Τρίτη μεταβατική περίοδος (αρχαία Αίγυπτος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τρίτη μεταβατική περίοδος

περ. 1069 – 664 π.Χ.
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Οι πολιτικές φράξιες κατακερμάτισαν την αρχαία Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της Τρίτης μεταβατικής περιόδου. Τα σύνορα στον χάρτη δείχνουν την πολιτική κατάσταση κατά τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.
Πρωτεύουσα - Τάνις
(περ. 1069-945 π.Χ.)
(21η Δυναστεία)

- Βούβαστις
(περ. 945-720 π.Χ.)
(22η Δυναστεία)
- Ηρακλεόπολις
(περ. 837-728 π.Χ.)
(23η Δυναστεία)
- Σάις
(περ. 732-720 π.Χ.)
(24η Δυναστεία)
- Μερόη
(περ. 732-653 π.Χ.)
(25η Δυναστεία)

Γλώσσες Αρχαία αιγυπτιακή
Θρησκεία Αρχαία αιγυπτιακή
Πολίτευμα Μοναρχία
Ιστορία
 -  Ίδρυση περ. 1069 π.Χ.
 -  Κατάλυση περ. 664 π.Χ.
Σήμερα  Αίγυπτος

Δυναστείες της Αρχαίας Αιγύπτου

π  σ  ε


Η Τρίτη μεταβατική περίοδος της αρχαία Αιγύπτου άρχισε με τον θάνατο του Φαραώ Ραμσή ΙΑ΄ το 1070 π.Χ., τελειώνοντας το Νέο Βασίλειο, και τελικά ακολουθήθηκε από την Ύστερη περίοδο της αρχαίας Αιγυπτου. Έχουν προταθεί πολλά χρονικά σημεία για την έναρξη αυτής της Ύστερης περιόδου, αν και συχνά η αρχή της θεωρείται η ίδρυση της Εικοστής έκτης Δυναστείας από τον Ψαμμήτιχο Α΄ το 664 π.Χ. μετά την εκδίωξη των Νούβιων ηγεμόνων της Εικοστής πέμπτης Δυναστείας από τους Ασσύριους υπό τον βασιλιά Ασσουρμπανιπάλ.

Η Τρίτη μεταβατική περίοδος ήταν μία περίοδος παρακμής και πολιτικής αστάθειας, που συνέπεσε με την κατάρρευση των πολιτισμών της Ύστερης εποχής του Χαλκού της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου (και επίσης με τη Γεωμετρική εποχή). Χαρακτηρίστηκε από τη διάσπαση της χώρας για τον περισσότερο χρόνο και την κατάκτηση και καταδυνάστευση από ξένους. Αλλά πολλές πλευρές της καθημερινής ζωής των απλών Αιγυπτίων άλλαξαν σχετικά λίγο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικοστή πρώτη Δυναστεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος της 21ης Δυναστείας χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό της βασιλείας. Ακόμα και στις μέρες του Ραμσή ΙΑ΄, η Εικοστή Δυναστεία έχανε τον έλεγχο της εξουσίας στις Θήβες, των οποίων οι ιερείς γίνονταν όλο και πιο ισχυροί. Μετά τον θάνατό του, ο διάδοχός του Σμένδις Α΄ βασίλεψε από την Τάνιδα, αλλά ήταν κατά κύριο λόγο ενεργός μόνο στην Κάτω Αίγυπτο, την οποία και έλεγχε. Παράλληλα, ο εκάστοτε Αρχιερέας του Άμμωνα στις Θήβες ήταν ο ουσιαστικός ηγεμόνας της Μέσης και της Άνω Αιγύπτου[1]. Όμως, ο διαχωρισμός αυτός ήταν λιγότερο σημαντικός απ’ ό, τι φαίνεται, καθώς και οι ιερείς και οι φαραώ προέρχονταν από την ίδια οικογένεια.

Εικοστή δεύτερη και Εικοστή τρίτη Δυναστεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χώρα ενώθηκε ξανά από την Εικοστή δεύτερη Δυναστεία που ίδρυσε ο Σοσένκ Α΄ το 945 π.Χ. (ή το 943). Αυτό έφερε σταθερότητα στη χώρα για πάνω από έναν αιώνα, αλλά μετά τη βασιλεία του Οσορκόν Β΄ η χώρα είχε ουσιαστικά χωριστεί σε δύο κράτη, με τον Σοσένκ Γ΄ της Εικοστής δεύτερης Δυναστείας να ελέγχει την Κάτω Αίγυπτο μέχρι το 818 π.Χ., και τον Τακελότ Β΄ και τον γιο αυτού Οσορκόν (που θα γινόταν ο Οσορκόν Γ΄) να ελέγχει τη Μέση και Άνω Αίγυπτο. Οι Θήβες ενεπλάκησαν σε εμφύλιο πόλεμο, με την αντιπαράθεση των δυνάμεων του Πετουβάτη Α΄, που είχε αυτοανακηρυχθεί φαραώ, εναντίον εκείνων της υπάρχουσας γραμμής διαδοχής του θρόνου των Τακελότ Β΄και Οσορκόν Β΄. Οι δύο φράξιες ήταν σε διαρκή σύγκρουση η οποία δεν λύθηκε παρά μόνο τον 39ο χρόνο της βασιλίας του Σοσένκ Γ΄ όταν ο Οσορκόν Β΄ νίκησε ολοκληρωτικά τους εχθρούς του. Ίδρυσε τη Λιβυκή Εικοστή τρίτη Δυναστεία της Άνω Αιγύπτου των Οσορκόν Γ΄, Τακελότ Γ΄ και Ρουντιμέν, αλλά το βασίλειο αυτό κατέρρευσε γρήγορα μετά τον θάνατο του τελευταίου, με την άνοδο τοπικών πόλεων-κρατών υπό βασιλέων όπως ο Peftjaubast της Ηρακλεοπόλεως, ο Νιμλότ της Ερμουπόλεως και ο Ινί των Θηβών.

Εικοστή τέταρτη Δυανστεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Νουβικό βασίλειο στα νότια εκμεταλλεύτηκε πλήρως αυτή τη διάσπαση και την επακόλουθη πολιτική αστάθεια. Πριν από την εκστρατεία κατά το 20ο έτος της βασιλείας του Πιύ στην Αίγυπτο, ο προηγούμενος Νούβιος ηγεμόνας, ο Καστά, είχε ήδη επεκτείνει το βασίλειό του μέχρι τις Θήβες, όταν ανάγκασε τη Σενπενουπέτ, που υπηρετούσε ως Ιερή θεραπαινίδα του Άμμωνα και ήταν επίσης και κόρη του Τακελότ Γ΄, να υιοθετήσει τη δικιά του κόρη ως τη διάδοχό της. Τότε, 20 χρόνια αργότερα γύρω στο 732 π.Χ. ο διάδοχός του Τακελότ Γ΄ Πιύ, προέλασε βόρεια και νίκησε όλες τις δυνάμεις πολλών ντόπιων Αιγυπτίων ηγεμόνων, του Peftjaubast, του Οσορκόν Δ΄ στην Τάνιδα, του Ιουπούτ Β΄ της Λεοντοπόλεως, και του Τεφνάκτ στη Σάις.

Εικοστή πέμπτη Δυναστεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πιύ ίδρυσε την 25η Δυναστεία και διόρισε τους ηττημένους ηγεμόνες ως επαρχιακούς του κυβερνήτες. Τον διαδέχτηκε πρώτα ο αδελφός του Σαμπακά, και μετά οι δύο γιοί του Σεμπιτκού και Ταχάρκα. Η επανενωμένη αυτοκρατορία της Κοιλάδας του Νείλου της 25ης Δυναστείας ήταν τόσο μεγάλη όσο είχε να είναι από την εποχή του Νέου Βασιλείου. Οι φαραώ της δυναστείας αυτής, μεταξύ των οποίων και ο Ταρχάκα, έχτισαν ή αναστήλωσαν ναούς και μνημεία σε όλη την κοιλάδα, συμπεριλαμβανομένων των Μέμφιδα, Καρνάκ, Κάουα και Γκέμπελ Μπαρκάλ[2][3]. Η 25η Δυναστεία έληξε με τους ηγεμόνες της να αποσύρονται στην πνευματική τους πατρίδα Νάπατα. Ήταν εκεί (στο Ελ Κούρου και του Νούρι) που θάφθηκαν οι φαραώ της 25ης Δυναστείας μέσα στις πρώτες πυραμίδες που είχαν να κατασκευαστούν στην Κοιλάδα του Νείλου εδώ και εκατοντάδες ετών[4][5][6][7]. Η Δυναστεία της Νάπατα οδήγησε στο Βασίλειο του Κους, το οποίο ευημέρησε στη Νάπατα και τη Μερόη μέχρι τουλάχιστον τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν[4].

25η Δυναστεία.
Πυραμίδες του Νούρι.

Μέχρι αυτή την περίοδο το διεθνές κύρος της Αιγύπτου είχε μειωθεί σημαντικά. Οι εξωτερικοί σύμμαχοι της χώρας είχαν περάσει σταθερά στη σφαίρα επιρροής της Ασσυρίας και από το 700 π.Χ. το ερώτημα έγινε πότε και όχι αν θα υπάρξει πόλεμος μεταξύ των δύο κρατών. Παρά το μέγεθος και τον πλούτου της Αιγύπτου, η Ασσυρία είχε μεγαλύτερη τροφοδοσία σε ξυλεία (ενώ η Αίγυπτος είχε χρόνια έλλειψη), κάτι που της επέτρεψε να παράγει περισσότερο κάρβουνο το οποίο ήταν απαραίτητο για τη χύτευση του σιδήρου, γεγονός που με τη σειρά του έδινε στην Ασσυρία μεγαλύτερο απόθεμα από όπλα από σίδερο. Η διαφορά αυτή έπαιξε καίριο ρόλο κατά την εισβολή της Ασσυρίας στην Αίγυπτο το 670 π.Χ.[8]. Κατά συνέπεια, η βασιλεία του Ταχάρκα και αυτή του διαδόχου και ξαδέλφου του Τανταμανί ήταν γεμάτες με συνεχείς αψιμαχίες με τους Ασσυρίους. Το 664 π.Χ. οι τελευταίοι κατάφεραν ένα “θανάσιμο“ χτύπημα, τη λεηλασία των Θηβών και της Μέμφιδας.

Τέλος της Τρίτης μεταβατικής περιόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Άνω Αίγυπτος παρέμεινε για κάποιο καιρό υπό τον έλεγχο του Τανταμανί, ενώ η Κάτω Αίγυπτος ήταν υπό την κυριαρχία της Εικοστής έκτης Δυναστείας, την οποία αποτελούσαν υποτελείς βασιλείς τοποθετημένους από τους Ασσύριους, αλλά που παρόλ’ αυτά κατάφεραν να επαναφέρουν την πολιτική ανεξαρτησία της Αιγύπτου κατά την περίοδο που η Ασσυριακή Αυτοκρατορία ήταν αντιμέτωπη με προβλήματα. Το 656 π.Χ. ο Ψαμμήτιχος Α΄ κατέλαβε τις Θήβες και έγινε φαραώ, βασιλιάς της Άνω και Κάτω Αιγύπτου, φέρνοντας όλο και αυξανόμενη σταθερότητα στη χώρα σε μια βασιλεία 54 χρόνων από την πόλη της Σάιδος. Τέσσερεις διαδοχικοί Σαϊτικοί βασιλείς συνέχισαν να οδηγούν την Αίγυπτο σε ακόμα μια περίοδο ειρήνης και ευημερίας από το 610 έως το 525 π.Χ. Δυστυχώς για αυτή τη δυναστεία, μια νέα δύναμη ανερχόταν στην Εγγύς Ανατολή, η Περσία. Ο φαραώ Ψαμμήτιχος Γ΄ είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Άμασις Β' για μόλις 6 μήνες πριν να αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την Περσική Αυτοκρατορία στη Μάχη του Πελούσιου το 525 π.Χ. Οι Πέρσες είχαν ήδη καταλάβει τη Βαβυλώνα και οι Αίγυπτος δεν μπορούσε καν να φτάσει την πρώτη. Ο Ψαμμήτιχος ηττήθηκε και διέφυγε για λίγο στη Μέμφιδα πριν συλληφθεί και φυλακιστεί, και αργότερα εκτελεστεί στα Σούσα, την πρωτεύουσα του Πέρση βασιλιά Καμβύση Β΄, ο οποίος τώρα ανέλαβε τον επίσημο τίτλο του φαραώ.

Ιστοριογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστοριογραφία της περιόδου αυτής είναι αμφιλεγόμενη για πολλούς λόγους. Πρώτα, υπάρχει αμφισβήτηση για τη χρησιμότητα ενός κατασκευασμένου όρου που καλύπτει μια εξαιρετικά εκτεταμένη και πολύπλοκη περίοδο της Αιγυπτιακής ιστορίας. Η Τρίτη μεταβατική περίοδος περιλαμβάνει μεγάλες περιόδους σταθερότητας όπως και χρόνιας αστάθειας και πολιτικής σύγκρουσης: το ίδιο το όνομά της μάλλον επισκιάζει αυτό το γεγονός. Δεύτερον, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα με τη χρονολόγηση, που προέρχονται από διάφορα πεδία, όπως οι δυσκολίες στη χρονολόγηση κοινές σε όλο το χρονολόγιο της Αρχαίας Αιγύπτου, αλλά που εδώ είναι πολλές λόγω των συγχρονισμών με τη Βιβλική Αρχαιολογία, η οποία επίσης περιέχει αμφισβητούμενες χρονολογήσεις. Ο ιστορικός Peter James επιχειρηματολόγησε αντίθετα από τον Kitchen ότι η περίοδος διήρκησε λιγότερο από 200 χρόνια – αρχίζοντας μετά από το 850 π.Χ. αλλά τελειώνοντας τη συμβατική χρονολογία – καθώς οι πέντε δυναστείες έχουν πολλά χρόνια αλληλοεπικάλυψης[9]. Τέλος, κάποιοι Αιγυπτιολόγοι έχουν νέες ή αμφιλεγόμενες θεωρίες για τις οικογενειακές σχέσεις των δυναστειών που συνιστούν αυτή την περίοδο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Kenneth A. Kitchen, The Third Intermediate Period in Egypt (1100–650 BC), 3rd edition, 1986, Warminster: Aris & Phillips Ltd, p.531
  2. Bonnet, Charles (2006). The Nubian Pharaohs. New York: The American University in Cairo Press. σελίδες 142–154. ISBN 978-977-416-010-3. 
  3. Diop, Cheikh Anta (1974). The African Origin of Civilization. Chicago, Illinois: Lawrence Hill Books. σελίδες 219–221. ISBN 1-55652-072-7. 
  4. 4,0 4,1 Emberling, Geoff (2011). Nubia: Ancient Kingdoms of Africa. New York, NY: Institute for the Study of the Ancient World. σελ. 10. ISBN 978-0-615-48102-9. 
  5. Mokhtar, G. (1990). General History of Africa. California, USA: University of California Press. σελίδες 161–163. ISBN 0-520-06697-9. 
  6. Emberling, Geoff (2011). Nubia: Ancient Kingdoms of Africa. New York: Institute for the Study of the Ancient World. σελίδες 9–11. ISBN 978-0-615-48102-9. 
  7. Silverman, David (1997). Ancient EgyptΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. New York: Oxford University Press. σελίδες 36–37. ISBN 0-19-521270-3. 
  8. Shillington, Kevin (2005). History of Africa. Oxford: Macmillan Education. σελ. 40. ISBN 0-333-59957-8. 
  9. «Centuries of Darkness: Context, Methodology and Implications [Review Feature»] (στα αγγλικά). Cambridge Archaeological Journal 1 (2): 228ff. 1991. doi:10.1017/S0959774300000378. ISSN 1474-0540. https://www.centuries.co.uk/CoDreviewfeature1991.pdf. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Dodson, Aidan Mark. 2001. “Third Intermediate Period.” In The Oxford Encyclopedia of Ancient Egypt, edited by Donald Bruce Redford. Vol. 3 of 3 vols. Oxford, New York, and Cairo: Oxford University Press and The American University in Cairo Press. 388–394.
  • Kitchen, Kenneth Anderson. [1996]. The Third Intermediate Period in Egypt (1100–650 BC). 3rd ed. Warminster: Aris & Phillips Limited.
  • Myśliwiec, Karol. 2000. The Twighlight of Ancient Egypt: First Millennium B.C.E. Translated by David Lorton. Ithaca and London: Cornell University Press.
  • Porter, Robert M. 2008. A Network of 22nd-26th Dynasty Genealogies, JARCE 44, 153-157.
  • Taylor, John H. 2000. “The Third Intermediate Period (1069–664 BC).” In The Oxford History of Ancient Egypt, edited by Ian Shaw. Oxford and New York: Oxford University Press. 330–368.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικόνες