Pontifex Maximus

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Pontifex Maximus ή Ύπατος Ποντίφηκας είναι τίτλος που δήλωνε τον αρχιερέα του αρχαίου ρωμαϊκού Κολλεγίου των Ποντιφήκων (Collegium Pontificum). Ήταν ο πιο σημαντικός θρησκευτικός τίτλος της αρχαίας Ρωμαϊκής θρησκείας, σταδιακά όμως περιέλαβε περισσότερες πολιτικές και διοικητικές αρμοδιότητες. Αρχικά ήταν τίτλος προσιτός μόνο στους πατρικίους, πράγμα που άλλαξε το 254 π.Χ. με την ανάδειξη ενός πληβείου στην θέση αυτή.

«Ύπατος Ποντίφηξ», ή απλά «Ποντίφηκας», ονομάζεται σήμερα ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, γνωστός και ως «Πάπας» (ιταλικό υποκοριστικό της λέξης πατέρας).

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λατινική λέξη «Pontifex» κυριολεκτικά σημαίνει «Κατασκευαστής Γεφυρών» (pons + facere). «Maximus» σημαίνει Ανώτατος, Ύπατος. Πρέπει να τονιστεί εδώ πως η θέση του "Κατασκευαστή Γεφυρών" στην Ρώμη ήταν πολύ σπουδαία. Ο ποταμός Τίβερης που την διασχίζει είχε ιερή σημασία για τους Αρχαίους Ρωμαίους και μόνο ένας γνωστός και ευσεβής Ρωμαίος επιτρεπόταν να αλλοιώσει τον ποταμό με μηχανικές προσθήκες. Βέβαια στην συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον περιγράφει την δημιουργία γεφυρών μεταξύ Θεών και Ανθρώπων. Η λέξη από μερικούς θεωρείται και παραλλαγή της Ετρουσκικής λέξης για τον ιερέα.

Καταγωγή, καθήκοντα και εξέλιξη των αρχαίων Ρωμαίων Ποντίφηκων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρωμαϊκή Ρεπούμπλικα ο Pontifex Maximus ήταν ο ανώτερος άρχων της πολυθεϊστικής θρησκείας. Ήταν επίσης η σπουδαιότερη θέση στον Σύλλογο των Ποντιφήκων. Τον πρώτο καιρό της Δημοκρατίας ο Ποντίφηκας διόριζε τα υπόλοιπα μέλη της κολλεγίας, της οποίας τα μέλη επίσης ονομάζονταν Ποντίφηκες. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα[1], ο θρυλικός βασιλιάς της Ρώμης Νουμάς Πομπίλιος ίδρυσε την Κολλεγία των Ποντιφήκων. Βέβαια, στη συνέχεια, εμφανίστηκαν και άλλοι θρησκευτικοί άρχοντες, ακόμη και σύλλογοι. Τα στοιχεία για τα πρώτα χρόνια είναι ελάχιστα αν και κάποιες πηγές μιλούν για τα καθήκοντα του Ποντίφηκα και για τις απαγορεύσεις που του ήταν επιβεβλημένες. Παρ´όλα αυτά κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν ότι οι Ποντίφηκες ζούσαν μια, διακεκριμένη βεβαίως, κανονική κοσμική ζωή χωρίς πολλούς περιορισμούς. Ο αριθμός των Ποντιφήκων εκλεγόταν από το κοοπτάτιο (cooptatio). Αρχικά ήταν 6 και ύστερα αυξήθηκαν σε 16, μέχρι την επιβολή της Μοναρχίας όπου η θέση περιορίστηκε σε μία, που κατεχόταν από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα.

Ο Οκταβιανός Αύγουστος ως Pontifex Maximus

Ο Ποντίφηκας δεν περιοριζόταν στον ιερατικό του ρόλο. Κατείχε, εκτός της θρησκευτικής, και πολιτική δύναμη χωρίς να είναι σίγουρο ποια από τις δύο κρινόταν ως ισχυρότερη. Η κατοχή της θέσης δεν απαγόρευε την κατοχή δικαστικής η στρατιωτικής θέσης στον κάτοχο της. Εγκατασταθείς στο παλαιό Βασιλικό Ανάκτορο «Curia Regia» στην Βία Σάκρα ασκούσε την εποπτεία επί παντός ιερού θέματος. Οι Ποντίφηκες κρατούσαν τα πρακτικά των εκλογών του δικαστικού σώματος και των δημόσιων ημερολογίων (annales maximi), εργασίες που τους πρόσδιδαν κύρος. Ακόμα συνέλεγαν πληροφορίες για την θρησκευτική παράδοση που αποτελούσε το δόγμα της θρησκείας τους.

Τέλος έλεγχαν το ημερολόγιο και το συγχρόνιζαν με την αλλαγή των εποχών, όποτε χρειαζόταν διόρθωση. Αυτό χρησιμοποιήθηκε από πολλούς Ποντίφηκες για να παρατείνουν τον χρόνο που κατείχαν το αξίωμα ή να βοηθήσουν πολιτικούς συμμάχους τους. Αυτό οδήγησε σε ημερολογιακό χάος που λύθηκε με την επιβολή του Ιουλιανού Ημερολογίου από τον Ιούλιο Καίσαρα που κατείχε την θέση.

Στην αρχή μόνο πατρίκιοι είχαν δικαίωμα να καταλάβουν την θέση αλλά το 254 π.Χ. η θέση άνοιξε και για τους πληβείους. Μετά την δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα και την εξορία του τότε Ποντίφηκα Σύλλα ο Αύγουστος Καίσαρας κατέλαβε την θέση κάνοντας την έναν από τους πολλούς αυτοκρατορικούς τίτλους.

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ο τίτλος αυτός παρέμεινε προσδίδοντας στον φέροντα την θεολογική ερμηνεία του γεφυροποιού ή οδοποιού μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

Τον τρόπο εκλογής του Ύπατου Ποντίφηκα όρισαν κατά πρώτον η παράδοση, ο σχετικός νόμος του 332 π.Χ., ο Δομίτιος Νόμος (lex Domitia) του 104 π.Χ. και οι νόμοι του Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα του 80 π.Χ. Μερικές διατάξεις αυτών των νόμων σχετικά με την Ποντιφίκια λειτουργία ισχύουν μέχρι σήμερα.

Στα αυτοκρατορικά χρόνια το αξίωμα του Ύπατου Ποντίφηκα αναλαμβανόταν από τον εκάστοτε Αυτοκράτορα, έως τον Γρατιανό, που πρώτος το αρνήθηκε το 375.

Χρήση από τους Χριστιανούς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ειρωνικά από τον Τερτυλλιανό τον 3ο αιώνα μ.Χ. για να χαρακτηρίσει τον Πάπα Κάλλιστο Α΄. Επίσημα χρησιμοποιήθηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. από τον Πάπα Γρηγόριο Α' για να δηλώσει την υπεροχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και την πολιτική ηγεμονία του Βατικανού. Από τότε παρέμεινε ένας από τους τίτλους των προκαθήμενων της και των Ποντιφίκιων συμβουλίων της.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κικέρων, «Περι Ρητορικής ΙΙΙ», 19, 73.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιπλέον ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • A Dictionary of Greek and Roman Antiquities, William Smith, εκδ. John Murray, Λονδίνο, 1875, λήμμα "Pontifex" (Αγγλικά)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Pontifex maximus στο Wikimedia Commons