Νόμισμα (κέρμα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Νόμισμα (ή κέρμα) είναι ένα κομμάτι από σκληρό υλικό, συνήθως μέταλλο, που χρησιμοποιείται από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα για εμπορικές συναλλαγές. Πριν την θέσπιση του χαρτονομίσματος κυκλοφορούσαν νομίσματα από πολύτιμα μέταλλα, όπως χρυσό και άργυρο, τα οποία είχαν σημαντική αξία. Ωστόσο, στις μέρες μας η χρήση των νομισμάτων περιορίζεται σε αγορές μικρής αξίας. Για να αναγνωρίζεται ένα αντικείμενο ως νόμισμα πρέπει να πληροί τις εξής προδιαγραφές:

  • Έχει τυποποιημένη μορφή, βάρος και σύσταση
  • Είναι τυπωμένη πάνω σε αυτό η αρχή που το παράγει
  • Εκδίδεται σε μεγάλες ποσότητες και χρησιμοποιείται ευρέως στις συναλλαγές.

Στις σύγχρονες κοινωνίες, το νόμισμα μαζί με τα χαρτονομίσματα αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή χρήματος. Δεν πρέπει να συγχέεται με το μετάλλιο.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από ήλεκτρο (κράμα αργύρου με χρυσό) ήταν τα πρώτα νομίσματα που εκδόθηκαν στην Λυδία της Μικράς Ασίας, η οποία θεωρείται γενέτειρα αυτών που σήμερα ονομάζουμε νομίσματα.

Αρχικά, η χρήση του μετάλλου ως χρήμα έδωσε λύσεις σε προβλήματα που δημιουργούσε ο αντιπραγματισμός. Είχε αρκετά σταθερή ανταλλακτική αξία, δεν φθειρόταν εύκολα, μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί και να αποθηκευτεί. Είχε όμως δύο πολύ σημαντικά μειονεκτήματα

  • Ήταν απαραίτητο να ζυγίζεται σε κάθε συναλλαγή.
  • Δεν ήταν εύκολο να αποδειχθεί η καθαρότητά του ως μέταλλο.

Τα δύο πολύ σημαντικά, για την εξέλιξη των συναλλαγών, μειονεκτήματα ήρθε να λύσει η πρακτική σύμφωνα με την οποία οι συναλλασσόμενοι έκοβαν μέταλλα με συγκεκριμένη καθαρότητα και συγκεκριμένο βάρος, και τα σημάδευαν με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεχωρίζουν από των υπολοίπων. Με την εξέλιξη της πρακτικής αυτής τα σημάδια έγιναν πιο πολύπλοκα, απεικονίζοντας παραστάσεις, έτσι ώστε και να αποτελούν ένα είδος πιστοποίησης για τους συναλλασσόμενους, αλλά και να μην είναι εύκολη η παραχάραξή τους. Έτσι εξελίχθηκαν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε νομίσματα. Όσο πιο επώνυμος και αξιόπιστος ήταν αυτός που έκοβε και σημάδευε τα νομίσματα αυτά, τόσο πιο εύκολα γίνονταν αποδεκτά στις συναλλαγές. Με την εξέλιξη τον ρόλο του αξιόπιστου ανέλαβαν οι πόλεις και τα κράτη στις οποίες γίνονταν χρήση των νομισμάτων αυτών, κάτι το οποίο ισχύει μέχρι και σήμερα, παρ' όλο που στις περισσότερες περιπτώσεις η ονομαστική τους αξία σήμερα δεν αντιστοιχεί πλέον στην εσωτερική αξία των νομισμάτων ως μέταλλο.

Υπάρχει η άποψη που υποστηρίζει ότι νομίσματα είναι κάποια αντικείμενα τα οποία έχουν κάποιο συγκεκριμένο μέγεθος και σχήμα και χρησιμοποιήθηκαν στις συναλλαγές ως χρήμα. Κάτω από αυτό το πρίσμα η ανακάλυψη τους οφείλεται στους Κινέζους, αφού εκεί βρέθηκαν τέτοια μεταλλικά αντικείμενα που χρονολογούνται γύρω στον 900 π.Χ.[1][2][3]

Η επικρατούσα άποψη όμως είναι ότι για να θεωρηθεί ένα αντικείμενο ως νόμισμα, εκτός των άλλων θα πρέπει να φέρει τυπωμένα πάνω του τα στοιχεία του εκδότη τους. Με αυτή την οπτική, νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην Λυδία της Μικράς Ασίας γύρω στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. ήταν φτιαγμένα από κεχριμπάρι, το βάρος τους ήταν συγκεκριμένο, και πάνω σε κάθε ένα από αυτά ήταν τυπωμένες παραστάσεις οι οποίες προσδιόριζαν και παρέπεμπαν ευθέως στον εκδότη τους.

Σχήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά κανόνα τα κέρματα είναι στρογγυλά και επίπεδα. Κατά καιρούς, ωστόσο, στην ιστορία έχουν κυκλοφορήσει και νομίσματα με άλλα σχήματα, όπως τετράγωνα, ορθογώνια, πολύγωνα, τριγωνικά και άλλες μορφές. Επίσης, έχουν υπάρξει στο παρελθόν αλλά και σήμερα νομίσματα με κεντρική τρύπα, συνήθως στρογγυλή ή ακόμα και τετράγωνη.

Η αξία του νομίσματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αγοραστική αξία ενός νομίσματος εξαρτάται από την ιστορική του αξία και / ή από την εγγενή αξία του μετάλλου του (για παράδειγμα χρυσός ή άργυρος). Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, τα περισσότερα νομίσματα είναι κατασκευασμένα από βασικά μέταλλα και η αξία τους συναρτάται από το status τους ως πιστωτικό χρήμα (fiat money). Τούτο σημαίνει ότι η αξία του νομίσματος μεταβάλλεται ανάλογα με την ασκούμενη νομισματική πολιτική και συνεπώς λειτουργεί περισσότερο ως συμβολικό νόμισμα με την ακριβή έννοια της λέξης.

Υποτίμηση του νομίσματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε όλους σχεδόν τους ιστορικούς χρόνους, βασιλείς αυτοκράτορες και αργότερα οι κυβερνήσεις παρήγαγαν περισσότερα νομίσματα από αυτά που δικαιολογούσε το κρατικό θησαυροφυλάκιο μειώνοντας το πολύτιμο μέταλλο στο τελικό κράμα, όπως στην περίπτωση του Καρακάλλα. Χρησιμοποιώντας βασικά μέταλλα, όπως ο χαλκός, μείωναν την εγγενή αξία του νομίσματος υποτιμώντας το και επιτρέποντας την παραγωγή περισσότερων νομισμάτων. Η υποτίμηση του χρήματος οδηγεί σε πληθωρισμό τιμών, εκτός και αν οι τιμές ελέγχονται αυστηρά από την κεντρική εξουσία. Ορισμένοι οικονομολόγοι αναφέρουν ως παράδειγμα αυτού του φαινομένου τη συμπεριφορά των τιμών στις Η.Π.Α. από το 1964 (την τελευταία χρονιά κυκλοφορίας των νομισμάτων με 90% άργυρο).

Χαρακτηριστικά των σύγχρονων νομισμάτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το οδοντωτό άκρο που παρατηρείται σε αρκετά από τα σύγχρονα νομίσματα σχεδιάστηκε αρχικά για να δείξει ότι δεν έχει αφαιρεθεί πολύτιμο μέταλλο από το νόμισμα. Πριν από τη χρήση οδοντωτών άκρων τα νομίσματα ξύνονταν (ξυρίζονταν είναι η ακριβής έκφραση) από επιτήδειους που συγκέντρωναν μικρές ποσότητες πολύτιμου μετάλλου από την άκρη του νομίσματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένα νομίσματα είναι ραβδόγλυφα στις άκρες τους. Η παρουσία του ραβδόγλυφου δείχνει ότι η άκρη του νομίσματος δεν έχει ξυριστεί. Νομίσματα δίχως οδοντωτό άκρο, όπως η αγγλική στερλίνα σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκαν με το μισό βάρος τους από το κανονικό του νομισματοκοπείου από τέτοια επανειλημμένα ξυρίσματα. Αυτή η μορφή υποτίμησης κατά την περίοδο της δυναστείας των Τυδώρ οδήγησε στην ψήφιση του Νόμου του Γκρέσαμ.

Παραδοσιακά, η μία πλευρά του νομίσματος φέρει το πορτραίτο ενός μονάρχη ή κάποιο εθνικό έμβλημα, και ονομάζεται εμπροσθότυπος, κεφάλι ή κορώνα. Η οπίσθια όψη, δηλαδή ο οπισθότυπος, στα Ελληνικά απαντάται στην καθομιλούμενη ως γράμματα. Ωστόσο, τούτος ο κανόνας δεν είναι απαράβατος, όπως φαίνεται στα νομίσματα του ευρώ, όπως και ο κανόνας της τοποθέτησης της ημερομηνίας του νομισματοκοπείου στην εμπρόσθια όψη, ο οποίος παραβιάζεται από όλα σχεδόν τα καναδικά νομίσματα. Ορισμένα από τα νομίσματα ιδιαίτερα χαμηλής αξίας είναι κατασκευασμένα από τόσο λεπτό μέταλλο που εντυπώνονται με τη σφραγίδα του νομισματοκοπείου μόνον στην εμπρόσθια όψη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δικτυακοί τόποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]