Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρομαντισμός (λογοτεχνία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο ρομαντισμός στη λογοτεχνία εννοείται το λογοτεχνικό κίνημα που, με επίκεντρο τη Γερμανία, την Αγγλία και τη Γαλλία, εξαπλώθηκε στην Ευρώπη το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα. Το θεμέλιο όμως της επίδρασης του ρομαντισμού στη λογοτεχνία διαμορφώθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα. Η γενικευμένη κρίση οι ταχείς ρυθμοί αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης των ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη διάσπαση της φεουδαρχικής κοινωνίας, είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά ραγδαίων εξελίξεων σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι έντονες οικονομικές ανακατατάξεις οδήγησαν σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Το γεγονός αυτό είχε ως επακόλουθο την έκρηξη και εξάπλωση διαφόρων επαναστατικών κινημάτων με κοινωνικά αιτήματα, με αποκορύφωμα τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, γεγονός που οδήγησε στη διατύπωση νέων θεωριών. Οι νέες θεωρίες φέρνουν στο προσκήνιο το άτομο και την ιδεαλιστική προσέγγιση του κόσμου ως αντίδραση στον ορθολογισμό και τις «απόλυτες» αλήθειες του Διαφωτισμού. Η εμμονή του Ιμμάνουελ Καντ στην κυριαρχία της ελεύθερης βούλησης[1], η θεωρία της γνώσης του Φίχτε[2], η εισαγωγή της έννοιας του εξπρεσιονισμού από τον Χέρντερ και της ιδέας του ανήκειν[3], φαίνεται πως απέδωσαν καρπούς στον 19ο αιώνα.

Κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα εμφανίστηκε ένα λυρικό είδος ποίησης που εμπνεόταν από τη φύση και με μελαγχολικά θέματα. Μαζί, υπήρξε και μια στροφή προς το παρελθόν, την τοπική λογοτεχνία και τα λαϊκά τραγούδια. Σημαντικό δείγμα αυτής της στροφής ήταν η δημοσίευση από τον Τζέημς Μακφέρσον μιας συλλογής ποιημάτων για τα οποία ισχυρίστηκε ότι ήταν μεταφράσεις από αρχαία ποίηση του βάρδου Όσσιαν. Η ανάπτυξη έντονων συναισθημάτων στα συναισθηματικά μυθιστορήματα του 18ου αιώνα και η περιγραφή της φύσης που προκαλούσε δέος επηρέασε τους μεταγενέστερους ποιητές.[4]

Το γερμανικό κίνημα «Θύελλα και Ορμή» αντιτάχθηκε στον στείρο ορθολογισμό και τους κανόνες, και έδωσε έμφαση στην εκδήλωση συναισθημάτων μέσα από την τέχνη. Το κίνημα αποτέλεσε μια επανάσταση κατά του γαλλικού κλασικισμού και των λογοτεχνικών συμβάσεών του και είχε τον χαρακτήρα ραγδαίας ρήξης με το κατεστημένο. Χαρακτηριστικό δείγμα του κινήματος είναι το επιστολικό μυθιστόρημα του Γκαίτε "Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου" στο οποίο το υποκείμενο πρόσωπο εμφανίζεται να αναγνωρίζει στη Φύση τον καθρέπτη της ευαίσθητης ψυχικής του διάθεσης.[5]

Το έργο του Ζαν Ζακ Ρουσσώ που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και συναισθηματισμό, εισήγαγε στη λογοτεχνία την ονειροπόληση, το πάθος και μια σημαντική θέση για τη Φύση, στοιχεία που εμφανίστηκαν στον επερχόμενο ρομαντισμό.[6]

Το ρομαντικό ρεύμα αναπτύχθηκε από το τέλος του 18ου αιώνα μέσα από τις επιθυμίες των δημιουργών να αποδεσμευτούν από τις συμβάσεις του κλασικισμού και να εκφραστούν ελεύθερα. Οι ρομαντικοί συγγραφείς ανήγαγαν την ευαισθησία ως κύριο χαρακτηριστικό τους και προάσπισαν την ελευθερία τους στην επιλογή θεμάτων και τρόπων έκφρασης. Πηγή έμπνευσης σταματά να είναι η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αλλά είναι πλέον η ιστορία των βόρειων λαών και ο Μεσαίωνας.

Ο ρομαντισμός επίσης χαρακτηρίζεται από πεσιμισμό και μελαγχολία που διαχέεται μέσα στα έργα. Οι απογοητεύσεις και η απόγνωση των συγγραφέων τους οδηγούν να καταφύγουν στη διέξοδο ενός ιστορικού παρελθόντος, την ονειροπόληση ή την ενασχόληση με τον θάνατο.

Κύρια ρεύματα του ρομαντισμού ήταν στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. Στην Αγγλία, ο Ουίλλιαμ Ουόρντσγουορθ εξέφρασε την εσωτερικότητά του μέσα από την επαφή με τη Φύση και την εξύμνησή της που ακολουθήθηκε αργότερα από τον Πέρσυ Σέλλεϋ, ενώ ο Σάμιουελ Τέυλορ Κόουλριτζ στράφηκε στη φαντασία και το μεταφυσικό. Ο ρομαντισμός στη Γερμανία, ως συνέχεια της "Θύελλας και Ορμής" στράφηκε προς τη φύση, το συναίσθημα και τη φαντασία με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την αποσπασματικότητα της δημιουργίας. Σημαντικές μορφές ήταν ο θεωρητικός Φρήντριχ Σλέγκελ και ο ποιητής Νοβάλις. Ο γαλλικός ρομαντισμός άνθισε καθυστερημένα παρά τις βάσεις που είχε στο έργο του Ρουσσώ. Εδώ είχε τη μορφή μιας πραγματικής επανάστασης κατά του κλασικισμού. Απαρχή του θεωρείται η δημοσίευση των Ποιητικών Στοχασμών του Λαμαρτίν. Στην αρχή οι γάλλοι ρομαντικοί ήταν διασπασμένοι σε διάφορες τάσεις, αλλά αργότερα συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Βικτόρ Ουγκό που όρισε τον ρομαντισμό ως τον «φιλελευθερισμό στη λογοτεχνία»[7].

Κατεξοχήν είδος της ρομαντικής ποίησης είναι οι ελεγείες και γενικά η προσωπική ποίηση με εκφραστές ποιητές όπως τον Μπάυρον, τον Σέλλεϋ, τον Ουγκό, τον Μυσσέ. Οι δυο τελευταίοι κυριάρχησαν και στην ερωτική ρομαντική ποίηση με επίκεντρο τη Γαλλία. Ο Χάινε είναι αυτός που στράφηκε στην πολιτική ποίηση φεύγοντας από τον μελαγχολικό και ερωτικό λυρισμό. Άλλα ρομαντικά είδη που εμφανίστηκαν ήταν η φιλοσοφική και θρησκευτική ποίηση υπό την κυριαρχία του πνευματισμού, και η επικολυρική ποίηση με θεματολογία από την εθνική ιστορία και παράδοση αλλά και εξωτικούς θρύλους. Η ποίηση με περιγραφή της καθημερινότητας ήταν μια αντίδραση στον κλασικισμό και η Φύση ήταν έμπνευση και κύριο γνώρισμα στον λυρικό ρομαντισμό.

Κοινά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που παραμένει δύσκολος έως αδύνατος ο σαφής ορισμός του Ρομαντισμού[8] ωστόσο διακρίνονται ορισμένα βασικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και θέματα, τα οποία έγιναν κοινός τόπος στους πρωταγωνιστές αυτού του λογοτεχνικού κινήματος.

Το 1817 ο Κόουλριτζ όρισε την ποίηση ως προϊόν «εκείνης της συνθετικής και μαγικής δύναμης, στην οποία έχουμε αποκλειστικά επιφυλάξει το όνομα της φαντασίας»[9], παρέχοντας το στίγμα της λογοτεχνικής παραγωγής στα συμφραζόμενα του ρομαντικού κινήματος. Οι ρομαντικοί συγγραφείς αντιτάχθηκαν στο κλασικό ιδεώδες της τέλειας ορθολογικής μίμησης της πραγματικότητας[10], αντιπροτείνοντας ως απόλυτο ιδανικό την έκφραση των εσωτερικών συναισθημάτων μέσω της ευαισθησίας, της ατομικής προοπτικής του κόσμου και της δημιουργικής φαντασίας. Ο άνθρωπος στο ρομαντικό ιδεώδες είναι ένα διονυσιακό, ανήσυχο πλάσμα που επαναστατεί ενάντια στον κόσμο και την κοινωνία και βρίσκεται σε μια συνεχή ψυχική ανισορροπία»[11]. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ο ρομαντικός λυρισμός αναδεικνύει ήρωες ανήσυχους και μελαγχολικούς, πλημμυρισμένους από το αίσθημα της απελπισίας, από το αίσθημα του μοιραίου και του ανολοκλήρωτου, που πολλές φορές μετατρέπεται σε θανατολαγνεία[12].

Σε αντιστοιχία, οι ρομαντικοί ποιητές –των οποίων οι ήρωες λειτουργούν ως alter ego– εκτιμούν την ακεραιότητα, την ειλικρίνεια και την αφοσίωση σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει κανείς να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό[13]. Η τέχνη και η ζωή για τον ρομαντικό συγγραφέα είναι έννοιες αδιαχώριστες. Έτσι, στα πλαίσια του ρομαντικού κινήματος, ο αυθορμητισμός και η αυθεντικότητα της ατομικής εσωτερικής αλήθειας συνιστούν τα αποκλειστικά κριτήρια για την εκτίμηση κάθε έργου τέχνης, το οποίο, με τον μοναδικό του χαρακτήρα, οφείλει να εκφράζει το προσωπικό βίωμα του δημιουργού του.

Κοινό χαρακτηριστικό των ρομαντικών συγγραφέων είναι επίσης η νοσταλγία ενός ανεπιτήδευτου παρελθόντος, που αφενός οδηγεί στο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή αγροτική κοινωνία, για την ιδιαίτερη ιστορία κάθε λαού και για τον Μεσαίωνα, αφετέρου παράγει ένα διαφορετικό ιδεώδες που απέχει τόσον μακράν της πραγματικότητας, όσο και εκείνο του κλασικισμού. Οι συγγραφείς του ρομαντικού κινήματος συχνά αντλούν τα θέματά τους από τις λαϊκές παραδόσεις, την εθνική ιστορία και τους μεσαιωνικούς θρύλους[14]. Συχνότερα δε, ενδιαφέρονται για εκείνες τις δοξασίες που περιέχουν υπερφυσικά στοιχεία, καθότι αυτά συμφωνούν με «τη ρομαντική αντίληψη της ενορατικής δύναμης της καλλιτεχνικής φαντασίας, με την οποία ο ποιητής εκφράζει την 'υπερβατική αλήθεια', πέρα από την επιφανειακή πραγματικότητα του κόσμου»[15].

Οι δυνάμεις που κρύβονται πίσω από το φαινομενικό προσωπείο της φύσης είναι κοινός τόπος στα έργα των ρομαντικών ποιητών. Προσωποποιείται αναλαμβάνοντας είτε τον ρόλο της παρήγορης και έμπιστης φίλης που συμπαραστέκεται στις απελπισμένες ψυχές και διαφυλάσσει τις αναμνήσεις των ευτυχισμένων στιγμών των οποίων υπήρξε μάρτυρας[16], είτε ως εκδικητική οντότητα. Ως υποστηρικτική οντότητα αντιμετωπίζει τη φύση ο Λαμαρτίν στο ελεγειακό ποίημά του Η Λίμνη. Πλημμυρισμένος από μελαγχολία, ο ποιητής προσφεύγει στην αιώνια φύση για παρηγοριά[17]. Το μοτίβο του θανάτου, ή με τη μορφή της νεκρής αγαπημένης, όπως στη Λίμνη, είτε με τη μορφή του νεκρού παιδιού στο Εξωτικό του Γκαίτε[18], είτε με τις πολλαπλές μεταμορφώσεις του, επανέρχεται συχνά στα ρομαντικά ποιήματα. Υποδηλώνει την αγωνία των ποιητών απέναντι στο πεπερασμένο της ζωής και την αμείλικτη φθορά του χρόνου. Η συνεχής πάλη με τη δαιμονική μορφή του χρόνου, ο οποίος παρέρχεται τάχιστα και αφανίζει τα πάντα ανεπιστρεπτί, οδηγεί τους ποιητές σε μια αίσθηση πρόωρης γήρανσης[19].

Σημαντικοί εκπρόσωποι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Berlin Ι., 2002, 121.
  2. Berlin Ι., 2002, 153.
  3. Berlin Ι., 2002, 105.
  4. Βλαβιανού Αντιγόνη (επιμ.), Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ο αιώνα, Β’ έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 56.
  5. Βλαβιανού, ό.π., σ. 57-58.
  6. Βλαβιανού, ό.π., σ. 63-65.
  7. Βλαβιανού, ό.π., σ. 89.
  8. Furst L., 1974, 9.
  9. Βελουδής Γ., 1997, 63-4.
  10. Benoit-Dusausoy A. - Fontaine G. 1999, 349.
  11. Γκότση Γ. – Προβατά Δ., 2000, 49.
  12. Οι ακραίες αυτές διαστάσεις που πήρε το ρομαντικό κίνημα οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως «ασθένεια του αιώνα». Βλ. επίσης Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine 1999, 345.
  13. Berlin Ι., 2002, 37.
  14. Γκότση Γ. – Προβατά Δ., 2000, 55-56.
  15. Δράκου Γ. (επιμ.), Εισαγωγικό Σημείωμα για το Εξωτικό του Γκαίτε, στο komvos.edu.gr[νεκρός σύνδεσμος]
  16. Γκότση Γ. – Προβατά Δ. 2000, 55.
  17. Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine 1999, 354.
  18. Αν και ο Γκαίτε δεν κατατάσσεται παραδοσιακά στους ρομαντικούς ποιητές, εντούτοις έγραψε το συγκεκριμένο ποίημα κατά τη διάρκεια της θητείας του (1770-1785) στο προρομαντικό κίνημα Sturm und Drang.
  19. Γκότση Γ. – Προβατά Δ. 2000, 50.


  • Βελουδής Γ. 1997, Γραμματολογία, Δωδώνη, Αθήνα.
  • Βλαβιανού Αντιγόνη (επιμ.), Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ο αιώνα, Β’ έκδοση, ΕΑΠ, Πάτρα 2008
  • Berlin Ι. 2002, Οι ρίζες του ρομαντισμού, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, Scripta, Αθήνα.
  • Benoit-Dusausoy A. & G. Fontaine (επιμ.) 1999, Ευρωπαϊκά Γράμματα: Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, μτφρ. A. Zήρας κ.ά., τ. Β΄, Σοκόλη, Αθήνα.
  • Γκότση Γ. – Προβατά Δ. 2000, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Δράκου Γ. (επιμ.), «Εισαγωγικό Σημείωμα για το Εξωτικό του Γκαίτε», στο komvos.edu.gr.
  • Furst L. 1974, Ρομαντισμός, μτφρ. Ι. Ράλλη – Κ. Χατζηδήμου, Ερμής, Αθήνα.
  • Löwy, M. - Sayre, R.: Εξέγερση και μελαγχολία. Ο ρομαντισμός στους αντίποδες της νεοτερικότητας. Μετάφρ. Δ. Καββαδία. "Εναλλακτικές Εκδόσεις", Αθ. 1999.