Λουκάς Χρυσοβέργης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λουκάς Χρυσοβέργης
Γενικές πληροφορίες
ΘάνατοςΙανουάριος 1170
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςμεσαιωνική ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΟικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο Λουκάς Χρυσοβέργης διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μεταξύ των ετών 1157 και 1169 (ή Ιανουάριο του 1170[1]).

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τόπος και το έτος γέννησης του Λουκά είναι άγνωστα. Πριν εκλεγεί πατριάρχης ήταν μοναχός[2]. Θεωρείται πως είχε συγγένεια με τον Νικόλαο Β΄ Χρυσοβέργη, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 980-992[3].

Η ακριβής ημερομηνία εκλογής του στον πατριαρχικό θρόνο επίσης δεν μας είναι γνωστή[1]. Είναι ωστόσο γνωστό ότι διαδέχθηκε τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Δ', ο οποίος συμμετείχε στη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 1157 και υπέγραψε το έγγραφο που καταδίκαζε τον Σωτήριχο Παντεύγενο στις 13 Μαΐου 1157[4]. Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός ανέβαλε την αναχώρησή του για μια επείγουσα αποστολή προκειμένου να παρακολουθήσει τη Σύνοδο αυτή και να διευθετήσει μια θεολογική διαμάχη[1]. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου ο Αυτοκράτορας αναχώρησε και ο θάνατος του πατριάρχη Κωνσταντίνου επήλθε αμέσως μετά την καταδίκη του Παντευγένου, πιθανότατα το δεύτερο μισό του Μαΐου 1157[4].

Ερευνώντας τα πατριαρχικά έγγραφα, ο Γάλλος θεολόγος και βυζαντινολόγος Venance Grumel θεωρεί ότι η απουσία του αυτοκράτορα παρέτεινε την χηρεία του πατριαρχικού θρόνου[1] και προσδιορίζει την εκλογή του Λουκά Χρυσοβέργη μεταξύ Αυγούστου και Οκτωβρίου του 1157[1].

Η Πατριαρχία του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της Πατριαρχίας του εμφανίστηκαν διάφορα μείζονα θεολογικά ζητήματα. Το 1156-1157 τέθηκε το ερώτημα εάν ο Χριστός προσέφερε τον εαυτό του ως θυσία για τις αμαρτίες του κόσμου στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα μόνον, ή και στον Λόγο (δηλαδή τον εαυτό του)[5]. Σύνοδος που συνήλθε τελικά στην Κωνσταντινούπολη το 1157 υιοθέτησε μια συμβιβαστική έκφραση, σύμφωνα με την οποία ο Λόγος προσέφερε την σάρκα διπλή θυσία στην Αγία Τριάδα, λύση στην οποία αντιτάχθηκε ο εψηφισμένος Πατριάρχης Αντιοχείας Σωτήριχος Παντεύγενος[6].

Ψηφιδωτό με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως) – Η αντιπαράθεση του 1156–1157 αφορούσε την ερμηνεία του σημείου της Θείας Λειτουργίας του: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος[6]»

Κατά την διάρκεια της Πατριαρχίας του επίσης εμφανίστηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της σχέσης του Υιού προς τον Πατέρα εντός της Αγίας Τριάδας. Το θέμα προέκυψε από ερμηνεία που έδωσε κάποιος Δημήτριος από τη Λάμπη της Φρυγίας στη φράση του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου «ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστίν» (Ιωάννης ιδ΄ 28). Ο Πατριάρχης Λουκάς συγκάλεσε κατ' εντολήν του Αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού μεγάλη Σύνοδο για το θέμα το 1166, η οποία καταδίκασε ως αιρετικές τις ερμηνείες του Δημητρίου και τον κληρικών και λαϊκών που τον ακολούθησαν[7]. Όσοι αρνήθηκαν να δεχτούν τις αποφάσεις της Συνόδου αυτής υπέστησαν δήμευση περιουσίας και εξορία. Οι πολιτικές διαστάσεις της αντιπαράθεσης αυτής γίνονται προφανείς από το γεγονός ότι ένας εκ των ηγετών των διαφωνούντων προς το δόγμα του αυτοκράτορα ήταν ο ανιψιός του, Αλέξιος Κοντοστέφανος[8].

Άλλες αιρέσεις συνέχισαν να ανθίζουν στις βυζαντινές κτήσεις στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των Βογομίλων, των Παυλικιανών και των Μονοφυσιτών, που ο Λουκάς και οι διάδοχοί του δυσκολεύονταν να καταπνίξουν[9].

Ο Λουκάς συμμετείχε επίσης σε μια προσπάθεια της Εκκλησίας να αποτραβηχθεί από την υπερβολικά στενή σχέση που είχε με τη κοσμική ζωή του κράτους. Το 1115, ο Πατριάρχης Ιωάννης Θ΄ είχε επιδιώξει να εμποδίσει τους κληρικούς να δραστηριοποιούνται ως δικηγόροι στα λαϊκά δικαστήρια. Τον Δεκέμβριο του 1157, ο Λουκάς επέκτεινε την απαγόρευση αυτή σε όλα τα «κοσμικά» επαγγέλματα[10]. Σε ένα κανόνα που ισχύει ως σήμερα, έγραφε: «έχουμε παρατηρήσει ότι μερικοί από τους εγγεγραμμένους στο κλήρο έχουν εμπλακεί αντικανονικά σε κοσμικές υποθέσεις. Μερικοί έχουν δεχτεί θέσεις επιμελητών ή επιτηρητών αριστοκρατικών οικιών και κτημάτων· άλλοι έχουν αναλάβει την συλλογή δημοσίων εσόδων... άλλοι έχουν δεχθεί τιμές και αξιώματα προσήκοντα στο αστικό κατεστημένο... υποχρεώνουμε τους ανθρώπους αυτούς να εγκαταλείψουν στο εξής ​​όλες τις ανωτέρω απασχολήσεις και να αφιερωθούν στις εκκλησιαστικές τους υποχρεώσεις....[11]». Επίσης απαγόρευσε στους κληρικούς να φορούν κοσμικές στολές[12].

Αυτός ο διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους ήταν καθοριστικός για την προστασία της Εκκλησίας από υπερβολική κοσμική επιρροή σε θέματα που αυτή θεωρούσε αυστηρά εκκλησιαστικά. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό εκείνο το χρονικό διάστημα, καθώς η βασιλεία του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού χαρακτηριζόταν από το αυταρχικό του ύφος και «καισαροπαπισμό», καθώς ο Αυτοκράτορας από ιδιοσυγκρασία γενικά οδηγούσε το Πατριαρχείο στο να υποτάσσεται άμεσα στις ανάγκες του Κράτους[13]. Για το θέμα αυτό των σχέσεων Πατριάρχη και Αυτοκράτορα, ο βυζαντινολόγος Lebedev αναφέρει ότι, ενώ συνήθως χαρακτηρίζονταν από αμοιβαίο σεβασμό, μερικές φορές εξέπιπταν σε ασυγχώρητη κολακεία του δεύτερου από τον πρώτο.

Περί το 1160, ο Λουκάς είχε αλληλογραφία με τον Μέγα Πρίγκηπα των Ρώσων, Αντρέι Μπογκολιούμπσκι, ο οποίος του ζητούσε Μητροπολίτη για τα εδάφη του, αίτημα που ο Λουκάς αρνούνταν να ικανοποιήσει.

Επί των ημερών της Πατριαρχίας του μεταφέρθηκε από την Έφεσο στην Κωνσταντινούπολη βράχος, πάνω στον οποίον θεωρούνταν ότι τέθηκε ο νεκρός Ιησούς μετά την σταύρωση και επί του οποίου είχαν διατηρηθεί σημάδια των δακρύων της Θεοτόκου[14]. Το κειμήλιο τοποθετήθηκε στη Μονή Παντοκράτορος.

Ο θάνατός του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τελευταία πράξη που υπέγραψε ο Λουκάς χρονολογείται στις 19 Νοεμβρίου 1169[15] και η πρώτη αναφορά του διαδόχου του, Μιχαήλ Γ΄, γίνεται σε συνοδικό έγγραφο με ημερομηνία 30 Ιανουαρίου 1170.

Από τον συνδυασμό των πληροφοριών των ιστορικών πηγών, ο Grumel προσδιορίζει τον θάνατο του Λουκά μεταξύ Νοεμβρίου 1169 και Ιανουαρίου 1170, με πιο πιθανή εκδοχή κοντά στον Ιανουάριο 1170, καθώς η εν εξελίξει δογματική έριδα δεν άφηνε περιθώρια καθυστέρησης στην εκλογή νέου Πατριάρχη[1].

Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήματα των έργων του Πατριάρχη Λουκά Χρυσοβέργη διασώζονται στα Decreta Synodalia, De Clericis qui se immiscent saecularibus Negotiis, De indecoris et scenicis Ritibus sanctorum notariorum Festo abrogandis, Ne Clerici turpilucra fiant, aut medici, ενώ σε αυτόν αποδίδεται ένας αριθμός σωζόμενων θρησκευτικών ποιημάτων. Μεταξύ αυτών, το διδακτικό ποίημα με τίτλο «Παρί Δίαιτας», το οποίο περιέχει την ετοιμασία νηστίσιμων εδεσμάτων που ενδείκνυνται για διάφορες μέρες του εκκλησιαστικού ημερολογίου[16].

Ένα εγκώμιο του Γρηγορίου Αντιόχου προς τον Λουκά Χρυσοβέργη σώζεται στη βιβλιοθήκη του Εσκοριάλ[17].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Grumel 1943, σελ. 257.
  2. Γεδεών 1885, σελ. 360.
  3. ODB.
  4. 4,0 4,1 Grumel 1943, σελίδες 256-257.
  5. Kurtz 1860, σελίδες 265–266.
  6. 6,0 6,1 Eteriano και άλλοι 2004, σελ. 114.
  7. Hussey 1986, σελίδες 152–153.
  8. Magdalino 2002, σελ. 217.
  9. Hussey 1986, σελ. 162.
  10. Γεδεών 1885, σελ. 362.
  11. Magdalino 2002, σελ. 306.
  12. Γεδεών 1885, σελ. 363.
  13. Magdalino 2002, σελίδες 308-309.
  14. Γεδεών 1885, σελ. 361.
  15. Grumel 1943, σελίδες 257, 269.
  16. Jurewicz 1984, σελ. 253.
  17. Γεδεών 1885, σελ. 365.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Κωνσταντίνος Δ΄
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
1157-1169
Διάδοχος
Μιχαήλ Γ΄