Τριακονταετής Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Τριαντακονταετής Πόλεμος)
Χάρτης με τα κύρια γεγονότα του Τριακονταετούς Πολέμου.

Ο Τριακονταετής Πόλεμος (γερμανικά: Dreißigjähriger Krieg) ήταν μια σειρά πολεμικών συγκρούσεων που έλαβαν χώραν μεταξύ 1618 και 1648 στην κεντρική Ευρώπη, κυρίως στα εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (σημερινής Γερμανίας). Πρόκειται για μια από τις πιο μακροχρόνιες και καταστροφικές συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία. Άρχισε ως πόλεμος μεταξύ των καθολικών και διαμαρτυρομένων κρατών της αυτοκρατορίας και βαθμηδόν εξελίχθηκε σε μια γενικευμένη διαμάχη στην οποία ενεπλάκησαν οι περισσότερες από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης. Και ενώ στον πόλεμο αυτό οδήγησαν θρησκευτικά αίτια, σύντομα οι εμπλεκόμενες δυνάμεις κατέληξαν να αγωνίζονται για την πολιτική επικράτηση στην Ευρώπη με προεξάρχουσα τη διαμάχη για το σκοπό αυτό μεταξύ Αψβούργων και Γαλλίας.

Ο πόλεμος άρχισε όταν ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β΄, ένθερμος καθολικός, προσπάθησε να επιβάλει θρησκευτική ομοιομορφία στην αυτοκρατορία. Τα προτεσταντικά κράτη της βόρειας Γερμανίας απάντησαν σχηματίζοντας την Προτεσταντική Ένωση (Protestantische Union) και οι προτεστάντες της Βοημίας επαναστάτησαν, καθήρεσαν το Φερδινάνδο από το θρόνο του βασιλιά της Βοημίας και εξέλεξαν βασιλιά τον εκλέκτορα του Παλατινάτου. Ο Φερδινάνδος κατέπνιξε την επανάσταση στη Βοημία και κατέλαβε την πρωτεύουσα του Παλατινάτου Χαϊδελβέργη, αλλά οι νίκες του συσπείρωσαν τους προτεστάντες ηγεμόνες και γέννησαν φόβους στους καθολικούς. Ο καρδινάλιος Ρισελιέ, μολονότι καθολικός, συγκρότησε συμμαχία κατά των Αψβούργων, η Δανία και η Σουηδία μπήκαν στον πόλεμο υπέρ των διαμαρτυρομένων, ενώ η Ισπανία υπέρ των καθολικών.

Ο πόλεμος αυτός ερήμωσε μεγάλες περιοχές. Στη Γερμανία, τη Βοημία και τις Κάτω Χώρες ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά από την πείνα και τις αρρώστιες και τα στρατεύματα λεηλατούσαν τους κατοίκους. Οι περισσότερες από τις εμπόλεμες δυνάμεις καταστράφηκαν οικονομικά.

Ο πόλεμος τερματίστηκε το 1648 με την Ειρήνη της Βεστφαλίας. Επέφερε την περιστολή της ισχύος των Αψβούργων και την ανάδειξη της Σουηδίας σε μεγάλη δύναμη. Περισσότερο ωφελημένη βγήκε από τον πόλεμο η Γαλλία, ισχυροποιημένη και με κυρίαρχο ρόλο κατά το υπόλοιπο του 17ου αιώνα.

Το ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους ήταν ένωση ανεξάρτητων ουσιαστικά γερμανικών κρατών, υπό τη σκιώδη επικυριαρχία του αυτοκράτορα. Από το 1440 περίπου οι αυτοκράτορες εκλέγονταν ανελλιπώς από τον Οίκο των Αψβούργων και είχαν υπό την άμεση κυριαρχία τους τις Αυστρία, Βοημία και Ουγγαρία.

Στις παραμονές του πολέμου η θρησκευτική κατάσταση στην αυτοκρατορία διεπόταν από την Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ (1555) και την αρχή cuius regio, eius religio (όποιου είναι το κράτος αυτού και η θρησκεία), δηλαδή ο ηγεμόνας δικαιούταν να επιβάλει τη θρησκεία του στους υπηκόους του.

Τα κράτη και κρατίδια της αυτοκρατορίας την εποχή αυτή ήταν πάνω από διακόσια. Τα σπουδαιότερα, εκτός από τις πιο πάνω κτήσεις των Αψβούργων, ήταν τα Δουκάτα της Βαυαρίας, του Βρανδεμβούργου και της Έσσης, τα Εκλεκτοράτα της Σαξονίας και του Παλατινάτου, η Αρχιεπισκοπή της Τρηρ, τα ελβετικά καντόνια κ.α. Πολυάριθμα ακόμα δουκάτα, κομητείες, ιπποτικά φέουδα, ελεύθερες πόλεις, επισκοπές και αββαεία συμπλήρωναν το χάρτη της αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με ό,τι κατά κανόνα συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη, όλες αυτές οι φεουδαλικές οντότητες ήταν κράτη κυρίαρχα, με μακρινό και μάλλον αδιάφορο επικυρίαρχο τον αυτοκράτορα. Σε γενικές γραμμές τα κράτη της βόρειας Γερμανίας ήταν προτεσταντικά και τα κράτη παρά τον ποταμό Ρήνο και νότια του Δούναβη καθολικά.

Η Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ αφορούσε τους καθολικούς και τους λουθηρανούς. Επικράτησε ένα διάστημα σχετικής ησυχίας αν και πολλοί άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους στις περιπτώσεις που οι ηγεμόνες επέμεναν στην εφαρμογή του cuius regio, eius religio. Τα πράγματα οξύνθηκαν με την εξάπλωση του Καλβινισμού και την προσχώρηση σ’ αυτόν των λουθηρανών ηγεμόνων των Παλατινάτου, Νασσάου, Έσσης-Κάσσελ και Βρανδεμβούργου.

Οι αυτοκράτορες που διαδέχθηκαν τον Κάρολο Ε΄ (1519-1556) μέχρι και τον Ματθία (1612-1619), ήταν σε γενικές γραμμές ανεκτικοί στη διάδοση των διαφόρων πίστεων και τηρούσαν τους όρους της Ειρήνης του Άουγκσμπουργκ, με αποτέλεσμα σε πολλά κρατίδια να υπάρχουν πιστοί όλων των δογμάτων. Παρά ταύτα, λόγω και της περιορισμένης εξουσίας που είχαν οι αυτοκράτορες στο σύνολο της αυτοκρατορίας, οι εντάσεις ήταν πολλές. Το 1583 ξέσπασε ο Πόλεμος της Κολωνίας επειδή ο πρίγκηπας-αρχιεπίσκοπός της μετεστράφη στον Καλβινισμό, πράγμα που θα ανέτρεπε την πλειοψηφία στο σώμα των εκλεκτόρων (ο αυτοκράτορας ήταν αιρετός) υπέρ των διαμαρτυρομένων. Ισπανικά στρατεύματα επενέβησαν και εγκατέστησαν στον αρχιεπισκοπικό θρόνο έναν καθολικό. Αρκετοί καθολικοί ηγεμόνες σκλήρυναν τη στάση τους υποχρεώνοντας τους προτεστάντες υπηκόους τους να διαλέξουν μεταξύ Καθολικισμού και εξορίας. Αρκετοί επίσκοποι που μεταστράφηκαν στον Προτεσταντισμό και όφειλαν βάσει της συνθήκης να εγκαταλείψουν τις ηγεμονίες τους, αρνήθηκαν να το κάνουν. Σε πολλές περιπτώσεις οι διάδοχοι ενός ηγεμόνα άλλαζαν και ξανάλλαζαν δόγμα, με αποτέλεσμα φοβερές αναστατώσεις. Λουθηρανοί και καλβινιστές κάθε άλλο παρά σύμμαχοι ήταν και προτιμούσαν τους καθολικούς από τους διαμαρτυρομένους του ετέρου δόγματος, υπήρξαν μάλιστα και εκτελέσεις εκατέρωθεν στα πλαίσια αυτής της διαμάχης. Και τέλος, ένας πραγματικός ωκεανός μελάνης χύθηκε σε λιβελλογραφήματα όλων εναντίον όλων.

Λόγω της πιέσεως που υφίσταντο, προτεστάντες ηγεμόνες σχημάτισαν το 1608 την Ευαγγελική Ένωση υπό τον εκλέκτορα του Παλατινάτου, Φρειδερίκο Ε΄. Σε απάντηση οι καθολικοί ηγεμόνες συγκρότησαν το 1609 την Καθολική Ένωση υπό τον δούκα Μαξιμιλιανό Α΄ της Βαυαρίας. Η Ευαγγελική Ένωση ήταν έτοιμη να συμπράξει με τον Ερρίκο Δ΄ της Γαλλίας στην κατάληψη του παραρρήνιου δουκάτου Γύλιχ-Κλέβης-Μπεργκ (Jülich-Cleves-Berg), στο οποίο ο αυτοκράτορας επέμενε να τοποθετήσει καθολικό ηγεμόνα, αλλά ο Ερρίκος δολοφονήθηκε και η καθολική Γαλλία ένιωθε πλέον επικίνδυνα περικυκλωμένη από τους ένθερμα καθολικούς Αψβούργους της Γερμανίας και της Ισπανίας. Η Ισπανία ενδιαφερόταν ζωηρά για την κατάσταση ως υπέρμαχος του Καθολικισμού, αλλά και γιατί αντιμετώπιζε από το 1560 την εξέγερση των διαμαρτυρομένων Ολλανδών στα πλευρά της αυτοκρατορίας της, και ήθελε τους δρόμους ανοιχτούς για τα στρατεύματά της. Η Δανία τέλος και η Σουηδία ήταν έτοιμες να επέμβουν για να διαφυλάξουν τον Προτεσταντισμό και την ανεξαρτησία τους και για να κερδίσουν ό,τι μπορέσουν.

Ο πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βοημική φάση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φερδινάνδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Το 1618 ο αρχιδούκας της Στυρίας Φερδινάνδος είχε ήδη αναγνωριστεί διάδοχος του εξαδέλφου του αυτοκράτορα Ματθία και είχε ήδη δώσει δείγματα των αντιπροτεσταντικών διαθέσεών του.

Στην Πράγα κυβερνούσαν εν ονόματι του αυτοκράτορα πέντε αντικυβερνήτες, οι οποίοι άρχισαν να καταπιέζουν την προτεσταντική πλειονότητα της Βοημίας παραβιάζοντας τα δικαιώματα που της είχαν παραχωρηθεί. Στις 23 Μαΐου 1618 ο κόμης Χάινριχ φον Τουρν, επικεφαλής μαινόμενων προτεσταντών, εισέβαλε στο φρούριο της Πράγας Χρατσάνι και πέταξε δύο από τους συγκυβερνήτες κι ένα γραμματέα από το παράθυρο. Ήταν μία ακόμη Εκπαραθύρωση της Πράγας, που δεν στοίχισε όμως τη ζωή των εκπαραθυρωθέντων γιατί έπεσαν πάνω σ’ ένα σωρό κοπριάς. Ήταν όμως η αφορμή του πολέμου.

Ο Τουρν έδιωξε τον αρχιεπίσκοπο της Πράγας και τους Ιησουίτες και σχημάτισε διευθυντήριο προτεσταντών. Ο αυτοκράτορας ενήργησε διαλλακτικά, ζήτησε διαπραγματεύσεις και προσέφερε αμνηστία, που αποκρούστηκαν όμως. Ο Φερδινάνδος αγνόησε τον αυτοκράτορα και έστειλε στρατεύματα στη Βοημία. Οι επαναστάτες προσέφυγαν στο Φρειδερίκο Ε΄ του Παλατινάτου, τον ιδρυτή της Ευαγγελικής Ένωσης. Αυτός έπεισε το δούκα Κάρολο Εμμανουήλ της Σαβοΐας, καθολικό μεν αλλά αντίπαλο των Αψβούργων, να στείλει στη Βοημία τον κοντοτιέρο Ερνστ φον Μάνσφελντ, που κατέλαβε το Πίλζεν, προπύργιο των καθολικών της Βοημίας, και υποχρέωσε σε υποχώρηση τα στρατεύματα του Φερδινάνδου. Η ανταρσία επεκτάθηκε στη Μοραβία, τη Σιλεσία, ακόμη και σε περιοχές της Αυστρίας.

Στις 20 Μαρτίου 1619 ο αυτοκράτορας Ματθίας πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Φερδινάνδος ως αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και βασιλιάς της Βοημίας. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η βοημική Δίαιτα καθήρεσε το Φερδινάνδο και ανακήρυξε βασιλιά της Βοημίας το Φρειδερίκο του Παλατινάτου. Αυτός δεν άκουσε τις συμβουλές του πεθερού του Ιακώβου Α΄ της Αγγλίας, και στις 31 Οκτωβρίου εισήλθε στην Πράγα.

Η στέψη του Φρειδερίκου του Παλατινάτου στον Άγιο Βίτο της Πράγας, 4 Νοεμβρίου 1619.

Ο Φρειδερίκος ήταν 20 χρόνων, λαμπρός ιππότης αλλά ανώριμος. Διέταξε την απομάκρυνση όλων των εικόνων και θρησκευτικών συμβόλων από το εθνικό ιερό της Βοημίας, τον Άγιο Βίτο της Πράγας. Σε λίγο απογυμνώθηκαν και άλλες εκκλησίες. Οι καθολικοί έφριξαν και οι λουθηρανοί δυσαρεστήθηκαν από τις καλβινιστικές αυτές ενέργειες.

Τον Απρίλιο του 1620 ο αυτοκράτορας κήρυξε τον Φρειδερίκο σφετεριστή και πρότεινε συνδιαλλαγή στους προτεστάντες ηγεμόνες, οι οποίοι είχαν φοβηθεί για τις συνέπειες των ενεργειών του Φρειδερίκου. Στις 3 Ιουνίου υπογράφηκε στην Ουλμ συμφωνία μη επιθέσεως. Ο ισχυρότερος προτεστάντης ηγεμόνας, ο λουθηρανός εκλέκτορας της Σαξονίας Ιωάννης Γεώργιος, τάχθηκε με τον αυτοκράτορα.

Τον Αύγουστο εισέβαλε στη Βοημία ο κόμης φον Τίλλυ, στρατηγός του δούκα Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, επικεφαλής αυτοκρατορικού στρατεύματος 25.000 ανδρών. Στις 8 Νοεμβρίου κατανίκησε τους επαναστάτες Βοημούς στη μάχη του Λευκού Όρους. Ο Φρειδερίκος κατέφυγε στο καλβινιστικό Βρανδεμβούργο. Ο Μαξιμιλιανός μπήκε θριαμβευτής στην Πράγα, ο Καθολικισμός αποκαταστάθηκε πλήρως, οι ελευθερίες των προτεσταντών καταργήθηκαν, οι περιουσίες των ανταρτών δημεύθηκαν και είκοσι επτά από τους σημαντικότερους ηγέτες τους αποκεφαλίστηκαν. Οι νικητές άλλαξαν ακόμη και τη δομή της βοημικής κοινωνίας.

Άγαλμα του Τίλλυ στη Στοά των Στραταρχών στην πλατεία Οντεόν του Μονάχου
Μαξιμιλιανός Α΄ της Βαυαρίας

Το 1622 ο Τίλλυ βάδισε κατά του Παλατινάτου. Ο Φρειδερίκος έσπευσε να επιστρέψει στο κράτος του κι ενώθηκε με μερικούς προτεστάντες ηγεμόνες. Ο Τίλλυ τούς νίκησε, κατέλαβε και λεηλάτησε τη Χαϊδελβέργη, κι έστειλε πενήντα άμαξες κατάφορτες με βιβλία του πανεπιστημίου της ως δώρο στον πάπα Γρηγόριο ΙΕ΄. Το Παλατινάτο δόθηκε στο Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας μαζί με το εκλεκτορικό του προνόμιο.

Προτομή του καρδιναλίου Ρισελιέ (Τζιανλορέντσο Μπερνίνι)

Οι αυτοκρατορικές επιτυχίες δεν ενθουσίασαν όσο θα περίμενε κανείς τους ηγέτες του Καθολικισμού. Ο πάπας αναλογίστηκε τις συγκλονιστικές αναμετρήσεις παποσύνης-αυτοκρατορίας κατά το παρελθόν και συνετάχθη με τον καρδινάλιο Ρισελιέ. Προ του κινδύνου να βρεθεί η Γαλλία περικυκλωμένη από τους Αψβούργους της πανίσχυρης Ισπανίας και της παντοδύναμης, όπως αναμενόταν, Γερμανίας, ο πολυμήχανος καρδινάλιος, το πιστό τέκνο της Καθολικής Εκκλησίας, ο διώκτης των καλβινιστών Ουγενότων και εχθρός των διαμαρτυρομένων Άγγλων, συμμάχησε το 1624 με τις προτεσταντικές χώρες Ολλανδία, Αγγλία, Δανία και Σουηδία κατά του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και έπεισε τα καθολικά κράτη της Σαβοΐας και της Βενετίας να τον βοηθήσουν ν΄ αποκόψει τη γραμμή εφοδιασμού Ισπανίας-Αυστρίας στα Βαλτελινά στενά. Το 1625 ο Χριστιανός Δ΄ της Δανίας έφτασε στην Κάτω Σαξονία με 20.000 άντρες και ενώθηκε με τον Ερνστ φον Μάνσφελντ. Τότε ο αυτοκράτορας κάλεσε τον Βάλλενσταϊν.

Βάλλενσταϊν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν

Ο Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν καταγόταν από αρχαιότατη οικογένεια της βοημικής αριστοκρατίας και είχε μυθώδη πλούτη. Είχε επίσης και μεγάλες φιλοδοξίες που έκαναν επιφυλακτικό το Φερδινάνδο, αλλά ο Τίλλυ ζητούσε επειγόντως ενισχύσεις. Ο Βάλλενσταϊν προσφέρθηκε να θέσει στη διάθεση του αυτοκράτορα 50.000 άντρες κι αυτός του ανέθεσε να στρατολογήσει 20.000.

Με τον κατ' ουσίαν ιδιωτικό αυτό στρατό του ο Βάλλενσταϊν απώθησε το Μάνσφελντ στο Ντεσσάου, ενώ ο Τίλλυ νίκησε το Χριστιανό της Δανίας στο Λούττερ. Ο Μάνσφελντ πέθανε και ο στρατός του Χριστιανού σχεδόν διαλύθηκε. Διαλύθηκε επίσης η συμμαχία την οποία είχε συγκροτήσει ο Ρισελιέ γιατί ξέσπασε πόλεμος Αγγλίας-Γαλλίας και ο Ρισελιέ χρειαζόταν όλες τις δυνάμεις του. Ο Βάλλενσταϊν βάδισε στο Βρανδεμβούργο και υποχρέωσε τον εκλέκτορα Γεώργιο Γουλιέλμο να κηρυχθεί υπέρ του αυτοκράτορα. Ύστερα κατέλαβε το γερμανικό δουκάτο του Χόλσταϊν που ανήκε στο Χριστιανό και μέχρι τα τέλη του 1627 όλη την ηπειρωτική Δανία.

Οι Γερμανοί ηγεμόνες άρχισαν ν’ ανησυχούν. Ο στρατός της Καθολικής Ένωσης αριθμούσε μόνο 20.000 άντρες ενώ αυτός του Βάλλενσταϊν είχε φτάσει τις 140.000 κι ο ίδιος λογοδοτούσε μόνο στον αυτοκράτορα. Οι φόβοι τους εντάθηκαν όταν το Μάρτιο του 1628 ο Φερδινάνδος καθήρεσε τον προτεστάντη δούκα του Μεκλεμβούργου και έδωσε το δουκάτο στον Βάλλενσταϊν. Αφού αυτό έγινε με έναν προτεστάντη ηγεμόνα γιατί να μη γίνει και με καθολικούς; Δήλωσαν στον αυτοκράτορα ότι δε θα συναινούσαν στο να ονομαστεί ο γιος του διάδοχός του, εφ’ όσον ο Βάλλενσταϊν παρέμενε αρχηγός του στρατού. Και ο Μαξιμιλιανός της Βαυαρίας τον προειδοποίησε ότι όπως πήγαιναν τα πράγματα, σε λίγο ο Βάλλενσταϊν θα υπαγόρευε την αυτοκρατορική πολιτική, δεδομένου ότι είχε αρχίσει να ιδιοπραγμονεί: απέδωσε στο Χριστιανό της Δανίας όλα τα εδάφη του έναντι ελαχίστων παραχωρήσεων.

Αλλά ο Φερδινάνδος τον είχε ακόμη ανάγκη. Το Μάρτιο του 1629 δημοσίευσε το Διάταγμα περί Αποδόσεως: όλα τα περιουσιακά στοιχεία που είχαν αφαιρεθεί από την Καθολική Εκκλησία μετά το 1552, θα επέστρεφαν σ’ αυτήν. Επρόκειτο για μια πλήρη ανατροπή της κοινωνικής τάξεως και για οικονομική καταστροφή πληθυσμών, καθώς τα κτήματα αυτά είχαν αγοραστεί κανονικά και πολλά απ’ αυτά είχαν μεταβιβαστεί μία ή περισσότερες φορές. Το διάταγμα επιβλήθηκε δια της βίας χάρη στο στρατό του Βάλλενσταϊν, παντού εκτός από το Μαγδεβούργο που αντιστάθηκε επιτυχώς. Εκκλησιαστικές ηγεμονίες και μονές αναβίωσαν, και βάσει της αρχής cuius regio, eius religio όσοι δεν προσχωρούσαν στον Καθολικισμό εκδιώκονταν.

Εφ΄όσον δεν χρειαζόταν πλέον τον Βάλλενσταϊν, ο Φερδινάνδος συμφώνησε να τον παραμερίσει. Του ζήτησε 30.000 άντρες του για την Ιταλία. Ο Βάλλενσταϊν έφερε αντιρρήσεις επικαλούμενος το σουηδικό κίνδυνο, αλλά ο αυτοκράτορας, πιεζόμενος και από τους εκλέκτορες, πήρε τους 30.000 άντρες και το Σεπτέμβριο του 1630 ανακοίνωσε την αντικατάσταση του Βάλλενσταϊν από το Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας. Ο Βάλλενσταϊν αποσύρθηκε στα κτήματά του στη Βοημία και περίμενε βέβαιος για την ανάκλησή του, γιατί ο βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος Αδόλφος είχε εισβάλει στην αυτοκρατορία.

Γουσταύος Αδόλφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γουσταύος Αδόλφος

Ο βασιλιάς της Σουηδίας ήταν τριάντα έξι χρόνων, ηρωικός, ευσεβής και δίκαιος. Η επέμβασή του οφειλόταν στην επιθυμία του να διαφυλάξει την πολιτική και θρησκευτική ανεξαρτησία της χώρας του και όχι σε ζήλο να μεταδώσει τη λουθηρανική του πίστη. Απαγόρευε τους διά της βίας προσηλυτισμούς.

Μέχρι το τέλος του 1630 ο Γουσταύος παρέμεινε στην Πομερανία, περιμένοντας ενισχύσεις, εδραιώνοντας τη θέση του και αναζητώντας συμμάχους. Έφτασε να έχει τελικά 40.000 άντρες, πειθαρχημένους, καλά οπλισμένους με νέου τύπου μουσκέτα και αφοσιωμένους στον ηγέτη τους. Είχε επίσης πολύ αποτελεσματικό πυροβολικό.

Τον Ιανουάριο του 1631 Γαλλία και Σουηδία υπέγραψαν συμφωνία: ο Ρισελιέ αναλάμβανε να καταβάλει 400.000 τάλληρα κατ’ έτος επί πέντε χρόνια κι ο Γουσταύος να συγκεντρώσει στράτευμα 100.000 ανδρών κατά των αυτοκρατορικών. Δεν μπορούσε το ένα μέρος να συνάψει ειρήνη χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου και ο Γουσταύος δεν θα εμπόδιζε την καθολική λατρεία στα εδάφη που θα καταλάμβανε.

Εναντίον του ο Μαξιμιλιανός της Βαυαρίας έστειλε τον Τίλλυ. Αυτός κατέλαβε το Νόυμπράντενμπουργκ το Μάρτιο του 1631 και η εκ 3.000 ανδρών φρουρά εσφάγη. Ο Γουσταύος κατέλαβε τη Φρανκφούρτη επί του Όντερ τον Απρίλιο και η εκ 2.000 ανδρών φρουρά εσφάγη επίσης. Τον Μάιο ο Τίλλυ και ο κόμης Παππενχάιμ πολιόρκησαν το Μαγδεβούργο, το οποίο επί έξι μήνες αντιστεκόταν στο Διάταγμα περί Αποδόσεως. Εκτός από τη φρουρά των 3.000, σφάχτηκαν τώρα και 17.000 από τις 36.000 των κατοίκων και η πόλη πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Ο Τίλλυ, προβλέποντας την εξαγρίωση των προτεσταντών, προσπάθησε ν΄ αποτρέψει την σφαγή, μάταια όμως.

Ο Τίλλυ προέβλεψε σωστά. Βρανδεμβούργο και Σαξονία συμμάχησαν τώρα με το Γουσταύο. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1631, Σουηδοί και Σάξονες (41.000) νίκησαν τον εκ 35.000 ανδρών στρατό του Τίλλυ στο Μπράιτενφελντ κοντά στη Λειψία. Ήταν η πρώτη σημαντική νίκη των προτεσταντών, η πρώτη ήττα του Τίλλυ, και ο Γουσταύος Αδόλφος, πολεμώντας στο φονικότερο σημείο της μάχης, έγινε το σύμβολο του αγώνα τους. Το Μεκλεμβούργο ανακατελήφθη και στην ηγεμονία του Βάλλενσταϊν επανήλθε ο πρότερος κάτοχός της. Τα γερμανικά κράτη άρχισαν να προσχωρούν στο Γουσταύο που σε λίγο κατείχε όλη τη βόρεια Γερμανία. Το Νοέμβριο ο Ιωάννης Γεώργιος της Σαξονίας μπήκε στην Πράγα χωρίς μάχη. Στις 15 Απριλίου 1632 ο Γουσταύος νίκησε και πάλι τον Τίλλυ στη μάχη του Ράιν αμ Λεχ. Ο Τίλλυ τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε σε λίγες μέρες σε ηλικία εβδομήντα τριών χρόνων, και ο Γουσταύος κατέλαβε το Μόναχο.

Σε δύσκολη θέση τώρα, ο αυτοκράτορας στράφηκε και πάλι στο Βάλλενσταϊν και τον παρακάλεσε να επανέλθει στον αγώνα. Αυτός έθεσε όρους σχεδόν ταπεινωτικούς: θα είχε την αρχιστρατηγία των αυτοκρατορικών δυνάμεων, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται και να υπογράφει συνθήκες με όλους πλην Γουσταύου, το δεσμείν και λύειν στις χώρες που θα καταλάμβανε. Οι όροι έγιναν δεκτοί.

Το καλοκαίρι του 1632 ο Βάλλενσταϊν συγκέντρωνε στρατό και συμμάχους. Απέσπασε τον Ιωάννη Γεώργιο της Σαξονίας από το Γουσταύο και ανακατέλαβε την Πράγα αμαχητί. Ένωσε ύστερα τις δυνάμεις του με αυτές του Μαξιμιλιανού και τώρα βρέθηκε ο Γουσταύος σε δύσκολη θέση. Ο στρατός του υστερούσε αριθμητικά έναντι του αυτοκρατορικού και οι σύμμαχοί του δυσπιστούσαν, υποπτευόμενοι ότι ήθελε να γίνει αυτοκράτορας της Γερμανίας. Οι στρατιώτες του είχαν αποξενωθεί ακόμα και από τον προτεσταντικό πληθυσμό καθότι λόγω στερήσεων προέβαιναν σε λεηλασίες. Ήθελε να βαδίσει εναντίον της Βιέννης αλλά βλέποντας ότι τα πράγματα άλλαξαν, στράφηκε προς βορράν.

Στις 16 Νοεμβρίου 1632, στο Λύτσεν κοντά στη Λειψία, ο Γουσταύος με 25.000 άντρες αντιμετώπισε το Βάλλενσταϊν με 40.000 άντρες. Η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα με πολλές μεταπτώσεις. Προ της ορμής των Σουηδών ο Βάλλενσταϊν αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Παππενχάιμ συγκράτησε την υποχώρηση και αντεπιτέθηκε αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο Γουσταύος βλέποντας ρήγμα σ’ ένα σημείο της παράταξής του, όρμησε επικεφαλής ενός συντάγματος ιππικού. Έπεσε ύστερα από αλλεπάλληλους πυροβολισμούς. Την αρχηγία ανέλαβε ο δούκας Βερνάρδος της Σαξονίας-Βαϊμάρης και τελικά οι Σουηδοί και οι σύμμαχοί τους έμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης και του σώματος του Γουσταύου.

Όλοι εναντίον όλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ηττημένος για πρώτη φορά ο Βάλλενσταϊν αποσύρθηκε στη Βοημία για να οργανώσει νέο στρατό. Συγχρόνως άρχισε διαπραγματεύσεις με προτεστάντες, και φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ότι εποφθαλμιούσε το θρόνο της Βοημίας. Είχε εγκαταστήσει το στρατό του στα αυτοκρατορικά εδάφη φορολογώντας τα αγρίως, αλλά όταν ο Βερνάρδος εισέβαλε στη Βαυαρία και οι Φερδινάνδος και Μαξιμιλιανός τον παρακάλεσαν να σπεύσει, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε στρατό.

Στις 31 Δεκεμβρίου 1633 το αυτοκρατορικό συμβούλιο αποφάσισε την καθαίρεση του Βάλλενσταϊν, καθώς οι φήμες για την αποσκίρτησή του είχαν επιταθεί. Στις 18 Φεβρουαρίου τοιχοκολλήθηκε στα στρατόπεδά του η διαταγή του αυτοκράτορα που του αφαιρούσε τη διοίκηση. Ο Βάλλενσταϊν έφυγε από το Πίλζεν προς το Έγκερ (Eger, σήμερα Cheb), σκοπεύοντας πιθανότατα ν΄ αυτομολήσει στους Σουηδούς. Στις 25 Φεβρουαρίου 1634 δολοφονήθηκε από αξιωματικούς του. Δεν έχει διευκρινιστεί αν ο αυτοκράτορας διέταξε ή έστω ευχήθηκε μεγαλόφωνα το θάνατό του, αντάμειψε πάντως γενναιόδωρα τους δολοφόνους.

Ο ομώνυμος γιος του αυτοκράτορα, ο μέλλων Φερδινάνδος Γ΄, ανέλαβε την αρχιστρατηγία. Οι τύχες του πολέμου φαίνονταν τώρα ν’ αλλάζουν συνεχώς. Ο Βερνάρδος ηττήθηκε στο Ναίρντλινγκεν σε μια μάχη που φάνηκε ότι θα κρίνει τον πόλεμο. Αλλά ο κόμης Ούξενχανα, πρωθυπουργός του Γουσταύου, υπέγραψε με το Ρισελιέ τη Συνθήκη της Κομπιένης (1635) με την οποία η Γαλλία εισερχόταν πλήρως στον πόλεμο. Πολλοί προτεστάντες ηγεμόνες συντάχθηκαν τώρα με τον αυτοκράτορα, ο οποίος σε αντάλλαγμα ανέστειλε για σαράντα χρόνια την εφαρμογή του Διατάγματος περί Αποδόσεως. Το 1637 ο Φερδινάνδος Β΄ πέθανε.

Βερνάρδος της Σαξονίας-Βαϊμάρης

Στο βορρά της αυτοκρατορίας οι Σουηδοί στρατηγοί Μπανέρ και Τόρστενσον αγωνίζονταν να διατηρήσουν τις κτήσεις σε γερμανικό έδαφος, και στη δύση ο Βερνάρδος πάλευε απεγνωσμένα. Ενισχυμένος από τη Γαλλία με χρήματα, 2.000 άντρες και τον Τυρέν, πραγματοποίησε μια λαμπρή εκστρατεία το 1638, νίκησε τους αυτοκρατορικούς σε τρεις μάχες και κατέλαβε το σημαντικότατο φρούριο του Μπράισαχ. Αλλά το 1639 πέθανε σε ηλικία τριάντα τεσσάρων ετών και ο στρατός και οι κατακτήσεις του περιήλθαν στη Γαλλία.

Άγαλμα του Τυρέν στο ανάκτορο των Βερσαλλιών
Ο Μέγας Κοντέ (Ρομπέρ Ναντέιγ, 1662, Πινακοθήκη Πανεπιστημίου Γέιλ)

Το αυτοκρατορικό στρατόπεδο έδειχνε σημεία διάλυσης. Το 1642 ο Τόρστενσον κατήγαγε συντριπτική νίκη στη δεύτερη μάχη του Μπράιτενφελντ, το 1643 η σύμμαχος του αυτοκράτορα Ισπανία συνετρίβη από το δούκα του Ανγκιέν (τον Μεγάλο Κοντέ) στη μάχη του Ροκρουά, και το 1644 οι Ανγκιέν και Τυρέν κατέλαβαν τη Ρηνανία. Το 1645 ο Τόρστενσον έφτασε σχεδόν προ των πυλών της Βιέννης, οι Γάλλοι νίκησαν στο Άλλερχάιμ, κι ένας άλλος σουηδικός στρατός υπό τον κόμη φον Καίνιγκσμαρκ εισέβαλε στη Σαξονία και την ανάγκασε να εγκαταλείψει το αυτοκρατορικό στρατόπεδο. Το 1646 ο Τυρέν εισέβαλε στη Βαυαρία και την ερήμωσε. Ο Μαξιμιλιανός ζήτησε από τον αυτοκράτορα να τερματιστεί ο πόλεμος κι αυτός δέχθηκε.

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648.

Η Ειρήνη της Βεστφαλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1641 είχαν αρχίσει συζητήσεις μεταξύ των εμπολέμων για τον τερματισμό του πολέμου. Το συνέδριο της Βεστφαλίας άρχισε τυπικά το 1644, αλλά θέματα εθιμοτυπικά, προβαδίσματος, ιεραρχίας, ερμηνείας και λοιπές τυπικότητες ανέβαλαν την έναρξη έως το 1648. Όλα βέβαια ήταν προφάσεις για να επωφεληθεί η κάθε πλευρά από την πορεία του πολέμου κατά τη στιγμή της έναρξης των συνομιλιών.

Η Ειρήνη της Βεστφαλίας υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου 1648 στις πόλεις Μύνστερ και Όσναμπρυκ. Σύμφωνα με αυτήν:

  • Η Ελβετία και οι Ηνωμένες Επαρχίες (Ολλανδία) απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.
  • Το Παλατινάτο διαιρέθηκε σε Άνω και Κάτω (νότιο και βόρειο αντίστοιχα) και η Βαυαρία απέκτησε το Άνω, καθώς και εκλεκτορική ψήφο.
  • Το Κάτω Παλατινάτο αναγνωρίστηκε ως νέο εκλεκτοράτο και δόθηκε στον Κάρολο Λουδοβίκο, γιο του Φρειδερίκου Ε΄, του εφήμερου βασιλιά της Βοημίας.
  • Το Βρανδεμβούργο απέκτησε την ανατολική Πομερανία και διάφορες επισκοπές. Υποστηρίχθηκε σ’ αυτό από τη Γαλλία που ήθελε ν΄ αντιπαραθέσει τη δυναστεία των Χοεντσόλερν σ’ αυτήν των Αψβούργων, πράγμα για το οποίο η Γαλλία μετάνιωσε πικρά όταν το Βρανδεμβούργο έγινε η Πρωσσία.
  • Η Σουηδία πήρε τις πόλεις Βίσμαρ και Στεττίνο και ορισμένες ακόμη περιοχές επί γερμανικού εδάφους. Ήταν τώρα μεγάλη δύναμη και κυριαρχούσε στη Βαλτική.
  • Οι αυτοκρατορικές κτήσεις καθώς και οι ηγεμονίες και τα δικαιώματά τους παρέμειναν ως είχαν προ του πολέμου.
  • Η Γαλλία ήταν ο μεγάλος κερδισμένος. Πήρε την Αλσατία και τις επισκοπές των Μετς, Τουλ και Βερντέν, καθώς και το φρούριο του Μπράισαχ στη γερμανική όχθη του Ρήνου. Αλλά το μεγαλύτερο κέρδος της ήταν η συνέχιση του κατακερματισμού της Γερμανίας και η αποδυνάμωση των Αψβούργων. Σε λίγο ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας θα ήταν ο ισχυρότερος μονάρχης της Ευρώπης.

Οι άλλες συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στρατοί έξι κρατών αποτελούμενοι από φανατικούς, τυχοδιώκτες και μισθοφόρους περιέτρεχαν επί τριάντα χρόνια τη Γερμανία, και όχι μόνο αλληλοσφάζονταν αλλά λεηλατούσαν, βίαζαν και σκότωναν τον άμαχο πληθυσμό που μειώθηκε δραματικά. Στη Γερμανία και την Αυστρία έπεσε από 21.000.000 στα 13.000.000. Χιλιάδες χωριά εγκαταλείφθηκαν και μεγάλες περιοχές ερημώθηκαν. Η γη έμενε ακαλλιέργητη και η όποια συγκομιδή αρπαζόταν από τα στρατεύματα, που έκαιγαν ό,τι περίσσευε για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Λιποτάκτες συγκροτούσαν ληστοσυμμορίες και ο λιμός προκάλεσε κρούσματα κανιβαλισμού. Ο λιμός προκάλεσε 10.000 θύματα στο Μόναχο.

Σε πολιτικό επίπεδο σαφώς χαμένος ήταν ο Ρωμαιοκαθολικισμός. Το μόνο κέρδος του ήταν η επιβολή του στην έως τότε χουσιτική Βοημία. Το Διάταγμα περί Αποδόσεως εγκαταλείφθηκε και οι διαμαρτυρίες του πάπα εναντίον της Ειρήνης της Βεστφαλίας αγνοήθηκαν. Από την εποχή αυτή ο παπισμός έπαψε να είναι μεγάλη πολιτική δύναμη. Ο Λουθηρανισμός παρέμεινε ακλόνητος στη Σκανδιναβία και ισχυροποιήθηκε στη βόρεια Γερμανία, ενώ ο Καλβινισμός αναγνωρίστηκε με τη συνθήκη. Αλλά σε ιδεολογικό επίπεδο και τα τρία δόγματα βγήκαν χαμένα από τον πόλεμο αυτό. Οι άνθρωποι άρχισαν ν΄ ακούν με σκεπτικισμό τα κηρύγματα μιας θρησκείας που ενώ μιλούσε για αγάπη, ενέπνεε τέτοιο αδελφοκτόνο μίσος. Και άρχισαν επίσης ν΄ αντιλαμβάνονται ότι δεν ήταν η πίστη που εξωθούσε τους καθολικούς Γάλλους να πολεμούν κατά των καθολικών Γερμανών, ή τους προτεστάντες Σάξονες να προδίδουν τους προτεστάντες Σουηδούς, αλλά άλλα κίνητρα, πολιτικά και οικονομικά.

Από κρατικής απόψεως, η ανεξαρτησία των κρατών της γερμανικής αυτοκρατορίας ισχυροποιήθηκε και η εξουσία του αυτοκράτορα περιορίστηκε. Η Βαυαρία ερημώθηκε αλλά τελικά είχε κάποια εδαφικά οφέλη. Η Αυστρία δεν υπέστη μεγάλες καταστροφές και ο Προτεσταντισμός εκριζώθηκε από τις κτήσεις των Αψβούργων. Η Γαλλία και η Σουηδία αναδύθηκαν ως μεγάλες δυνάμεις ενώ επιβεβαιώθηκε η αποδυνάμωση της Ισπανίας που έχασε την Πορτογαλία και την Ολλανδία.

Ο πόλεμος αυτός άλλαξε και τις σχέσεις υπηκόων-κυβερνητών ή, με πιο σύγχρονη ορολογία, πολιτών-κράτους. Μέχρι τότε η υποταγή στο κράτος και η αφοσίωση στη θρησκεία συνυπήρχαν παράλληλα ή αλληλοσυγκρουόμενες. Τώρα, γεγονός οφειλόμενο και στις πάσης μορφής εκκαθαρίσεις, η κατάσταση αυτή άλλαξε: οι άνθρωποι κατανόησαν ότι ήταν πρωτίστως πολίτες του κράτους, στα θεσπίσματα του οποίου όφειλαν υπακοή. Θεωρείται ότι μακροπρόθεσμα ο Τριακονταετής Πόλεμος ήταν η αιτία που συνέβαλε στην εμφάνιση του γερμανικού ρομαντικού εθνικισμού.

Στα «θετικά» του πολέμου αυτού υπάγεται η κατάργηση των απείθαρχων και ληστρικών μισθοφορικών στρατών, και το ότι -έστω και λόγω της αγριότητάς του- ήταν ο τελευταίος μεγάλος θρησκευτικός πόλεμος.

Ο πόλεμος στη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Vida y hechos de Estebanillo González, hombre de buen humor, compuesta por él mismo (Βίος και πολιτεία του Εστεμπανίγιο Γκονθάλεθ, ανθρώπου με καλή διάθεση, γραμμένη από τον ίδιο, Αμβέρσα, 1646). Νουβέλα Πικαρέσκα αγνώστου συγγραφέως, που αφηγείται τις περιπέτειες ενός κατεργάρη στην εμπόλεμη Ευρώπη.
  • Simplicius Simplicissimus (Ο περιπετειώδης Σιμπλιτσίσιμος Τόιτς, 1668) του Χανς Γιάκομπ Κρίστοφελ φον Γκρίμελσχάουζεν. Νουβέλα Πικαρέσκα επίσης, ενδεχομένως αυτοβιογραφική.
  • Memoirs of a Cavalier (Αναμνήσεις ενός ιππότη, 1720) του Ντάνιελ Ντεφόε. Υποτιθέμενο πολεμικό ημερολόγιο ενός ευγενούς στην υπηρεσία, μεταξύ άλλων, του Γουσταύου Αδόλφου.
  • Βάλλενσταϊν (1799). Τριλογία του μεγάλου δραματουργού Φρειδερίκου Σίλλερ, αναφερόμενη στην πτώση του στρατηγού.
  • Βάλλενσταϊν (1920). Ιστορικό μυθιστόρημα του Άλφρεντ Νταίμπλιν με επίκεντρο την αυλή του αυτοκράτορα.
  • Die Magdeburgische Hochzeit (Οι γάμοι του Μαγδεβούργου, 1938), της Γκέρτρουντ φον λε Φορτ. Ιστορικό μυθιστόρημα με θέμα έρωτες και συνωμοσίες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης του Μαγδεβούργου.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]