Βολπόνε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βολπόνε ή Η αλεπού
Εικονογράφηση του Όμπρεϊ Μπίρντσλι για έκδοση του 1898
ΣυγγραφέαςΜπεν Τζόνσον
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1606
Μορφήθεατρικό έργο
ΧαρακτήρεςΒολπόνε, Μόσκα, Βολτόρε, Κορμπάτσιο, Κορβίνο, Μπονάριο, Σερ Πολιτικ Γουντμπη, Πελεγρίνο, Νάνος, Καστρόνε, Ανδρόγυνος, Λαίδη Γουντμπη, Τσέλια, Αβοκατόρι Α, Αβοκατόρι Β, Αβοκατόρι Γ, Αβοκατόρι Δ και Γραμματέας Δικαστηρίου
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Βολπόνε ή η Αλεπού (αγγλικός τίτλος: Volpone) είναι κωμωδία του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα Μπεν Τζόνσον, που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1606 και δημοσιεύθηκε το 1607.[1] Είναι μια ανελέητη σάτιρα της απληστίας και της λαγνείας και κατατάσσεται στις καλύτερες κωμωδίες της Ιακωβιανής εποχής. Είναι το έργο του Τζόνσον με τις περισσότερες παραστάσεις και παραμένει δημοφιλές στο θεατρικό ρεπερτόριο έως τη σημερινή εποχή.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δράση λαμβάνει χώρα στη Βενετία κατά τη διάρκεια μιας ημέρας - από την αυγή μέχρι το σούρουπο.

Ο ηλικιωμένος, αλλά ακόμη καλά στην υγεία του, ευγενής Βολπόνε επινοεί ένα σχέδιο για να γίνει πλουσιότερος στοχεύοντας στην απληστία των ανθρώπων: προσποιείται ότι είναι θανάσιμα άρρωστος. Δεδομένου ότι δεν έχει συγγενείς, κάποιοι που θέλουν να γίνουν οι κληρονόμοι της περιουσίας του συγκεντρώνονται γύρω του, τον κολακεύουν και του χαρίζουν εξωφρενικά πολύτιμα δώρα. Η επιδίωξη του κέρδους κάνει τους επίδοξους κληρονόμους να εγκαταλείψουν όλες τις ηθικές αρχές τους: ο έμπορος Κορβίνο, ένας ζηλιάρης σύζυγος, παραδίνει στις ανήθικες ορέξεις του Βολπόνε την όμορφη γυναίκα του Σέλια. Ο ηλικιωμένος ευγενής Κορμπάτσο, ένας στοργικός πατέρας, στερεί από τον γιο του την κληρονομιά του. Ο σημαντικός, μορφωμένος δικηγόρος Βολτόρε, εμπλέκεται σε ψευδορκία και αναγκάζεται να δηλώσει τρελός και να υποδυθεί μια κρίση ψυχικής ασθένειας.[3]

Ο υπηρέτης του Βολπόνε, ο Μόσκα, βοηθάει υπάκουα τον αφέντη του να ξεγελάσει όσους στοχεύουν να γίνουν κληρονόμοι και διαβεβαιώνει κάθε έναν από αυτούς ότι έχει ορισθεί κληρονόμος της περιουσίας. Όταν όμως ο Βολπόνε, παρασυρμένος από τον Μόσκα, ως άλλο κόλπο, γράφει στον υπηρέτη του την περιουσία του και προσποιείται ότι πέθανε, ο Μόσκα προδίδει τον προστάτη του και ουσιαστικά αρπάζει την περιουσία του.

Στο τέλος αποκαθίσταται η ηθική και η έννομη τάξη: ο Βολπόνε, μη μπορώντας να ανεχθεί τον θρίαμβο του συνεργού του, ομολογεί στις αρχές της Βενετίας όλα τα κόλπα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να καταλήξει στη φυλακή, αλλά και να καταστρέψει τον Μόσκα, τον οποίο το δικαστήριο καταδικάζει σε μαστίγωση και σκλαβιά στις γαλέρες.

Μια παράπλευρη πλοκή είναι οι περιπέτειες στη Βενετία ταξιδιωτών Άγγλων: ενός κωμικού ζευγαριού, ο σερ Πολιτίσιαν Γουντ-Μπι με τη σύζυγό του λαίδη Γουντ-Μπι και ο νεαρός Περεγκρίνο.[4]

Στοιχεία μύθου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο είναι μια αστική κωμωδία που αντλεί στοιχεία από τους αλληγορικούς μύθους με ζώα. Τα ονόματα των κύριων χαρακτήρων φέρουν ονόματα που στα ιταλικά σημαίνουν ζώα: Βολπόνε (η αλεπού), το παράσιτο-υπηρέτης ονομάζεται Μόσκα (η μύγα), οι τρεις διεκδικητές της κληρονομιάς είναι ο Βολτόρε (ο γύπας), ο Κορμπάτσο (το κοράκι) και ο Κορβίνο (το μαύρο κοράκι), αρπακτικά που τρέφονται με πτώματα. Στην αρχή του έργου, παρουσιάζεται η διδασκαλία του Πυθαγόρα για τη μετεμψύχωση των ψυχών από ανθρώπους σε ζώα. Ο μύθος του Αισώπου για το κοράκι και την αλεπού αναφέρεται δύο φορές. Τα «ζωικά» μοτίβα συχνά τονίζονται από τους σκηνοθέτες σε παραστάσεις του έργου.[5]

Αρχαίες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευρυμαθέστατος και θαυμαστής της αρχαίας λογοτεχνίας, ο Μπεν Τζόνσον χρησιμοποίησε πολλά δάνεια από αρχαίους συγγραφείς.

Το θέμα της απόκτησης της κληρονομιάς ενός άτεκνου πλούσιου γέροντα είναι εμπνευσμένο από κάποια όψιμα αρχαία έργα, όπως το Σατυρικόν του Πετρόνιου (σε ένα επεισόδιο όπου ο Εύμολπος παίζει τον ίδιο ρόλο με τον Βολπόνε) και το έργο του Λουκιανού Νεκρικοί διάλογοι.

Η κωμωδία περιέχει σωζόμενα αποσπάσματα από την τραγωδία του Ευριπίδη Βελλεροφών (εναρκτήριος μονόλογος του Βολπόνε) το σατυρικό δράμα του Σοφοκλή Ιχνευταί (επεισόδιο με τη χελώνα), στίχους του Θέογνη και του Αρχίλοχου. Το ερωτικό τραγούδι που τραγουδά ο Βολπόνε στη Σίλια είναι μια διασκευή του διάσημου ποιήματος του Κάτουλλου για την αγαπημένη του Λεσβία.[6]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το θεατρικό έργο έχει διασκευαστεί επανειλημμένα για τη θεατρική σκηνή, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και την όπερα, πολλά άλλα έργα δανείζονται επίσης μόνο κάποια στοιχεία πλοκής από αυτό.[7]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]