Ορείχαλκον κράμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ορείχαλκον, λατιν. orichalcum ή aurichalcum, είναι ένα μέταλλο, που αναφέρεται σε αρκετές αρχαίες πηγές, όπως αυτή για την ιστορία της Ατλαντίδας στον Κριτία του Πλάτωνα. Μέσα στον διάλογο ο Κριτίας (460-403 π.Χ.) ισχυρίζεται ότι το ορείχαλκον θεωρείται δεύτερο μόνο μετά τον χρυσό σε αξία και είχε βρεθεί και εξορυχθεί σε πολλά μέρη της Ατλαντίδας σε αρχαίες εποχές, αλλά στον καιρό τού Κριτία ήταν γνωστό μόνο κατ' όνομα.

Το ορείχαλκον μάλλον ήταν ένα ευγενές μέταλλο όπως η πλατίνα, αφού υποτίθεται ότι είχε εξορυχθεί, ή ένας τύπος ορείχαλκου (χαλκού-ψευδάργυρου) ή μπρούντζου (χαλκού-κασσίτερου) ή ίσως κάποιου άλλου κράματος. Το 2015 βρέθηκαν ράβδοι μετάλλου σε ένα αρχαίο ναυάγιο στη Γέλα της Σικελίας, όπου είχαν φτιαχτεί από ένα κράμα που αποτελείτο κυρίως από 80% χαλκό, 20% ψευδάργυρο και μικρές ποσοτήτες νικελίου, μολύβδου και σιδήρου.

Στη νομισματολογία το ορείχαλκον είναι ένα χρυσαφί κράμα μπρούντζου, που χρησιμοποιήθηκε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για τα νομίσματα των σηστέρτιων και των δουπόνδιων.

Σηστέρτιος του Καλιγούλα 37 μ.Χ.-41, κοπή της Ρώμης, 26,83 γραμ. Επιγραφές C CAESAR AVG GERMANICVS PON M TR POT / AGRIPPINA DRVSILLA IVLIA, S C. Το TR POT σημαίνει TRibunicia POTestate. Στην πίσω όψη οι τρεις αδελφές του Καλιγούλα είναι στον τύπο της Ασφάλειας (στέκεται σε στήλη), της Ομόνοιας (κρατά φιάλη προσφορών) και της Τύχης (κρατά πηδάλιο). Όλες στο άλλο χέρι κρατούν κέρας αφθονίας.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη ὀρείχαλκος (ὄρος + χαλκός), που σημαίνει "χαλκός του βουνού". Είναι γνωστό από τα γραπτά του Κικέρωνα, ότι το μέταλλο που αποκαλούσαν ορείχαλκο, έμοιαζε με τον χρυσό στο χρώμα, αλλά είχε πολύ χαμηλότερη αξία. Στην Αινειάδα του Βιργίλιου, ο θώρακας του Τούρνου περιγράφεται ως "σκληρός, με χρυσό και λευκό ορείχαλκον".

Το ορείχαλκον θεωρείται ότι είναι κράμα χρυσού-χαλκού, χαλκού-κασσίτερου ή χαλκού-ψευδαργύρου ή κάποιου μετάλλου (ή μεταλλικού κράματος), που δεν είναι πια γνωστό.

Στα επόμενα έτη το ορείχαλκον χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το θειούχο μετάλλευμα χαλκοπυρίτη και για να περιγράψει τον μπρούντζο. Ωστόσο οι χρήσεις αυτές κάνουν δύσκολο τον συμβιβασμό με τον ισχυρισμό του Πλατωνικού Κριτία, που αναφέρει ότι "τού μετάλλου ήταν γνωστό μόνο το όνομά του" στην εποχή του, ενώ ο μπρούντζος και ο χαλκοπυρίτης ήταν πολύ σημαντικά στην εποχή του Πλάτωνα, όπως είναι ακόμη σήμερα.

Ο Γιόζεφ Νήντχαμ σημειώνει, πως ο επίσκοπος Ρίτσαρντ Γουάτσον, καθηγητής Χημείας του 18ου αι., έγραψε μία αρχαία άποψη, ότι "υπάρχουν δύο είδη μπρούντζου και ορείχαλκον". Ο Νήντχαμ επίσης προτείνει ότι οι Έλληνες, ίσως δεν ήξεραν πώς παραγόταν το ορείχαλκον και ότι θα μπορούσαν να είχαν μιμηθεί το πρωτότυπο.

Το 2015 ανακαλύφθηκαν 39 ράβδοι, που πιστεύεται πως είναι από ορείχαλκον, σε ένα βυθισμένο πλοίο στις ακτές της Γέλας στη Σικελία, οι οποίες χρονολογούνται με επιφύλαξη ότι είναι 2600 ετών. Αναλύθηκαν με φθοριούχες ακτίνες-Χ από τον Ντάριο Πανέττα των Τεχνολογιών & Ποιότητας και αποδείχθηκε ότι ήταν κράμα 75-80 % χαλκού, 15-20 % ψευδάργυρου και μικρότερων ποσοστών νικελίου, μολύβδου και σιδήρου.

Οι 39 ράβδοι από ορείχαλκον, που βρέθηκαν σε ναυάγιο στη Γέλα της Σικελίας.

Στην αρχαία γραμματεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ορείχαλκον αναφέρεται για πρώτη φορά τον 7ο αι. από τον Ησίοδο και σε έναν Ομηρικό ύμνο αφιερωμένο στην Αφροδίτη, που χρονολογείται στη δεκαετία του 630 π.Χ.

Σύμφωνα με τον Κριτία του Πλάτωνα, οι τρείς εξωτερικοί τοίχοι τού ναού τού Ποσειδώνα και της Κλειτούς στην Ατλαντίδα ήταν καλυμμένοι αντίστοιχα με μπρούντζο, κασσίτερο και ο 3ος τείχος, που περιέκλειε όλη την ακρόπολη "έλαμπε από το κόκκινο χρώμα του ορείχαλκον". Οι εσωτερικοί τοίχοι, οι κίονες και τα δάπεδα τού ναού ήταν πλήρως καλυμμένα με ορείχαλκον, με επάνω τους χαραγμένους τους νόμους τού Ποσειδώνα και εγγραφές των πρώτων γιών-πριγκίπων του Ποσειδώνα" (Κριτίας 116-119).

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει πως το ορείχαλκον ήταν χαμένο νόμισμα, καθώς τα μεταλλεία είχαν εξαντληθεί. Ο Ψευδο-Αριστοτέλης, στο έργο Περί Θαυμασίων Ακουσμάτων (62), περιγράφει έναν τύπο χαλκού, που είναι "πολύ λαμπερός και λευκός, όχι επειδή υπάρχει κασσίτερος ανακατεμένος με αυτό, αλλά επειδή λίγη γη συνδυάστηκε και έλιωσε με αυτό". Αυτό μπορεί να είναι μία αναφορά στο ορείχαλκον, που λαμβάνεται κατά το λιώσιμο του χαλκού με την προσθήκη καδμείας γης, ένα είδος γης που πιο πριν είχε βρεθεί στις ακτές του Εύξεινου Πόντου και που θεωρείται ότι είναι οξείδιο του ψευδαργύρου.

Στη νομισματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη νομισματική έρευνα, ο όρος ορείχαλκον χρησιμοποιείται για αναφορά στα κράματα μπρούντζου, που χρησιμοποιούνται για τα νομίσματα των σηστέρτιων και των δουπόνδιων. Θεωρείται πιο πολύτιμο από τον χαλκό, από τον οποίο φτιάχνονται τα ασσάρια.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Cf. Felice Vinci, The Baltic Origins of Homer's Epic Tales. The "Illiad", the "Odyssey" and the Migration of Myth, Inner Traditions, Rochester (Vermont) 2005.
  • Caley, Earle Radcliffe (1964). Orichalcum and Related Ancient Alloys: Origin, Composition, and Manufacture: With Special Reference to the Coinage of the Roman Empire, Issues 151-154 Front Cover. American Numismatic Society. pp. 2, 92, 105.
  • Lee, Rhodi (2015-01-10). "Divers Retrieve 'Atlantis' Metal Orichalcum from Ancient Shipwreck". Tech Times. Retrieved 3 August 2020.