Αηδόνι
Αηδόνι | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
![]() Ενήλικο αηδόνι (υποείδος L. m. megarhynchos)
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Luscinia megarhynchos (Αηδών η μεγάρυγχος) C. L. Brehm, 1831 | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
Luscinia megarhynchos africana |
Το Αηδόνι είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Luscinia megarhynchos και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[2][3] Στην Ελλάδα απαντά τo υποείδος Luscinia megarhynchos megarhynchos, C. L. Brehm, 1831.[4]
Το αηδόνι, παρά την «ταπεινή του ενδυμασία», θεωρείται από το ευρύ κοινό το πτηνό με το ομορφότερο κελάηδημα στην υφήλιο. Ακόμη και αν αυτό είναι υποκειμενικό βέβαια, επιστημονικές αναλύσεις με τη χρήση ψηφιακών συνθετητών (παλμογράφων), έχουν αναδείξει τη μεγάλη ποικιλία των φασματικών κυματομορφών της φωνής του πτηνού. Η περιπλοκότητά του αποτελεί γρίφο για τους ερευνητές και αναλύεται ως ιδιόμορφο στοιχείο της ηθολογίας του ζωικού βασιλείου ως προς τη δυνατότητα καταχώρησης τόσο πολλών μουσικών «μοτίβων» στον εγκέφαλο ενός πτηνού (βλ. Φωνή).
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Σταθερή → [5]
Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η επιστημονική ονομασία του γένους Luscinia είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικής Αηδών (κοινώς το «αηδόνι»). [6]
Ο όρος megarhynchos στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής μεγάρυγχος δηλ. «μεγάλο ρύγχος/ράμφος» χωρίς, ωστόσο, να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι όμως πιθανόν, ο ονοματοδοτήσας το είδος να χρησιμοποίησε μεταφορικά τον όρο αυτό, όχι για να τονίσει το μέγεθος του ράμφους του πτηνού, αλλά την εξαιρετική του ικανότητα στο τραγούδι. [εκκρεμεί παραπομπή]
- Η ελληνική λέξη αηδών -όνος συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα awed «ομιλώ», της οποίας αποτελεί εκτεταμένη βαθμίδα: αFηδ (-ών) (πρβλ. αFείδω «άδω», αFοιδός «τραγουδιστής»). [7]
Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό πάστορα και ορνιθολόγο Κρ. Μπρεμ (Christian Ludwig Brehm, 1787 – 1864), υπό τη σημερινή του ονομασία (Γερμανία, 1831). [8]
Η γεωγραφική διαφοροποίηση των υποειδών είναι μερικώς σταδιακή, από πληθυσμούς με σκούρο πτέρωμα, κοντύτερες πτέρυγες και ουρά στα δυτικά, σε πληθυσμούς με ανοικτόχρωμο πτέρωμα, μεγαλύτερες πτέρυγες και ουρά στα ανατολικά. [9]
Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αηδόνι είναι, πλήρως μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική και Αφροτροπική) που σημαίνει ότι, δεν υπάρχει περιοχή μόνιμης ετήσιας παρουσίας σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής του.
Στην Ευρώπη, το αηδόνι έρχεται το καλοκαίρι για να φωλιάσει, από τις ακτές του Ατλαντικού και το Ηνωμένο Βασίλειο στα δυτικά και, δια μέσου συμπαγούς ζώνης που περνάει από τα κεντρικά της ηπείρου, μέχρι τη Μικρά Ασία και τον Εύξεινο Πόντο στα ανατολικά. Ωστόσο, απουσιάζει στα βόρεια, από το ύψος της Δανίας και των Βαλτικών χωρών και βορειότερα, όπως και από όλη σχεδόν τη Ρωσία.
Στην Ασία, η ζώνη καλοκαιρινής αναπαραγωγής συνεχίζεται μετά τον Εύξεινο Πόντο, ανατολικά προς Κασπία, Μέση Ανατολή, Καζακστάν και Αφγανιστάν, με τα ανατολικά όρια στη Μογγολία και τη βορειοδυτική Κίνα.
Το σύνολο των ευρασιατικών αναπαραγωγικών πληθυσμών μεταναστεύει στην Αφρική, η οποία αποτελεί αποκλειστική επικράτεια διαχείμασης. Οι περιοχές που ξεχειμωνιάζουν τα πτηνά βρίσκεται στο γεωγραφικό πλάτος του ισημερινού περίπου, σε μια ευρεία ζώνη που αρχίζει από τις ακτές του Ατλαντικού και τον Κόλπο της Γουινέας και καταλήγει στις ακτές του Ινδικού, στην Τανζανία, την Κένυα και τη Σομαλία. [10]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | Luscinia megarhynchos africana | Καύκασος και Α Τουρκία, ανατολικά προς Β και ΝΔ Ιράν | ΒΑ και Α Αφρική | Πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια από το 3, με πιο έντονα χαρακτηριστικά προσώπου και «αχνό» υπερόφρυο τόξο |
2 | Luscinia megarhynchos hafizi | Α Ιράν, ανατολικά προς Καζακστάν, ΝΔ Μογγολία, ΒΔ Κίνα (Δ Σιντζιάνγκ) και Αφγανιστάν | Α Αφρική | Πιο ανοικτόχρωμη άνω επιφάνεια από το 3, με πιο έντονα χαρακτηριστικά προσώπου και «αχνό» υπερόφρυο τόξο |
3 | Luscinia megarhynchos megarhynchos | ΒΔ Αφρική και Ευρώπη, ανατολικά προς Κ Τουρκία και Εγγύς Ανατολή | Αφρική (sensu lato) |
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αηδόνι είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, με τον συνολικό όγκο του παγκόσμιου πληθυσμού να εκτελεί μεγάλες αποδημίες -ιδιαίτερα τα ασιατικά πτηνά-, όλες προς την Αφρική, η οποία αποτελεί την αποκλειστική επικράτεια διαχείμασης.
Φαίνεται ότι ακολουθούνται 2 μεταναστευτικές οδοί: στην κυριότερη από αυτές, οι δυτικοί πληθυσμοί του υποείδους megarhynchos ταξιδεύουν για να διαχειμάσουν στις επικράτειες μεταξύ της Σαχάρας και του τροπικού δάσους που ακολουθεί τη ζώνη από τη Δ. Αφρική ανατολικά προς την Ουγκάντα. Αυτοί οι πληθυσμοί αναχωρούν από τα εδάφη αναπαραγωγής μεταξύ του τέλους Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου. Η αποδημία πραγματοποιείται σε ευρύ μέτωπο, σε γενικές γραμμές με νοτιοδυτική κατεύθυνση, οπότε τα πουλιά απαντούν σε όλη την περιοχή της Μεσογείου -περισσότερο στη δυτική πλευρά. Η -σχετική- σπανιότητα σε μεγάλο τμήμα της Β. Αφρικής και της Μέσης Ανατολής το φθινόπωρο δείχνει ότι, πιθανόν, το πέρασμα άνω από τη Μεσόγειο και τη Σαχάρα πραγματοποιείται σε μία (1), χωρίς ανάπαυλα πτήση. Η άφιξη στα αφρικανικά εδάφη διαχείμασης πραγματοποιείται από τις αρχές Νοεμβρίου έως τις αρχές Απριλίου. [14]
Η επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής πραγματοποιείται κυρίως στα τέλη Μαρτίου και τις αρχές Απριλίου, όπως δείχνουν τα εαρινά περάσματα από τη Νιγηρία, αν και κάποιοι πληθυσμοί παραμένουν στην Αφρική μέχρι τις αρχές Μαΐου. Σε αντίθεση με τη φθινοπωρινή αποδημία, πολλά από τα πουλιά που επιστρέφουν την άνοιξη, καταγράφονται κατά μήκος των ακτών της Β. Αφρικής και στα νησιά της Μεσογείου, ακόμα και στο εσωτερικό της Αλγερίας και της Λιβύης, που σημαίνει ότι χρησιμοποιούνται σταθμοί ανάπαυλας. [15]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Σκανδιναβία, την Ισλανδία και τη Λιθουανία, τον Νίγηρα και το Τζιμπουτί. [16]
Στην Ελλάδα, το αηδόνι απαντά σε όλη την επικράτεια ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης [17]. Φωλιάζει τα καλοκαίρια, τόσο στην Κρήτη [18] όσο και στην Κύπρο. [19]
Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στη δυτική Παλαιαρκτική, το αηδόνι αναπαράγεται σε μεσαία και υπο-μεσαία γεωγραφικά πλάτη, σε ήπια και θερμά εύκρατα οικοσυστήματα, στις μεσογειακές και στεπώδεις κλιματικές ζώνες. Απαντά σε περιοχές με δάση και συστάδες με δένδρα, θαμνότοπους με πλούσιο υπόστρωμα, πιο σπάνια σε κήπους και οπωρώνες. [20] Διαφέρει από το συγγενικό τσιχλαηδόνι, στο ότι προτιμάει πιο νότιες, δυτικές, και γενικά κάπως θερμότερες επικράτειες αναπαραγωγής, ενώ είναι πιο συνηθισμένο στα ξηρά, αμμώδη εδάφη και τις ηλιόλουστες πλαγιές.
Έρευνα που εκπονήθηκε στη Γερμανία έδειξε ότι, τα οικοσυστήματα του αηδονιού καθορίζονται από συγκεκριμένες γεωγραφικές και κλιματικές παραμέτρους: [21]
- Θέσεις χαμηλότερες των 400 μ.
- Μέση θερμοκρασία αέρος κατά τη βλαστητική περίοδο, μεγαλύτερη των 14°C
- Περισσότερες από 20 ημέρες ετησίως, κατά τις οποίες η θερμοκρασία υπερβαίνει τους 25°C
- Μέσο ετήσιο ύψος κατακρημνισμάτων μικρότερο των 750 χλστ.
- Δείκτης ξηρασίας μικρότερος του 0,35
- Όχι κλειστούς στον ορίζοντα θόλους δένδρων (canopies)
Στην Ελλάδα το αηδόνι απαντά σε όλα τα ενδιαιτήματα με πυκνή, θαμνώδη βλάστηση, συνήθως σε υγρές θέσεις, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 800 μ., περίπου, αν και έχουν παρατηρηθεί πουλιά μέχρι τα 1.200 μ. Ιδιαίτερα πυκνές συναθροίσεις καταγράφονται κατά μήκος ποταμών και ρεμάτων και σε βαθιές κοιλάδες με πολλή βλάστηση. Σε ορισμένες πόλεις μπορούν να βρεθούν σε κήπους και αστικά πάρκα. [22] Επίσης σε αμπελώνες, φράχτες και υγρές λόχμες, [23] ενώ αποφεύγουν τα πεύκα και τα έλατα. [24]
Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αηδόνι είναι πτηνό χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ή εντυπωσιακό χαρακτηριστικό. Είναι σχετικά απλό, μάλλον «θαμπό» σε χρωματισμούς, μεσαίου μεγέθους στρουθιόμορφο με κρυπτική συμπεριφορά που δυσκολεύει την παρατήρησή του στο πεδίο. Η άνω επιφάνεια του σώματος είναι ομοιόμορφη ελαιο-καφετί, εκτός από την πιο σκωριόχρωμη-κοκκινωπή, μακριά ουρά. Η κάτω επιφάνεια είναι λευκωπή με γκρίζα ή καφεκίτρινη απόχρωση στο στήθος και τις πλευρές, ενώ οι ταρσοί κίτρινοι-ροζ. Το πρόσωπο εμφανίζει «γλυκά» χαρακτηριστικά [25] που τονίζονται από τους μεγάλους μαύρους, λαμπερούς οφθαλμούς και τον αχνό οφθαλμικό δακτύλιο που τους περιβάλλει.
Τα φύλα είναι παρόμοια ενώ τα νεαρά άτομα έχουν καφεκίτρινα σημάδια στην άνω επιφάνεια του σώματος συμπεριλαμβανομένου του κεφαλιού, και αχνές λωρίδες στην κάτω. Η ουρά είναι ελάχιστα πιο ανοικτόχρωμη από των ενηλίκων.
Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Μήκος σώματος: (15-) 16 έως 16,5 (-17) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 22 έως 24 (-25) εκατοστά
- Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 8,4 ± 0,2 εκατοστά [Εύρος 8,1 – 8,8 εκατοστά (σε δείγμα Ν=298 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 8,2 ± 0,2 εκατοστά [Εύρος 7,8 – 8,5 εκατοστά (Ν=155)]
- Βάρος: ♂ 19,0 – 23,9 γραμμάρια (Ν=245), ♀ 18,0 – 26,0 γραμμάρια (Ν=108) [26]
(Πηγές: [27][28][29][30][31][32][33][34][35][36][37][38])
Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αηδόνι τρέφεται κυρίως με χερσαία ασπόνδυλα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κυρίως μυρμήγκια, σκαθάρια και αράχνες. Αργά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο προτιμάει καρπούς (σωροκάρπια) και σπέρματα. Αναζητά την τροφή του ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα, σπανιότερα σε γυμνό έδαφος ή ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων, σε θάμνους και τους βλαστούς των φυτών.
Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πτηνό με εξαιρετικά κρυπτική συμπεριφορά, το αηδόνι είναι από εκείνα τα πουλιά που είναι πολύ εύκολο να τα ακούσεις, αλλά δύσκολο να τα δεις. [39][40][41] Αναζητά την τροφή του κάτω από τις πυκνές λόχμες και ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα, με μικρά πηδήματα. Συνήθως κρατάει την ουρά του ανασηκωμένη και μισοανοιγμένη σε σχήμα βεντάλιας (cocked). [42]
Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το τραγούδι του αηδονιού είναι ιδιαίτερα αισθητό τη νύχτα, κάτι που «αντικατοπτρίζεται» στη λαϊκή του ονομασία, σε πολλές γλώσσες (αγγλ. Nightingale, γερμ. Nachtigall, ολλ. Nachtegaal, σουηδ. Sydnäktergal κ.ο.κ). Μόνο τα αζευγάρωτα αρσενικά τραγουδούν τακτικά το βράδυ, με σκοπό να προσελκύσουν έναν σύντροφο. Το τραγούδι είναι τόσο δυνατό που, τις νύχτες, μπορεί να ακουστεί μέχρι και 500 μ. μακριά. [43] Το ημερήσιο κελάηδημα, ιδιαίτερα τα ξημερώματα πριν από την ανατολή του ηλίου, υποτίθεται ότι είναι σημαντικό για την υπεράσπιση του ζωτικού χώρου. Τα αηδόνια τραγουδούν ακόμα πιο δυνατά σε αστικά ή ημι-αστικά περιβάλλοντα, προκειμένου να ακούγονται μέσα στον θόρυβο του εκεί περιβάλλοντος.
Το κελάηδημα του αηδονιού δεν είναι κληρονομικό, καθώς τα νεαρά άτομα μετά την πτέρωση διασκορπίζονται στα πυκνά μέρη του δάσους και προσπαθούν να καλέσουν τους γονείς τους με «άτεχνο» τρόπο. Αργότερα, η οικογένεια επανενώνεται και, τότε είναι η περίοδος που οι ενήλικες διδάσκουν στα νεαρά πώς να τραγουδούν. Με την πάροδο της ηλικίας τα πουλιά κελαηδούν ακόμη καλύτερα, οπότε, τα ηλικιωμένα αηδόνια είναι και οι καλύτεροι τραγουδιστές.
Το αρσενικό τραγουδάει όλο το έτος, ιδιαίτερα όταν φθάσει στις περιοχές φωλιάσματος και, μόνον όταν έχει ήδη φωλιάσει και επωάζονται τα αβγά, μειώνει σταδιακά το κελάηδημα. Από την ημέρα που οι νεοσσοί εγκαταλείψουν τη φωλιά και μέχρι να ανεξαρτητοποιηθούν, το αρσενικό αρχίζει πάλι το τραγούδι για να σταματήσει όταν η οικογένεια «διαλυθεί» οριστικά. [44]
Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σε γενικές γραμμές, τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά στοιχεία του κελαηδήματος του αηδονιού:
- Είναι πολυθεματικό, αποτελείται δηλαδή από μουσικά θέματα (sic) διαφορετικά το ένα από το άλλο, που το κάθε πουλί τα ενώνει και τα αρθρώνει με τον δικό του τρόπο
- Είναι διακοπτόμενο, με τις μουσικές φράσεις να μην διαρκούν πολύ και να εναλλάσσονται με την παρεμβολή παύσεων
- Είναι δυνατό, έως εξαιρετικά δυνατό, κάτι που επισημαίνουν ιδιαίτερα χωρικοί και φυσιολάτρες όταν τις πρώτες πρωινές ώρες, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, «δεν σε αφήνει να κοιμηθείς» [ii]
Μουσικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολλά είναι τα πουλιά που κελαηδάνε όμορφα και, μάλιστα, μπορεί κάποια συγκεκριμένα «σημεία» του τραγουδιού τους να είναι πιο όμορφα ή πιο δυνατά από εκείνα του αηδονιού (π.χ. καναρίνια, κότσυφες, καρδερίνες, κελαηδότσιχλες). Όμως, το αηδόνι θεωρείται ο μεγάλος τραγουδιστής της φύσης επειδή, πρώτον, συνδυάζει όλα τα χαρακτηριστικά του κελαηδήματος των άλλων ωδικών πτηνών μαζί, φέρνοντάς τα σε αξιοθαύμαστη μουσική ισορροπία (balance) και, δεύτερον, το κελάηδημά του είναι εξαιρετικά απρόβλεπτο και αυτοσχεδιαστικό, κάτι που δεν έχουν τα περισσότερα ωδικά πτηνά. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπ΄όψιν ότι, πολλά ωδικά πτηνά αναπαράγονται και μαθαίνουν να τραγουδούν σε αιχμαλωσία από ειδικούς, ενώ το αηδόνι κελαηδάει μόνο στο φυσικό του περιβάλλον σε άγρια κατάσταση. Εάν κλειστεί σε κλουβί, πολύ δύσκολα ανατρέφεται, μελαγχολεί και συνήθως πεθαίνει. [45]
Το τραγούδι του αρσενικού είναι εξαιρετικά περίπλοκο και πλούσιο, με περισσότερα από 20, μικρής διάρκειας μουσικά «θέματα», τα οποία επαναλαμβάνονται με διαφορετική σειρά κάθε φορά. Ανάμεσα στα θέματα, υπάρχουν ισόχρονες παύσεις (2-4 δευτερόλεπτα, περίπου), ενώ μπορεί να παρεμβάλλονται και απλές μονοσύλλαβες «νότες». Αυτές οι παύσεις όχι μόνον δεν υποβαθμίζουν το κελάηδημα, αλλά τού προσδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς μετά από κάθε παύση, ο «ακροατής» αναμένει διαφορετικό μοτίβο. Η ποιότητα της «σύνθεσης» είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί, καθώς αποτελείται από εναλασσόμενα τμήματα που, στο καθένα, το αηδόνι εξαντλεί τις μουσικές του δυνατότητες, πάντοτε με σκοπό να υπερκεράσει το τραγούδι του «αντίπαλου» αρσενικού: μελίσματα, φλαουτάτα, λαρυγγισμοί, τιτιβίσματα, τερετίσματα, σφυρίγματα, ψίθυροι, κροταλίσματα ακόμη και σκληρά κακαρίσματα, ή κοάσματα [46] είναι μερικοί από τους ήχους που αρθρώνει το κάθε άτομο, μεμονωμένα. Η ταχύτητα εκτέλεσης των μοτίβων ποικίλλει, συνήθως όμως είναι μεγάλη, η δε δυναμική της εκτέλεσης, απλά δεν έχει ανταγωνιστή: τα μουσικά θέματα περνούν από διαδοχικά crescendi και diminuendi, ακριβώς όπως κάνουν τα μουσικά όργανα της ορχήστρας και οι ψιθυριστοί ήχοι μετατρέπονται μονομιάς σε εκρηκτικούς λαρυγγισμούς και λαμπρά μελίσματα. [47]
Από μουσική άποψη, ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο του τραγουδιού του αηδονιού είναι ότι, αποτελείται από καθαρές, λαμπερές και δυνατές νότες που, ένα εξασκημένο «μουσικό αυτί», μπορεί άνετα να τις περάσει στο πεντάγραμμο. Δεν είναι τυχαίο ότι, ο Μπετόβεν στην περίφημη Συμφωνία αρ 6 («Ποιμενική»), προπάθησε να αποδώσει το κελάηδημα του αηδονιού σε ένα πέρασμα 8 μέτρων. [48]
- Επιστημονικές αναλύσεις με τη χρήση ψηφιακών παλμογράφων, έχουν αναδείξει τη μεγάλη ποικιλία των φασματικών κυματομορφών της φωνής του πτηνού (sonograms). [49]
Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής, αλλά συνήθως είναι Απρίλιο-Μάιο, ενώ στις βορειότερες χώρες παρατείνεται μέχρι τον Ιούνιο. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. [50]Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), το αηδόνι κατασκευάζει τη φωλιά του, στο έδαφος, ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα ή σε ελαφρά υπερυψωμένο σημείο στα κλαδιά των θάμνων. Το ύψος από το έδαφος μπορεί να κυμαίνεται από 30 έως 75 εκατοστά, σπάνια ψηλότερα. [51] Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και είναι μια ακαλαίσθητη δομή από νεκρά φύλλα και ξερό χορτάρι, επιστρωμένη με ξερά κλωνάρια, ριζίδια και τρίχες. [52] Το βάθος της δεν είναι μεγαλύτερο από 6 εκατοστά. [53] Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 5 (-7) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 20,8 Χ 15,6 χιλιοστών και βάρους 2,7 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 6% είναι κέλυφος. [54] Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται από το θηλυκό και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 13-14 ημέρες. [55] [56] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Πτερώνονται περίπου (10-) 11 έως 12 (-13) ημέρες μετά την εκκόλαψη, [57][58] αφήνοντας τη φωλιά λίγο πριν να είναι σε θέση να πετάξουν, ενώ υποβοηθούνται με τη σίτιση για μερικές εβδομάδες ακόμη.
Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν μειώσεις πληθυσμών στη Γαλλία και την Τουρκία στο διάστημα 1990-2000, αυτές αντισταθμίστηκαν από ανάλογες αυξήσεις σε άλλες χώρες, όπως σε Ιταλία και Κροατία. Γενικά, τo είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [59] Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Τουρκία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία. [60]
Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Τα αηδόνια αναπαράγονται σε όλα τα ηπειρωτικά και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, όπου κατά τόπους είναι κοινά πτηνά. Στην Κεντρική Ελλάδα, τα πρώτα αηδόνια ακούγονται ήδη από τα τέλη Μαρτίου, ενώ οι αφίξεις από τα αφρικανικά εδάφη συνεχίζονται μέχρι τον Μάιο. Υπάρχουν διαφορές στην άφιξη των πτηνών σε απομακρυσμένες, μεταξύ τους, περιοχές (λ.χ. στην Κρήτη σε σχέση με τη Θράκη). Η φθινοπωρινή αποδημία ξεκινάει από τα μέσα Αυγούστου και συνεχίζεται μέχρι τον Οκτώβριο, αλλά τα περισσότερα πουλιά έχουν αναχωρήσει μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου.
Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Αηδόνι απαντάται στον ελλαδικό χώρο και με την ευρέως διαδεδομένη ονομασία Μπιρμπίλι. [61] Επίσης, αναφέρεται ως Ποταμίδα στην Κρήτη. [62]
Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
i. ^ Περιλαμβάνει και το L. m. bachrmanni [63]
ii. ^ Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης γράφει χαρακτηριστικά: «Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ Howard and Moore, p. 596
- ↑ Howard and Moore, (4thed.)
- ↑ http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=560897
- ↑ Howard and Moore, p. 677
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/full/22709696/0
- ↑ http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=luscinia
- ↑ ΠΛΜ, 3:228
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2015.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2015.
- ↑ http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22709696
- ↑ Howard and Moore, p. 677
- ↑ http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22709696
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2015.
- ↑ planetofbirds.com
- ↑ planetofbirds.com
- ↑ http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22709696
- ↑ Όντρια (Ι), σ. 208
- ↑ Σφήκας, σ. 62
- ↑ Σφήκας, σ. 80
- ↑ Mullarney et al, p. 276
- ↑ Wink
- ↑ Handrinos & Akriotis, p. 233
- ↑ Όντρια (Ι), σ. 208
- ↑ ΠΛΜ, 3: 228
- ↑ Mullarney et al, p. 276
- ↑ http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob11040.htm
- ↑ Harrison & Greensmith, p. 287
- ↑ Mullarney et al, p. 350
- ↑ Avon & Tilford, p. 100
- ↑ Flegg, p. 178
- ↑ Heinzel et al, p. 256
- ↑ Perrins, p. 160
- ↑ Bruun, p. 258
- ↑ Όντρια, σ. 162
- ↑ Scott & Forrest, p. 180
- ↑ Singer, p. 282
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ ΠΛΜ, 3: 228-9
- ↑ Scott & Forrest, p. 180
- ↑ ΠΛΜ, 3: 228
- ↑ Mullarney et al, p. 350
- ↑ Scott & Forrest, p. 180
- ↑ ΠΛΜ, 3: 229
- ↑ ΠΛΜ, 3: 229
- ↑ Α. Κανέλλης στην ΠΛΜ, 3: 229
- ↑ Heinzel et al, p. 256
- ↑ Α. Κανέλλης στην ΠΛΜ, 3: 228
- ↑ Α. Κανέλλης στην ΠΛΜ, 3: 228
- ↑ https://www.google.gr/search?q=Luscinia+megarhynchos+xeno&espv=2&biw=1024&bih=653&tbm=isch&tbo=u&source=univ&sa=X&ved=0CDsQsARqFQoTCN2wm9eYvMcCFUdaGgodwccKQg
- ↑ Harrison, p. 273
- ↑ ΠΛΜ, 3: 229
- ↑ Harrison, p. 273
- ↑ ΠΛΜ, 3: 229
- ↑ http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob11040.htm
- ↑ Harrison, p. 273
- ↑ Perrins, p. 160
- ↑ Perrins, p. 160
- ↑ Harrison, p. 274
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/22709696[νεκρός σύνδεσμος] /0
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 8 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2015.
- ↑ Απαλοδήμος, σ. 22
- ↑ Σφήκας, σ. 62
- ↑ Howard and Moore, p. 677
Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
- del Hoyo, J.; Elliott, A.; Christie, D. 2006. Handbook of the Birds of the World, vol. 11: Old World Flycatchers to Old World Warblers. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
- Gordo, O.; Sanz, J. J. 2006. Climate change and bird phenology: a long-term study in the Iberian Peninsula. Global Change Biology 12: 1993-2004.
- IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: August, 2015).
- Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
- Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
- Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
- Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
- Wink, Michael (1973): Die Verbreitung der Nachtigall (Luscinia megarhynchos) im Rheinland. Charadrius 9(2/3): 65-80. (PDF)
Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
- Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
- Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
|