Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄
Γενικές πληροφορίες
ΘάνατοςΟκτώβριος 767
Κωνσταντινούπολη
Αιτία θανάτουαποκεφαλισμός
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΟρθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΟικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο Κωνσταντίνος Β΄ (... - 7 Οκτωβρίου 767) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 754 έως 766.

Πριν την εκλογή του στον Πατριαρχικό Θρόνο διετέλεσε επίσκοπος Συλαίου της Παμφυλίας (κοντά στη σημερινή Αττάλεια). Το 754 δεν κατείχε το αξίωμά του, για άγνωστο λόγο. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους πέθανε ο προκάτοχός του, Αναστάσιος, και από τις 10 Φεβρουαρίου ως τις 8 Αυγούστου συνήλθε η εικονομαχική Σύνοδος της Ιέρειας, η οποία απαγόρευσε τις εικόνες. Κατά τη διάρκειά της, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Κοπρώνυμος απέφυγε να ορίσει νέο Πατριάρχη και την προεδρία της Συνόδου άσκησε ο Μητροπολίτης Εφέσου Θεοδόσιος, γιος του πρώην Αυτοκράτορα Τιβέριου Γ΄. Στις 8 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελική συνεδρίαση στο Παλάτι των Βλαχερνών, κατά την οποία διαβάστηκαν οι αποφάσεις της Συνόδου στον Αυτοκράτορα, ο οποίος τις επικύρωσε. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνεδρίασης, ο Αυτοκράτορας παρουσίασε τον Κωνσταντίνο ως τον νέο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως που είχε επιλέξει, και ζήτησε να εγκριθεί η επιλογή[1].

Ο Κωνσταντίνος ήταν ένας λιτός μοναχός, που έγινε πνευματικός σύμβουλος του Αυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών δεν έγιναν διώξεις εναντίον των εικονολατρών, αν και πολλοί μοναχοί εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην εικονομαχία, καθώς η στρατιωτικές επιτυχίες του Αυτοκράτορα εναντίον των Βουλγάρων του παρείχαν την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Το 761 όμως, ο Αυτοκράτορας εξαπέλυσε διωγμούς, τους οποίους υποστήριξε και ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος. Κατά τους διωγμούς αυτούς, ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια έκλεισαν και οι μοναχοί κλήθηκαν να επιλέξουν μεταξύ γάμου και εξορίας. Το 765 πλήθος ασυμβίβαστων μοναχών διαπομπεύτηκε στον ιππόδρομο, αναγκαζόμενο να παρελάσει συνοδεύοντας γνωστές πόρνες[2].

Φαίνεται ότι είχε σχέσεις με τους εικονολάτρες, γι' αυτό ο Αυτοκράτορας τον έκρινε ένοχο προδοσίας το 765 και στις 30 Αυγούστου[3] του 766 τον συνέλαβε και, αφού τον έκλεισε στην αρχή στο Παλάτι της Ιέρειας, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, στη συνέχεια τον εξόρισε στην Πρίγκηπο[4]. Μετά από δύο χρόνια καθαιρέθηκε, αναθεματίστηκε από τον διάδοχό του, Νικήτα, διαπομπεύθηκε στον Ιππόδρομο και τελικά με εντολή του Αυτοκράτορα αποκεφαλίστηκε στις 7 Οκτωβρίου του 767.

Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 30 Ιουλίου[5].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μανουήλ Γεδεών, σελ. 262.
  2. Runciman 2005, σελ. 78.
  3. Grumel 1958, σελ. 435.
  4. Μανουήλ Γεδεών, σελ. 263.
  5. Delehaye, Hippolyte (1902). Synaxarium Ecclesiae Costantinopolitanae (PDF). Βρυξέλλες. σελ. 856. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Αναστάσιος
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
754-766
Διάδοχος
Νικήτας Α΄