosnia-Herzegovina: February 29-March 1, 1992». Commission on Security and Cooperation in Europe (CSCE) (Washington D.C.). 12 March 1992. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 May 2011. https://web.archive.org/web/20110522132353/http://csce.gov/index.cfm?FuseAction=UserGroups.Home&ContentRecord_id=250&ContentType=G&ContentRecordType=G&UserGroup_id=5&Subaction=ByDate.
- ↑ Bose, Sumantra (2009). Contested lands: Israel-Palestine, Kashmir, Bosnia, Cyprus, and Sri Lanka. Harvard University Press. σελ. 124. ISBN 9780674028562.
- ↑ Walsh, Martha (2001). Women and Civil War: Impact, Organizations, and Action. Lynne Rienner Publishers. σελίδες 57; The Republic of Bosnia and Herzegovina was recognized by the European Union on 6 April. On the same date, Bosnian Serb nationalists began the siege of Sarajevo, and the Bosnian war began. ISBN 9781588260468.
- ↑ D. Grant, Thomas (2009). Admission to the United Nations: Charter Article 4 and the Rise of Universal Organization. Martinus Nijhoff Publishers. σελ. 226. ISBN 9004173633.
- ↑ «Resolution 721». N.A.T.O. 25 Σεπτεμβρίου 1991. Ανακτήθηκε στις 21 Ιουλίου 2006.
- ↑ Lukic & Lynch 1996, σελ. 210.
- ↑ Ali, Tariq. Masters of the Universe? NATO's Balkan Crusade. Verso. σελ. 381. ISBN 9781859842690. Unknown parameter
|year]=
ignored (βοήθεια) - ↑ Peter Gowan (Μαρτίου–Απριλίου 1999). «The NATO Powers and the Balkan Tragedy». New Left Review.
- ↑ «Leaders propose dividing Bosnia into three areas». New York Times. 17 June 1993. https://www.nytimes.com/1993/06/17/world/2-leaders-propose-dividing-bosnia-into-three-areas.html. Ανακτήθηκε στις 2 March 2019.
- ↑ «Member States of the United Nations». United Nations. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2012.
- ↑ «U.S. Relations With Kosovo». U.S. Department of State. 17 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Warren Zimmerman Origins of a Catastrophe: Yugoslavia and Its Destroyers- -America's Last Ambassador Tells What Happened and Why, 288 pages, Three Rivers Press.
- Τάκης Μίχας Ανίερη Συμμαχία: Η Ελλάδα και η Σερβία του Μιλόσεβιτς Εκδόσεις Ελάτη, σελίδες 3.
- Joe sacco <ασφαλής περιοχή Γκοράζντε (ο πόλεμος στην ανατολική Βοσνία 1992-1995) εισαγωγή Αntifa scripta.
- Ο Κάρατζιτς στην Ελλάδα – Οι επαφές του Σερβοβόσνιου ηγέτη στην Ελλάδα με αδημοσίευτες φωτογραφίες – του Τάκη Μίχα.