Παλαιό βασίλειο (αρχαία Αίγυπτος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παλαιό βασίλειο
Γεωγραφικές συντεταγμένες29°50′41″N 31°15′3″E

Δυναστείες της Αρχαίας Αιγύπτου

π  σ  ε

Η ονομασία Παλαιό Βασίλειο, ή συνηθέστερα στη βιβλιογραφία Αρχαίο βασίλειο, αποτελεί ονομασία που δόθηκε σε μια περίοδο της Αιγυπτιακής Ιστορίας, κατά τη 3η χιλιετία π.Χ.. Κατά την περίοδο αυτή σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη συνεχόμενη ακμή του αιγυπτιακού πολιτισμού τόσο σε πολυπλοκότητα όσο και σε επιτεύγματα. Η περίοδος αυτή σηματοδότησε επίσης, την έναρξη των περιόδων των τριών Βασιλείων (Παλαιό, Μέσο και Νέο) κατά τη διάρκεια των οποίων ο αρχαίος αιγυπτιακός πολιτισμός έφτασε στη μέγιστη ακμή του.

Ο όρος αυτός αποδόθηκε στην περίοδο αυτή από τους ιστορικούς του 19ου αι., δηλαδή οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν τη μετάβαση από την Πρώιμη Δυναστική Περίοδο στην περίοδο του Παλαιού Βασιλείου. Η βασική αιτιολογία απομόνωσης αυτής της περιόδου από την Πρώιμη Δυναστική, είναι οι επαναστατικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική (με τα μεγάλης κλίμακας μνημειακά οικοδομήματα) με τις όποιες επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία[1]. Η πρωτεύουσα του βασιλείου διατηρήθηκε στη Μέμφιδα.

Κατά την περίοδο του Παλαιού Βασιλείου, η Αίγυπτος διοικήθηκε από την μέχρι την 6η Δυναστεία (2686 - 2181 π.Χ.). Πολλοί αιγυπτιολόγοι περιλαμβάνουν και την και 8η Δυναστεία καθώς και σε αυτές το διοικητικό κέντρο ήταν η Μέμφιδα. Την περίοδο αυτή, ακολούθησε μια περίοδος αποδιοργάνωσης και σχετικής πολιτιστικής παρακμής η οποία ονομάστηκε Πρώτη μεταβατική περίοδος[2]. Από την περίοδο του Παλαιού Βασιλείου και έπειτα, ο βασιλιάς της Αιγύπτου (το προσωνύμιο Φαραώ αποδόθηκε κατά την περίοδο του Νέου Βασιλείου) θεωρήθηκε και λατρευόταν ως θεός επί γης, ο οποίος είχε απόλυτη εξουσία και οποιαδήποτε επιθυμία του ήταν κυριολεκτικά διαταγή καθώς είχε τη δυνατότητα να απαιτήσει το οτιδήποτε[3].

Ο Βασιλιάς Ζοζέρ, δεύτερος βασιλέας της Τρίτης Δυναστείας του Παλαιού Βασιλείου, μετακίνησε την πρωτεύουσα του βασιλείου στη Μέμφιδα, όπου και εγκαταστάθηκε χτίζοντας τα βασιλικά ανάκτορα. Υπό τη βασιλεία του, ξεκίνησε μια λαμπρή νέα εποχή οικοδόμησης. Ο βασιλικός αρχιτέκτων, Ιμχοτέπ πιστώθηκε με την ανάπτυξη ενός νέου κτηριακού οικοδομήματος από πέτρα και σε αυτόν αποδίδεται η σύλληψη της βαθμιδωτής πυραμίδας[4]. Πράγματι, στο Παλαιό Βασίλειο χρονολογείται η ανέγερση ενός μεγάλου αριθμού πυραμίδων, οι οποίοι αποτέλεσαν τους τόπους ταφής των φαραώ, και γι' αυτό τον λόγο η περίοδος αυτή ονομάζεται και "Εποχή των Πυραμίδων".

Η Αρχή: Τρίτη Δυναστεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πυραμίδα του Djoser στη Σακκάρα.

Ο πρώτος αξιόλογος βασιλιάς του Παλαιού Βασιλείου ήταν ο Ζοζέρ (2630 - 2611 π.Χ.) της Τρίτης Δυναστείας, ο οποίος διέταξε την κατασκευή μιας πυραμίδας στη Σακκάρα, Νεκρόπολη της Μέμφιδας. Σημαντικό πρόσωπο κατά τη βασιλεία του Djoser ήταν ο βεζίρης του βασιλιά, ο Imhotep (Ιμχοτέπ).

Σε αυτή την εποχή, τα διάφορα ανεξάρτητα κράτη της Αιγύπτου αποτέλεσαν τις περιφέρειες (νομοί) ενός νέου ενιαίου κράτους κάτω από τη βασιλεία του Φαραώ. Οι άρχοντες των πρώην κρατών, μετατράπηκαν σε κυβερνήτες που είχαν την ευθύνη συλλογής των φόρων. Οι Αιγύπτιοι της εποχής λάτρευαν τον Φαραώ ως θεό πιστεύοντας ότι η ετήσια, ζωτικής σημασίας για τις καλλιέργειες, υπερχείλιση του Νείλου οφειλόταν σε αυτόν. Σύμφωνα με την αιγυπτιακή νοοτροπία της εποχής, το σύμπαν διαγράφει κύκλους και ο Φαραώ δούλευε από τη Γη για να διασφαλίσει τη σταθερότητα των κύκλων. Επίσης, θεωρούσαν τους εαυτούς τους εκλεκτούς και ως "τα μόνα αληθινά ανθρώπινα όντα της Γης."[5].

Χρυσή Εποχή: Τέταρτη Δυναστεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μεγάλη Σφίγγα με την Πυραμίδα του Χέοπα στο βάθος.

Η βασιλική δύναμη και επιρροή του Παλαιού Βασιλείου έφθασε στο σημείο της μέγιστης ακμής, κατά τη διάρκεια της 4ης Δυναστείας η οποία ξεκίνησε με την ενθρόνιση του Sneferu (Σνεφρού) (2613 - 2589 π.Χ.). Κάνοντας χρήση της πέτρας για τα μνημεία του όσο κανένας άλλος Φαραώ, έχτισε τρεις πυραμίδες: την (κατεστραμμένη σήμερα) πυραμίδα στο Μεϊντουμ, τη Ρομβοειδή Πυραμίδα στο Νταχσούρ και την Κόκκινη Πυραμίδα στο βόρειο Νταχσούρ. Ωστόσο, η πλήρης εμπέδωση της πυραμιδικής τεχνικής και η αποτύπωσή του μεγαλείου της δεν φάνηκε στη Σακκάρα, αλλά στην Γκίζα, με την αποπεράτωση των "μεγάλων πυραμίδων"[6].

Ο Χέοπας διαδέχθηκε τον Σνεφρού στον θρόνο της Αιγύπτου, στον οποίο αποδίδεται η Μεγάλη Πυραμίδα της Γκίζας. Μετά τον θάνατο του Χέοπα, οι γιοί του Djedefra και Χεφρήνος εξωθήθηκαν σε διαμάχες μεταξύ τους. Στον δεύτερο, αποδίδεται η δεύτερη μεγάλη πυραμίδα και (θεωρητικώς) η Σφίγγα της Γκίζα. Σύμφωνα όμως με πρόσφατη επανεξέταση των συνολικών στοιχείων, υποστηρίζεται ότι η Σφίγγα πιθανώς να χτίστηκε από τον Djedefra ως μνημείο προς τιμήν του Χέοπα[εκκρεμεί παραπομπή].

Οι τελευταίοι ηγεμόνες της 4ης Δυναστείας, ήταν οι βασιλείς Μυκερίνος (στον οποίο αποδίδεται η μικρότερη πυραμίδα στην Γκίζα), Σεψασκάφ και Djedefptah.

Αγαλματίδιο του Φαραώ Χέοπα.

Παρακμή και πτώση: Πέμπτη με Όγδοη Δυναστεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιμχοτέπ σε χάλκινο αγαλματίδιο, Μουσείο του Λόυβρου.

Η έναρξη της 5ης Δυναστείας σηματοδοτήθηκε με την άνοδο στον θρόνο του Userkaf (Ουζερκάφ), ο οποίος εισήγαγε μεταρρυθμίσεις που αποδυνάμωσαν τον ρόλο του Φαραώ και της κεντρικής διοίκησης.

Το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Αιγυπτίων για το εμπόριο εβένων, θυμίαμα|θυμιαμάτων όπως λιβάνι και μύρο, χρυσό, χαλκό και άλλα χρήσιμα μέταλλα, ενέπνευσε στους αρχαίους Αιγυπτίους την κατασκευή κατάλληλων πλοίων για τη μεταφορά τους στην ανοιχτή θάλασσα. Είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τον Λίβανο για το εμπόριο κέδρου, και με το βασίλειο του Πουντ (σημερινή Αιθιοπία και Σομαλία) για το εμπόριο ελεφαντόδοντου, εβένου και αρωματικών ελαίων. Για τη συναρμολόγηση των πλοίων τους οι Αιγύπτιοι δεν χρησιμοποιούσαν κανενός είδους μεταλλικού συνδετήρα, παρά μόνο σχοινιά.

Μετά την περίοδο της βασιλείας τόσο του Ουζερκάφ όσο και του διαδόχου Σαχουρέ, ξέσπασαν εμφύλιοι πόλεμοι ανάμεσα στους νομούς καθώς οι νομάρχες (οι τοπικοί κυβερνήτες) δεν ανήκαν πλέον στη βασιλική οικογένεια. Η επιδείνωση της εμφύλιας σύρραξης υπονόμευσε την ενότητα του βασιλείου και λόγω της μειωμένης ενεργητικότητας της κυβέρνησης, προκλήθηκαν πολλοί λιμοί. Ωστόσο η παρακμή δεν οφείλεται μόνο σε αυτούς τους παράγοντες. Η μαζική οικοδόμηση των μνημείων της 4ης Δυναστείας άδειασε τα ταμεία και έτσι το βασίλειο αποδυναμώθηκε από τη βάση του.

Το τελικό χτύπημα στην περιοχή, ήταν η τεράστια ξηρασία που προκλήθηκε από τη δραματική μείωση των βροχοπτώσεων ανάμεσα στα 2200 και 2150 π.Χ.. Έτσι ο Νείλος σταμάτησε να υπερχειλίζει και οι καλλιέργειες καταστράφηκαν ολοκληρωτικά. Την πτώση του Παλαιού Βασιλείου, ακολούθησαν δεκαετίες έντονων διαμαχών και λιμών.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εποχή του Παλαιού Βασιλείου αποτέλεσε αναμφίβολα μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της αιγυπτιακής τέχνης. Οι καλλιτέχνες αυτής της περιόδου εξέφρασαν για πρώτη φορά την κοσμοθεωρία του πολιτισμού τους μέσα από μορφές που παρέμειναν ανεξίτηλες για πολλές γενεές. Οι αρχιτέκτονες και οι κτίστες τελειοποίησαν τις τεχνικές τους, για τη δημιουργία των θαυμαστών μνημειακών κατασκευών της εποχής, πολλά από τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Γλύπτες δημιούργησαν τα πρώτα πορτρέτα ατόμων καθώς και τα πρώτα αγάλματα στο φυσικό μέγεθος του εκάστοτε ατόμου με υλικά όπως ξύλο, χαλκό και πέτρα[7]. Επίσης, τελειοποίησαν τις τεχνικές της ανάγλυφης διακόσμησης ενώ ακόμα, δημιούργησαν λεπτομερείς εικόνες ζώων ακόμα και τοπίων πάνω σε τοίχους ναών και τύμβων. Τόσο οι ποικιλόχρωμες εικόνες όσο και τα περίτεχνα οικοδομήματα αποσκοπούσαν σε δυο πράγματα: στη διαιώνιση και διασφάλιση της δομημένης ύπαρξης του κόσμου καθώς και στην επικράτηση της ζωής έναντι του θανάτου.

Δείτε Επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Malek, Jaromir. 2003. "The Old Kingdom (c2686–2160 BC)". In The Oxford History of Ancient Egypt, edited by Ian Shaw. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 978-0-14-280458-7 p.83
  2. Carl Roebuck, The World of Ancient Times, pp. 55 & 60.
  3. Carl Roebuck, The World of Ancient Times, p. 56.
  4. Carl Roebuck, The World of Ancient Times, p. 56..
  5. Ancient African Civilizations to ca. 1500: Pharaonic Egypt to Ca. 800 BC, by Dr. Susan J. Herlin, 2003, p 27.
  6. Carl Roebuck, The World of Ancient Times, p. 57.
  7. «Select Egypt». selectegypt.com. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Jaromir Malek, In the Shadow of the Pyramids: Egypt During the Old Kingdom, University of Oklahoma Press, 1986. ISBN 0-8061-2027-4
  • Egyptian Art in the Age of the Pyramids, New York, Metropolitan Museum of Art, 1999. ISBN 0-87099-906-0 (catalogue for travelling exhibition of the same name)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]