Ρωμαϊκά νομίσματα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δηνάριο του Μάρκου Αυρήλιου. Επιγραφή IMP. M. ANTONINVS AVG. TR. P. XXV.

Τα Ρωμαϊκά νομίσματα για το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής ιστορίας αποτελούντο από χρυσά, αργυρά, ορειχάλκινα και χάλκινα νομίσματα [1] (βλ. Ρωμαϊκή μεταλλουργία). Από τις πρώτες κοπές τους στην περίοδο της Δημοκρατίας τον 3ο αιώνα π.Χ. ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους, το ρωμαϊκό νόμισμα είδε πολλές αλλαγές στη μορφή, την αξία και τη σύνθεσή του. Ένα σταθερό χαρακτηριστικό ήταν η πληθωριστική υποτίμηση και η αντικατάσταση των κερμάτων κατά τη διάρκεια των αιώνων. Αξιοσημείωτα παραδείγματα αυτού ακολούθησαν τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού. Αυτή η τάση συνεχίστηκε και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους (βλ. και Βυζαντινά νομισματοκοπεία).

Λόγω της οικονομικής ισχύος και της μακροζωίας του ρωμαϊκού κράτους, το ρωμαϊκό νόμισμα χρησιμοποιήθηκε ευρέως σε όλη την Ευρώπη, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική από τους κλασικούς χρόνους μέχρι τον Μεσαίωνα. Χρησίμευσε ως πρότυπο για τα νομίσματα των μουσουλμανικών χαλιφάτων και των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον Μεσαίωνα και τη Σύγχρονη Εποχή. Τα ονόματα των ρωμαϊκών νομισμάτων επιβιώνουν σήμερα σε πολλές χώρες, όπως π.χ. το αραβικό δηνάριο (από το δηνάριο), το περουβιανό σολ (από το νόμισμα σόλιδος), η βρετανική λίρα και το μεξικανικό πέσο (από τα ρωμαϊκά Λίβρα, σόλιδος και δηνάριο (γνωστά με το ακρωνύμιο £sd στο παλιό νομισματικό σύστημα)).

Η κοπή των νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατασκευή νομισμάτων στον ρωμαϊκό πολιτισμό, η οποία αρχίζει από το 300 π.Χ., επηρέασε σημαντικά την μεταγενέστερη ανάπτυξη της νομισματοκοπίας στην Ευρώπη.

Η προέλευση των λέξεων «μονέδα, money (μόνεϋ = νόμισμα), monetary (μονιτέρι = νομισματικός), mint (μιντ = νομισματοκοπείο)» αποδίδεται στην κατασκευή αργυρών νομισμάτων στη Ρώμη το 269 π.Χ. στον ναό της Γιούνο (= Ήρα) Μονέτα (= νόμισμα), δηλαδή «Ήρα Μονέτα» ή «Ήρα Μονία», (Juno Moneta). Αυτή η θεά έγινε η προσωποποίηση των χρημάτων και το όνομά της εφαρμόστηκε τόσο στα χρήματα, όσο και στον τόπο παραγωγής τους.

Τα ρωμαϊκά νομισματοκοπεία ήταν απλωμένα στην αυτοκρατορία και χρησιμοποιήθηκαν μερικές φορές για προπαγάνδα. Ο λαός συχνά μάθαινε για έναν νέο Ρωμαίο αυτοκράτορα, όταν το πορτραίτο του εμφανιζόταν στα νομίσματα. Οι Αυτοκράτορες, ακόμη και αυτοί που κυβέρνησαν μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, επιβεβαίωναν την άνοδό τους στην εξουσία, όταν ένα κέρμα έφερε την εικόνα τους. Για παράδειγμα ο Κουίετος (Quietus), αν και κυβέρνησε μόνο ένα μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 260 έως το 261 μ.Χ., ωστόσο εξέδωσε δύο νομίσματα, που έφεραν την εικόνα του. Τα μεγαλύτερα χάλκινα νομίσματά τους οι Ρωμαίοι τα έχυναν σε πήλινα καλούπια, που έφεραν διακριτικά σήματα, όχι επειδή δεν ήξεραν για τα παιστά (με χτύπημα) νομίσματα, αλλά επειδή η μέθοδος αυτή δεν ήταν κατάλληλη για τόσο μεγάλες μάζες μετάλλου.

Ορειχάλκινο παιστό (aes signatum), που παρήχθη από τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία μετά το 450 π.Χ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νομίσματα της Δημοκρατίας: π. 300 - 27 π.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Δημοκρατία ξεκίνησε π. το 500 π.Χ.· η Ρώμη υιοθέτησε καθυστερημένα τα μεταλλικά μέσα συναλλαγής στο εμπόριο, σε σχέση με την ανάπτυξη της γενικής νομισματικής ιστορίας. Χαλκάργυρες ράβδοι και τεμάχια μετάλλου χρησιμοποιήθηκαν ως χρήματα στη Μεσοποταμία από την 7η χιλιετία π.Χ. και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν οι πρωτοπόροι στη χρήση νομισμάτων (οι Εφέσιοι σημάδευαν κομμάτια χρυσού, που έβρισκαν στον Πακτωλό ποταμό) ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ.[2] Από εκεί διαδόθηκε σε όλο τον Ελληνικό κόσμο. Οι κύριες πόλεις της Mεγάλης Ελλάδας στη νότια Ιταλία απέκτησαν μακρά παράδοση στη χρήση νομίσματος (νόμος, πρβλ. το ρωμαϊκό nummus) και τα παρήγαγαν σε μεγάλες ποσότητες κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. για να πληρώσουν τους πολέμους τους κατά των ιταλικών ομάδων, οι οποίες παρεισέδυαν στην επικράτειά τους. Έτσι οι Ρωμαίοι θα είχαν ασφαλώς γνώση των νομισμάτων, πολύ πριν τα εισαγάγει στην πράξη η κυβέρνησή τους. Τα νομίσματα εισήχθησαν από τη ρωμαϊκή κυβέρνηση π. το 300 π.Χ.

Ο λόγος για τον οποίο υιοθετήθηκε η νομισματοκοπία στη Ρώμη ήταν πιθανώς πολιτιστικός. Οι Ρωμαίοι δεν είχαν κάποια πιεστική οικονομική ανάγκη, ήθελαν όμως να μιμηθούν τον ελληνικό πολιτισμό. Θεωρούσαν, ότι ο θεσμός της κοπής χρημάτων αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό αυτού του πολιτισμού. Ωστόσο, η ρωμαϊκή νομισματοκοπία αρχικά είχε πολύ περιορισμένη χρήση. [3]

Το είδος των χρημάτων που εισήγαγε η Ρώμη ήταν διαφορετικό, από αυτό που υπήρχε αλλού στην αρχαία Μεσόγειο. Συνδύασε πολλά ασυνήθιστα στοιχεία. Ένα παράδειγμα είναι το μεγάλο ορειχάλκινο παιστό (λατιν. aes signatum). Η διάμετρός του ήταν περίπου 160-90 χλστ. και ζύγιζε περίπου 1500-1600 γρ. και κατασκευάστηκε από χαλκό με κασσίτερο υψηλής περιεκτικότητας σε μόλυβδο. Παρόμοιες μεταλλικές ράβδοι για συναλλαγές είχαν παραχθεί στις βορειότερες περιοχές των Ετρούσκων· οι Ρωμαίοι εξέδωσαν και ράβδους από βαρύ μπρούντζο (λατιν. aes grave), ένα μη επεξεργασμένο μέταλλο με υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο. [4]

Μαζί με τις ράβδους εξέδωσαν και μία σειρά νομισμάτων ορειχάλκινων και αργυρών, μιμούμενοι τα αντίστοιχα των Ελληνικών πόλεων. Παρήχθησαν με τον τρόπο κατασκευής της Νεάπολης (νυν Νάπολη) και επηρεάστηκαν από ελληνικά σχέδια στα θέματά τους.

Τα νομίσματα της Δημοκρατίας χαρακτηρίζονται από συντηρητισμό. Απεικονίζουν μυθικές σκηνές και προσωποποιημένες θεότητες. Ισοτιμίες:

Υπήρχε το 1/2, το 1/3 και το 1/4 του ασσαρίου.

Νομίσματα της Αυτοκρατορίας, περίοδος 27 π.Χ. - 330 μ.Χ.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 27 π.Χ. τελείωσε η Δημοκρατική περίοδος, όταν ο Αύγουστος έγινε ο πρώτος Αυτοκράτορας και συνδέθηκε με την παραγωγή νομισμάτων. Ισοτιμίες:

Υπήρχαν το 1/2 του χρυσού, τα 2 δηνάρια (ακτινωτά ή αντωνινιανός), το 1/2 του δηναρίου, το 1/2 και το 1/4 του ασσαρίου.

Εκτός από τα αυτοκρατορικά νομίσματα, υπήρχαν και αυτά των επαρχιών: πολλές ελληνικές πόλεις έκοψαν νομίσματα με τη μορφή του Αυτοκράτορα στη μία πλευρά και ένα μνημείο της πόλης τους στην άλλη, με ελληνικές επιγραφές. Αν μία πόλη είχε το προνόμιο να έχει ναό του Αυτοκράτορα και να οργανώνει εορτές προς τιμήν του, λεγόταν Νεωκόρος.

Συντομογραφίες στα ρωμαϊκά νομίσματα της Αυτοκρατορικής περιόδου
Σημείωση: το U γραφόταν τότε ως V. Επίσης το J γραφόταν ως Ι (προφέρεται γι).
SPQR SENATUS POPULUSQUE ROMANUS H Σύγκλητος και ο Λαός της Ρώμης
RPC REPUBLICA Δημοκρατία
S C ή EX S C SENATUS CONSULTO με την Έγκριση της Συγκλήτου
AVG AUGUSTUS Σεβαστός
C (αντί G) GAIUS Γάιος
L LUCIUS Λεύκιος
M MARCUS (prenomen) Μάρκος (προωνύμιο)
TI TIBERIUS Τιβέριος
T TITUS Τίτος
F FILIUS γιος
NEPOS εγγονός
PRON PRONEPOS δισεγγονός
CAES CAESAR Καίσαρας
IMP IMPERATOR Αυτοκράτορας
P P PATER PATRIAE Πατήρ της Πατρίδος
P M PONTΙFEX MAXIMUS Μέγιστος Αρχιερέας
TR POT TRIBUNUS POTESTAS άρχων με εξουσίες υπάτου
TR P TRIBUNUS PLEBIS άρχων του λαού (σαν δήμαρχος)
OPT OPTIMUS καλύτερος
GERM, ARM, PARTH, DAC GERMANICUS, ARMENIACUS, PARTHICUS, DACICUS Νικητής των Γερμανών, των Αρμενίων, των Πάρθων, των Δακών
LIBERTAS Ελευθερία
PAX ή PACI Ειρήνη
CONCORDIA Ομόνοια
FORTUNA Τύχη
JUSTITIA ή EQUITAS Δικαιοσύνη
ANNONA Επάρκεια
HILARITAS Ιλαρότης
PIETAS Ευσέβεια
SALUS Ασφάλεια
PROVIDENTIA DEORUM Θεία Πρόνοια
PUDICITIA Καθαρότητα
LAETITIA Γονιμότητα
FELICITAS Ευτυχία
VIRTUS Αρετή
SPES Ελπίδα
ROMA, ALEXANDRIA, AFRICA, JUDAEA (αλληγορίες)
VIR άνδρας
III VIR Τριανδρία
COS CONSUL ύπατος
COS III CONSUL III ύπατος τρεις φορές, κ.τ.ό.
COS DES CONSUL DESIGNATUS προορισμένος ύπατος, η θητεία του θα ξεκινήσει την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους
PRAEF CLAS PRAEFECTUS CLASIS κυβερνήτης του Στόλου
PRAEF ORAE MARITIME PRAEFECTUS ORAE MARITIME κυβερνήτης των θαλασσίων ακτών
RCC ίσως Res Civium Conservatae το ενδιαφέρον των πολιτών διατηρήθηκε


Εικονογραφία και θέματα σχεδίασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοκρατορική εικονογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες ονομαστικές αξίες και τα σχετικά μεγέθη τους κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων.

H εικονογραφία των νομισμάτων είχε αλλάξει από τότε, που ο Ιούλιος Καίσαρας έκοψε νομίσματα με το πορτραίτο του. Παλαιότερα τραπεζίτες έκοβαν νομίσματα με πορτραίτα προγόνων τους, όμως τα νομίσματα του Καίσαρα είχαν εικόνα ζώντος προσώπου. Ο νεωτερισμός αυτός συνεχίστηκε μετά τον φόνο του δικτάτορα to 44 π.Χ., με τον Αύγουστο και τους διαδόχους του, που έκοβαν και μερικά νομίσματα με την παραδοσιακή θεματολογία των θεών και των προσωποποιημένων αρετών. Η μορφή του Αυτοκράτορα ήταν σημαντική, καθώς αυτός αντιπροσώπευε το κράτος και την πολιτική του. Τα ονόματα αυτών που έκοβαν τα νομίσματα εμφανιζόταν επιπρόσθετα, ως τα μέσα της βασιλείας του Αυγούστου. Δεν είναι γνωστά τα καθήκοντα αυτών των τραπεζιτών· δεν καταργήθηκαν, έτσι πρέπει να έπαιζαν ρόλο στην εικονογραφία των νομισμάτων και μετά.

Το πορτραίτο του Αυτοκράτορα ήταν το κεντρικό θέμα στην εικονογραφία, καθώς τα νομίσματα διέδιδαν την εικόνα του στην Αυτοκρατορία. Τον εμφάνιζαν με θεϊκό τρόπο, δίνοντάς του ιδιότητες των θεών ή τον συσχέτιζαν με μία θεότητα. Κατά τη διάρκεια των εκστρατειών του εναντίον του Πομπήιου, ο Ι. Καίσαρας έκοψε νομίσματα με παράσταση της Αφροδίτης ή του Αινεία, μυθικών προγόνων του, με σκοπό να συνδεθεί με αυτούς. Ένα άλλο, ακραίο παράδειγμα είναι όταν ο Κόμμοδος το 192 μ.Χ. έκοψε ένα νόμισμα με τη μορφή του να φέρει τη δορά λέοντος, όπως ο Ηρακλής, στη μία όψη και στην άλλη όψη έγραφε, ότι είναι η ενσάρκωση του ήρωα στη Ρώμη. Όμοια οι Αυτοκράτορες εκμεταλλευόταν με σκοπιμότητα την ευρεία χρήση των νομισμάτων. Εκτός από αυτούς, απεικονιζόταν η σύζυγός τους, αδέλφια τους, πρόγονοί τους, ιδίως προκάτοχοι. Επίσης ο διάδοχος καίσαρας, με σκοπό τη νομιμοποίησή του, συνήθεια που διατηρήθηκε ως το τέλος.

Το νόμισμα εθεωρείτο, ότι έφερε τις ιδιότητες του εικονιζόμενου, έτσι όταν απεβίωσε ο Καλιγούλας η Σύγκλητος απέσυρε τα νομίσματά του με διαταγή να λιώσουν· το αναφέρει ο Δίων Κάσσιος. Με την πρόληψη αυτή χαριτολογεί ο Επίκτητος: «ποιανού είναι η εικόνα στον σησέρτιο αυτόν; του Τραϊανού;, δώσε τον μου. Του Νέρωνα; δεν είναι αποδεκτό, πέταξέ το!» Αυτό δείχνει, ότι ο λαός προσέδιδε ηθική αξία στο νόμισμα. Αν και η μία όψη είχε λοιπόν σταθερό θέμα, η άλλη είχε μεγάλη ποικιλία: στην περίοδο της ύστερης Δημοκρατίας υπήρχαν ηθικά μηνύματα, ιδιαίτερα κατά τους εμφυλίους. Στην εποχή της αυτοκρατορίας ανέγραφαν πολιτικές, προπαγανδιστικές υπέρ του αυτοκράτορα δηλώσεις. Επίσης αλληγορίες της Ομόνοιας στο στρατό, της Νίκης, της Ειρήνης κ.ά. ή θεοτήτων, που ήταν τόσο αναγνωρίσιμες από τα χαρακτηριστικά τους, ώστε δεν χρειαζόταν η αναγραφή του ονόματός τους. Σε περιόδου πολέμου μετά από αυτούς, υπάρχει εξαίρεση με δηλώσεις απελευθέρωσης, υποταγής ή ειρήνης, πάντα για προπαγάνδα. Για παράδειγμα το 244 ο Φίλιππος ο Άραβας ανέγραψε την εγκαθίδρυση ειρήνης με την Περσία, αν και στην πραγματικότητα η Ρώμη αναγκάστηκε να πληρώνει μεγάλα ποσά εισφοράς στους εχθρούς αυτούς.

Η ποικιλία είναι μεγάλη, αλλά υπάρχουν κάποιες τάσεις: το β΄ ήμισυ του 2ου αιώνα και κατά τον 3ο αιώνα οι στρατιωτικοί αυτοκράτορες είχαν πάντα προσωποποιήσεις ή θεότητες. Η έλλειψη πρωτοτυπίας μάλλον δείχνει προσπάθεια εδραίωσης της νομιμότητάς τους, την οποία μερικοί δεν είχαν. Έτσι διατηρούσαν με συντηρητισμό τα παραδοσιακά θέματα. Ο νεωτερισμός ήταν στη μορφή του αυτοκράτορα, που έχει αυστηρό βλέμμα και φέρει πανοπλία.

Αξία και περιεκτικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα νομίσματα της αρχαιότητας είχαν αρχικά την αξία του βάρους τους. Αυτό ήταν αληθές για τα χρυσά και αργυρά νομίσματα. Όμως οι Ρωμαίοι στα χαλκάργυρα (bullion) νομίσματά τους –που είχαν με την έγκριση της Συγκλήτου (Senatus Consulto, S. C.) ονομαστική αξία, καθώς το μέταλλο ήταν μικρότερης αξίας από την ονομαστική– μείωναν με τον καιρό την περιεκτικότητά του σε άργυρο, ώστε κατέληξε να γίνει χάλκινο. Επίσης σε περιόδους κρίσης μείωναν την καθαρότητα των χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Για παράδειγμα το δηνάριο, που ήταν ο μισθός τριών ημερών ενός λεγεωνάριου, αν και στην αρχή η αξία του μετάλλου του ήταν το 1/1,6 της ονομαστικής αξίας, κατέληξε να έχει το 1/2,85 της αξίας του, δηλ. υποτιμήθηκε 44%. (Ο υπολογισμός έγινε σε σύγκριση με τις τιμές του άρτου, του οίνου και του κρέατος.)

Νομίσματα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας - από την Ιστορία της Αγγλίας του Κάσσελλ.

Υποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από τη μεγάλη κρίση του 3ου αι., ο Διοκλητιανός που ανέλαβε το 284, έκανε ριζικές μεταρρυθμίσεις: η εξουσία του Αυτοκράτορα αντικαταστάθηκε από την Τετραρχία, που τα μέλη της ανέλαβαν ένα τμήμα του κράτους. Ο αντωνινιανός (διπλό δηνάριο) είχε υποτιμηθεί βαριά. Ο Αυτοκράτορας έκανε νομισματική μεταρρύθμιση. H εικόνα του ηγεμόνα δεν είχε λεπτομέρειες, χαρακτηριστικές του καθενός, αλλά ήταν μία στερεότυπη, αυστηρή μορφή. Στην πίσω όψη απεικονιζόταν το πνεύμα (genius) της Ρώμης. Με αυτά τα μέτρα ο Διοκλητιανός επανέφερε τη σταθερότητα και την ειρήνη.

Η μορφή του ηγεμόνα είχε γενικά χαρακτηριστικά. Η πίσω μορφή ήταν η δόξα της Ρώμης ή του στρατού, η Νίκη εναντίον των βαρβάρων, η αποκατάσταση της ομόνοιας και η μεγαλωσύνη του αυτοκράτορα. Με την υιοθέτηση του Χριστιανισμού, οι εικονογραφικοί τύποι διατηρήθηκαν. Προστέθηκε ως νέο σύμβολο το ελληνικό μονόγραμμα ΧΡ (), το όνομα του Χριστού. Δεν δημιουργήθηκαν χριστιανικά θέματα, αλλά διατηρήθηκαν εξιδανικευμένα πορτραίτα και γενικές διακηρύξεις μεγαλοπρέπειας.

Το δηνάριο ήταν το κύριο νόμισμα της Ρωμαϊκής οικονομίας, από την εισαγωγή του το 211 π.Χ. ως τα μέσα του 3ου αι., όταν έπαυσε να κόπτεται, μετά από τη σταθερή μείωση της καθαρότητάς του. Το δηνάριο όταν εισήχθη, ήταν ένα σχεδόν αργυρό νόμισμα βάρους 4,5 γρ., όμως το διάστημα 235-284 υπήρχε υποβάθμιση της οικονομίας. Αίτια ίσως ήταν η έλλειψη πολυτίμων μετάλλων και η ανεπάρκεια των οικονομικών του κράτους.

Θεωρητικά οι ισοτιμίες των υποδιαιρέσεων κρατήθηκαν σταθερές σε όλη τη Δημοκρατία, με εξαίρεση δύο περιόδων πολέμου. Η ανεύρεση στρατού και η πληρωμή προμηθειών απαιτούσε μεγάλο αριθμό νομισμάτων, κάτι που επέφερε την υποβάθμιση του νομίσματος. Για παράδειγμα ο Μάρκος Αντώνιος για να πληρώσει τον στρατό του στις μάχες εναντίον του Οκταβιανού έκοψε δηνάρια μικρότερα σε διάμετρο και με αξιοσημείωτα λιγότερο άργυρο. Στη μία όψη έχουν τον Μ. Αντώνιο και μία γαλέρα, ενώ στην άλλη το όνομα της λεγεώνας για την οποία προοριζόταν. Τα νομίσματα παρέμειναν σε χρήση ακόμη και 200 έτη μετά. Οι πρώτοι τέσσερις αυτοκράτορες της Ιουλιο-Κλαυδιανής δυναστείας κράτησαν σταθερή την περιεκτικότητά του σε 4 γρ. αργύρου, όμως ο Νέρωνας το 64 π.Χ. τη μείωσε σε 3.8 γρ., ίσως για να καλύψει το κόστος της ανοικοδόμησης της πόλης μετά από την πυρκαγιά ενός αξιοσημείωτου μέρους της τo έτος αυτό.

Η ταχεία πτώση της καθαρότητας σε άργυρο του αντωνινιανού: το 240 ήταν π. 20%, το 250 π. 30%, το 260 π. 20%, το 270 < 5%

Η μείωση τα επόμενα έτη ήταν σταθερή, μάλιστα από τον Σεπτίμιο Σευήρο, που έκανε αξιοσημείωτη ελάττωση του αργύρου. Ο γιος του Αντωνίνος Καρακάλλας εισήγαγε ένα νέο νόμισμα, στο οποίο ο Αυτοκράτορας έφερε ακτινωτό στέμμα. Το νόμισμά του εισήχθη το 215 και οι νομισματολόγοι το ονομάζουν αντωνινιανό. Άξιζε δύο δηνάρια, όμως ο άργυρός του αντί να είναι 2 δηναρίων, ήταν όσο 1,6 δηναρίων. Το κράτος κέρδισε από την κατά 40% υποτίμηση. Ο αριθμός των αντωνινιανών αύξαινε και ο αριθμός των δηναρίων μειωνόταν, ώσπου έπαυσαν να κόβονται στα μέσα του 3ου αι. Αλλά και οι αντωνινιανοί, λόγω πολέμων και κρίσης, είχαν υποτίμηση, ώσπου στο β΄ ήμισυ του 3ου αι. ο αντωνινιανός περιείχε 2% άργυρο, δηλ. σχεδόν καθόλου. Ο σόλιδος, που είχε παραμείνει σχετικά σταθερός, τον 3ο αι. μειώθηκε η διάμετρός του και η περιεκτικότητά του σε χρυσό.

Η σχεδόν καθόλου περιεκτικότητα σε άργυρο επέφερε το 274 τη νομισματική μεταρρύθμιση του Αυρηλιανού. Τότε καθορίστηκε ο αντωνινιανός να έχει 20 μέρη χαλκού και 1 αργύρου. Τα 21 μέρη του αναγραφόταν στο νόμισμα ως ΧΧΙ ή ΚΑ΄. Αλλά η υποτίμηση συνεχίστηκε, έτσι ο Διοκλητιανός καθόρισε το εξής σύστημα: το χρυσό νόμισμα θα είχε τα 60/72 σε χρυσό, ένα νέο αργυρό νόμισμα αντικατέστησε το αρτζεντέους (argenteus) από την εποχή του Νέρωνα και ένα νέο ορειχάλκινο νόμισμα ορίστηκε να περιέχει 2% άργυρο.

Ισοτιμίες:

Το 301 ο Αυτοκράτορας καθόρισε τις μέγιστες τιμές με διάταγμα (edictum) για προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτό ήταν μία φιλόδοξη δοκιμή, καθώς οι μέγιστες τιμές ήταν αδύνατο να επιβληθούν· επιπλέον το διάταγμα υπολόγιζε σε δηνάρια, αλλά τέτοιο νόμισμα δεν είχε κοπεί εδώ και 50 έτη (1 φόλλις πρέπει να ήταν 12,4 δηνάρια). Όπως και άλλες προσπάθειες, διαβρώθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα νόμισμα χρυσού με χαλκό. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ισοτιμία των χάλκινων και πιστεύεται, ότι αυτή κυμάνθηκε σημαντικά στην αγορά.

Ισοτιμίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι παρακάτω πίνακες δείχνουν τις ισοτιμίες μεταξύ των διαφόρων υποδιαιρέσεων.

Αξίες της Ύστερης Δημοκρατικής περιόδου[5][6] (μετά το 211 π.Χ.)
Denarius
Δηνάριο
Sestertius
Σηστέρτιος
Dupondius
Δουπόνδιος
As
Ασσάριο
Semis
Ήμισυ
Triens
Τριτημόριον
Quadrans
Τέταρτο
Quincunx
Κουίνκουνξ
Uncia
Ουγγιά
Denarius 1 4 5 10 20 30 40 24 120
Sestertius ¼ 1 5 10 6 30
Dupondius 15 45 1 2 4 6 8 445 24
As 110 25 ½ 1 2 3 4 225 12
Semis 120 15 ¼ ½ 1 2 115 6
Triens 130 215 16 13 23 1 113 45 4
Quadrans 140 110 18 ¼ ½ ¾ 1 35 3
Quincunx 124 16 524 512 56 123 1 5
Uncia 1120 130 124 112 16 ¼ 13 15 1
Αξίες του Αυγούστου ως τον Διοκλητιανό (27 π.Χ. - 301 μ.Χ. )
Aureus
Χρυσό νόμισμα
Quinarius Aureus
Κουινάριο Χρυσό
Antoninianus
Αντωνινιανός
Denarius
Δηνάριο
Quinarius
Κουινάριο
Sestertius
Σηστέρτιος
Dupondius
Δουπόνδιος
As
Ασσάριο
Semis
Ήμισυ
Quadrans
Τέταρτο
Aureus 1 2 12½ 25 50 100 200 400 800 1600
Quinarius Aureus ½ 1 12½ 25 50 100 200 400 800
Antoninianus 225 425 1 2 4 8 16 32 64 128
Denarius 125 225 ½ 1 2 4 8 16 32 64
Quinarius 150 125 ¼ ½ 1 2 4 8 16 32
Sestertius 1100 150 18 ¼ ½ 1 2 4 8 16
Dupondius 1200 1100 116 18 ¼ ½ 1 2 4 8
As 1400 1200 132 116 18 ¼ ½ 1 2 4
Semis 1800 1400 164 132 116 18 ¼ ½ 1 2
Quadrans 11600 1800 1128 164 132 116 18 ¼ ½ 1
Αξίες του Διοκλητιανού (301-305 μ.Χ. )
Solidus
Σόλιδος
Argenteus
Αργυρό
Nummus
Νούμμος
Radiate
Ακτινωτό
Laureate
Δαφνοστεφές
Denarius
Δηνάριο
Solidus 1 10 40 200 500 1000
Argenteus 110 1 4 20 50 100
Nummus 140 ¼ 1 5 12½ 25
Radiate 1200 120 15 1 5
Laureate 1500 150 225 25 1 2
Denarius 11000 1100 125 15 ½ 1

Περίοδος από το 330 και μετά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κύριο άρθρο της κατηγορίας αυτής είναι το Βυζαντινό νόμισμα.

Ο Κωνσταντίνος Α΄ μετέφερε την πρωτεύουσα στη Νέα Ρώμη (μετέπειτα Κωνσταντινούπολη) και έκανε νέα νομισματική μεταρρύθμιση, που κράτησε ως τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Ισοτιμίες:

Υπήρχαν το 1/2 του μιλιαρησίου (σίλικα) και οι 40 νούμμοι (φόλλις).

Αξίες των διαδόχων του Κωνσταντίνου Α΄ (337-476 μ.Χ.)
Solidus
Σόλιδος
Miliarense
Μιλιαρήσιο
Siliqua
Σίλικα
Follis
Φόλλις
Nummus
Νούμμος
Solidus 1 12 24 180 7200
Miliarense 112 1 2 15 600
Siliqua 124 ½ 1 300
Follis 1180 115 215 1 40
Mummus 17200 1600 1300 140 1

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Blanchard and Company, Inc. - The Twelve Caesars». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2017. 
  2. Metcalf 2012, σελ. 33.
  3. Burnett 1987. σελ. 15-16.
  4. Burnett 1987. Π. 3.
  5. W.G. Sayles, Ancient Coin Collecting III: The Roman World-Politics and Propaganda, Iola, 1997, p. 20.
  6. William Boyne, A Manual of Roman Coins: from the earliest period to the extinction of the empire, W. H. Johnston, 1865, p. 7. Available online.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]