Βουτυρικό οξύ
Βουτυρικό οξύ | |||
---|---|---|---|
Γενικά | |||
Όνομα IUPAC | Βουτανικό οξύ | ||
Άλλες ονομασίες | Βουτυρικό οξύ | ||
Χημικά αναγνωριστικά | |||
Χημικός τύπος | C4H8O2 | ||
Μοριακή μάζα | 88,11 amu | ||
Σύντομος συντακτικός τύπος |
CH3CH2CH2COOH | ||
Συντομογραφίες | PrCOOH | ||
Αριθμός CAS | 107-92-6 | ||
SMILES | CCCC(=O)O | ||
InChI | 1/C4H8O2/c1-2-3-4(5)6/h2-3H2,1H3,(H,5,6) | ||
PubChem CID | 264 | ||
ChemSpider ID | 259 | ||
Ισομέρεια | |||
Ισομερή θέσης | 97 | ||
Φυσικές ιδιότητες | |||
Σημείο τήξης | −7,9 °C | ||
Σημείο βρασμού | 163,5 °C | ||
Πυκνότητα | 959,5 kg/m3 | ||
Διαλυτότητα στο νερό |
Αναμείξιμο | ||
Ιξώδες | 0,1529 cP | ||
Εμφάνιση | άχρωμο καυστικό υγρό | ||
Χημικές ιδιότητες | |||
pKa | 4,82 | ||
Ελάχιστη θερμοκρασία ανάφλεξης |
72 °C | ||
Σημείο αυτανάφλεξης | 452 °C | ||
Επικινδυνότητα | |||
Φράσεις κινδύνου | R20 R21 R22 R34 R36 R37 R38 | ||
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Το βουτυρικό οξύ (αγγλικά butyric acid) είναι οργανική χημική ένωση με μοριακό τύπο C4H8O2, αν και συνηθέστερα παριστάνεται με τον ημισυντακτικό τύπο CH3CH2CH2CO2H. Η εμπειρική ονομασία («βουτυρικό οξύ») προέρχεται από την ελληνική λέξη «βούτυρο». Για την αγγλόφωνη συστηματική ονομασία χρησιμοποιήθηκε η συντομογραφία BTA (από το ΒuΤanoic Acid)[1]. Πιο συγκεκριμένα, το βουτυρικό οξύ είναι ένα καρβοξυλικό οξύ. Άλατα, εστέρες και άλλα παράγωγα του βουτυρικού οξέος χρησιμοποιούν το επίθετο «βουτυρικός» για την παραγωγή της συστηματικής ονομασίας τους. Το βουτυρικό οξύ έχει βρεθεί στο γάλα, ιδιαίτερα στο κατσικίσιο, στο πρόβειο και στο βουβαλίσιο. Έχει βρεθεί ακόμη στο βούτυρο, στην παρμεζάνα, στο γαστρικό υγρό και, ως ένα προϊόν της αναερόβιας ζύμωσης, στα κόπρανα και στον ιδρώτα. Έχει δυσάρεστη οσμή και ξυνή γεύση, που αφήνει όμως μια γλυκύτητα ως μεταγεύση. Μπορεί να ανιχνευθεί από τα θηλαστικά που έχουν καλή όσφρηση (όπως για παράδειγμα ο σκύλος) από τη συγκέντρωση των 10 ppb, ενώ οι άνθρωποι μπορούν να το ανιχνεύσουν σε συγκεντρώσεις πάνω από 10 ppm.
Το βουτυρικό οξύ είναι παρόν στον ανθρώπινο εμετό, και προκαλεί το κύριο μέρος της χαρακτηριστικής του οσμής[2][3][4].
Το βουτυρικό οξύ παρατηρήθηκε για πρώτη φορά (σε μη καθαρή μορφή) το 1814 από τον Γάλλο χημικό Μισέλ Εζέν Σεβρέλ (Michel Eugène Chevreul). Ως το 1818 το είχε καθαρίσει και επιτυχημένα χαρακτηρίσει[5].
Το βουτυρικό οξύ είναι ένα λιπαρό οξύ. Εστέρες του βρίσκονται τόσο σε ζωικά λίπη, όσο και σε φυτικά έλαια. Το τριγλυκερίδιο του βουτυρικού οξέος (δηλαδή ο τριεστέρας του βουτυρικού οξέος με γλυκερίνη) περιέχεται σε ποσοστό 3%-4% στο βούτυρο. Όταν χαλάσει το βούτυρο, το βουτυρικό οξύ ελευθερώνεται (με υδρόλυση) από το τριγλυκερίδιό του, δίνοντας τη χαρακτηριστική δυσάρεστη οσμή του χαλασμένου βουτύρου. Είναι ένα σημαντικό μέλος της υποομάδας των «μικρής αλυσίδας λιπαρών οξέων», το πρώτο μέλος της οποίας είναι το προπανικό οξύ. Είναι ένα ελαιώδες υγρό που διαλύεται εύκολα στο νερό (H2O), στην αιθανόλη (EtOH) και στον διαιθυλαιθέρα (Et2O). Μπορεί να διαχωριστεί από ένα υδατικό διάλυμά του με χρήση χλωριούχου ασβεστίου (CaCl2), οπότε καταβυθίζεται το δυσδυάλυτο βουτυρικό ασβέστιο [(PrCOO)2Ca]:
Μάλιστα, το βουτυρικό ασβέστιο έχει την παράξενη ιδιότητα να είναι λιγότερο διαλυτό στο ζεστό νερό απ' ό,τι στο ψυχρότερο.
Δομή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι το τέταρτο μέλος της ομόλογης σειράς των αλκανικών οξέων μετά το μεθανικό οξύ, το αιθανικό οξύ και το προπανικό οξύ.
Δεσμοί[6] | ||||
Δεσμός | τύπος δεσμού | ηλεκτρονική δομή | Μήκος δεσμού | Ιονισμός |
---|---|---|---|---|
C#2-#4-H | σ | 2sp³-1s | 109 pm | 3% C- H+ |
C2#-C3 | σ | 2sp³-2sp³ | 154 pm | |
C#3-C4 | σ | 2sp³-2sp³ | 154 pm | |
C#2-C1 | σ | 2sp³-2sp² | 151 pm | |
C=O | σ | 2sp²-2sp² | 132 pm | 19% C+ O- |
π | 2p-2p | |||
C-O | σ | 2sp²-2sp³ | 147 pm | 19% C+ O- |
O-H | σ | 2sp³-1s | 96 pm | 32% O- H+ |
Γωνίες | ||||
HCH | 109°28' | |||
HCC | 109°28' | |||
CCO | 120° | |||
COO | 120° | |||
OCO | 120° | |||
COH | 104,45° | |||
Στατιστικό ηλεκτρικό φορτίο[7] | ||||
Ο (OH) | -0,51 | |||
Ο (=O) | -0.38 | |||
C#4 | -0,09 | |||
C#2,#3 | -0,06 | |||
Η (HC) | +0,03 | |||
Η (OH) | +0,32 | |||
C#1 | +0,57 |
Ισομερή θέσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το βουτυρικό οξύ έχει τα ακόλουθα ισομερή θέσης:
- 1-βουτεν-1,1-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2CH=C(OH)2.
- 2-βουτεν-1,1-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH=CHCH(OH)2 (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 3-βουτεν-1,1-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=CHCH2CH(OH)2.
- 1-βουτεν-1,2-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2C(OH)=CHOH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 2-βουτεν-1,2-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH=C(OH)CH2OH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 3-βουτεν-1,2-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=CHCH(OH)CH2OH) (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 1-βουτεν-1,3-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH(OH)CH=CHOH (σε τέσσερα (4) στερεοϊσομερή: δύο (2) γεωμετρικά + δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 2-βουτεν-1,3-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3C(OH)=CHCH2OH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 3-βουτεν-1,3-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=C(OH)CH2CH2OH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 1-βουτεν-1,4-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο ΗΟCH2CH2CH=CHOH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 2-βουτεν-1,4-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο ΗΟCH2CH=CHCH2OH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- Βουτεν-2,2-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=CHC(OH)2CH3.
- 1-βουτεν-2,3-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH(OH)C(OH)=CH2 (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 2-βουτεν-2,3-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3C(OH)=C(OH)CH3 (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- Μεθυλο-1-προπεν-1,1-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο (CH3)2C=C(OH)2
- Μεθυλο-2-προπεν-1,1-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=C(CH3)CH(OH)2
- Μεθυλοπροπεν-1,3-διόλη με σύντομο συντακτικό τύπο HOCH2C(CH3)=CHOH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 1,1-κυκλοβουτανοδιόλη με σύντομο συντακτικό τύπο
- 1,2-κυκλοβουτανοδιόλη με σύντομο συντακτικό τύπο (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 1,3-κυκλοβουτανοδιόλη με σύντομο συντακτικό τύπο
- Μεθυλο-1,1-κυκλοπροπανοδιόλη με σύντομο συντακτικό τύπο
- 1-μεθυλο-1,2-κυκλοπροπανοδιόλη με σύντομο συντακτικό τύπο (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 3-μεθυλο-1,2-κυκλοπροπανοδιόλη με σύντομο συντακτικό τύπο (σε τέσσερα (4) γεωμετρικά ισομερή).
- 1-υδροξυμεθυλοκυκλοπροπανόλη με σύντομο συντακτικό τύπο
- 2-υδροξυμεθυλοκυκλοπροπανόλη με σύντομο συντακτικό τύπο (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- Κυκλοπροπυλομεθανοδιόλη με σύντομο συντακτικό τύπο
- 1-μεθυξυ-1-προπεν-1-όλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH=C(OCH3)OH.
- 2-μεθυξυ-1-προπεν-1-όλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3C(OCH3)=CHOH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 3-μεθυξυ-1-προπεν-1-όλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3OCH2CH=CHOH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 1-μεθυξυ-2-προπεν-2-όλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=CHCH(OCH3)OH (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 2-μεθυξυ-2-προπεν-1-όλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=C(OCH3)CH2OH.
- Μεθυξυ-1-προπεν-2-όλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3C(OH)=CHOCH3 (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- Μεθυξυ-2-προπεν-2-όλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=C(OH)CH2OCH3.
- 1-αιθοξυαιθενόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=C(OCH2CH3)OH.
- 2-αιθοξυαιθενόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2OCH=CΗOH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 1-αιθενοξυαιθανόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH(OCH=CH2)OH (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 2-αιθενοξυαιθανόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2=CHOCH2CH2OH.
- Προπεν-1-οξυμεθανόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2(OCH=CHCH3)OH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- Προπεν-2-οξυμεθανόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2(OCH2CH=CH2)OH.
- (Μεθυλαιθεν)οξυμεθανόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH2(OC(CH3)=CH2)OH.
- 1,2-διμεθοξυαιθενόλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3OCH=C(OCH3)OH (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 2,2-διμεθοξυαιθενόλη με σύντομο συντακτικό τύπο (CH3O)2C=CHOH.
- 2-υδροξυβουτανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2CH(OH)CHO (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 3-υδροξυβουτανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH(OH)CH2CHO (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 4-υδροξυβουτανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο HOCH3CH2CH2CHO.
- Μεθυλο-2-υδροξυπροπανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο (CH3)2C(OH)CHO.
- Μεθυλο-3-υδροξυπροπανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο HOCH2CH(CH3)CHO (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 1-υδροξυβουτανόνη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2COCH2OH.
- 3-υδροξυβουτανόνη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH(OH)COCH3 (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 4-υδροξυβουτανόνη με σύντομο συντακτικό τύπο HOCH2CH2COCH3.
- 2-μεθοξυπροπανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3ΟCH(CH3)CHO (σε δύο (2) οπτικά ισομερή).
- 3-μεθοξυπροπανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3ΟCH2CH2CHO.
- Αιθοξυαιθανάλη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2ΟCH2CHO.
- Μεθοξυπροπανόνη με σύντομο συντακτικό τύπο CH3COCH2OCH3.
- Μεθυλοπροπανικό οξύ με σύντομο συντακτικό τύπο (CH3)2CHCOOH.
- Προπανικός μεθυλεστέρας με σύντομο συντακτικό τύπο CH3CH2COOCH3.
- Αιθανικός αιθυλεστέρας με σύντομο συντακτικό τύπο CH3COOCH2CH3.
- Μεθανικός προπυλεστέρας με σύντομο συντακτικό τύπο HCOOCH2CH2CH3.
- Μεθανικός ισοπροπυλεστέρας με σύντομο συντακτικό τύπο HCOOCH(CH3)2.
- 1,2-διοξάνιο
- 1,3-διοξάνιο
- 1,4-διοξάνιο
- 3-μεθυλο-1,2-διοξολάνιο
- 4-μεθυλο-1,2-διοξολάνιο
- 2-μεθυλο-1,3-διοξολάνιο
- 4-μεθυλο-1,3-διοξολάνιο
- Αιθυλο-1,2-διοξετάνιο
- Αιθυλο-1,3-διοξετάνιο
- 3,3-διμεθυλο-1,2-διοξετάνιο
- 3,4-διμεθυλο-1,2-διοξετάνιο
- 2,2-διμεθυλο-1,3-διοξετάνιο
- 2,4-διμεθυλο-1,3-διοξετάνιο
- Προπυλοδιοξιράνιο
- Ισοπροπυλοδιοξιράνιο
- Αιθυλομεθυλοδιοξιράνιο
- 2-οξολανόλη
- 3-οξολανόλη
- 2-μεθυλο-2-οξετανόλη
- 3-μεθυλο-2-οξετανόλη (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 4-μεθυλο-2-οξετανόλη (σε δύο (2) γεωμετρικά ισομερή).
- 3-μεθυλο-3-οξετανόλη
- 2-υδροξυμεθυλοξετάνιο
- 3-υδροξυμεθυλοξετάνιo
- 2-μεθοξυοξετάνιο
- 3-μεθοξυοξετάνιο
- 2-αιθυλο-2-οξιρανόλη
- 3-αιθυλο-2-οξιρανόλη
- (1΄-υδροξυαιθυλο)οξιράνιο
- (2'-υδροξυαιθυλο)οξιράνιο
- Αιθοξυοξιράνιο
- 2,3-διμεθυλοξιρανόλη
- 3,3-διμεθυοξιρανόλη
- 2-μεθυλο-2-υδροξυμεθυλοξιράνιο
- 3-μεθυλο-2-υδροξυμεθυλοξιράνιο
- 2-μεθυλο-2-μεθοξυοξιράνιο
- 3-μεθυλο-2-μεθοξυοξιράνιο
- (Μεθοξυμεθυλ)οξιράνιο
- Μερικές από τις παραπάνω ενώσεις είναι ασταθείς.
Παραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιομηχανική παραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιομηχανικά το βουτυρικό οξύ παράγεται (κυρίως) με τη βουτυρική ζύμωση (βλ. παρακάτω) από γλυκόζη, που συνήθως προέρχεται από ζάχαρη ή άμυλο. Επίσης λαμβάνεται από ξυνισμένο γάλα και ορισμένα τυριά.
Άλλες μέθοδοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με καρβοξυλίωση προπυλαλογονιδίων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με καρβοξυλίωση με διοξείδιο του άνθρακα (CO2) προπυλαλογονιδίων (CH3CH2CH2X), μέσω οργανομαγνησιακών ενώσεων (αντιδραστήρια Grignard) παράγεται βουτυρικό οξύ[8]::
Με υδρόλυση βουτανονιτριλίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με υδρόλυση βουτανονιτριλίου (CH3CH2CH2CN) σε όξινο περιβάλλον παράγεται βουτυρικό οξύ[9]:
Με οξείδωση 4-οκτενίου, 1-βουτανόλης ή βουτανάλης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]1. Με οξείδωση 4-οκτενίου (CH3CH2CH2CH=CHCH2CH2CH3) παράγεται αιθανικό οξύ[10]:
2. Με οξείδωση 1-βουτανόλης (CH3CH2CH2CH2OH) παράγεται βουτυρικό οξύ[11]:
3. Με οξείδωση βουτανάλης (CΗ3CH2CH2CHO) παράγεται βουτυρικό οξύ[11]:
Από αιθυλομηλονικό οξύ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από αιθυλομηλονικό οξύ [HOOCCH(CH2CH3)COOH] παράγεται βουτυρικό οξύ[12]:
- Το αιθυλομηλονικό οξύ παράγεται από το μηλονικό οξύ ως εξής:
Χημικές ιδιότητες και παράγωγα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]΄Οξινος χαρακτήρας και καρβονικά άλατα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το βουτυρικό οξύ είναι ένα ασθενές μονοβασικό οξύ (pKa = 4,82), ασθενέστερο από τα περισσότερα ανόργανα οξέα. Τα επτά (7) υδρογόνα του προπυλίου δεν αντικαθίστανται από μέταλλα αλλά παρ' όλα αυτά το βουτυρικό οξύ αντιδρά με ορισμένα μέταλλα και βάσεις σχηματίζοντας άλατα με σύγχρονη έκλυση υδρογόνου ή νερού αντίστοιχα:
Αποκαρβοξυλίωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]1. Με θέρμανση βουτυρικού νατρίου παίρνουμε διοξείδιο του άνθρακα και προπάνιο[13]:
2. Με ηλεκτρόλυση βουτυρικού νατρίου (μέθοδος Kolbe), παράγονται διοξείδιο του άνθρακα και εξάνιο[14]:
3. Με θέρμανση αλάτων του με ασβέστιο (ή βάριο) παράγεται επτανόνη-4[15]:
4. Με επίδραση βρωμίου σε βουτυρικό άργυρο παράγεται προπυλοβρωμίδιο - Αντίδραση Hunsdiecker[16]:
Αναγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τo βουτυρικό οξύ ανάγεται με λιθιοαργιλιοϋδρίδιο (LiAlH4) ή νατριοβοριοϋδρίδιο (NaBH4) προς βουτανόλη-1[17]:
Οξείδωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τo βουτυρικό οξύ οξειδώνεται σε βουτυρικό υπεροξύ από το υπεροξείδιο του υδρογόνου (H2O2), σε όξινο περιβάλλον[18]:
Εστεροποίηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αλογόνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]1. Με επίδραση αλογόνων, παρουσία ερυθρού φωσφόρου, παράγεται α-αλοβουτυρικό οξύ:
2. Με επίδραση αλογονωτικών μέσων παράγονται βουτανυλαλογονίδια[20]::
- α. Με SOCl2:
- β. Με PCl5:
- γ. Με PX3:
- Για το βουτανυλοφθορίδιο προτιμάται η υποκατάσταση σε βουτανυλοχλωρίδιο:
Επίδραση καρβενίων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με επίδραση καρβενίων παράγεται ένα μίγμα προϊόντων. Π.χ. με μεθυλένιο έχουμε περίπου την παρακάτω στοιχειομετρική εξίσωση:
2-προπυλο-2-οξιρανόλη
- Η παραπάνω στοιχειομετρική εξίσωση είναι άθροισμα κατά μέλη των ακόλουθων δράσεων:
- Παρεμβολή στους τρεις (3) δεσμούς C#4-H. Παράγεται πεντανικό οξύ, ένα καρβονικό οξύ.
- Παρεμβολή στους δύο (2) δεσμούς C#2-H. Παράγεται 2-μεθυλοβουτυρικό οξύ, ένα καρβονικό οξύ.
- Παρεμβολή στους δύο (2) δεσμούς C#3-H. Παράγεται 3-μεθυλοβουτυρικό οξύ, ένα καρβονικό οξύ.
- Παρεμβολή στον ένα (1) δεσμό O-H. Παράγεται βουτυρικός μεθυλεστέρας, ο μεθυλεστέρας του βουτυρικού οξέος.
- Προσθήκη στον ένα (1) δεσμό C=O. Παράγεται 2-προπυλο-2-οξιρανόλη, μια ετεροκυκλική αλκοόλη.
- Συνολικά δηλαδή εννέα (9) παράγωγα προϊόντα, που είναι πρακτικά ισοδύναμα (σ' αυτήν την περίπτωση) σε παραγωγή, εξαιτίας της μεγάλης δραστικότητας του μεθυλενίου, που ως δίριζα κάνει σχεδόν απόλυτα κινητικές (δηλαδή όχι εκλεκτικές) τις αντιδράσεις του.
Βιολογικός ρόλος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]βουτυρική ζύμωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα βουτυρικά ανιόντα παράγονται ως τελικό προϊόν μιας διεργασίας ζύμωσης που πραγματοποιείται υποχρεωτικά από αναερόβια βακτήρια. Το φύραμα Kombucha περιλαμβάνει και το ίδιο το βουτυρικό οξύ ως αποτέλεσμα της ζύμωσης που προκαλεί. Αυτή η μεταβολική οδός ανακαλύφθηκε από τον Λουί Παστέρ, το 1861. Παραδείγματα ειδών βακτηρίων που παράγουν βουτυρικό οξύ, βουτυρικό οξύ ή κάποιο βουτυρικό εστέρα, είναι τα ακόλουθα:
- Clostridium acetobutylicum.
- Clostridium butyricum.
- Clostridium kluyveri.
- Clostridium pasteurianum.
- Fusobacterium nucleatum.
- Butyrivibrio fibrisolvens.
- Eubacterium limosum.
Η συνολική αντίδραση είναι:
Χρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το βουτυρικό οξύ χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή ποικίλλων εστέρων του. Οι χαμηλής μοριακής μάζας εστέρες του βουτυρικού οξέος, όπως ο βουτυρικός μεθυλεστέρσς (PrCOOMe), έχουν πολύ ευχάριστες οσμές και γεύσεις και συνεπώς έχουν εφαρμογές ως προσθετικά τροφίμων και αρωμάτων.
Το ίδιο το βουτυρικό οξύ, εξαιτίας της έντονης οσμής του, χρησιμοποιήθηκε επίσης ως προσθετικό για δολώματα ψαρέματος[21]. Ωστόσο, δεν είναι ξεκάθαρο αν τα ψάρια έλκονται από το ίδιο το βουτυρικό οξύ ή από πρόσθετες ουσίες που, ως προσμείξεις, υπάρχουν στα παρασκευάσματα που το περιέχουν.
Τέλος έχει χρησιμοποιηθεί, από πληρώματα Ιαπωνικών φαλαινοθηρικών, για την απώθηση αντιφαλαινοθηρικών διαδηλωτών, προκαλώντας τους ναυτία[22]. Ομοίως και από αντιαμβλωτικούς διαδηλωτές για την παρενόχληση κλινικών που τις καταλαμβάνουν.[23].
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ν. Αλεξάνδρου, Γενική Οργανική Χημεία, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1985
- Α. Βάρβογλη, «Χημεία Οργανικών Ενώσεων», παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991
- SCHAUM'S OUTLINE SERIES, ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΧΗΜΕΙΑ, Μτφ. Α. Βάρβογλη, 1999
- Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982
- Πολυχρόνη Σ. Καραγκιοζίδη: Ονοματολογία οργανικών ενώσεων, Θεσσαλονίκη 1991, Έκδοση Β΄.
- Ν. Αλεξάνδρου, Α. Βάρβογλη, Δ. Νικολαΐδη: Χημεία Ετεροκυκλικών Ενώσεων, Θεσσαλονίκη 1985, Έκδοση Β΄.
- Δ. Νικολαΐδη: Ειδικά κεφάλαια Οργανικής Χημεία, Θεσσαλονίκη 1983.
Αναφορές και σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ "Butanoic Acid". http://www.caslab.com. ALS Environmental. Retrieved 2014-06-13.
- ↑ What Is Butyric Acid? (with pictures). Wisegeek.org (2014-03-19). Retrieved on 2014-03-31.
- ↑ HMDB: Showing metabocard for Butyric acid (HMDB00039). Hmdb.ca. Retrieved on 2014-03-31.
- ↑ Butyric acid. New World Encyclopedia. Retrieved on 2014-03-31..
- ↑ Ατυχώς όμως ο Σεβρέλ δεν δημοσίευσε την αρχική του έρευνα στο βουτανικό οξύ. Αντί γι' αυτό αποθήκευσε τα ευρήματά του σε μορφή χειρογράφων μαζί με τον/τη γραμματέα της Ακαδημίας Επιστημών του Παρισιού, στη Γαλλία. Αυτό οδήγησε σε προβλήματα, γιατί ο Ανρί Μπρακοννό (Henri Braconnot), ένας άλλος Γάλλος χημικός που επίσης ερευνούσε τη χημική σύνθεση του βουτύρου, ισχυρίστηκε ότι αυτός βρήκε την ένωση που ήταν υπεύθυνη για την οσμή του (Chevreul (1815) "Lettre de M. Chevreul à MM. les rédacteurs des Annales de chimie" (Letter from Mr. Chevreul to the editors of the Annals of Chemistry), Annales de chimie, vol. 94, pages 73–79; in a footnote spanning pages 75–76). Μέχρι το 1817 ο Σεβρέλ δημοσίευσε κάποια από τα ευρήματά του πάνω στις ιδιότητες του βουτανικού οξέος: Chevreul (1817) "Extrait d'une lettre de M. Chevreul à MM. les Rédacteurs du Journal de Pharmacie" (Extract of a letter from Mr. Chevreul to the editors of the Journal of Pharmacy), Journal de Pharmacie et des sciences accessoires, vol. 3, pages 79–81. However, it was not until 1823 that he presented the properties of butyric acid in detail: E. Chevreul, Recherches chimiques sur les corps gras d'origine animale [Chemical researches on fatty substances of animal origin] (Paris, France: F.G. Levrault, 1823), pages 115–133.
- ↑ Τα δεδομένα προέρχονται εν μέρει από το «Table of periodic properties of thw Ellements», Sagrent-Welch Scientidic Company και Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982, Σελ. 34.
- ↑ Υπολογισμένο βάση του ιονισμού από τον παραπάνω πίνακα
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.283, §12.2.1.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.283, §12.2.2.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.283, §12.2.3α.
- ↑ 11,0 11,1 Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.283, §12.2.3β.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.283, §12.2.4.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.3α.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.3β.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.3γ.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.3δ.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.4.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.5α.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.8α.
- ↑ Ασκήσεις και προβλήματα Οργανικής Χημείας Ν. Α. Πετάση 1982: Σελ.285, §12.4.8β.
- ↑ Freezer Baits Αρχειοθετήθηκε 2010-01-25 στο Wayback Machine., nutrabaits.net
- ↑ Japanese Whalers Injured by Acid-Firing Activists Αρχειοθετήθηκε 2010-06-08 στο Wayback Machine., newser.com, February 10, 2010
- ↑ «National Abortion Federation, HISTORY OF VIOLENCE Butyric Acid Attacks». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2010.