Λευκοπελαργός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λευκοπελαργός
Ενήλικος λευκοπελαργός
Ενήλικος λευκοπελαργός
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Πελαργόμορφα (Ciconiiformes)
Οικογένεια: Πελαργίδες (Ciconiidae)
Γένος: Πελαργός (Ciconia) (Brisson, 1760) F
Είδος: C. ciconia
Διώνυμο
Ciconia ciconia (Πελαργός ο γνήσιος) [1] [iii]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Ciconia ciconia ciconia
Ciconia ciconia asiatica

Ο λευκοπελαργός είναι πελαργόμορφο αποδημητικό πτηνό της οικογενείας των Πελαργιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Ciconia ciconia και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[2][3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Ciconia ciconia ciconia (Linnaeus, 1758).[4]

  • Ο λευκοπελαργός, από τις χαρακτηριστικότερες φιγούρες της ελληνικής ορνιθοπανίδας, έρχεται την άνοιξη για να φωλιάσει, κοσμώντας με την παρουσία του τα χωριά και τις αγροτικές περιοχές, με τη φωλιά του κατασκευασμένη στα υψηλότερα διαθέσιμα σημεία (καμινάδες, καμπαναριά, κ.λ.π) των εδαφών αναπαραγωγής. Έχει συνδεθεί με πλήθος θρύλων και παραδόσεων και αποτελεί ένα από τα πλέον αγαπητά πτηνά των ανθρώπων της υπαίθρου. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, η απώλεια και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων του, η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων και η συνεχής οικοδόμηση κτηρίων με διαφορετικό «προφίλ» από εκείνο των θέσεων φωλιάσματος, έχουν οδηγήσει στη σταδιακή εκτόπισή του από τις κατοικημένες, στις πιο ανοικτές, απομακρυσμένες από τον οικιστικό ιστό περιοχές (βλ. Απειλές, Κατάσταση πληθυσμού). Είναι από τους πιο δεινούς ταξιδευτές μεγάλων αποστάσεων, εκμεταλλευόμενος τα θερμά ανοδικά ρεύματα για τις μεταναστεύσεις του.

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ασπρόμαυρο πτέρωμα με κόκκινο ράμφος και κόκκινους μακρείς ταρσούς

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανοδική ↑ [5]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος ciconia στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικής λέξης πελαργός που, ήδη, καταγράφεται στα συγγράμματα των ποιητών Ορατίου και Οβιδίου.[6] Η λέξη παραπέμπει στο αρχαίο θρακικό φύλο των Κικόνων, οι οποίοι κατοικούσαν, μεταξύ άλλων, κατά μήκος της ακτής από τις εκβολές του ποταμού Έβρου, μέχρι τη Βιστωνίδα,[7] όπου υπήρχαν πολλοί πελαργοί και, οι κάτοικοι τούς αντιμετώπιζαν με πολύ σεβασμό.[8]

Η λατινική λέξη ciconia «πέρασε» και στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές ρομανικές γλώσσες: cigüeña (ισπ.), cigogne (γαλλ.), cicogna (ιταλ.), cegonha (πορτογ.), κ.ο.κ. Παράλληλα, στις ινδοευρωπαϊκές σαξονικές γλώσσες διαδόθηκε ο, αγγλικής προέλευσης, όρος stork < storc (αρχ. αγγλ.), ο οποίος εμφανίζεται στο «Γλωσσάριο της Ερφούρτης» του 10ου αιώνα. Ωστόσο, η ρίζα αυτής της λέξης είναι γερμανική, εκ του sturko-z > storah > storc,[9] εξ ου και stork (αγγλ., δαν., σουηδ.), Storch (γερμ.), κ.ο.κ.

Για την ελληνική ονομασία του πτηνού, πελαργός, υπάρχουν τρεις εκδοχές:

  1. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η λέξη ανάγεται στον αμάρτυρο τύπο πελαF-αργός < πελλός/πελός «αυτός που έχει φαιό, μολυβί ή μελανό χρώμα» (παρβλ. πελιδνός) + -αργός «λευκός, λαμπρός, στιλπνός», όροι που παραπέμπουν στο χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο πτέρωμα του πτηνού.
  2. Ο όρος συνδέεται με την, ινδοευρωπαϊκής ρίζας, λιθουανική λέξη palvas «υπόξανθος, με το χρώμα της φωτιάς», που προέρχεται από τον αμάρτυρο τύπο πελαF-ός.
  3. Λιγότερο πιθανή θεωρείται η προέλευση από το συνθετικό -πελας του όρου ερυσί-πελας, «η δερματική ασθένεια ανεμοπύρωμα», από τη στενή επαφή που οι πελαργοί περιβάλλουν τα πιο ηλικιωμένα άτομα της ομάδας.

(Πηγή εκδοχών: [10])

Συστηματική Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο ως Ardea ciconia (Σουηδία, 1758).[11] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, από τον Γάλλο φυσιοδίφη και ζωολόγο Ματουρέν Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723-1806) το 1760.[12][13] Απολίθωμα του γένους Ciconia, κάποιο περιφερικό τμήμα του βραχιονίου οστού, έχει ανακτηθεί από στρώματα του Μειόκαινου, στο νησί Ρουσίνγκα της λίμνης Βικτόρια, στην Κένυα, ηλικίας 24-6 εκατ. ετών. Στρώματα από το Μέσο Μειόκαινο στο νησί Μαμπόκο της ίδιας λίμνης, έδωσαν περαιτέρω απολιθώματα.[14]

Στενότερος, φυλογενετικά, συγγενής του λευκοπελαργού είναι το μεγαλύτερο, με μαύρο ράμφος, είδος Ciconia boyciana της ανατολικής Ασίας, το οποίο είχε προηγουμένως ταξινομηθεί ως υποείδος του λευκοπελαργού, καθώς και το C. maguari της Νότιας Αμερικής. Οι στενές εξελικτικές σχέσεις εντός του γένους στηρίζονται σε ομοιότητες ηθολογικής συμπεριφοράς και, βιοχημικά, μέσω της ανάλυσης γονιδιακών αλληλουχιών μιτοχονδριακού κυτοχρώματος b και υβριδισμού DNA-DNA (τεχνική μέτρησης του βαθμού γονιδιακής ομοιότητας μεταξύ δεξαμενών ακολουθιών DNA).[15]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεωγραφική κατανομή του είδους Ciconia ciconia Πράσινο = καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = περιοχές διαχείμασης, Κόκκινο = μεταναστευτικές οδοί

Ο λευκοπελαργός είναι είδος του Παλαιού Κόσμου -ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στην Αφρική-, όπου απαντά ως μεταναστευτικό πτηνό.

Στην Ευρώπη, εξαπλώνεται από τις ακτές του Ατλαντικού και την περιοχή της Μάγχης στα δυτικά-βορειοδυτικά και, χωρίς να «μπαίνει» στα βρετανικά νησιά, φθάνει βόρεια μέχρι τη Δανία και τη Ν. Σουηδία και, ανατολικά, μέχρι τις περιοχές της Ρωσίας πέριξ των Βαλτικών χωρών, και της Ουκρανίας στις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Το νότιο ευρωπαϊκό όριο είναι η Μεσόγειος (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, νησιά κ.ο.κ).

Η Αφρική αποτελεί πολύ σημαντική επικράτεια διαχείμασης του λευκοπελαργού και είναι η ήπειρος στην οποία μεταναστεύει η συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών κατά την περίοδο του χειμώνα –του Β. ημισφαιρίου. Οι περιοχές αυτές καλύπτουν τα 2/3 περίπου της ηπείρου, από τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά και, διά μέσου όλης της υποσαχάριας Αφρικής, μέχρι τις όχθες του Νείλου και τις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας στα ανατολικά, ενώ καλύπτονται όλες οι χώρες της Κ. και Ν. Αφρικής, μέχρι την απώτατη Νότια Αφρική, όπου υπάρχουν και κάποιοι επιδημητικοί πληθυσμοί. Οι μόνες περιοχές όπου, δεν φαίνεται να υπάρχουν διαχειμάζοντες πληθυσμοί είναι τα πυκνά δάση βροχής της ΔΚ. ηπείρου, μέχρι και την Ανγκόλα στα νοτιοδυτικά.

Στην Ασία, το είδος έχει σχετικά μικρή και κερματισμένη εξάπλωση, από τη Μικρά Ασία στα δυτικά, φθάνοντας μέχρι τη Β. Μέση Ανατολή και το Ιράν στα ανατολικά. Κατόπιν, το πτηνό επανεμφανίζεται στα υψίπεδα του Ν. Καζακστάν και των χωρών της Οροσειράς των Αλτάι με μικρούς θύλακες στη Δ. Κίνα, που αποτελούν και το ανατολικό όριο του φάσματος κατανομής. Αυτοί οι ανατολικοί πληθυσμοί αποδημούν νότια., προς τις νότιες παρυφές των Ιμαλαΐων και τις ακτές της Ινδίας, σχεδόν καθ’ όλο το μήκος τους, όπου διαχειμάζουν (βλ. και Κατάσταση πληθυσμού).[16]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Ciconia ciconia asiatica Κ. Ασία (Τουρκεστάν), κυρίως μεταξύ Αράλης και Σινκιάνγκ της Δ. Κίνας[17][18] Ινδία Είναι το κεντρασιατικό υποείδος, ελαφρά μεγαλύτερο σε μέγεθος από το 2.
2 Ciconia ciconia ciconia Πληθυσμός Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Β Αφρικής (1) και πληθυσμός Ν Αφρικής (2) Ο πληθυσμός (1) προς Α και Ν Αφρική, ο πληθυσμός (2) προς Α Αφρική Είναι το ευρωαφρικανικό υποείδος, με επέκταση στη Δ. Ασία

Πηγές: [19][20] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λευκοπελαργός είναι αυστηρά μεταναστευτικό είδος, με τη συντριπτική πλειονότητα των πληθυσμών του να πραγματοποιεί μακρινά ταξίδια, από και προς τα εδάφη αναπαραγωγής. Ελάχιστοι θύλακες στο φάσμα κατανομής του αποτελούν περιοχές, όπου παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ως επιδημητικό πτηνό. Αυτές βρίσκονται στο απώτατο νότιο τμήμα της Νότιας Αφρικής, στο Β. Μαρόκο, τη Β. Αλγερία και την Α. Σικελία, στις ακτές της Ιβηρικής κοντά στο πέρασμα του Γιβραλτάρ, καθώς και σε κάποιους πολύ μικρούς διάσπαρτους θύλακες της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Συστηματική έρευνα για τη μετανάστευση των λευκοπελαργών άρχισε από τον Γερμανό ορνιθολόγο Γ. Τίνεμαν (Johannes Thienemann, 1863-1938), ο οποίος ξεκίνησε δακτυλιώσεις το 1906, στην -τότε- Ανατολική Πρωσία. Κατά την περίοδο από το 1906 μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δακτυλιώθηκαν πάνω από 100.000 λευκοπελαργοί, κυρίως νεαρά άτομα, με 2.000 περίπου «ανακτήσεις», μεταξύ 1908-1954.[21] Γενικά, ο λευκοπελαργός είναι από τα καλύτερα μελετημένα, ως προς τις μεταναστευτική τους συμπεριφορά, πτηνά.[22]

Ο λευκοπελαργός αποτελεί μεταναστευτικό πτηνό μεγάλων αποστάσεων που ταξιδεύει με τη βοήθεια των θερμικών ανοδικών ρευμάτων, η παρουσία ή η απουσία των οποίων καθορίζει τις μεταναστευτικές διαδρομές του είδους.[23]. Για παράδειγμα, τα σμήνη πρέπει να αποφύγουν τις μεγάλες εκτάσεις ανοικτού νερού, όπως είναι η Μεσόγειος Θάλασσα και ως εκ τούτου, πρέπει να την παρακάμψουν σε στενά μέτωπα από τα δυτικά ή από τα ανατολικά.[24][25] Συγκεκριμένα, είτε ακολουθούν ανατολική διαδρομή με το πέρασμα του Βοσπόρου προς την Τουρκία και το Λεβάντε και, στη συνέχεια, παρακάμπτουν τη Σαχάρα, ακολουθώντας την κοιλάδα του Νείλου προς τα νότια, είτε ακολουθούν δυτική διαδρομή πάνω από το Γιβραλτάρ. [26] Αυτοί οι «διάδρομοι» μεγιστοποιούν τη βοήθεια από τα θερμικά ρεύματα και, ως εκ τούτου, γίνεται εξοικονόμηση ενέργειας (βλ. Ενεργειακή εξοικονόμηση).[27][28] Η ανατολική διαδρομή είναι, μακράν, η πιο σημαντική με 530.000 άτομα να τη χρησιμοποιούν ετησίως, καθιστώντας το είδος τον δεύτερο σε συχνότητα «μετανάστη», που χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο «διάδρομο», μετά τον σφηκιάρη. Η ανατολική διαδρομή είναι δύο φορές μεγαλύτερη σε απόσταση από τη δυτική, αλλά οι λευκοπελαργοί κάνουν τον ίδιο χρόνο για να φθάσουν στις περιοχές διαχείμασης.[29]

Οι νεαροί λευκοπελαργοί ακολουθούν την πρώτη αποδημία τους προς νότον, από κληρονομικό ένστικτο, αλλά, εάν παρεκκλίνουν από αυτόν τον «άξονα» λόγω καιρικών συνθηκών, δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν και, μπορεί να καταλήξουν σε νέα τοποθεσία διαχείμασης. Αντίθετα, οι ενήλικες μπορούν να αντιπαρέλθουν τους ισχυρούς ανέμους και να ρυθμίσουν την κατεύθυνση τους για να φθάσουν στα «κανονικά» εδάφη διαχείμασης, επειδή είναι εξοικειωμένοι με αυτές τις περιοχές. Για τον ίδιο λόγο, όλοι οι εαρινοί «μετανάστες», ακόμα και εκείνοι που προέρχονται από «αλλαγμένες» θέσεις διαχείμασης, μπορούν να βρουν το δρόμο τους πίσω στους παραδοσιακούς τόπους αναπαραγωγής.[30] Ένα πείραμα με νεαρά πτηνά που εκτράφηκαν σε αιχμαλωσία στο Καλίνινγκραντ και απελευθερώθηκαν χωρίς κάποιο άγριο ενήλικο άτομο για «οδηγό», κατευθύνθηκαν από ένστικτο νότια, αν και η διασπορά τους ήταν μεγάλη.[31]

Ο κύριος όγκος των πληθυσμών αναχωρεί από τα ευρωπαϊκά εδάφη αναπαραγωγής τον Αύγουστο[32] κατά μεγάλα σμήνη,[33][34] αρκετές φορές από πολλές χιλιάδες άτομα,[35] που καταφθάνουν στην Αφρική από τις αρχές Οκτωβρίου και μετά,[36] μετά από ταξίδι 25 ημερών, περίπου. Εκεί, περνούν το χειμώνα στη σαβάνα, από την Κένυα και την Ουγκάντα, νότια μέχρι την επαρχία Κέιπ στη Νότια Αφρική.[37] Σε αυτές τις περιοχές συναθροίζονται κατά μεγάλα σμήνη, τα οποία μπορεί να υπερβαίνουν τα 1.000 άτομα.[38] Μερικοί πληθυσμοί αποκλίνουν, φθάνοντας στο δυτικό Σουδάν, στο Τσαντ, ακόμη και στη Νιγηρία.[39]

Οι λευκοπελαργοί ταξιδεύουν κατά πολύ μεγάλα σμήνη

Την άνοιξη, τα πουλιά επιστρέφουν βόρεια και καταγράφονται στο Σουδάν και την Αίγυπτο από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο.[40] Καταφθάνουν στην Ευρώπη στα τέλη Μαρτίου και τον Απρίλιο,[41] μετά από ταξίδι 49 ημερών, κατά μέσον όρο. Η φθινοπωρινή αποδημία διαρκεί λιγότερο επειδή οι άνεμοι είναι ούριοι, ενώ η έλλειψη τροφίμων και νερού, καθ 'οδόν, αναγκάζει τα πουλιά να μειώνουν τις στάσεις τους και να αυξήσουν τη μέση ταχύτητά τους. [42]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισλανδία, την Γκάμπια, τη Σιέρα Λεόνε και τις Σεϋχέλλες, ακόμη και από Τριστάν ντα Κούνια στον Ν. Ατλαντικό και την Αντίγκουα και Μπαρμπούντα στην Καραϊβική.[43]

Στην Ελλάδα, ο λευκοπελαργός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, δηλαδή όλοι οι πληθυσμοί φεύγουν το φθινόπωρο για την Αφρική, για να επανέλθουν την άνοιξη στη χώρα και να φωλιάσουν.[44][45] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιο διαβατικό πτηνό,[46] ενώ από την Κύπρο ως κοινός διαβατικός επισκέπτης.[47] Έρχονται από την Αφρική τον Μάρτιο, αν και καταγράφονται μεμονωμένα άτομα, ήδη από τον Φεβρουάριο. Αναχωρούν για τα εδάφη διαχείμασης από τα μέσα Αυγούστου μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, χωρίς να είναι γνωστή η διαδρομή που ακολουθούν οι πληθυσμοί της Κ. Ελλάδας (βλ. Μεταναστευτικές οδοί). Ελάχιστα άτομα, παραμένουν για διαχείμαση στην ελληνική επικράτεια.[48]

Ενεργειακή εξοικονόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λευκοπελαργοί βασίζονται στα ανοδικά θερμικά ρεύματα για να πετούν σε μεγάλα ύψη και να καλύπτουν τις μεγάλες αποστάσεις για την ετήσια μετανάστευσή τους ανάμεσα στην Ευρώπη και την υποσαχάρια Αφρική. Προφανώς, η συντομότερη διαδρομή θα έπρεπε να είναι η ευθεία γραμμή πάνω από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Ωστόσο, δεδομένου ότι θερμικά ρεύματα δεν σχηματίζονται πάνω από το νερό, ακολουθούν παράκαμψη (ανατολικά ή δυτικά, βλ. Μεταναστευτική συμπεριφορά) έτσι, ώστε να καλύψουν μεγαλύτερη αλλά πιο «ανέξοδη» ενεργειακά απόσταση.[49]

  • Έχει υπολογιστεί ότι η πτήση με φτεροκοπήματα απαιτεί 23 (!) φορές περισσότερο ενεργειακό απόθεμα -σε λίπος- από ό, τι η πτήση μέσω θερμικών ρευμάτων, για δεδομένη απόσταση.[50]

Τα σμήνη κινούνται σπειροειδώς ανοδικά μέχρις ότου φθάσουν σε ένα «κατώφλι» 1.200-1.500 μ. από την επιφάνεια του εδάφους. Ωστόσο, σμήνος στο Δ. Σουδάν καταγράφηκε να ταξιδεύει στα 3.300 μ.[51]

Βέβαια, περιστασιακές πτήσεις πάνω από το νερό δεν είναι απαγορευτικές. Ένα νεαρό άτομο που δακτυλιώθηκε στη φωλιά του στη Δανία, εμφανίστηκε στη συνέχεια στην Αγγλία, όπου παρέμεινε μερικές ημέρες πριν συνεχίσει το ταξίδι του. Αργότερα, πέταξε πάνω από το νησί St. Mary, των Scilly, και έφτασε σε κακή κατάσταση στη Μαδέρα τρεις ημέρες αργότερα. Αυτό το νησί απέχει 500 χιλιόμετρα δυτικά από την Αφρική, και δύο φορές πιο μακριά από την ηπειρωτική Ευρώπη.[52]

Η μετανάστευση μέσα από τη Μέση Ανατολή μπορεί να παρεμποδίζεται από τους «κακόφημους» ανέμους χαμσίν (Khamsin), ξηρούς θυελλώδεις ανέμους παντελώς ακατάλληλους για πτήσεις. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα σμήνη των λευκοπελαργών αναγκάζονται να παραμείνουν στο έδαφος.[53]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χαρακτηριστικά ενδιαιτήματα των λευκοπελαργών

Αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος αναπαράγεται σε ανοικτές εκτάσεις με νερό, αποφεύγοντας γενικά τις περιοχές με επίμονο κρύο και υγρό καιρό ή εκείνες με υψηλή, πυκνή βλάστηση ή δάση.[54][55] Για παράδειγμα, μετά το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ, οι εκεί πληθυσμοί των λευκοπελαργών μειώθηκαν αισθητά λόγω της αλλαγής των εκτάσεων, από καλλιεργήσιμες σε υψηλές θαμνώδεις.[56] Συχνάζει σε ρηχά έλη, όχθες λιμνών,[57][58] λιμνοθάλασσες,[59] πλημμυρισμένες εκτάσεις, ορυζώνες και καλλιεργήσιμη γη,[60] ιδίως όταν υπάρχουν διάσπαρτα δέντρα για να κουρνιάζει.[61]

Μη αναπαραγωγική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα το είδος δείχνει προτίμηση για ξηρότερα ενδιαιτήματα[62] όπως, λιβάδια, στέπες, σαβάνες και καλλιεργούμενα χωράφια,[63] πάλι όμως συναθροίζεται κοντά σε λίμνες,[64] ταμιευτήρες νερού, χαντάκια[65] ή ποτάμια.[66] Στην Ελλάδα, ο λευκοπελαργός απαντά σε αγρούς, καλλιεργούμενες εκτάσεις και τενάγη.[67] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λευκοπελαργός ανήκει στα μεγάλα πτηνά, με το μέγεθός του να υπερτονίζεται από τις μακριές ταρσοκνήμες, το μακρύ, μυτερό ράμφος και τον μακρύ λαιμό. Το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο πτέρωμά του τον κάνει να ξεχωρίζει από μακριά. Συγκεκριμένα, το σύνολο του πτερώματος τόσο στην άνω, όσο και στην κάτω επιφάνεια του σώματος είναι λευκό, εκτός από τα ερετικά φτερά (πρωτεύοντα, δευτερεύοντα, τριτεύοντα) που είναι μαύρα. Ωστόσο τα σύστοιχα καλυπτήρια φτερά είναι λευκά με μαύρες άκρες. Το ουροπύγιο και τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι λευκά και στις δύο επιφάνειες.

Τα φτερά του στήθους είναι μακριά και «δασύτριχα» (shaggy) σχηματίζοντας ένα είδος περιλαιμίου που χρησιμοποιείται σε ορισμένες επιδείξεις φλερταρίσματος. Οι ίριδες έχουν χρώμα θαμπό καφέ ή γκρίζο, ενώ το δέρμα της περιοφθαλμικής περιοχής είναι μαύρο. Οι ενήλικες έχουν ταρσοκνήμες και πόδια φωτεινού κόκκινου χρώματος, το ίδιο με το μακρύ, οξύληκτο ράμφος. Ο χρωματισμός αυτός προέρχεται από την παρουσία αφθόνων καροτενοειδών στη δίαιτα του πτηνού. Ειδικά, σε ορισμένα μέρη της Ισπανίας, οι μελέτες έχουν δείξει ότι η κύρια χρωστική είναι το κετο-καροτενοειδές ασταξανθίνη που λαμβάνεται από ένα εισαγόμενο είδος καραβίδας, το Procambarus clarkii, και το φωτεινό κόκκινο ράμφος εμφανίζεται ακόμη και στους νεοσσούς, σε αντίθεση με εκείνους άλλων περιοχών.

Τα φύλα είναι παρόμοια, τα δε νεαρά άτομα αρχίζουν να αποκτούν το πτέρωμα των γονιών τους ήδη από τότε που πτερώνονται (fledge), αν και το μαύρο χρώμα στις πτέρυγες εμπεριέχει και λίγο καφετί. Επίσης, τα πόδια και το ράμφος δεν είναι φωτεινά κόκκινα, αλλά περισσότερο πορτοκαλί ή καφετί, ενώ το ράμφος φέρει και σκοτεινόχρωμο άκρο. Το ερχόμενο καλοκαίρι, το ράμφος γίνεται κατακόκκινο όπως των ενηλίκων, αλλά μερικά άτομα διατηρούν το σκοτεινόχρωμο άκρο για λίγο ακόμη. Το πτέρωμα των ενηλίκων αποκτάται ολοκληρωτικά μετά το 2ο καλοκαίρι.

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (95-) 102 έως 110 (-115) εκατοστά
  • Ύψος μέχρι τον ώμο: 100 έως 125 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (155-) 168 έως 215 (-218) εκατοστά
  • Βάρος: (2,3-) 3 έως 3,5 (-4,5) κιλά

(Πηγές: [68][69][70][71][72][73][74][75][76][77][78][79])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λευκοπελαργοί είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα πτηνά με ευέλικτο «διαιτολόγιο» που ποικίλλει ανάλογα με την εποχή, την εντοπιότητα και βασίζεται πολύ στα εκάστοτε διαθέσιμα θηράματα (opportunistic feeders).[80] Συλλαμβάνουν μικρά θηλαστικά[81] όπως νεροπόντικες, χωραφοπόντικες, οικιακά ποντίκια, μυγαλές, νεαρούς αρουραίους,[82] μεγάλα έντομα (π.χ. σκαθάρια, ακρίδες και τριζόνια), ενήλικα και νεαρά αμφίβια, φίδια, σαύρες, σκουλήκια, ψάρια,[83], σκορπιούς αλλά και τα αυγά και τους νεοσσούς των πουλιών που φωλιάζουν στο έδαφος, μαλάκια και καρκινοειδή.[84]

Ενήλικος λευκοπελαργός

Από τα αμφίβια, μεγάλη προτίμηση έχουν στα κοινά βατράχια (Pelophylax kl. esculentus, Rana temporaria). Καταπίνουν ολόκληρη τη λεία, εάν είναι μικρή σε μέγεθος, ενώ τα μεγαλύτερα θηράματα κατατεμαχίζονται πριν καταναλωθούν.[85]

  • Πολλές φορές, απορρίμματα με κυκλική διατομή, όπως στρογγυλά λαστιχάκια, καταναλώνονται επειδή εκλαμβάνονται ως γεωσκώληκες, που περιστασιακά αποβαίνουν θανατηφόρα για το πτηνό, επειδή προκαλούν απόφραξη του πεπτικού σωλήνα.[86]

Οι λευκοπελαργοί αναζητούν την τροφή τους μεμονωμένα, είτε σε μικρές ομάδες των 10-50 ατόμων (Hockey et al), ή κατά μεγάλα σμήνη εάν η λεία είναι άφθονη, ενώ στους τόπους διαχείμασης μπορεί να συγκεντρωθούν σε μεγάλους αριθμούς (εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα) σε περιοχές με άφθονες πηγές τροφής (π.χ. σε σμήνη ακρίδων ή άλλων εντόμων που διαφεύγουν μετά από πυρκαγιές).[87] Συνήθως, τρέφονται κατά τη διάρκεια της ημέρας[88] και φωλιάζουν ομαδικά τη νύχτα στα δέντρα.[89]

Τα πουλιά που επιστρέφουν στη Λετονία κατά τη διάρκεια της άνοιξης, έχει αποδειχθεί ότι εντοπίζουν το θήραμά τους, τα βατράχια Rana arvalis, από τα δυνατά κροάσματα που βγάζουν τα αρσενικά, όταν καλούν τα θηλυκά.[90] Σε ορισμένα μέρη της Πολωνίας, τα πτωχά σε τροφικά αποθέματα ενδιαιτήματα έχουν αναγκάσει τα πουλιά να αναζητούν τροφή σε χωματερές, μετά το 1999.[91] Λευκοπελαργοί έχουν, επίσης, καταγραφεί σε χωματερές στη Μέση Ανατολή, τη Β. και τη Ν. Αφρική.[92]

Η διατροφή των πουλιών στα εδάφη διαχείμασης είναι παρόμοια με εκείνη των πτηνών αναπαραγωγής, αλλά τα θηράματα συλλαμβάνονται από πιο ξηρές περιοχές.[93] Οι λευκοπελαργοί που διαχειμάζουν στη Δ. Ινδία έχουν παρατηρηθεί να ακολουθούν τις -φημισμένες για την ταχύτητά τους- αντιλόπες μπλάκμπακ (Antilope cervicapra) για να συλλάβουν τα έντομα που παρενοχλούνται από αυτές και πετούν ανεξέλεγκτα.[94]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λευκοπελαργοί είναι αγελαία πτηνά, σχηματίζοντας σμήνη ακόμη και χιλιάδων ατόμων κατά τις μεταναστεύσεις, και στις περιοχές διαχείμασης στην Αφρική. Τα πουλιά που δεν φωλιάζουν συγκεντρώνονται σε ομάδες των 40 ή 50 ατόμων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής.[95] Τα ζευγάρια αναπαραγωγής συγκεντρώνονται σε μικρές ομάδες για να κυνηγήσουν, ενώ έχουν καταγραφεί να φωλιάζουν αποικιακά σε ορισμένες περιοχές.[96] Ωστόσο, οι ομάδες μεταξύ των λευκοπελαργών ποικίλλουν ευρέως σε μέγεθος και η κοινωνική δομή ορίζεται χαλαρά. Τα νεαρά άτομα που πρόκειται να ζευγαρώσουν, συχνά περιορίζονται σε περιφερειακές φωλιές, ενώ τα ενήλικα, μεγαλύτερα άτομα σημειώνουν υψηλότερο ποσοστό αναπαραγωγικής επιτυχίας, καταλαμβάνοντας τις καλύτερες φωλιές στο κέντρο των αποικιών αναπαραγωγής.[97]

Η κοινωνική δομή και η συνοχή της ομάδας διατηρείται από «αλτρουιστικές» συμπεριφορές, όπως ο αλληλοκαθαρισμός του πτερώματος (allopreening), αν και οι λευκοπελαργοί εμφανίζουν αυτή τη συμπεριφορά αποκλειστικά και μόνο στη θέση φωλιάσματος. Πουλιά που στέκονται όρθια, «καθαρίζουν» το πτέρωμα του κεφαλιού των καθιστών πουλιών, συνήθως γονείς προς νεαρά άτομα αν και, μερικές φορές, τα νεαρά περιποιούνται το ένα το άλλο.[98] Σε αντίθεση με άλλους πελαργούς, οι λευκοπελαργοί δεν υιοθετούν ύπτια στάση του σώματος με ανοιγμένες τις πτέρυγες, αν και είναι γνωστό ότι τις κρατάνε σε κάποια απόσταση από το σώμα τους, με τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά να «δείχνουν» προς τα κάτω, όταν έχουν βραχεί.[99]

Οι λευκοπελαργοί βαδίζουν με αργό και σίγουρο βηματισμό, έχοντας τον λαιμό τεντωμένο προς τα πάνω. Ωστόσο, όταν κάθονται ή κουρνιάζουν τοποθετούν το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους.[100] Συνήθως, τρέφονται κατά τη διάρκεια της ημέρας[101] και φωλιάζουν ομαδικά τη νύχτα πάνω σε δένδρα.[102] Πολύ συχνά, μπορεί να ξεκουράζονται στηριζόμενοι μόνο στο ένα τους πόδι.

Η έκδυση (moulting) δεν έχει μελετηθεί εκτενώς, αλλά φαίνεται να πραγματοποιείται όλο το χρόνο, με τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά να αντικαθίστανται κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής.[103]

  • Όπως και οι γύπες του Νέου Κόσμου, ο λευκοπελαργός εμφανίζει το φαινόμενο που αποκαλείται ουροΰδρωσις (urohydrosis): συχνά ουρεί και αφοδεύει επάνω στους ταρσούς και τα πόδια του, των οποίων οι φολίδες δημιουργούν με την «κεραμιδοειδή» δομή τους, μηχανισμό ψύξης μέσω εξάτμισης (evaporation).[104][105] Μάλιστα, αυτή η συνήθεια δημιουργεί προβλήματα σε αρκετά δακτυλιωμένα άτομα, επειδή τα περιττώματα συσσωρεύονται στο κενό μεταξύ δακτυλίου και ποδιού και μπορεί να προκαλέσουν τραύμα.[106]

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο λευκοπελαργός πετάει με τον λαιμό τεντωμένο και τα πόδια πολύ πίσω από την ουρά

Όπως και στους άλλους πελαργούς, οι πτέρυγες των λευκοπελαργών είναι μακριές και πλατιές, βοηθώντας τα πουλιά να αποκτούν μεγάλο ύψος όταν πετούν, εκμεταλλευόμενα και τα ανοδικά θερμικά ρεύματα, όπου είναι εφικτό. Τα φτεροκοπήματα είναι αργά και ρυθμικά. Ο λαιμός τους διατηρείται ευθύς και τεντωμένος προς τα εμπρός, ενώ τα μακριά πόδια εκτείνονται πολύ πιο πίσω από την άκρη της ουράς. Αυτά τα χαρακτηριστικά διαφοροποιούν τον λευκοπελαργό από τους πελεκάνους και τους ερωδιούς, οι οποίοι πετούν με τον λαιμό τους σε σχήμα S. Οι λευκοπελαργοί γυροπετούν (soar) σε χαλαρά δομημένα σμήνη, αλλά κατά τα μεγάλα μεταναστευτικά ταξίδια, σε V σχηματισμό, δηλαδή ένα άτομο αναλαμβάνει να οδηγήσει και το σμήνος ακολουθεί σε σχήμα σφήνας.[107]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στάση του λευκοπελαργού όταν κροταλίζει το ράμφος του

Ο λευκοπελαργός είναι γενικά σιωπηλός, αν και κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου αρθρώνει κάποιους ήχους που μοιάζουν με «βήχα» (coughing), καθώς και συριγμούς (hissings).[108]

  • Ο πιο χαρακτηριστικός ήχος που ακούγεται στη φωλιά του λευκοπελαργού είναι το δυνατό κροτάλισμα του ράμφους (bill clattering) που μοιάζει αρκετά με το «τυμπάνισμα» (drumming) του δρυοκολάπτη. Κάποιοι παρατηρητές παρομοιάζουν τον συγκεκριμένο ήχο με «ριπή πολυβόλου» (sic). Ο ήχος ενισχύεται από τον οισοφαγικό σάκο του πτηνού και «χρησιμοποιείται» σε ποικιλία κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, οπότε μπορεί να είναι σύντομος ή να διαρκεί αρκετά. Συνήθως αρθρώνεται με χαρακτηριστική κίνηση του κεφαλιού προς τα πίσω και τοποθέτηση του λαιμού σε σχήμα U. Ακούγεται τόσο από τα ενήλικα όσο και από τα νεαρά άτομα.[109]
  • Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λευκοπελαργοί ωριμάζουν σεξουαλικά, όταν είναι περίπου 4 ετών, αν και έχουν καταγραφεί ακραίες περιπτώσεις στα 2 ή στα 7 χρόνια.[110] Αναπαράγονται από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο, στην Παλαιοαρκτική ζώνη, ενώ ο μικρός πληθυσμός αναπαραγωγής στη Νότια Αφρική, φωλιάζει από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Νοέμβριο.[111] Στις θέσεις φωλιάσματος καταφθάνουν πρώτα τα αρσενικά. Παρόλο που οι λευκοπελαργοί είναι μονογαμικά πτηνά, πολλές αλλαγές συντρόφων μπορεί να προηγηθούν σε κάποια αναπαραγωγική περίοδο και, μόνον όταν οριστικοποιηθεί η σχέση του ζευγαριού, αρχίζει η διαδικασία φωλιάσματος.[112]

Φωλιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χαρακτηριστική ογκώδης φωλιά του λευκοπελαργού, κατασκευάζεται συχνά μέσα στον οικιστικό ιστό

Στα εδάφη όπου αναπαράγεται (βλ. Βιότοπος), ο λευκοπελαργός φωλιάζει σε θέσεις όπου κοντά υπάρχει νερό, ακόμη και όταν είναι μέσα στον οικιστικό ιστό, είτε μοναχικά,[113][114] είτε κατά αποικίες, μέχρι 30 ζευγάρια.[115] Η φωλιά κατασκευάζεται σε πολύ υψηλά σημεία, συνήθως τα ψηλότερα στην περιοχή, συνήθως στην κορυφή ενός δένδρου, μέχρι και 30 μ. από το έδαφος.[116] Επίσης, μπορεί να φωλιάζει σε αχυρώνες, τεχνητές πλατφόρμες αλλά και σε ορθοπλαγιές. Πολύ πιο σπάνια φωλιάζει στο έδαφος, ανάμεσα στα βούρλα.[117] Οι θέσεις φωλιάσματος βρίσκονται κοντά στις περιοχές αναζήτησης τροφής, αν και μερικές φορές είναι 2-3 χλμ. μακριά.[118]

  • Ο λευκοπελαργός φημίζεται για την προτίμησή του στις ανθρώπινες κατασκευές και, στα χωριά ή στις επαρχιακές πόλεις, φτιάχνει τη φωλιά του στα υψηλότερα σημεία κάθε λογής κτηρίων, κυρίως όμως σε καμπαναριά ή τρούλους εκκλησιών, σε καμινάδες, πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, στέγες σπιτιών, κ.ο.κ.[119] Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η καλή του «σχέση» με τους ανθρώπους που κατοικούν εκεί, που, στις περισσότερες περιπτώσεις, ισχύει.

Η φωλιά είναι μια ογκώδης κατασκευή από χοντρά κλαδιά, στα οποία ενσωματώνονται λεπτότερα κλαδάκια και χώμα, για συμπαγέστερη συνοχή. Το εσωτερικό επιστρώνεται από κάθε λογής διαθέσιμο υλικό, τρίχες, φτερά, μαλλί, γρασίδι, ακόμη και σκουπίδια. Τα υλικά μεταφέρονται και από τα δύο φύλα, αλλά τις περισσότερες φορές, το αρσενικό μεταφέρει και το θηλυκό κατασκευάζει.[120] Οι συνήθεις διαστάσεις μιας τυπικής φωλιάς είναι 1-2 μ. σε βάθος, 0.8-1,5 μ. σε διάμετρο, ενώ το βάρος της κυμαίνεται από 60-250 κιλά.[121]

Η φωλιά επαναχρησιμοποιείται για πολλά χρόνια και, εάν δεν καταστραφεί από κάποια αιτία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άλλες γενιές λευκοπελαργών, ή και από άλλα είδη πτηνών. Αναφέρονται φωλιές που ήσαν σε χρήση μέχρι και 100 (!) χρόνια,[122][123] ενώ στην ίδια φωλιά μπορεί να ωοτοκούν σπουργίτια, ψαρόνια, βραχοκιρκίνεζα, κάργιες, χαλκοκουρούνες και άλλα πτηνά. [124] Ο κύριος λόγος για τη μη-επαναχρησιμοποίηση κάποιας φωλιάς είναι η αλλαγή συντρόφου ή/και η αποτυχία της προσπάθειας αναπαραγωγής του έτους που προηγήθηκε.[125]

Ωοτοκία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γέννα παραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος και αποτελείται από (1-) 3 έως 5 (-7) αβγά, λευκά ή κιτρινωπά (λόγω κάποιας επικάλυψης γλουτενοειδούς υφής), διαστάσεων 73,2 Χ 51,8 χιλιοστών[126] και βάρους 96-129 γραμμαρίων,[127] κατά μέσον όρο. Τα αβγά εναποτίθενται ανά δύο ή περισσότερες ημέρες και η επώαση αρχίζει με την εναπόθεση του 1ου ή του 2ου αβγού. Πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους, με το θηλυκό να επωάζει κυρίως τις νύχτες, και διαρκεί 29-30 ημέρες.[128] Η θερμοκρασία και οι καιρικές συνθήκες κατά την περίοδο της επώασης, την άνοιξη, είναι σημαντικά στοιχεία. Οι χαμηλές θερμοκρασίες και η αυξημένη υγρασία αυξάνουν τη θνητότητα των νεοσσών και μειώνουν τα ποσοστά αναπαραγωγικής επιτυχίας.[129] Κάπως απρόσμενα, μελέτες έχουν δείξει ότι οι νεοσσοί που εκκολάπτονται πιο μετά, όταν φτάσουν στην ενηλικίωση παράγουν περισσότερους νεοσσούς από ό, τι εκείνοι που εκκολάπτονται νωρίτερα.[130]

Νεαρός λευκοπελαργός κατά την αναζήτηση της τροφής του

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και καλύπτονται από λεπτό, άσπρο χνούδι. Το σωματικό βάρος τους αυξάνεται ταχέως κατά τις πρώτες λίγες εβδομάδες και φθάνει σε ένα όριο, περίπου στα 3,4 κιλά, σε 45 ημέρες. Το μήκος του ράμφους αυξάνεται γραμμικά για περίπου 50 ημέρες.[131] Σιτίζονται με γαιοσκώληκες και έντομα, τα οποία εμέσσονται από τους γονείς στο δάπεδο της φωλιάς. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία νεοσσοί παίρνουν τροφή απ’ ευθείας από το ράμφος των γονιών τους.[132]. Επιτηρούνται και από τους δύο γονείς και πτερώνονται στις 53-55 ημέρες,[133] ενώ σιτίζονται για 2 εβδομάδες, επί πλέον.[134]

  • Πολλές φορές, οι γονείς μεταφέρουν υγρά βρύα στο ράμφος τους και τα συμπιέζουν έτσι, ώστε να στάζει νερό μέσα στο στόμα των νεοσσών.

Επειδή, η επώαση αρχίζει ενόσω δεν έχει ολοκληρωθεί η ωοτοκία, ο πρώτος νεοσσός έχει, συνήθως, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των επομένων. Ωστόσο, παρόλο που οι ισχυρότεροι νεοσσοί δεν είναι επιθετικοί προς τα ασθενέστερα αδέλφια τους, όπως συμβαίνει σε ορισμένα είδη, οι αδύναμοι ή μικροί σε μέγεθος νεοσσοί, μερικές φορές θανατώνονται από τους ίδιους τους γονείς τους.[135][136] Αυτή η συμπεριφορά, παρόλο που δεν παρατηρείται συχνά, παρουσιάζεται σε περιόδους έλλειψης τροφής, για να μειωθεί το μέγεθος της γέννας και, άρα, να αυξηθεί πιθανότητα επιβίωσης των υπολοίπων νεοσσών.[137] [138]

Προσδόκιμο ζωής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γηραιότερος καταγεγραμμένος λευκοπελαργός έζησε επί 39 έτη μετά τη δακτυλίωσή του στην Ελβετία,[139] ενώ πτηνά σε αιχμαλωσία έχουν ζήσει για περισσότερα από 35 χρόνια.[140]

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απειλείται από την αλλοίωση των ενδιαιτημάτων του, κυρίως από την αποστράγγιση των υγρών λιβαδιών,[141][142] τα αντιπλημμυρικά έργα (φράγματα, αναχώματα, αντλιοστάσια και συστήματα παροχέτευσης ποταμών),[143] τη μετατροπή των περιοχών τροφοληψίας,[144] την ανάπτυξη, την εκβιομηχάνιση και την εντατικοποίηση της γεωργίας[145] (π.χ. μηχανοποιημένη άροση των φυσικών βοσκοτόπων για να χρησιμοποιηθούν για σπορά καλλιεργήσιμων φυτών ή παραγωγή γρασιδιού).[146]

Απειλείται επίσης από την έλλειψη χώρων φωλιάσματος σε ορισμένες περιοχές,[147] όπως είναι για παράδειγμα, οι στέγες των νέων αγροτικών κτιρίων που δεν υποστηρίζουν τις φωλιές, ενώ υπάρχουν και καταστροφές των παλαιοτέρων θέσεων φωλιάσματος στους πυλώνες, κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης.[148]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα στην Αφρική μπορεί να υπάρχουν υψηλά ποσοστά θνησιμότητας που οφείλονται στις αλλαγές των συνθηκών σίτισης λόγω της ξηρασίας, της ερημοποίησης και του ελέγχου των πληθυσμών των ακρίδων από τα εντομοκτόνα.[149][150] Οι λευκοπελαργοί μπορεί, επίσης, να κινδυνεύουν από την υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων (π.χ. στην Αφρική)[151] και μέσω της κατανάλωσης δηλητηριασμένων δολωμάτων που τοποθετούνται για τη θανάτωση μεγάλων σαρκοφάγων.[152]

Μια άλλη σοβαρή απειλή είναι η εναέρια σύγκρουση με τις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας,[153] ειδικά κατά τη μετανάστευση στην Ευρώπη[154]. Τέλος, ενώ το κυνήγι του απαγορεύεται, πολλοί λαθροκυνηγοί προκαλούν απώλειες κατά τη μετανάστευση[155] και στα εδάφη διαχείμασης.[156].

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πληθυσμικά δεδομένα (αναπαραγωγικά ζευγάρια) του λευκοπελαργού στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, σε εκτίμηση των ετών 2004-5

Παρά τους τοπικούς κινδύνους και τις απειλές, το είδος δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερο πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως λόγω των γενικότερων καλών σχέσεών του με τον άνθρωπο. Η IUCN το κατατάσσει στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[157]

Το μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού λευκοπελαργών αναπαράγεται στην Πολωνία, περίπου το 25%.[158] Αντίθετα, ο θύλακας του ασιατικού υποείδους δεν φαίνεται να αριθμεί σε περισσότερα από 1.450 άτομα.

Οι λευκοπελαργοί, πιθανώς ευνοήθηκαν από τις ανθρώπινες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, διότι μεγάλες δασικές εκτάσεις εκκαθαρίστηκαν και δημιουργήθηκαν νέα βοσκοτόπια και χωράφια, οπότε εξαπλώθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές περιοχές, ως τον μακρινό βορρά στη Σουηδία. Μάλιστα, ο πληθυσμός της Σουηδίας θεωρείται ότι «δημιουργήθηκε» κατά τον 16ο αιώνα, μετά την κοπή δασών, χάριν της γεωργίας.

Τα άτομα που αναπαράγονται ως επιδημητικά στη Νότια Αφρική ήσαν ήδη γνωστά από το 1933, γύρω από το Κάλιτσντορπ (Calitzdorp), ενώ περίπου 10 πουλιά είναι γνωστό από τη δεκαετία του 1990, ότι αναπαράγονται γύρω από το Μπρέντασντορπ (Bredasdorp) στην ίδια περιοχή.[159] Ο μικρός πληθυσμός λευκοπελαργών που ξεχειμωνιάζει στην Ινδία, θεωρείται ότι προέρχεται από το ασιατικό υποείδος, κυρίως,[160] διότι σμήνη μέχρι 200 άτομα έχουν παρατηρηθεί κατά την ανοιξιάτικη μετανάστευση μέσα από την κοιλάδα Κουράμ (Kurram).

Κάποια μείωση του πληθυσμού των λευκοπελαργών άρχισε τον 19ο αιώνα, λόγω της εκβιομηχάνισης και των αλλαγών στις γεωργικές μεθόδους. Δεν φωλιάζουν πλέον σε πολλές χώρες, με τα «προπύργιά» τους να βρίσκονται στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ουκρανία και την Πολωνία. Στην Ιβηρική χερσόνησο, οι πληθυσμοί συγκεντρώνονται στα νοτιοδυτικά, όπου έχουν επίσης μειωθεί λόγω των γεωργικών πρακτικών.[161]

Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2005, διαπίστωσε ότι η περιοχή Podhale στα υψίπεδα της Ν. Πολωνίας είχε δει εισροή λευκοπελαργών, οι οποίοι πρωτοφώλιασαν στην περιοχή το 1931 και, προοδευτικά, άρχισαν να αναπαράγονται σε μεγαλύτερα υψόμετρα, φθάνοντας μέχρι τα 890 μ., το 1999. Οι συγγραφείς θεώρησαν ότι αυτό σχετίζεται με το κλίμα του πλανήτη, καθώς και την εισροή άλλων ζώων και φυτών σε μεγαλύτερα υψόμετρα.[162]

Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αποτελούν το 75% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπαραγωγής και παρέμειναν σταθεροί μεταξύ 1970-1990. Αν και υπήρξε μείωση στη Σουηδία κατά τη διάρκεια των ετών 1990-2000, οι απώλειες αυτές αντισταθμίστηκαν από την αύξηση των πληθυσμών στη Γαλλία, όπου καταγράφονται οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί μετά τη Ρωσία. [163]

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εντατικά βοσκημένοι (> 1 αγελάδα ανά εκτάριο) μη-λιπασμένοι λειμώνες βρέθηκε να προσελκύουν μεγαλύτερη αφθονία λευκοπελαργών στην Ουγγαρία,[164] καθώς και οι παραδοσιακές κτηνοτροφικές πρακτικές, όπως η δημιουργία λιβαδιών πλούσιων σε φυτά βόσκησης και η παραγωγή σανού.[165] Ένα μοντέλο που χρησιμοποιείται για να μελετήσει τις επιπτώσεις των διαφορετικών χρήσεων της γης πάνω στο είδος, έδειξε ότι το διαδοχικό (ασύγχρονο) κούρεμα των χορτολιβαδικών εκτάσεων μπορεί να αυξήσει την προμήθεια τροφής για τους νεοσσούς, αυξάνοντας έτσι την αναπαραγωγική επιτυχία (διότι το ασύγχρονο κούρεμα παράγει μικρό αριθμό, αλλά υψηλής ποιότητας, σημείων βόσκησης καθ 'όλη την περίοδο της αναπαραγωγής).[166]

Έκθεση από το Διεθνές Συμβούλιο για τη Διατήρηση Πτηνών (ICBP) υποδεικνύει ότι η διαχείριση των ενδιαιτημάτων για το είδος, θα πρέπει να περιλαμβάνει την περιοδική κατάκλυση των λιβαδιών, τη δημιουργία μωσαϊκού χορτολιβαδικών εκτάσεων και λιμώνων, καθώς και τη διατήρηση ή τη δημιουργία τάφρων, τεχνητών λιμνών και ταμιευτήρων.[167] Η ίδια έκθεση προωθεί, επίσης, τις στρατηγικές διαχείρισης σε σχέση με τους πυλώνες ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. υπόγεια καλώδια και σήμανση των εναέριων γραμμών για την αποφυγή καταστροφών στις φωλιές κατά τη διάρκεια της συντήρησης) και για να μειωθούν οι κίνδυνοι ηλεκτροπληξίας και σύγκρουσης.[168]

Λόγω της συνήθειας των λευκοπελαργών να αφοδεύουν στα πόδια τους (βλ. Ηθολογία) για να ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του σώματός τους σε ζεστά κλίματα, καλύτερα να αποφεύγεται η δακτυλίωση των συγκεκριμένων ατόμων για σκοπούς παρακολούθησης.[169] Αντί τούτου, συνιστώνται άλλες μέθοδοι παρακολούθησης, όπως η δορυφορική τηλεμετρία και η ενσωμάτωση ετικετών στο πατάγιο των πτερύγων.[170]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωλιά πελαργού στις Πρέσπες
Πελαργός με τα μικρά του, Νυμφόπετρα, Λίμνη Βόλβη

Ο λευκοπελαργός φωλιάζει σε πολλές περιοχές από το ύψος της Κ. Ελλάδας και βορειότερα, αποτελώντας τοπικά, κοινό είδος σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη. Στην Μακεδονία πολλές φωλιές συναντά κανείς στα χωριά γύρω απο τις λίμνες Κορώνεια και Βόλβη, καθώς και στην περιοχή του Καλοχωριού.[171] Κατά τον 19ο αιώνα, ήταν πολύ πιο διαδεδομένος, αλλά σήμερα δεν φωλιάζει πλέον στην Πελοπόννησο, τη Ν. Εύβοια και την Αττική. , Από τα νησιά, αναπαράγεται ακόμη στη Λέσβο και τη Λήμνο. Ωστόσο ο συνολικός αναπαραγωγικός πληθυσμός στον ελλαδικό χώρο, εμφανίζει σταθερή μείωση.[172]

Λαογραφία και κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω του μεγάλου μεγέθους τους, τη θήρευση πολλών ζώων οχληρών για τον άνθρωπο (ακρίδες, σκορπιοί, κ.λ.π.), την ωοτοκία κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς και στις στέγες των σπιτιών, ο λευκοπελαργός είχε επιβλητική παρουσία και αντίκτυπο στον ανθρώπινο πολιτισμό και τη λαογραφία.

Στην Αρχαία Αίγυπτο, συνδέθηκε με/ και ήταν το ιερογλυφικό Ba «ψυχή».[173]. Η εβραϊκή λέξη για τον λευκοπελαργό chasidah (חסידה), σημαίνει «ελεήμων» ή «καλός». Στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία, οι λευκοπελαργοί απεικονίζονται ως πρότυπα γονικής αφοσίωσης, και πιστευόταν ότι δεν πεθαίνουν από γηρατειά, αλλά πετούν στα νησιά και παίρνουν την εμφάνιση του ανθρώπου. Το πουλί εμφανίζεται σε, τουλάχιστον, τρεις από τους Μύθους του Αισώπου: Η Αλεπού και ο Πελαργός (το πιο διάσημο), Ο Γεωργός και ο Πελαργός και Οι Βάτραχοι που ήθελαν έναν Βασιλιά.

  • Ανελάμβαναν, επίσης, τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων τους, τη διατροφή τους και ακόμη τη μεταφορά τους, αλλά και στα παιδικά βιβλία είναι πρότυπα για τις αρετές των αρσενικών τέκνων. Ένας νόμος του αρχαίου ελληνικού Δικαίου ονομάστηκε Pelargonia (Πελαργόνιος ή Πελαργικός Νόμος), ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήσαν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους.[174]

Οι αρχαίοι Έλληνες έκριναν, επίσης, ότι η θανάτωση ενός πελαργού θα μπορούσε να επιφέρει την ποινή του θανάτου στον δράστη.[175] Φέρεται να προστατευόταν στην αρχαία Θεσσαλία, επειδή κυνηγούσε φίδια, ενώ ήταν ευρέως διαδεδομένο ως το «λευκό πουλί» του Βιργιλίου.[176] Οι Ρωμαίοι συγγραφείς καταγράφουν ότι, η άφιξη του λευκοπελαργού την άνοιξη, έδινε σήμα στους αγρότες να φυτεύουν τα αμπέλια τους.[177]

Στη σλαβική μυθολογία, οι πελαργοί μετέφεραν τις αγέννητες ψυχές από τον τόπο που αποκαλείται Ίριι (Iriy) πίσω στη Γη, την άνοιξη και το καλοκαίρι.[178] Αυτή η πεποίθηση εξακολουθεί να υπάρχει στο σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό πολλών σλαβικών χωρών, στο πλαίσιο της φημισμένης δοξασίας ότι «οι πελαργοί φέρνουν τα παιδιά στον κόσμο» (βλ. παρακάτω). Οι πελαργοί θεωρούνται τυχερά πουλιά από τους Σλάβους και, η θανάτωση κάποιου θα φέρει δυστυχία.[179]

Παράδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι οπαδοί του Ισλάμ σέβονταν τον λευκοπελαργό, επειδή πίστευαν ότι έκανε και αυτός το ετήσιο προσκύνημα στη Μέκκα, κατά τη μετανάστευση του.[180] Στη Γερμανία, η παρουσία μιας φωλιάς του πτηνού σε κάποιο σπίτι, πιστευόταν ότι το προστατεύει από πυρκαγιά. Απολάμβαναν της προστασίας των κατοίκων λόγω της πεποίθησης ότι οι ψυχές τους ήταν ανθρώπινες, γι’ αυτό και τα γερμανικά και τα ολλανδικά νοικοκυριά ενθαρρύνουν τα πουλιά να φωλιάζουν στα σπίτια, μερικές φορές, με την κατασκευή τεχνητών πλατφορμών, για να έχουν καλή τύχη.[181]

Οι Πολωνοί, οι Λιθουανοί και οι Ουκρανοί πιστεύουν ότι οι πελαργοί φέρνουν αρμονία σε εκείνη την οικογένεια, στο σπίτι της οποίας κατασκευάζουν τη φωλιά τους οι πελαργοί.[182]

Πολλά φυτά της οικογένειας Geraniaceae, ονομάζονται πελαργόνια από το χαρακτηριστικό ράμφος του καρπού τους. Από αυτά, λαμβάνεται οργανική ένωση που έχει ονομασθεί πελαργονικό οξύ.[184]

«Τα παιδιά τα φέρνει ο πελαργός»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μύθος της παράδοσης των βρεφών από τους πελαργούς είναι πολύ διαδεδομένος (πίνακας ζωγραφικής του 1885)

Όλη, σχεδόν, η ευρωπαϊκή λαογραφία, αναφέρεται στην πασίγνωστη δοξασία ότι, ο πελαργός φέρνει τα μωρά στους -νέους- γονείς. Ο μύθος είναι πολύ αρχαίος, αλλά έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής από το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν Ο Πελαργός, στον 19ο αιώνα.[185] Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του μύθου, με γνωστότερη εκείνη της γερμανικής λαογραφίας που λέει ότι, οι πελαργοί βρίσκουν τα μωρά σε σπηλιές ή έλη και τα φέρνουν στα νοικοκυριά μέσα σε ένα καλάθι στις πλάτες τους ή τα μεταφέρουν στα ράμφη τους. Μάλιστα, αυτά τα σπήλαια περιέχουν ειδικές πέτρες τις adebarsteine «πελαργόπετρες». Τα μωρά παραδίδονται στη συνέχεια στη μητέρα τους ή τα ρίχνουν σ’ αυτές από την καμινάδα. Τα νοικοκυριά γράφουν ένα σημείωμα ότι θέλουν παιδί και το τοποθετούν στο περβάζι του παραθύρου, ώστε να ειδοποιηθεί ο πελαργός.[186] Από την Ευρώπη, ο συγκεκριμένος μύθος εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, ακόμη και σε περιοχές όπως οι Φιλιππίνες και η Νότια Αμερική. Βορειοαμερικανική παραλλαγή του μύθου λέει ότι, τα παιδιά των Αφροαμερικανών σκλάβων τα φέρνει ο πελαργός εάν είναι λευκά, ενώ τα έγχρωμα γεννιούνται από γερακίνες.[187]

  • Ο μύθος αυτός φαίνεται ότι βασίστηκε σε μια πλαστή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των φωλιών πελαργών και των ανθρωπίνων γεννήσεων και έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στη στατιστική αξιολόγηση, ως σημαντικό παράδειγμα του ότι, η συσχέτιση δεν σημαίνει κατ' ανάγκην την αιτιατή συνάφεια.[188] Ο μύθος είναι τόσο διαδεδομένος, που έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από ψυχαναλυτές. Σε μία από αυτές, συνδέεται με την αντιμετώπιση κάποιας ψυχολογικής ανάγκης, με την έννοια ότι κατευνάζει την αμηχανία που προκαλείται στους ενήλικες όταν πρόκειται να συζητήσουν με τα παιδιά για το σεξ.[189] Κορύφωση υπήρξε με το ενδιαφέρον που έδειξαν για τον μύθο, οι Φρόυντ και Γιουνγκ.[190][191]

Τα πουλιά αυτά είχαν συνδεθεί από παλιά με τα σύμβολα μητρικών παγανιστικών θεοτήτων, όπως της Γιούνο (Juno) με το Άγιο Πνεύμα, και ο λευκοπελαργός μπορεί να είχε επιλεγεί για το λευκό φτέρωμα του (που συμβολίζει την καθαρότητα), το μέγεθός του (είναι αρκετά μεγάλος για να μεταφέρει ένα βρέφος), και την πτήση σε μεγάλο υψόμετρο (παρομοίωση με τις πτήσεις ανάμεσα στη Γη και τον Ουρανό).[192] Σήμερα, ο μύθος είναι τόσο βαθιά ριζωμένος που, χρησιμοποιείται ευρέως στα διαφημιστικά σποτς και σε πλήθος προϊόντων για βρέφη (πάνες, γάλα, κ.α.)

Ωστόσο, υπάρχουν και οι αρνητικές πτυχές του μύθου. Σε πολωνικό λαϊκό παραμύθι αναφέρεται ότι, ο Θεός έκανε το πτέρωμα του λευκοπελαργού λευκό, ενώ στον μαυροπελαργό, ο διάβολος έδωσε μαύρα φτερά, τονίζοντας τη σημασία του Καλού και του Κακού. Επίσης, για τα θνησιγενή μωρά ή εκείνα με ειδικές ανάγκες, στη Γερμανία, επικρατεί η δοξασία ότι έπεσαν από τον πελαργό κατά τη μεταφορά, είτε αυτό είναι καρμική εκδίκηση ή τιμωρία για παραπτώματα του παρελθόντος. Μια μητέρα που είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι κατά τη λοχεία λέγεται ότι έχει «δαγκωθεί» από πελαργό.[193]. Στη μεσαιωνική Αγγλία, οι πελαργοί συσχετίστηκαν επίσης με τη μοιχεία, πιθανόν από τα τελετουργικά ερωτοτροπίας τους.[194]

  • Τυχόν σημάδια στο πίσω μέρος του κεφαλιού του νεογέννητου, τα οποία εξηγούνται ιατρικά και είναι περιστασιακά, (αυχενικός σπίλος Naevus flammeus nuchae) ακόμη και σήμερα αποκαλούνται χαϊδευτικά από τους γιατρούς «πελαργοδαγκώματα» (sic). Οφείλονται σε αγγειοδιαστολή των αυχενικών αιμοφόρων αγγείων και δεν είναι ασυνήθιστα.[195]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο ο Λευκοπελαργός απαντά και με τις ονομασίες Λελέκι, Λέλεκας, Ασπρολέλεκας, Αρχοντούλα (Κρήτη;) [196] και Λευκολέλεκας.[197]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Επειδή ο λευκοπελαργός είναι πολύ πιο κοινός από τον σπάνιο μαυροπελαργό, η ονομασία πελαργός στον ελλαδικό χώρο συμπίπτει με την ορθή λευκοπελαργός.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΠΛ, 8:676
  2. Howard and Moore, p. 81
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=174907
  4. Howard and Moore, p. 81
  5. http://www.iucnredlist.org/details/full/22697691/0
  6. Simpson
  7. ΠΛΜ, 33:272
  8. Valpy
  9. Simpson & Weiner
  10. ΠΛΜ, 48:499
  11. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2014. 
  12. Brisson
  13. Boles
  14. Dykes & Walker
  15. Slikas
  16. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22697691
  17. Scully
  18. Ma & Dai
  19. Howard and Moore, p. 160
  20. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22697691
  21. Sproll & Fiedler
  22. planetofbirds.com
  23. Hancock et al
  24. Snow & Perrins
  25. Van den Bossche
  26. Leshem & Yom-Tov
  27. McNeill
  28. Liechti et al
  29. Newton, p. 144
  30. Newton, p. 229
  31. Chernetsov et al
  32. Hancock et al
  33. Brown et al
  34. Hancock et al
  35. Snow & Perrins
  36. Brown et al
  37. Cramp & Stanley
  38. Cramp, p. 328
  39. Berthold et al
  40. Reed & Lovejoy
  41. Johst et al
  42. Shamoun et al
  43. http://www.iucnredlist.org/details/full/22697691/0
  44. Όντρια (Ι), σ. 50
  45. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 150
  46. Σφήκας, σ. 40
  47. Σφήκας, σ. 34
  48. Handrinos & Akriotis
  49. Meyburg et al
  50. Spaar & Bruderer
  51. Reed & Lovejoy
  52. Cocker & Mabey
  53. Reed & Lovejoy
  54. Hancock et al
  55. del Hoyo et al
  56. Samusenko
  57. Hancock et al
  58. del Hoyo et al
  59. del Hoyo et al
  60. Snow και Perrins
  61. del Hoyo et al
  62. Hancock
  63. del Hoyo et al
  64. Hancock et al
  65. del Hoyo et al
  66. Hancock et al
  67. Όντρια (Ι), σ. 80
  68. Grimmett et al, p. 150
  69. Ηarrison & Greensmith, p. 66
  70. Flegg, p. 58
  71. Heinzel et al, p. 52
  72. Perrins, p. 72
  73. Bruun, p. 40
  74. Όντρια, σ. 50
  75. Scott & Forrest, p. 30
  76. Singer, p. 90
  77. Mullarney et al, p. 84
  78. http://www.ibercajalav.net
  79. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  80. del Hoyo et al
  81. del Hoyo et al
  82. Hancock et al
  83. del Hoyo et al
  84. Hancock et al
  85. Vergara & Aguirre
  86. Henry et al
  87. Hancock et al
  88. Hancock et al
  89. Brown et al
  90. Igaune et al
  91. Kruszyk & Ciach
  92. Ciach & Kruszyk
  93. Antczak
  94. Parasharya & Vyas
  95. Cramp, p. 328
  96. Cramp, p. 332
  97. Vergara & Aguirre
  98. Harrison, Colin
  99. Kahl
  100. Cramp, p. 328
  101. Hancock et al
  102. Brown et al
  103. Cramp, p. 335
  104. Sinclair & Davidson
  105. Elphick et al
  106. Herholdt
  107. Bruun, p. 40
  108. Bruun, p. 40
  109. Cramp, p. 334
  110. Cramp, p. 335
  111. del Hoyo et al
  112. Wuczyński
  113. del Hoyo et al
  114. Hancock et al
  115. del Hoyo et al
  116. Brown et al
  117. del Hoyo et al
  118. Snow and Perrins
  119. Harrison, p. 70
  120. Harrison, p. 70
  121. Tryjanowski et al, 2006
  122. Hancock et al
  123. del Hoyo et a
  124. Haverschmidt
  125. Vergara & Aguirre
  126. Harrison, p. 71
  127. Cramp, p. 334
  128. Harrison, p. 71
  129. Carrascal et al
  130. Aguirre & Vergara
  131. Tsachalidis et al
  132. Mužinic & Rašajski
  133. Perrins, p. 160
  134. Harrison, p. 71
  135. Zielinski
  136. Tortosa & Redondo
  137. Zielinski
  138. planetofbirds.com
  139. EURING list of longevity records for European birds". EURING. 2010
  140. del Hoyo et al
  141. Goriup & Schulz
  142. del Hoyo et al
  143. Goriup & Schulz
  144. del Hoyo et al
  145. Hancock et al
  146. Goriup & Schulz
  147. del Hoyo et al
  148. Goriup & Schulz
  149. Goriup & Schulz
  150. Hancock et al
  151. del Hoyo et al</ref<Hockey et al
  152. del Hoyo et al
  153. del Hoyo et al
  154. Hancock et al
  155. Hancock et al
  156. Goriup & Schulz
  157. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22697691
  158. Chernetsov et al
  159. Allan
  160. Rasmussen & Anderton
  161. Carrascal et al
  162. Tryjanowski et al
  163. birdlife.org
  164. Baldi et al
  165. Goriup & Schulz
  166. Johst et al
  167. Goriup & Schulz
  168. Goriup & Schulz
  169. Goriup & Schulz
  170. Goriup & Schulz
  171. Κλεανθίδης, Πλάτων (17 Απριλίου 2023). «Οι Πελαργοί της Νυμφόπετρας, κοντά στη λίμνη Βόλβη». Parallaxi Magazine (στα greek). Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2023. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  172. Handrinos & Akriotis
  173. West
  174. ΠΛΜ, 48:499
  175. Dolata
  176. Royds
  177. Thomas
  178. Gieysztor
  179. Szczepanowicz
  180. Sax
  181. Margolis & Parker
  182. http://www.encyclopediaofukraine.com/pages/S/T/Stork.htm
  183. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2014. 
  184. ΠΛΜ, 48:499
  185. Kinzelbach
  186. Margolis & Parker
  187. Bay
  188. Margolis & Parker
  189. Margolis & Parker
  190. Jung
  191. Margolis & Parker
  192. Margolis & Parker
  193. Margolis & Parker
  194. de Vries
  195. http://en.wikipedia.org/wiki/Nevus_flammeus_nuchae
  196. Απαλοδήμος, σ. 47
  197. Όντρια (Ι), σ. 50

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bergmann, H. H. & Schottler, B. (2001): Tenerife robin Erithacus (rubecula) superbus - a species of its own? Dutch Birding 23: 140–146.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Aguirre, José I.; Vergara, Pablo (2007). "Younger, Weaker White Stork (Ciconia ciconia) Nestlings Become the Best Breeders" (PDF). Evolutionary Ecology Research 9: 355–64.
  • Allan, David G. (1997). "White Stork". In Harrison, J.A.; Allan, D.G.; Underhill, L.G.; Herremans, M.; Tree, A.J. Parker, V.; Brown, C.J. (eds). The Atlas of Southern African Birds. Volume 1. Non-passerines. BirdLife South Africa. pp. 82–83. ISBN 0-620-20729-9.
  • Antczak, Marcin; Konwerski, Szymon; Grobelny, Seweryn; Tryjanowski, Piotr (2002). "The Food Composition of Immature and Non-breeding White Storks in Poland". Waterbirds 25 (4): 424–28. doi:10.1675/1524-4695(2002)025[0424:TFCOIA]2.0.CO;2. ISSN 1524-4695.
  • Baldi, A.; Batary, B.; Erdos, S. 2005. Effects of grazing intensity on bird assemblages and populations of Hungarian grasslands. Agriculture Ecosystems & Environment 108: 251-263.
  • Bay, Mia (2000). The White Image in the Black Mind: African-American Ideas about White People, 1830–1925. New York, New York: Oxford University Press. p. 120. ISBN 0-19-513279-3.
  • Berthold, Peter; Van Den Bossche, Willem; Fiedler, Wolfgang; Kaatz, Christoph; Kaatz, Michael; Leshem, Yossi; Nowak, Eugeniusz; Querner, Ulrich (2001). "Detection of a New Important Staging and Wintering Area of the White Stork Ciconia ciconia by Satellite Tracking". Ibis 143 (4): 450–55.
  • Boles, Walter E. (2005). "A Review of the Australian Fossil Storks of the Genus Ciconia (Aves : Ciconiidae), with the description of a new species". Records of the Australian Museum 57 (2): 165–78. doi:10.3853/j.0067-1975.57.2005.1440. ISSN 0067-1975.
  • Brisson, Mathurin Jacques (1760). Ornithologie ou, Méthode contenant la division des oiseaux en ordres, sections, genres, espéces & leurs variétés (in French) 1. Paris, France: C. J. B. Bauche. p. 48.
  • Brown, L. H.; Urban, E. K.; Newman, K. 1982. The birds of Africa vol I. Academic Press, London.
  • Carrascal, Luis María; Bautista, Luis Miguel; Lázaro, Encarnación (1993). "Geographical Variation in the Density of the White Stork Ciconia ciconia in Spain: Influence of Habitat Structure and Climate". Biological Conservation 65 (1): 83–87. doi:10.1016/0006-3207(93)90200-K. ISSN 0006-3207.
  • Chernetsov, Nikita; Berthold, Peter; Querner, Ulrich (2004). "Migratory Orientation of First-year White Storks (Ciconia ciconia): Inherited Information and Social Interactions". Journal of Experimental Biology 207 (6): 937–43. doi:10.1242/jeb.00853. ISSN 0022-0949.
  • Ciach, Michał; Kruszyk, Robert (2010). "Foraging of White Storks Ciconia ciconia on Rubbish Dumps on Non-breeding Grounds". Waterbirds 33 (1): 101–04. doi:10.1675/063.033.0112.
  • Cocker, Mark; Mabey, Richard (2005). Birds Britannica. London, UK: Chatto & Windus. p. 58. ISBN 0-7011-6907-9.
  • Cramp (ed), Stanley, ed. (1977). Handbook of the Birds of Europe, the Middle East and North Africa, the Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Ostrich to Ducks. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-857358-8.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • de Vries, Ad (1976). Dictionary of Symbols and Imagery. Amsterdam: North-Holland Publishing Company. p. 445. ISBN 0-7204-8021-
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dolata, Pawel T. (2006). "The White Stork Ciconia ciconia protection in Poland by tradition, customs, law, and active efforts". In Tryjanowski, Piotr; Sparks, Tim H.; Jerzak, L. (eds). The White Stork in Poland: Studies in Biology, Ecology and Conservation. Poznań, Poland: Bogucki Wydawnictwo Naukowe. ISBN 83-60247-35-8.
  • Dykes, Gareth J.; Alexander, Cyril Walker (2008). "New Records of Fossil 'Waterbirds' from the Miocene of Kenya". American Museum Novitates (3610). ISSN 0003-0082. hdl:2246/5906.*Gordo, O.; Sanz, J. J. 2006. Climate change and bird phenology: a long-term study in the Iberian Peninsula. Global Change Biology 12: 1993-2004.
  • Elphick, Chris; Dunning, John B., Jr; Sibley, David (eds). The Sibley Guide to Bird Life and Behaviour. London, UK: Christopher Helm. p. 575. ISBN 0-7136-6250-6.
  • Gieysztor, Aleksander (1982). Mitologia Słowian (in Polish). Warsaw, Poland: Wydawnictwa Artystyczne i Filmowe. ISBN 83-221-0152-X.
  • Goriup, P.; Schulz, H. 1990. Conservation management of the White Stork: an international opportunity. International Council for Bird Preservation, Cambridge, U.K.
  • Hancock, J. A.; Kushlan, J. A.; Kahl, M. P. 1992. Storks, ibises and spoonbills of the world. Academic Press, London.
  • Harrison, Colin James Oliver (1965). "Allopreening as Agonistic Behaviour". Behaviour 24 (3–4): 161–209. doi:10.1163/156853965X00011. JSTOR 4533105.
  • Haverschmidt, Fr., The Life of the White Stork, 1949
  • Henry, P. Y.; Wey, G. R.; Balança, G. (2011). "Rubber Band Ingestion by a Rubbish Dump Dweller, the White Stork (Ciconia ciconia)". Waterbirds 34 (4): 504–508. doi:10.1675/063.034.0414.
  • Herholdt, J.J. (1987). "Recovery of a Ring-maimed White Stork". Safring News 16: 82.
  • Hockey, P. A. R.; Dean, W. R. J.; Ryan, P. G. 2005. Roberts birds of southern Africa. Trustees of the John Voelcker Bird Book Fund, Cape Town, South Africa.
  • Igaune, Kristine; Indrikis Krams; Krama, Tatjana; Bobkova, Jadviga (2008). "White Storks Ciconia ciconia Eavesdrop on Mating Calls of Moor Frogs Rana arvalis". Journal of Avian Biology 39 (2): 229–32. doi:10.1111/j.2008.0908-8857.04180.x.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org.
  • Johst, K.; Brandl, R.; Pfeifer, R. 2001. Foraging in a patchy and dynamic landscape: human hand use and the White Stork. Ecological Applications 11(1): 60-69.
  • Jung, Carl (1910). "The Association Method – Lecture III: Experiences Concerning the Psychic Life of the Child". American Journal of Psychology 31 (3): 219–69. doi:10.2307/1413002. JSTOR 1422691
  • Kahl, M. Philip (1984). "Spread-wing Postures and their Possible Functions in Ciconiidae" (PDF). The Auk 88 (4): 715–22. doi:10.2307/4083833. JSTOR 4086376.
  • Kinzelbach, Ragnar (2003). "Der Pfeilstorch in der Zoologischen Sammlung der Universität Rostock". Der Sprössling: Fachschaftsrat Biologie der Universität Rostock (in German) (3): 9–10.
  • Kruszyk, Robert, Ciach, Michał (2010). "White Storks, Ciconia ciconia, Forage on Rubbish Dumps in Poland—a Novel Behaviour in Population". European Journal of Wildlife Research 56 (1): 83–87. doi:10.1007/s10344-009-0313-0.
  • Leshem, Yossi; Yom-Tov, Yoram (1998). "Routes of Migrating Soaring Birds" (PDF). Ibis 140: 41–52. doi:10.1111/j.1474-919X.1998.tb04539.x.
  • Liechti, Felix; Ehrich, Dorothee; Bruderer, Bruno (1996). "Flight Behaviour of White Storks Ciconia ciconia on their Migration over Southern Israel" (PDF). Ardea 84: 3–13. Archived from the original on 2012-03-05.
  • Ma, Ming; Dai, Cai (2002). "The fate of the White Stork (Ciconia ciconia asiatica) in Xinjiang, China". Abstract Volume. 23rd International Ornithological Congress, Beijing, August 11–17, 2002. p. 352.
  • Margolis, Marvin; Parker, Philip (1972). "The Stork Fable−Some Psychodynamic Considerations". Journal of the American Psychoanalytic Association 20 (3): 494–511. doi:10.1177/000306517202000304. PMID 4116100.
  • McNeill Alexander, R. (1992). Exploring Biomechanics, Animals in Motion. New York, New York: Scientific American Library. ISBN 0-7167-5035-X.
  • Meyburg, Bernd-U.; Matthes, Joachim; Meyburg, Christiane (2002). "Satellite-tracked Lesser Spotted Eagle Avoids Crossing Water at the Gulf of Suez" (PDF). British Birds 95: 372–76.
  • Mužinic, Jasmina; Rašajski, Javor (1992). "On Food and Feeding Habits in the White Stork, Ciconia c. ciconia, in the Central Balkans" (PDF). Õkologie der Vögel (Ecology of Birds) 14: 211–23.
  • Newton, Ian (2010). Bird Migration. "Collins New Naturalist Library", 113. London: Collins. ISBN 0-00-730732-2.
  • Parasharya, Bhavbhuti M.; Vyas, Raju (1998). "Foraging Association of White Stork Ciconia ciconia with Blackbuck Antilope cervicapra". Journal of the Bombay Natural History Society 95 (1): 112.
  • Rasmussen, Pamela C.; Anderton, John C. (2005). Birds of South Asia: The Ripley Guide 2. Washington: Smithsonian Institution and Barcelona: Lynx edicions. p. 63. ISBN 84-87334-66-0.
  • Reed, C. A.; Lovejoy, T. E. (1969). "The Migration of the White Stork in Egypt and Adjacent Areas" (PDF). The Condor 71 (2): 146–54. doi:10.2307/1366076.
  • Royds, Thomas Fletcher (1914). The beasts, birds, and bees of Virgil; a naturalist's handbook to the Georgics. Oxford, UK: Oxford.
  • Samusenko, Irina (2004). "Some Aspects of White Stork Ciconia ciconia Population Dynamics in the Region of Chernobyl's Accident". Bird Census News 13 (2000): 157–60.
  • Sax, Boria (2001). The Mythical Zoo. Oxford, UK: ABC-CLIO. pp. 153–54. ISBN 1-57607-612-1.
  • Scully, John (1876). "A contribution to the ornithology of eastern Turkestan". Stray Feathers 4: 41–205.
  • Shamoun-Baranes, Judy; Baharad, Anat; Alpert, Pinhas; Berthold, Peter; Yom-Tov, Yoram; Dvir, Yoav; Leshem, Yossi (2003). "The Effect of Wind, Season and Latitude on the Migration Speed of White Storks Ciconia ciconia, Along the Eastern Migration Route" (PDF). Journal of Avian Biology 34: 97–104. doi:10.1034/j.1600-048X.2003.03079.x.
  • Simpson, D.P. (1979). Cassell's Latin Dictionary (5 ed.). London: Cassell Ltd. p. 103. ISBN 0-304-52257-0.
  • Simpson, John; Weiner, Edmund (eds) (1989). "Stork". Oxford English Dictionary (2nd ed.). Oxford, UK: Clarendon Press. p. 1915. ISBN 0-19-861186-2.
  • Sinclair, Ian; Davidson, Ian (2006). Southern African Birds: a Photographic Guide. Cape Town, RSA: Struik. p. 34. ISBN 1-77007-244-6
  • Slikas, Beth (1997). "Phylogeny of the Avian Family Ciconiidae (Storks) Based on Cytochrome b Sequences and DNA–DNA Hybridization Distances". Molecular Phylogenetics and Evolution 8 (3): 275–300. doi:10.1006/mpev.1997.0431. ISSN 1055-7903. PMID 9417889.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Spaar, Reto; Bruderer, Bruno (1996). "Soaring Migration of Steppe Eagles Aquila nipalensis in Southern Israel: Flight Behaviour under Various Wind and Thermal Conditions" (PDF). Journal of Avian Biology 27 (4): 289–301. doi:10.2307/3677260. JSTOR 3677260. Archived from the original on 2012-03-05.
  • Sproll, Alexandra; Fiedler, Wolfgang (2001). "Digging in old Data: Migration and Causes of Death in White Storks (Ciconia ciconia) according to Ringing Recovery Data of the Vogelwarte Rossitten (Eastern Prussia) before the Second World War". Euring Newsletter (European Union for Bird Ringing) 3.
  • Szczepanowicz, Barbara (2005). "Ptaki Ziemi Świętej: bocian, czapla, ibis [Birds in the Holy Land: stork, heron, ibis]". Ziemia Święta (in Polish) (rok XI 1(41)
  • Thomas, Richard F. (1988). "Vergil's "White Bird" and the Alexandrian reference (G. 2. 319-20)". Classical Philology 83 (3): 214–17. doi:10.1086/36710.
  • Tortosa, Francisco S.; Redondo, Tomas (1992). "Motives for Parental Infanticide in White Storks Ciconia ciconia". Ornis Scandinavica 23 (2): 185–89. doi:10.2307/3676447. JSTOR 3676447.
  • Tryjanowski, Piotr; Sparks, Tim H.; Profus, Piotr (2005). "Uphill Shifts in the Distribution of the White Stork Ciconia ciconia in Southern Poland: the Importance of Nest Quality". Diversity and Distributions 11 (3): 219–23. doi:10.1111/j.1366-9516.2005.00140.x. ISSN 1366-9516.
  • Tryjanowski, Piotr; Sparks, Tim H.; Jerzak, Leszek (eds) (2006). The White Stork in Poland. Poznań, Poland: Bogucki Wydaw. ISBN 83-60247-35-8.
  • Tsachalidis, Efstathios P.; Liordos, Vasilios; Goutner, Vassilis (2005). "Growth of White Stork Ciconia ciconia Nestlings" (PDF). Ardea 93 (1): 133–37
  • van den Bossche, W. 2002. Eastern European white stork populations: migration studies and elaboration of conservation measures. BfN - Skripten (Bundesamt fur Naturschutz) 66: Unpaginated
  • Vergara, Pablo; Aguirre, José I. (2006). "Age and Breeding Success related to Nest Position in a White Stork Ciconia ciconia Colony" (PDF). Acta Oecologica 30 (3): 414–18. doi:10.1016/j.actao.2006.05.008. ISSN 1146-609X.
  • West, John Anthony (1995). The Traveler's Key to Ancient Egypt: a Guide to the Sacred Places of Ancient Egypt. Wheaton, Illinois: Theosophical Publishing House. p. 64. ISBN 0-8356-0724-0.
  • Wuczyński, Andrzej (2005). "The Turnover of White Storks Ciconia ciconia on Nests During Spring Migration". Acta Ornithologica (PDF|format= requires |url= (help)) 40 (1): 83–85. doi:10.3161/0001645054742651
  • Zielinski, Piotr (2002). "Brood Reduction and Parental Infanticide – are the White Stork Ciconia ciconia and the Black Stork C. nigra Exceptional?" (PDF). Acta Ornithologica 37 (2): 113–19. doi:10.3161/068.037.0207.