Γερμανική επανένωση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας το 1990. Για την ενοποίηση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871, δείτε: Γερμανική ενοποίηση.
Χάρτης στον οποίο φαίνεται η Ανατολική και η Δυτική Γερμανία έως το 1990, με το Δυτικό Βερολίνο σε κίτρινο.

Η Γερμανική επανένωση (γερμανικά: Deutsche Wiedervereinigung) ήταν η διαδικασία, κατά την οποία το 1990 η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (γερμ.: Deutsche Demokratische Republik / DDR) προσεχώρησε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (γερμ.: Bundesrepublik Deutschland / BRD) σχηματίζοντας έτσι την ενωμένη Γερμανία μετά από 41 χρόνια. Αποτέλεσε δε την κορύφωση μιας σειράς γεγονότων στο Ανατολικό Μπλοκ που σήμαναν την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το τέλος της διαδικασίας ενοποίησης αναφέρεται επισήμως ως γερμανική ενότητα (γερμ.: Deutsche Einheit) και γιορτάζεται έκτοτε στις 3 Οκτωβρίου (Ημέρα της Γερμανικής Ενότητας, γερμ.: Tag der deutschen Einheit)[1]. Με τη γερμανική επανένωση, το Βερολίνο έγινε και πάλι πρωτεύουσα της Ενιαίας Γερμανίας.

Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας άρχισε να παραπαίει τον Μάιο του 1989, όταν η άρση των περιορισμών στα σύνορα της Ουγγαρίας με την Αυστρία άνοιξε τρύπα στο «σιδηρούν παραπέτασμα», προκαλώντας έξοδο χιλιάδων Ανατολικογερμανών που έφυγαν στη Δυτική Γερμανία και την Αυστρία μέσω της Ουγγαρίας. Η «Ειρηνική Επανάσταση», μια σειρά διαδηλώσεων στην Ανατολική Γερμανία, οδήγησε στις πρώτες ελεύθερες εκλογές στη χώρα στις 18 Μαρτίου 1990 και στις διαπραγματεύσεις μεταξύ της Λαοκρατικής και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που κατέληξαν στη Συνθήκη Ενοποίησης[1]. Περαιτέρω διαπραγματεύσεις μεταξύ της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των τεσσάρων κατοχικών δυνάμεων οδήγησαν στην αποκαλούμενη «Συνθήκη Δύο συν Τεσσάρων» (Συνθήκη Τελικού Διακανονισμού σε σχέση με τη Γερμανία) που παρείχε πλήρη κυριαρχία στο ενοποιημένο γερμανικό κράτος, του οποίου τα δύο προκάτοχα κράτη είχαν ορισμένους περιορισμούς που απέρρεαν από το καθεστώς τους μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως κατεχόμενων περιοχών.

Η Συμφωνία του Πότσνταμ του 1945 είχε ορίσει ότι μια πλήρης ειρηνευτική συνθήκη που θα ολοκλήρωνε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης της ακριβούς οριοθέτησης των μεταπολεμικών ορίων της Γερμανίας, απαιτείτο «να γίνει δεκτή από την κυβέρνηση της Γερμανίας, όταν θα έχει σχηματιστεί μια κατάλληλη για τον σκοπό αυτό κυβέρνηση». Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ανέκαθεν υποστήριζε ότι καμία τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει σχηματιστεί, μέχρις ότου η Ανατολική και η Δυτική Γερμανία θα έχουν ενωθεί σε ένα ελεύθερο δημοκρατικό κράτος. Αλλά το 1990 υπήρξαν μια σειρά από απόψεις σχετικά με το αν μια ενοποιημένη Δυτική και Ανατολική Γερμανία μαζί με το Βερολίνο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει «τη Γερμανία ως σύνολο» για τον σκοπό αυτό. Το βασικό ερώτημα ήταν αν μια Γερμανία που περέμενε αποκλεισμένη από τα πρώην γερμανικά εδάφη που παρέμειναν ανατολικά της γραμμής Όντερ-Νάισσε θα μπορούσε να ενεργήσει ως «ενωμένη Γερμανία» υπογράφοντας την ειρηνευτική συνθήκη χωρίς καμία επιφύλαξη. Σύμφωνα με τη Συνθήκη «Δύο συν Τεσσάρων», η Ομοσπονδιακή και η Λαοκρατική Δημοκρατία δεσμεύθηκαν τόσο οι ίδιες όσο και η ενιαία συνέχειά τους επί της αρχής σύμφωνα με την οποία τα κοινά τους προ του 1990 σύνορα αποτελούσαν ολόκληρη την επικράτεια που θα μπορούσε να διεκδικηθεί από μια κυβέρνηση της Γερμανίας και επομένως δεν υπήρχαν άλλα εδάφη πέραν αυτών των ορίων που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τμήματα της Γερμανίας στο σύνολό της.

Η Ενωμένη Γερμανία δεν είναι διάδοχο κράτος, αλλά διευρυμένη συνέχεια της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Ως εκ τούτου, η διευρυμένη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατήρησε τις θέσεις της Δυτικής Γερμανίας σε διεθνείς οργανισμούς, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Κοινότητα (αργότερα Ευρωπαϊκή Ένωση) και το ΝΑΤΟ, ενώ παραιτήθηκε από τη συμμετοχή στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους ανήκε μόνο η Ανατολική Γερμανία. Διατηρεί επίσης την ένταξη της παλιάς Δυτικής Γερμανίας στα Ηνωμένα Έθνη.

Ιστορία προ της Επανένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1945, το Τρίτο Ράιχ ηττήθηκε και η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες κατοχής, υπό τη Σοβιετική Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία. Η πρωτεύουσα, το Βερολίνο, ομοίως χωρίστηκε σε τέσσερις ζώνες. Μεταξύ 1947 και 1949, οι τρεις ζώνες των δυτικών συμμάχων συγχωνεύθηκαν, σχηματίζοντας την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Δυτικό Βερολίνο, ευθυγραμμισμένες με την καπιταλιστική Ευρώπη (η οποία αργότερα εξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα). Η σοβιετική ζώνη μετεξελίχθηκε στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας με πρωτεύουσα το Ανατολικό Βερολίνο, και ενσωματώθηκε στο κομμουνιστικό σοβιετικό μπλοκ. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ήταν μέλος της δυτικής στρατιωτικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, ενώ η Λαοκρατική Δημοκρατία ήταν μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Οι Γερμανοί ζήσαν υπό αυτές τις επιβληθείσες διαιρέσεις καθ'όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε.

Στη δεκαετία του 1980, η Σοβιετική Ένωση γνώρισε μια περίοδο οικονομικής και πολιτικής στασιμότητας και αντίστοιχα μειώθηκε η παρεμβατικότητά της στην πολιτική των μελών της Ανατολικής Συμμαχίας. Το 1987, ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν μίλησε στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, προκαλώντας τον σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσώφ να «σπάσει το τείχος» που χώριζε το Βερολίνο. Το Τείχος είχε καταστεί σύμβολο του πολιτικού και οικονομικού διαχωρισμού ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, έναν διαχωρισμό που ο Τσόρτσιλ είχε χαρακτηρίσει ως το «Σιδηρούν παραπέτασμα». Στις αρχές του 1989, στο πλαίσιο της νέας εποχής των σοβιετικών πολιτικών της «γκλάσνοστ» (διαφάνειας) και της «περεστρόικα» (αναδιάρθρωσης) του Γκορμπατσώφ, το κίνημα «Αλληλεγγύη» ανέβηκε στην εξουσία στην Πολωνία. Εμπνευσμένο και από άλλες εικόνες γενναιότητας, ένα κύμα επαναστάσεων σάρωσε ολόκληρο το Ανατολικό Μπλοκ εκείνο το έτος.

Η αρχή για τη Γερμανία έγινε τον Μάιο του 1989, όταν η Ουγγαρία κατήργησε τους περιορισμούς στα σύνορά της με την Αυστρία. Χιλιάδες Ανατολικογερμανοί διέφυγαν έτσι στη Δύση, αν και ακόμη και τότε πολλοί μέσα και έξω από τη Γερμανία δεν πίστευαν ότι θα συνέβαινε ποτέ πραγματική επανένωση στο εγγύς μέλλον[2]. Τον Ιούλιο του 1989, πολλοί Ανατολικογερμανοί κατέφυγαν στις πρεσβείες της Δυτικής Γερμανίας στο Ανατολικό Βερολίνο, τη Βουδαπέστη στην Ουγγαρία και την Πράγα στην Τσεχοσλοβακία, ζητώντας άσυλο. Το παράδειγμά τους μιμήθηκαν στη συνέχεια χιλιάδες συμπατριώτες τους, που κατέφευγαν παράνομα στη Δυτική Γερμανία, αναζητώντας περισσότερη ελευθερία, δικαιώματα και μια καλύτερη ζωή. Κι ενώ η μαζική εγκατάλειψη της Ανατολικής Γερμανίας συνεχιζόταν, ο επίσημος εορτασμός της 40ής επετείου της ίδρυσης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας στις 7 Οκτωβρίου κατέληξε σε διαδηλώσεις εναντίον του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι οποίες διαλύθηκαν βίαια από τον στρατό και την αστυνομία. Η φλόγα όμως δεν έσβησε και δύο μέρες αργότερα, στις 9 Οκτωβρίου, έγινε νέα διαδήλωση 100.000 ατόμων στη Λειψία, ενώ μεγάλες διαδηλώσεις ακολούθησαν σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ανατολικής Γερμανίας. Υπό το βάρος αυτής της «Ειρηνικής Επανάστασης», στις 18 Οκτωβρίου 1989 ο Γενικός Γραμματέας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας Έριχ Χόνεκερ παύθηκε από τα καθήκοντά του και αντικαταστάθηκε από τον Έγκον Κρενζ.

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου επιτάχυνε τη διαδικασία της επανένωσης.

Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον του καθεστώτος συνεχίζονταν με όλο και μεγαλύτερο ενθουσιασμό και στις 4 Νοεμβρίου έγινε στο Ανατολικό Βερολίνο η μεγαλύτερη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στη χώρα. Σε αυτήν πήραν μέρος 1.000.000 άνθρωποι. Μπρος σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση, η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας παραιτήθηκε. Πέντε μέρες αργότερα, στις 9 Νοεμβρίου, το περίφημο Τείχος του Βερολίνου άνοιξε και επιτράπηκε, για πρώτη φορά, το πέρασμα Ανατολικογερμανών στη Δυτική Γερμανία.

Οι εξελίξεις πλέον ήταν ραγδαίες. Στην Ανατολική Γερμανία καταργήθηκε το μονοπώλιο της εξουσίας του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ λίγο αργότερα ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να γίνουν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1990. Παράλληλα η επανένωση της Γερμανίας ήταν θέμα κορυφής στις συνομιλίες του Αμερικανού προέδρου Τζωρτζ Μπους (του πρεσβύτερου) και του Σοβιετικού προέδρου Μιχαήλ Γκορμπατσώφ. Ένα ακόμα βήμα προς την ενοποίηση αποτελεί και η κατάργηση, στις 24 Δεκεμβρίου του 1989, της βίζας και άλλων διατυπώσεων που απαιτούνταν για τους επισκέπτες που εισέρχονταν στην Ανατολική Γερμανία από τη Δυτική.

Διαδικασία της Επανένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνεργασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Νοεμβρίου 1989, δύο εβδομάδες μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, Χέλμουτ Κολ, ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα 10 σημείων που ζητούσε από τις δύο Γερμανίες να επεκτείνουν τη συνεργασία τους με στόχο την ενδεχόμενη επανένωση[3].

Από τις αρχές του 1990 όλα έδειχναν πως η ένωση δεν ήταν μακριά. Τον Φεβρουάριο ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας Χέλμουτ Κολ πρότεινε στον Ανατολικογερμανό πρωθυπουργό Μοντρόου διαπραγματεύσεις για οικονομική και νομισματική ένωση, ενώ παράλληλα οι υπουργοί εξωτερικών των νικητριών δυνάμεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των δύο Γερμανικών κρατών συμφώνησαν να αρχίσουν επίσημες συνομιλίες για την ένωση των δύο Γερμανιών.

Στις 19 Απριλίου ο νέος πρωθυπουργός της Ανατολικής Γερμανίας Λόταρ ντε Μεζιέρ εκλεγμένος με δημοκρατικές διαδικασίες για πρώτη φορά διακήρυξε τη δέσμευσή του για την ένωση των δύο Γερμανιών. Στις 28 Απριλίου σε ειδική διάσκεψη στο Δουβλίνο εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Κοινότητας χαιρέτησαν την επιθυμία για ενοποίηση της Γερμανίας και για ένταξη της Ανατολικής Γερμανίας στην ΕΟΚ στα πλαίσια της ένωσης.

Σημαντικό σταθμό στην πορεία για την ένωση αποτελεί η συνάντηση των υπουργών εξωτερικών των δύο Γερμανιών, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, των Η.Π.Α. και της Σοβιετικής Ένωσης στη Βόννη, για ένα αρχικό κύκλο συνομιλιών πάνω στα εξωτερικά ζητήματα που θα αφορούσαν την ενωμένη Γερμανία.

Οικονομική συγχώνευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η 18η Μαΐου 1990 αποτελεί ορόσημο στην πορεία αυτή, αφού υπογράφτηκε στη Βόννη από τις κυβερνήσεις της Ανατολικής και της Δυτικής Γερμανίας, η συμφωνία για τη νομισματική, οικονομική και κοινωνική ένωση των δύο κρατών, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1990.

Συνθήκη Γερμανικής Επανένωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ένα μετά το άλλο τα γεγονότα οδηγούσαν τους Γερμανούς όλο και πιο κοντά στην πραγματοποίηση του ονείρου τους. Στις 6 Ιουλίου οι αρχηγοί του ΝΑΤΟ διακήρυξαν στο Λονδίνο ότι η ενοποιημένη Γερμανία είναι απαραίτητος παράγοντας για τη Συμμαχία. Λίγες μέρες αργότερα ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη Σοβιετική Ένωση συμφώνησε με τον Σοβιετικό πρόεδρο Γκορμπατσώφ ότι η ενωμένη Γερμανία θα είναι ελεύθερη να αποφασίσει για τις μελλοντικές συμμαχίες της. Ύστερα από αυτό η Σοβιετική Ένωση συμφώνησε να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Ανατολική Γερμανία σε 3-4 χρόνια.

Το τελικό βήμα όμως έγινε στις 31 Αυγούστου 1990, με την υπογραφή της συνθήκης ενοποίησης των δύο Γερμανιών, και τέθηκε σε ισχύ από τις 3 Οκτωβρίου 1990. Στις 2 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου διεξήχθησαν οι πρώτες εκλογές της ενωμένης Γερμανίας για το Κοινοβούλιο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ελλαδική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 3