Αντιστράτηγος (ρωμαϊκή εποχή)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, αντιστράτηγος (λατινικά: propraetor, απαντάται και ως αντιπραίτορας) ονομαζόταν ο κυβερνήτης μιας επαρχίας (έπαρχος), εάν αμέσως πριν την τοποθέτησή του είχε υπηρετήσει ως πραίτορας στην πόλη της Ρώμης. Αρμόδιο όργανο για το διορισμό του ήταν η Σύγκλητος με τη σύμφωνη γνώμη των λαϊκών συνελεύσεων. Η θητεία του ήταν ενιαύσια αλλά μπορούσε να παραταθεί.

Σε αντίθεση με τη σημερινή έννοια του όρου, η οποία είναι αυστηρά στρατιωτική και δηλώνει τον ιεραρχικά κατώτερο του στρατηγού, στην αρχαία Ρώμη ήταν μικτή και σήμαινε αυτόν που έληξε η θητεία του ως στρατηγού (πραίτορα) της Ρώμης και στελνόταν με ισοδύναμες εξουσίες σε κάποια επαρχία. Οι βασικές αρμοδιότητές του ήταν τρεις, όπως κάθε επάρχου: διαχείριση των οικονομικών, άσκηση της δικαιοσύνης και διοίκηση της τοπικής λεγεώνας. Συνήθως οι αντιστράτηγοι στέλνονταν σε ειρηνικές επαρχίες, σε αντίθεση με τους ανθυπάτους που διορίζονταν στις πιο ταραγμένες.

Κατά την αυτοκρατορική περίοδο οι πολύ σημαντικές επαρχίες χαρακτηρίσθηκαν αυτοκρατορικές και δημιουργήθηκε γι' αυτές ένα νέο είδος αντιστρατήγου, ο «λεγάτος με εξουσία αντιστρατήγου» (legatus pro praetore). Η βασική διαφορά του από τους προηγούμενους αντιστρατήγους ήταν ότι διοριζόταν από τον αυτοκράτορα αντί της Συγκλήτου, χωρίς να έχει απαραίτητα χρηματίσει ροηγουμένως πραίτορας, ενώ ντε γιούρε αποτελούσε μόνο τον αντιπρόσωπο (λεγάτος) του αυτοκράτορα στην επαρχία - τον επίσημο τίτλο του κυβερνήτη της εν λόγω επαρχίας κρατούσε ο αυτοκράτορας.