Τριακονταετής Πόλεμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Τριακονταετής πόλεμος)
Χάρτης με τα κύρια γεγονότα του Τριακονταετούς Πολέμου.

Ο Τριακονταετής Πόλεμος (γερμανικά: Dreißigjähriger Krieg)[l] ήταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο καταστροφικές συγκρούσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία, που διήρκεσε από το 1618 ως το 1648. Διαδραματίστηκε κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη και υπολογίζεται ότι 4,5 έως 8 εκατομμύρια στρατιώτες και πολίτες πέθαναν από τις μάχες, τους λιμούς και τις ασθένειες, ενώ ορισμένες περιοχές της σημερινής Γερμανίας παρουσίασαν μείωση πληθυσμού άνω του 50%.[1] Συγγενείς με αυτόν συγκρούσεις ήταν ο Ογδοηκονταετής Πόλεμος, ο Πόλεμος της Διαδοχής της Μάντοβα (1628–1631), ο Γαλλοϊσπανικός Πόλεμος (1635–1659), ο Ολλανδοπορτογαλικός Πόλεμος (1602–1663) και ο Πόλεμος της Πορτογαλικής Παλινόρθωσης (1640-1668).

Μέχρι τον 20ό αιώνα, οι ιστορικοί γενικά θεωρούσαν τον πόλεμο ως συνέχεια της θρησκευτικής σύγκρουσης που ξεκίνησε από τη Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ του 1555 προσπάθησε να την επιλύσει διαιρώντας την Αυτοκρατορία σε Λουθηρανικά και Ρωμαιοκαθολικά κράτη, αλλά τα επόμενα 50 χρόνια η επέκταση του Προτεσταντισμού πέρα από αυτά τα όρια αποσταθεροποίησε το διακανονισμό. Ενώ οι περισσότεροι σύγχρονοι σχολιαστές αποδέχονται ότι οι διαφορές σχετικά με τη θρησκεία και την αυτοκρατορική εξουσία ήταν σημαντικοί παράγοντες για την πρόκληση του πολέμου, υποστηρίζουν ότι το εύρος και η έκτασή του καθοδηγούνταν από τον ανταγωνισμό για την ευρωπαϊκή κυριαρχία μεταξύ αφ' ενός της Ισπανίας και της Αυστρίας που κυβερνούσαν οι Αψβούργοι και αφ' ετέρου του Γαλλικού Οίκου των Βουρβόνων.[2]

Η έκρηξή του τοποθετείται γενικά στο 1618, όταν ο Αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β' καθαιρέθηκε από Βασιλιάς της Βοημίας και αντικαταστάθηκε από τον Προτεστάντη Φρειδερίκο Ε' του Παλατινάτου. Αν και οι αυτοκρατορικές δυνάμεις κατέστειλαν γρήγορα την εξέγερση της Βοημίας, οι μάχες επεκτάθηκαν στο Παλατινάτο, του οποίου η στρατηγική σημασία προσέλκυσε την Ολλανδική Δημοκρατία και την Ισπανία, που είχαν ήδη εμπλακεί στον Ογδοηκονταετή Πόλεμο. Δεδομένου ότι ηγεμόνες όπως ο Χριστιανός Δ΄ της Δανίας και ο Γουσταύος Β΄ Αδόλφος της Σουηδίας κατείχαν επίσης εδάφη εντός της Αυτοκρατορίας, αυτό έδωσε σε αυτούς και σε άλλες ξένες δυνάμεις το πρόσχημα να παρέμβουν, μετατρέποντας μια εσωτερική δυναστική διαμάχη σε ευρύτερη ευρωπαϊκή σύγκρουση.

Χάρτης του Τριακονταετούς Πολέμου

Η πρώτη φάση από το 1618 ως το 1635 ήταν κυρίως ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Γερμανικών μελών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με την υποστήριξη εξωτερικών δυνάμεων. Μετά το 1635 η Αυτοκρατορία έγινε θέατρο μιας ευρύτερης σύγκρουσης μεταξύ της Γαλλίας, υποστηριζόμενης από τη Σουηδία, και του Αυτοκράτορα Φερδινάνδου Γ', που συμμάχησε με την Ισπανία. Αυτή ολοκληρώθηκε με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648, οι διατάξεις της οποίας περιλάμβαναν μεγαλύτερη αυτονομία εντός της Αυτοκρατορίας για κράτη όπως η Βαυαρία και η Σαξονία, καθώς και την αποδοχή της ολλανδικής ανεξαρτησίας από την Ισπανία. Με την αποδυνάμωση των Αψβούργων σε σχέση με τη Γαλλία, η σύγκρουση άλλαξε την ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων και προλείανε το έδαφος για τους πολέμους του Λουδοβίκου ΙΔ΄.

Δομικές αιτίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ειρήνη του Πάσσαου του 1552 προσπάθησε να επιλύσει τα ζητήματα που οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ Προτεσταντών και Ρωμαιοκαθολικών εντός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ η Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ του 1555 του προσπάθησε να αποτρέψει την επανάληψή τους καθορίζοντας τα όρια μεταξύ των δύο θρησκειών. Σύμφωνα με την αρχή του cuius regio, eius religio τα κράτη κατηγοριοποιήθηκαν είτε ως Λουθηρανικά, τότε ως η πιο συνηθισμένη μορφή Προτεσταντισμού, είτε ως Καθολικά, με βάση τη θρησκεία του ηγεμόνα τους. Άλλες διατάξεις προστάτευαν σημαντικές θρησκευτικές μειονότητες σε πόλεις όπως το Ντοναουβέρτ και επικύρωσε τη λουθηρανική ιδιοκτησία των περιουσιών που είχαν αφαιρεθεί από την Καθολική Εκκλησία μετά το Πάσσαου.[3]

Αυτές οι συμφωνίες υπονομεύτηκαν από την επέκταση του Προτεσταντισμού μετά το 1555 σε περιοχές που προηγουμένως χαρακτηρίζονταν ως Καθολικές, καθώς και από την ανάπτυξη των μεταρρυθμιστικών δογμάτων που δεν αναγνωρίζονταν από το Άουγκσμπουργκ, ιδιαίτερα του Καλβινισμού, μια θεολογία που αντιμετωπιζόταν με εχθρότητα τόσο από τους Λουθηρανούς όσο και από τους Καθολικούς.[4] Η Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ έδωσε επίσης στους επί μέρους ηγεμόνες εντός της Αυτοκρατορίας μεγαλύτερη πολιτική αυτονομία και έλεγχο της θρησκείας που ασκείτο στις περιοχές τους, ενώ αποδυνάμωσε την κεντρική εξουσία. Η σύγκρουση για οικονομικούς και πολιτικούς στόχους συχνά αντικατέστησε τη θρησκεία, με τη Λουθηρανική Σαξονία, τη Δανία-Νορβηγία και τη Σουηδία να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και με το Καλβινιστικό Βραδεμβούργο για το εμπόριο της Βαλτικής.[5]

Ο συμβιβασμός αυτών των διαφορών παρεμποδίστηκε από τον κατακερματισμένο χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας και των αντιπροσωπευτικών της θεσμών, που περιλάμβαναν 300 Αυτοκρατορικές Κτήσεις, κατανεμημένα σε όλη τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες, τη Βόρεια Ιταλία και τη σύγχρονη Γαλλία. Κυμαίνονταν σε μέγεθος και σημασία από τους επτά Πρίγκιπες-εκλέκτορες που ψήφιζαν για τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι πρίγκιπες-επισκόπους και αυτοκρατορικές πόλεις όπως το Αμβούργο. Καθένα τους ανήκε επίσης σε μια περιφερειακή ομάδα ή "Αυτοκρατορικό κύκλο", που επικεντρωνόταν κυρίως στην άμυνα και λειτουργούσαν ως αυτόνομα όργανα. Αυτών προϊστατο η Αυτοκρατορική Δίαιτα, που πριν από το 1663 συνερχόταν σε ακανόνιστη βάση και λειτουργούσε σε μεγάλο βαθμό ως φόρουμ συζήτησης, παρά νομοθετικά.[6]

Αν και οι Αυτοκράτορες εκλέγονταν, από το 1440 τη θέση κατείχε συνεχώς ένα μέλος του Οίκου των Αψβούργων, του μεγαλύτερου γαιοκτήμονα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με εδάφη που περιείχαν πάνω από οκτώ εκατομμύρια υπηκόους, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Κυβέρνησαν επίσης την Ισπανία μέχρι το 1556, όταν οι δύο αυτοκρατορίες διαιρέθηκαν, αν και η Ισπανία διατήρησε κράτη της Αυτοκρατορίας, όπως το Μιλάνο και η Φρανς-Κοντέ. Ενώ οι Αυστριακοί και οι Ισπανοί Αψβούργοι συχνά συνεργάζονταν, οι στόχοι τους δεν ταυτίζονταν πάντα. Η Ισπανική Αυτοκρατορία ήταν μια παγκόσμια θαλάσσια υπερδύναμη της οποίας οι κτήσεις περιλάμβαναν τις Ισπανικές Κάτω Χώρες, το Μιλάνο, το Βασίλειο της Νάπολης, τις Φιλιππίνες και μεγάλο μέρος της Αμερικής. Αντίθετα η Αυστρία ήταν μια χερσαία δύναμη, επικεντρωμένη στη διασφάλιση της υπεροχής της εντός της Γερμανίας και στην εξασφάλιση των ανατολικών συνόρων της έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[7]

Πριν από το Άουγκσμπουργκ η θρησκευτική ενότητα αντιστάθμιζε την έλλειψη ισχυρής κεντρικής εξουσίας. Μόλις έλειψε η ενότητα, παρουσιάστηκαν ευκαιρίες για όσους προσπαθούσαν να την αποδυναμώσουν περαιτέρω. Αυτοί ήταν φιλόδοξα αυτοκρατορικά κράτη όπως η Λουθηρανική Σαξονία και η Ρωμαιοκαθολική Βαυαρία, καθώς και η Γαλλία που είχε εδάφη των Αψβούργων στα σύνορά της προς Βορρά, Νότο και κατά μήκος των Πυρηναίων. Δεδομένου ότι πολλοί ξένοι ηγεμόνες ήταν επίσης Αυτοκρατορικοί πρίγκιπες, οι διαιρέσεις εντός της Αυτοκρατορίας προσέλκυσαν εξωτερικές δυνάμεις όπως ο Χριστιανός Δ΄ της Δανίας, που ενεπλάκη στον πόλεμο το 1625 ως Δούκας του Χόλσταϊν-Γκότορπ.[8]

Ιστορικό πλαίσιο: 1556 to 1618[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κτήσεις των Αψβούργων στην Ευρώπη περί το 1700.

Οι διαφωνίες κατά καιρούς κατέληγαν σε σύγκρουση πλήρους κλίμακας όπως ο Πόλεμος της Κολωνίας από το 1583 ως το 1588, που προκλήθηκε όταν ο κυβερνήτης της ασπάστηκε τον Καλβινισμό. Πιο συνηθισμένα ήταν γεγονότα όπως η «Μάχη των Σημαιών» του 1606 στο Ντοναουβέρτ, όταν ξέσπασαν ταραχές όταν η λουθηρανική πλειοψηφία εμπόδισε μια καθολική θρησκευτική πομπή. Ο Αυτοκράτορας Ροδόλφος ενέκρινε την παρέμβαση του καθολικού Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας. Σε αντάλλαγμα του επετράπη να προσαρτήσει την πόλη και, όπως είχε συμφωνηθεί στο Άουγκσμπουργκ, η επίσημη θρησκεία άλλαξε από Λουθηρανική σε Καθολική.[9]

Όταν συνήλθε η Αυτοκρατορική Δίαιτα το Φεβρουάριο του 1608, τόσο οι Λουθηρανοί όσο και οι Καλβινιστές ενώθηκαν για να απαιτήσουν την επίσημη επαναβεβαίωση του διακανονισμού του Άουγκσμπουργκ. Ωστόσο σε αντάλλαγμα ο κληρονόμος των Αψβούργων Αρχιδούκας Φερδινάνδος απαίτησε την άμεση αποκατάσταση όλης της περιουσίας που είχε αφαιρεθεί από την Καθολική εκκλησία από το 1555, αντί της προηγούμενης πρακτικής σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο έκρινε κατά περίπτωση. Αυτό απείλησε όλους τους Προτεστάντες, παρέλυσε τη Δίαιτα και αφαίρεσε την αντίληψη περί αυτοκρατορικής ουδετερότητας.[10]

Η απώλεια της πίστης στην κεντρική εξουσία σήμαινε ότι οι πόλεις και οι ηγεμόνες άρχισαν να ενισχύουν τις οχυρώσεις και τους στρατούς τους. Οι ξένοι περιηγητές σχολίαζαν συχνά την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της Γερμανίας αυτή την περίοδο.[11] Αυτό προχώρησε ένα βήμα παραπέρα το 1608 όταν ο Φρειδερίκος Δ', εκλέκτορας του Παλατινάτου σχημάτισε την Προτεσταντική Ένωση και ο Μαξιμιλιανός απάντησε ιδρύοντας την Καθολική Ένωση τον Ιούλιο του 1609. Και οι δύο δομές σχεδιάστηκαν κυρίως για να υποστηρίξουν τις δυναστικές φιλοδοξίες των ηγετών τους, αλλά η δημιουργία τους σε συνδυασμό με τον Πόλεμο της Διαδοχής του Γιούλιχ το 1609 ως το 1614 αύξησαν τις εντάσεις σε όλη την Αυτοκρατορία.[12] Ορισμένοι ιστορικοί που βλέπουν τον πόλεμο ως πρωτίστως μια ευρωπαϊκή σύγκρουση υποστηρίζουν ότι το Γιούλιχ σηματοδοτεί την αρχή του, με την Ισπανία και την Αυστρία να υποστηρίζουν τον καθολικό υποψήφιο κα τη Γαλλία και την Ολλανδική Δημοκρατία τον Προτεστάντη.[13]

Η Ισπανική Οδός
Μωβ: Ισπανικές κτήσεις
Πράσινο: Κυβερνώμενα από την Aυστρία
Καφέ: Κυβερνώμενα από την Ισπανία.

Σε αυτό που ήταν μια εσωτερική γερμανική διαμάχη ενεπλάκησαν εξωτερικές δυνάμεις λόγω της επικείμενης λήξης της Δωδεκαετούς Εκεχειρίας του 1609, που είχε αναστείλει τον Ογδοηκονταετή Πόλεμο μεταξύ της Ισπανίας και της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Πριν από την επανέναρξη των εχθροπραξιών ο Αμπρόσιο Σπίνολα, διοικητής των Ισπανικών Κάτω Χωρών, χρειαζόταν να εξασφαλίσει την Ισπανική Οδό, μια χερσαία διαδρομή που συνέδεε τις κτήσεις των Αψβούργων στην Ιταλία με τη Φλάνδρα και του επέτρεπε να μετακινεί στρατεύματα και προμήθειες οδικώς και όχι θαλάσσια, όπου κυριαρχούσε το Ολλανδικό ναυτικό. Το 1618 το μόνο τμήμα της που δεν ελεγχόταν από την Ισπανία περνούσε από το Εκλεκτοράτο του Παλατινάτου.[14]

Δεδομένου ότι ο Αυτοκράτορας Ματθίας δεν είχε διάδοχο, τον Ιούλιο του 1617 ο Φίλιππος Γ' της Ισπανίας συμφώνησε να υποστηρίξει την εκλογή του Φερδινάνδου ως βασιλιά της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Σε αντάλλαγμα ο Φερδινάνδος έκανε παραχωρήσεις στην Ισπανία στη Βόρεια Ιταλία και την Αλσατία και συμφώνησε να υποστηρίξει την επίθεσή της εναντίον των Ολλανδών. Η εκπλήρωση αυτών των δεσμεύσεων απαιτούσε την εκλογή του ως Αυτοκράτορα που δεν ήταν εγγυημένη, άλλη εναλλακτική ήταν ο Μαξιμιλιανός της Βαυαρίας, που ήταν αντίθετος στην αύξηση της ισπανικής επιρροής σε μια περιοχή που θεωρούσε δική του, και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα συνασπισμό με τη Σαξονία και το Παλατινάτο για να υποστηρίξει την υποψηφιότητά του.[15]

Τρίτος υποψήφιος ήταν ο Καλβινιστής Φρειδερίκος Ε', Εκλέκτορας του Παλατινάτου, που διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1610 και το 1613 παντρεύτηκε την λισάβετ Στιούαρτ, κόρη του Ιάκωβου Α' της Αγγλίας. Τέσσερις από τους εκλέκτορες ήταν Καθολικοί και τρεις Προτεστάντες. Εάν αυτό άλλαζε θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν Προτεστάντη Αυτοκράτορα. Όταν ο Φερδινάνδος εξελέγη βασιλιάς της Βοημίας το 1617, απέκτησε τον έλεγχο της εκλογικής της ψήφου. Ωστόσο ο συντηρητικός καθολικισμός του τον έκανε αντιδημοφιλή στους κυρίως προτεστάντες ευγενείς, που επίσης ανησυχούσαν για τη φαλκίδευση των δικαιωμάτων τους. Το Μάιο του 1618 ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων προκάλεααν την Εξέγερση της Βοημίας.[16]

Φάση Α΄ 1618-1635[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φερδινάνδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Εξέγερση της Βοημίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«Ο Βασιλιάς του Χειμώνα» Φρειδερίκος Ε΄ του Παλατινάτου, του οποίου η αποδοχή του Στέμματος της Βοημίας πυροδότησε τη σύγκρουση.

Ο Φερδινάνδος ισχυρίστηκε κάποτε ότι προτιμούσε να δει τα εδάφη του να καταστραφούν παρά να ανεχτεί την αίρεση και μέσα σε 18 μήνες από την ανάληψη του ελέγχου της Στυρίας το 1595 είχε εξαλείψει τον Προτεσταντισμό σε αυτό που προηγουμένως ήταν προπύργιο της Μεταρρύθμισης.[17] Απορροφημένοι από τον πόλεμο τους στην Ολλανδία οι Ισπανοί συγγενείς του προτίμησαν να αποφύγουν να ανταγωνιστούν τους Προτεστάντες αλλού. Αναγνώρισαν τους κινδύνους που απέρρεαν από τον ένθερμο καθολικισμό του Φερδινάνδου, αλλά υποστήριξαν τον ισχυρισμό του λόγω της έλλειψης εναλλακτικών λύσεων.[18]

Ο Φερδινάνδος επιβεβαίωσε εκ νέου τις προτεσταντικές θρησκευτικές ελευθερίες όταν εξελέγη βασιλιάς της Βοημίας τον Μάιο του 1617, αλλά το παρελθόν του στη Στυρία οδήγησε στην υποψία ότι περίμενε μόνο την ευκαιρία να τις ανατρέψει. Αυτές οι ανησυχίες οξύνθηκαν όταν μια σειρά νομικών διαφορών για την ιδιοκτησία αποφασίστηκαν υπέρ της Καθολικής Εκκλησίας. Το Μάιο του 1618 προτεστάντες ευγενείς με επικεφαλής τον Κόμη Τουρν συναντήθηκαν στο Κάστρο της Πράγας με τους δύο Καθολικούς εκπροσώπους του Φερδινάνδου, Βίλεμ Σλαβάτα και Γιάροσλαβ Μπορζίτα. Σε αυτό που έγινε γνωστό ως η Τρίτη Εκπαραθύρωση της Πράγας και οι δύο άνδρες πετάχτηκαν έξω από τα παράθυρα του κάστρου μαζί με τον γραμματέα τους Φίλιπ Φαμπρίσιους, αν και επέζησαν και οι τρεις.[19]

Ο Τουρν ίδρυσε στη Βοημία μια κυβέρνηση στην οποία κυριαρχούσαν οι Προτεστάντες, ενώ η αναταραχή επεκτάθηκε στη Σιλεσία και στις κτήσεις των Αψβούργων της Κάτω και Άνω Αυστρίας, όπου μεγάλο μέρος των ευγενών ήταν επίσης Προτεστάντες. Η απώλεια του ελέγχου αυτών των περιοχών απείλησε ολόκληρο το κράτος των Αψβούργων, ενώ η Βοημία ήταν μια από τις πιο ευημερούσες περιοχές της Αυτοκρατορίας και η εκλογική ψήφος της ήταν καθοριστική για να διασφαλιστεί ότι ο Φερδινάνδος θα διαδεχόταν τον Ματθία ως Αυτοκράτορα. Ο συνδυασμός σήμαινε ότι η ανακατάληψή τους ήταν ζωτικής σημασίας για τους Αυστριακούς Αψβούργους, αλλά η χρόνια οικονομική αδυναμία τους ανάγκαζε να εξαρτώνται από το Μαξιμιλιανό και την Ισπανία για τους πόρους που απαιτούντο για να την επιτύχουν.[20]

Η εμπλοκή της Ισπανίας αναπόφευκτα προκάλεσε τους Ολλανδούς, και ενδεχομένως τη Γαλλία, αν και ο έντονα καθολικός Λουδοβίκος ΙΓ΄ της Γαλλίας αντιμετώπιζε τους δικούς του Προτεστάντες επαναστάτες στη χώρα του και αρνήθηκε να τους υποστηρίξει αλλού. Η εξέγερση έδωσε επίσης την ευκαιρία σε εξωτερικούς αντιπάλους των Αψβούργων, συμπεριλαμβανομένης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Σαβοΐας. Χρηματοδοτούμενος από το Φρειδερίκο και τον Κάρολο Εμμανουήλ Α', Δούκα της Σαβοΐας ένας μισθοφόρος στρατός υπό τον Ερνστ φον Μάνσφελντ στάλθηκε για να υποστηρίξει τους εξεγερθέντες της Βοημίας. Οι προσπάθειες του Μαξιμιλιανού και του Ιωάννη Γεωργίου της Σαξονίας να μεσολαβήσουν για μια λύση κατόπιν διαπραγματεύσεων έληξαν όταν ο Ματθίας πέθανε το Μάρτιο του 1619, καθώς πολλοί πίστευαν ότι η απώλεια της εξουσίας και της επιρροής του είχε πλήξει θανάσιμα τους Αψβούργους.[21]

Πίνακας της εποχής που δείχνει τη Μάχη του Λευκού Όρους (1620), όπου οι Αυτοκρατορικές-Ισπανικές δυνάμεις υπό τον Γιόχαν Τσέρκλαες, Κόμη του Τίλλυ, κέρδισαν μια αποφασιστική νίκη.

Στα μέσα Ιουνίου του 1619 ο στρατός της Βοημίας υπό τον Τουρν ήταν έξω από τη Βιέννη και, παρόλο που η ήττα του Μάνσφελντ από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις στο Σάμπλατ τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Πράγα, η θέση του Φερδινάνδου συνέχισε να χειροτερεύει.[22] Ο Γαβριήλ Μπέτλεν, Καλβινιστής Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας, εισέβαλε στην Ουγγαρία με Οθωμανική υποστήριξη, αν και οι Αψβούργοι τους έπεισαν να αποφύγουν την άμεση ανάμειξη. Αυτό βοήθησε όταν οι Οθωμανοί ενεπλάκησαν στον Πολωνικό Πόλεμο του 1620 και στη συνέχεια στη σύγκρουση του 1623 ως το 1639 με την Περσία.[23]

Στις 19 Αυγούστου 1619 οι Τάξεις της Βοημίας ακύρωσαν την εκλογή του Φερδινάνδου του 1617 ως βασιλιά και στις 26 Αυγούστου πρόσφεραν επίσημα το στέμμα στο Φρειδερίκο. Δύο μέρες αργότερα εξελέγη Αυτοκράτορας ο Φερδινάνδος, καθιστώντας τον πόλεμο αναπόφευκτο αν ο Φρειδερίκος αποδεχόταν το στέμμα της Βοημίας. Οι περισσότεροι από τους συμβούλους του Φρειδερίκου τον προέτρεψαν να το απορρίψει, όπως και ο δούκας της Σαβοΐας και ο πεθερός του Ιάκωβος Α'.[24] Εξαίρεση αποτέλεσαν οι Χριστιανός του Άνχαλτ και ο Μαυρίκιος της Οράγγης, για τους οποίους η σύγκρουση στη Γερμανία ήταν ένα μέσο εκτροπής των ισπανικών πόρων από την Ολλανδία. Οι Ολλανδοί επιχορήγησαν το Φρειδερίκο και την Προτεσταντική Ένωση, βοήθησαν στη συγκέντρωση δανείων για τη Βοημία και παρείχαν όπλα και πολεμοφόδια.[25]

Η εκστρατεία του Τίλλυ κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου (εξέγερση της Βοημίας και κατάκτηση του Παλατινάτου).

Ωστόσο δεν κατέστη εφικτή ευρύτερη ευρωπαϊκή υποστήριξη, κυρίως λόγω της έλλειψης ενθουσιασμού για την απομάκρυνση ενός νόμιμα εκλεγμένου ηγεμόνα, ανεξαρτήτως θρησκείας.[24] Αν και ο Φρειδερίκος αποδέχτηκε το στέμμα και μπήκε στην Πράγα τον Οκτώβριο του 1619, η υποστήριξή του διαβρώθηκε τους επόμενους μήνες. Τον Ιούλιο του 1620 η Προτεσταντική Ένωση διακήρυξε την ουδετερότητά της, ενώ ο Ιωάννης Γεώργιος της Σαξονίας υποστήριξε το Φερδινάνδο σε αντάλλαγμα για την εκχώρηση της Λουσατίας και την εγγύηση των λουθηρανικών δικαιωμάτων στη Βοημία. Ο Μαξιμιλιανός της Βαυαρίας χρηματοδότησε έναν ενωμένο στρατό της Αυτοκρατορικής-Καθολικής Ένωσης με επικεφαλής τον Κόμη Τίλλυ και τον Κάρολο του Μπουκουά, που ειρήνευσε την Άνω και Κάτω Αυστρία και κατέλαβε τη δυτική Βοημία πριν βαδίσει κατά της Πράγας. Οι Boημοί ηττήθηκαν από τον Τίλλυ στο Λευκό Όρος το Νοέμβριο του 1620 και, αποκαρδιωμένος από τις ελλείψεις και τις ασθένειες, ο επαναστατικός στρατός διαλύθηκε και ο Φρειδερίκος έφυγε από τη Βοημία.[26]

Η Εκπαραθύρωση της Πράγας του 1618
Άγαλμα του Τίλλυ στη Στοά των Στραταρχών στην πλατεία Οντεόν του Μονάχου
Μαξιμιλιανός Α΄ της Βαυαρίας

Εκστρατεία του Παλατινάτου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτομή του καρδιναλίου Ρισελιέ (Τζιανλορέντσο Μπερνίνι).

Εγκαταλείποντας το Φρειδερίκο οι Γερμανοί πρίγκιπες έλπιζαν να περιορίσουν τη διαμάχη στη Βοημία, αλλά οι δυναστικές φιλοδοξίες του Μαξιμιλιανού το κατέστησαν αδύνατο. Με τη Συνθήκη του Μονάχου τον Οκτώβριο του 1619 ο Φερδινάνδος συμφώνησε να μεταβιβάσει την εκλογική ψήφο του Παλατινάτου στη Βαυαρία και να του επιτρέψει να προσαρτήσει το Άνω Παλατινάτο.[27] Πολλοί Προτεστάντες υποστήριξαν το Φερδινάνδο επειδή αντιτάχθηκαν στην καθαίρεση του νόμιμα εκλεγμένου βασιλιά της Βοημίας και τώρα αντιτάχθηκαν στην απομάκρυνση του Φρειδερίκου για τους ίδιους λόγους. Κάτι τέτοιο μετέτρεψε τη σύγκρουση σε διαμάχη μεταξύ της αυτοκρατορικής εξουσίας και των «γερμανικών ελευθεριών», ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί είδαν την ευκαιρία να ανακτήσουν εδάφη που είχαν χαθεί από το 1555. Ο συνδυασμός αυτός αποσταθεροποίησε μεγάλα τμήματα της Αυτοκρατορίας.[28]

Ο Μαξιμιλιανός Α', Εκλέκτορας της Βαυαρίας, του οποίου η κατάληψη του Παλατινάτου επέκτεινε τον πόλεμο.

Η στρατηγική σημασία του Παλατινάτου και η γειτνίασή του με την Ισπανική Οδό προσέλκυσαν εξωτερικές δυνάμεις. Τον Αύγουστο του 1620 οι Ισπανοί υπό τον Σπίνολα και τον Κόρντοβα κατέλαβαν το Κάτω Παλατινάτο. Ο Ιάκωβος Α' της Αγγλίας απάντησε σε αυτή την επίθεση κατά του γαμπρού του στέλνοντας ναυτικές δυνάμεις για να απειλήσουν τις ισπανικές κτήσεις στην Αμερική και τη Μεσόγειο και ανακοίνωσε ότι θα κήρυττε τον πόλεμο αν ο Σπίνολα δεν απέσυρε τα στρατεύματά του μέχρι την άνοιξη του 1621. Αυτές οι ενέργειες σχεδιάστηκαν αρχικά κυρίως για να καθησυχάσει τους αντιπάλους του στο Κοινοβούλιο, που θεωρούσαν την φιλοϊσπανική πολιτική του ως προδοσία της προτεσταντικής υπόθεσης.[29] Ωστόσο ο Ισπανός πρωθυπουργός Oλιβάρες τις ερμήνευσε σωστά ως πρόσκληση για έναρξη διαπραγματεύσεων και σε αντάλλαγμα για μια αγγλοϊσπανική συμμαχία προσφέρθηκε να αποκαταστήσει το Φρειδερίκο στις κτήσεις του στη Ρηνανία.[30]

Δεδομένου ότι η απαίτηση του Φρειδερίκου για πλήρη αποκατάσταση των εδαφών και των τίτλων του ήταν ασυμβίβαστη με τη Συνθήκη του Μονάχου, οι ελπίδες για επίτευξη ειρήνης μέσω διαπραγματεύσεων εξατμίστηκαν γρήγορα. Παρά την ήττα στη Βοημία ο Φρειδερίκος είχε συμμάχους το Γεώργιο Φρειδερίκο της Βάδης και το Χριστιανό του Μπράουνσβαϊχ, ενώ οι Ολλανδοί του παρείχαν στρατιωτική υποστήριξη μετά την επανέναρξη του Ογδοηκονταετούς Πόλεμου τον Απρίλιο του 1621 και ο πεθερός του Ιάκωβος χρηματοδότησε ένα στρατό μισθοφόρων υπό τον Μάνσφελντ. Ωστόσο η αποτυχία τους να συντονιστούν ουσιαστικά οδήγησε σε μια σειρά από ήττες από τις δυνάμεις της Ισπανικής και Καθολικής Ένωσης, κυρίως στο Βίμπφεν το Μάιο του 1622 και στο Χεχστ τον Ιούνιο. Το Νοέμβριο του 1622 οι Αυτοκρατορικοί έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος του Παλατινάτου, εκτός από το Φράνκενταλ, που το κατείχε μια μικρή αγγλική φρουρά υπό τον Σερ Οράτιο Βερ. Τα απομεινάρια του στρατού του Μάνσφελντ κατέφυγαν στην Ολλανδική Δημοκρατία, όπως και ο Φρειδερίκος, που πέρασε την υπόλοιπη ζωή του κυρίως στη Χάγη μέχρι τον θάνατό του, το Νοέμβριο του 1632.[31]

Σε μια συνεδρίαση της Αυτοκρατορικής Δίαιτας το Φεβρουάριο του 1623 ο Φερδινάνδος επέβαλε τη μεταβίβαση των τίτλων, των εδαφών και της εκλογικής ψήφου του Φρειδερίκου στο Μαξιμιλιανό. Το έκανε με την υποστήριξη της Καθολικής Ένωσης, παρά την έντονη αντίθεση των προτεσταντών μελών, καθώς και των Ισπανών. Το Παλατινάτο ήταν ξεκάθαρα χαμένο. Το Μάρτιο ο Ιάκωβος έδωσε εντολή στον Βέρε να παραδώσει το Φράνκενταλ, ενώ η νίκη του Τίλλυ επί του Χριστιανού του Μπράουνσβαϊχ στο Στάντλον τον Αύγουστο ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις.[32] Ωστόσο η ισπανική και η ολλανδική εμπλοκή στην εκστρατεία ήταν ένα σημαντικό βήμα στη διεθνοποίηση του πολέμου, ενώ η απομάκρυνση του Φρειδερίκου έκανε άλλους προτεστάντες πρίγκιπες να αρχίσουν να συζητούν την ένοπλη αντίσταση για να διατηρήσουν τα δικά τους δικαιώματα και εδάφη.[33]

Η επέμβαση της Δανίας (1625–1629)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν.

Με τη Σαξονία να κυριαρχεί στον Κύκλο της Άνω Σαξονίας και το Βρανδεμβούργο σε εκείνο της Κάτω, και τα δύο κρατίδια είχαν παραμείνει ουδέτερα κατά τις εκστρατείες στη Βοημία και το Παλατινάτο. Ωστόσο η εκθρόνιση του Φρειδερίκου το 1623 έκανε τον Ιωάννη Γεώργιο της Σαξονίας και τον Καλβινιστή Γεώργιο Γουλιέλμο, Εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου να ανησυχούν ότι ο Φερδινάνδος σκόπευε να διεκδικήσει εκ νέου τις πρώην Καθολικές επισκοπές που κατείχαν σήμερα οι Προτεστάντες. Αυτοί οι φόβοι φάνηκε να επιβεβαιώνονται όταν ο Tίλλυ αποκατέστησε τη Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Χάλμπερσταντ στις αρχές του 1625.[34]

Ως Δούκας του Χόλσταϊν ο Χριστιανός Δ΄ ήταν επίσης μέλος του Κύκλου της Κάτω Σαξονίας, ενώ η οικονομία της Δανίας βασιζόταν στο εμπόριο της Βαλτικής και στα διόδια από την κυκλοφορία μέσω του Ερεσουντ.[35] Το 1621 το Αμβούργο δέχτηκε την «εποπτεία» της Δανίας, ενώ ο γιος του Φρειδερίκος έγινε συγκυβερνήτης του Λύμπεκ, της Βρέμης και του Βέρντεν. Η κατοχή τους εξασφάλιζε τον έλεγχο της Δανίας στους ποταμούς Έλβα και Βέζερ.[36]

Ο Φερδινάνδος είχε ανταμείψει τον Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν για την υποστήριξή του κατά του Φρειδερίκου με κτήματα που είχαν κατασχεθεί από τους εξεγερμένους της Βοημίας και τώρα είχε συνάψει σύμβαση μαζί του για την κατάκτηση του Βορρά σε παρόμοια βάση. Το Μάιο του 1625 το κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας εξέλεξε τον Χριστιανό στρατιωτικό διοικητή του, αν και όχι χωρίς αντίσταση. Η Σαξονία και το Βρανδεμβούργο έβλεπαν τη Δανία και τη Σουηδία ως ανταγωνιστές και ήθελαν να αποφύγουν να εμπλακούν αυτές στην Αυτοκρατορία. Οι προσπάθειες για διαπραγμάτευση μιας ειρηνικής λύσης απέτυχαν καθώς η σύγκρουση στη Γερμανία έγινε μέρος του ευρύτερου αγώνα μεταξύ της Γαλλίας και των αντιπάλων τους των Αψβούργων στην Ισπανία και την Αυστρία.[37]

Με τη Συνθήκη της Κομπιένης του Ιουνίου 1624 η Γαλλία είχε συμφωνήσει να επιδοτήσει τον πόλεμο της Ολλανδίας κατά της Ισπανίας για τουλάχιστον τρία χρόνια, ενώ με τη Συνθήκη της Χάγης του Δεκεμβρίου 1625 οι Ολλανδοί και οι Άγγλοι συμφώνησαν να χρηματοδοτήσουν την επέμβαση της Δανίας στην Αυτοκρατορία. Ελπίζοντας να δημιουργήσουν έναν ευρύτερο συνασπισμό κατά του Φερδινάνδου οι Ολλανδοί κάλεσαν τη Γαλλία, τη Σουηδία, τη Σαβοΐα και τη Δημοκρατία της Βενετίας να συμμετάσχουν, αλλά ξεπεράστηκαν από τα γεγονότα.[38]Στις αρχές του 1626 ο Καρδινάλιος Ρισελιέ, ο κύριος αρχιτέκτονας της συμμαχίας, αντιμετώπισε μια νέα εξέγερση των Ουγενότων στη χώρα του και με τη Συνθήκη του Μονζόν του Μαρτίου η Γαλλία αποχώρησε από τη Βόρεια Ιταλία, ανοίγοντας ξανά τον Ισπανικό Δρόμο.[39]

Η επέμβαση της Δανίας.

Οι ολλανδικές και αγγλικές επιχορηγήσεις επέτρεψαν στον Χριστιανό να επινοήσει ένα φιλόδοξο σχέδιο εκστρατείας με τρία σκέλη : ενώ οδήγησε την κύρια δύναμη κατερχόμενος το Βέζερ, ο Mάνσφελντ θα επετίθετο στον Βάλλενσταϊν στο Μαγδεβούργο, υποστηριζόμενος από δυνάμεις με επικεφαλής τον Χριστιανός του Μπράουνσβαϊγκ και τον Μαυρίκιο της Έσσης-Κάσσελ. Η προέλαση γρήγορα κατέρρευσε. Ο Μάνσφελντ ηττήθηκε στη Γέφυρα του Ντέσαου τον Απρίλιο και όταν ο Μαυρίκιος αρνήθηκε να τον υποστηρίξει, ο Χριστιανός του Μπράουνσβαϊγκ υποχώρησε στο Βολφενμπύτελ, όπου πέθανε από ασθένεια λίγο αργότερα. Οι Δανοί ηττήθηκαν ολοκληρωτικά στο Λούτερ τον Αύγουστο και ο στρατός του Μάνσφελντ διαλύθηκε μετά το θάνατό του τον Νοέμβριο.[40]

Πολλοί από τους Γερμανούς συμμάχους του Χριστιανού, όπως η Έσση-Κάσσελ και η Σαξονία, ελάχιστα ενδιαφέρονταν να αντικαταστήσουν την αυτοκρατορική κυριαρχία με εκείνη της Δανίας, ενώ λίγες από τις επιχορηγήσεις που συμφωνήθηκαν με τη Συνθήκη της Χάγης καταβλήθηκαν. Ο Κάρολος Α΄ της Αγγλίας επέτρεψε στον Χριστιανό να στρατολογήσει ως και 9.000 Σκωτσέζους μισθοφόρους, αλλά άργησαν να φτάσουν και, ενώ ήταν σε θέση να επιβραδύνουν την προέλαση του Βάλλενσταϊν, ήταν ανεπαρκείς για να τον σταματήσουν.[41] Στα τέλη του 1627 ο Βάλλενσταϊν είχε καταλάβει το Μεκλεμβούργο, την Πομερανία και τη Γιουτλάνδη και άρχισε να κάνει σχέδια για την κατασκευή ενός στόλου ικανού να αμφισβητήσει τον έλεγχο της Βαλτικής από τη Δανία. Υποστηρίχτηκε από την Ισπανία, για την οποία παρείχε την ευκαιρία να ανοίξει ένα νέο μέτωπο κατά των Ολλανδών.[42]

Στις 13 Μαΐου 1628 ο στρατηγός του Φον Άρνιμ πολιόρκησε το Στράλσουντ, το μόνο λιμάνι με αρκετά μεγάλες ναυπηγικές εγκαταστάσεις, αλλά αυτό έφερε τη Σουηδία στον πόλεμο. Ο Γουσταύος Αδόλφος έστειλε αρκετές χιλιάδες Σκωτσέζους και Σουηδούς στρατιώτες στο Στράλσουντ, με διοικητή τον Αλεξάντερ Λέσλι, που διορίστηκε επίσης κυβερνήτης.[43] Ο Φον Άρνιμ αναγκάστηκε να άρει την πολιορκία στις 4 Αυγούστου, αλλά τρεις εβδομάδες αργότερα ο Χριστιανός υπέστη νέα ήττα στο Βόλγκαστ. Άρχισε διαπραγματεύσεις με τον Βάλλενσταϊν που, παρά τις πρόσφατες νίκες του, ανησυχούσε για την προοπτική της σουηδικής επέμβασης και έτσι ανυπομονούσε να κάνει ειρήνη.[44]

Ο Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν είχε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες για την Αυτοκρατορία, αλλά η δύναμή του απειλούσε τόσο το Φερδινάνδο όσο και τους Γερμανούς πρίγκιπες.

Μετά το ξέσπασμα του Πολέμου της Διαδοχής της Μάντοβα ο Βάλλενσταϊν έπεισε το Φερδινάνδο να συμφωνήσει με σχετικά επιεικείς όρους στη Συνθήκη του Λύμπεκ του Ιουνίου 1629. Ο Χριστιανός διατήρησε τις γερμανικές κτήσεις του στο Σλέσβιχ και στο Χολστάιν, με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει τη Βρέμη και το Βέρντεν και να εγκαταλείψει την υποστήριξή του προς τους Γερμανούς Προτεστάντες. Ενώ η Δανία κράτησε το Σλέσβιχ και το Holstein μέχρι το 1864, αυτό ουσιαστικά τελείωσε τη βασιλεία της ως το κυρίαρχο σκανδιναβικό κράτος.[45]

Για άλλη μια φορά οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτηση της νίκης εξηγούν γιατί ο πόλεμος δεν μπόρεσε να τελειώσει. Ο Φερδινάνδος πλήρωσε τον Βάλλενσταϊν αφήνοντάς τον να κατάσχει κτήματα, να εκβιάζει λύτρα από πόλεις και να επιτρέπει στους άνδρες του να λεηλατούν τα εδάφη από τα οποία περνούσαν, ανεξάρτητα από το αν ανήκαν σε συμμάχους ή αντιπάλους. Στις αρχές του 1628 ο Φερδινάνδος καθαίρεσε τον κληρονομικό Δούκα του Μεκλεμβούργου και διόρισε στη θέση του τον Βάλλενσταϊν, μια πράξη που ένωσε όλους τους Γερμανούς πρίγκιπες εναντίον του, ανεξαρτήτως θρησκείας. Αυτή η ενότητα υπονομεύτηκε από την επιθυμία του Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας να διατηρήσει το Παλατινάτο, με αποτέλεσμα η Καθολική Ένωση να υποστηρίξει μόνο την επιστροφή στην κατάσταση που επικρατούσε προ του 1627, ενώ οι Προτεστάντες ήθελαν αυτή προ του 1618.[46]

Έχοντας υπερβολική αυτοπεποίθηση από την επιτυχία, τον Μάρτιο του 1629 ο Φερδινάνδος εξέδωσε το Διάταγμα περί Αποκαδόσεως, που απαιτούσε να επιστραφούν όλα τα εδάφη που είχαν αφαιρεθεί από την Καθολική Εκκλησία μετά το 1555. Αν και τυπικά νόμιμο, πολιτικά ήταν εξαιρετικά εσφαλμένο, αφού κάτι τέτοιο θα άλλαζε σχεδόν κάθε πολιτειακό όριο στη Βόρεια και Κεντρική Γερμανία, θα αρνιόταν την ύπαρξη του Καλβινισμού και θα αποκαθιστούσε τον Καθολικισμό σε περιοχές όπου δεν είχε σημαντική παρουσία για σχεδόν έναν αιώνα. Γνωρίζοντας καλά ότι κανένας από τους εμπλεκόμενους πρίγκιπες δεν θα συμφωνούσε, ο Φερδινάνδος χρησιμοποίησε το μηχανισμό ενός Αυτοκρατορικού διατάγματος, διεκδικώντας για άλλη μια φορά το δικαίωμά του να τροποποιεί τους νόμους χωρίς διαβούλευση. Αυτή η νέα επίθεση στις «γερμανικές ελευθερίες» διατήρησε την αντίθεση εναντίον του και υπονόμευσε την προηγούμενη επιτυχία του.[47]

Την ίδια στιγμή οι Ισπανοί σύμμαχοί του ήταν απρόθυμοι να ανταγωνιστούν τους Γερμανούς Προτεστάντες καθώς ο Πόλεμος στις Ισπανικές Κάτω Χώρες είχε πλέον μετατοπιστεί υπέρ της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Η οικονομική κατάσταση του Ισπανικού Στέμματος επιδεινώθηκε σταθερά τη δεκαετία του 1620, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη μιας ισπανικής νηοπομπής από την Ολλανδική Εταιρεία των Δυτικών Ινδιών στο Mατάνσας της Κούβας το 1628. Ο Πόλεμος της Διαδοχής της Μάντοβα εκτόπισε περαιτέρω την Ισπανία από τις Κάτω Χώρες[48], ενώ η κατάληψη του Σέρτοχενμπος από τον Ολλανδικό Στρατό υπό το Φρειδερίκο Ερρίκο το 1629 προκάλεσε απογοήτευση στη Μαδρίτη.[49]

Η επέμβαση της Σουηδίας (1630 - 1634)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γουσταύος Αδόλφος
Ο Γουσταύος Αδόλφος της Σουηδίας, γνωστός ως «Λιοντάρι του Βορρά», στη Μάχη του Μπράιτενφελντ (1631) το 1631.
Η Λεηλασία του Μαγδεβούργου το 1631, από τους 25.000 κατοίκους, μόνο 5.000 επέζησαν.
Εκστρατείες κατά τη Σουηδική φάση.

Ο βασιλιάς της Σουηδίας ήταν τριάντα έξι χρόνων, ηρωικός, ευσεβής και δίκαιος. Η επέμβασή του οφειλόταν στην επιθυμία του να διαφυλάξει την πολιτική και θρησκευτική ανεξαρτησία της χώρας του και όχι σε ζήλο να μεταδώσει τη λουθηρανική του πίστη. Απαγόρευε τους διά της βίας προσηλυτισμούς.

Μέχρι τα τέλη του 1630 ο Γουσταύος παρέμεινε στην Πομερανία, περιμένοντας ενισχύσεις, εδραιώνοντας τη θέση του και αναζητώντας συμμάχους. Έφτασε να έχει τελικά 40.000 άντρες, πειθαρχημένους, καλά οπλισμένους με νέου τύπου μουσκέτα και αφοσιωμένους στον ηγέτη τους. Είχε επίσης πολύ αποτελεσματικό πυροβολικό.

Τον Ιανουάριο του 1631 Γαλλία και Σουηδία υπέγραψαν συμφωνία: ο Ρισελιέ αναλάμβανε να καταβάλει 400.000 τάλληρα κατ’ έτος επί πέντε χρόνια κι ο Γουσταύος να συγκεντρώσει στράτευμα 100.000 ανδρών κατά των αυτοκρατορικών. Δεν μπορούσε το ένα μέρος να συνάψει ειρήνη χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου και ο Γουσταύος δεν θα εμπόδιζε την καθολική λατρεία στα εδάφη που θα καταλάμβανε.

Εναντίον του ο Μαξιμιλιανός της Βαυαρίας έστειλε τον Τίλλυ. Αυτός κατέλαβε το Νόυμπράντενμπουργκ το Μάρτιο του 1631 και η εκ 3.000 ανδρών φρουρά εσφάγη. Ο Γουσταύος κατέλαβε τη Φρανκφούρτη επί του Όντερ τον Απρίλιο και η εκ 2.000 ανδρών φρουρά εσφάγη επίσης. Τον Μάιο ο Τίλλυ και ο κόμης Παππενχάιμ πολιόρκησαν το Μαγδεβούργο, το οποίο επί έξι μήνες αντιστεκόταν στο Διάταγμα περί Αποδόσεως. Εκτός από τη φρουρά των 3.000, σφάχτηκαν τώρα και 17.000 από τις 36.000 των κατοίκων και η πόλη πυρπολήθηκε ολοσχερώς. Ο Τίλλυ, προβλέποντας την εξαγρίωση των προτεσταντών, προσπάθησε ν΄ αποτρέψει την σφαγή, μάταια όμως.

Ο Τίλλυ προέβλεψε σωστά. Βρανδεμβούργο και Σαξονία συμμάχησαν τώρα με το Γουσταύο. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1631, Σουηδοί και Σάξονες (41.000) νίκησαν τον εκ 35.000 ανδρών στρατό του Τίλλυ στο Μπράιτενφελντ κοντά στη Λειψία. Ήταν η πρώτη σημαντική νίκη των προτεσταντών, η πρώτη ήττα του Τίλλυ, και ο Γουσταύος Αδόλφος, πολεμώντας στο φονικότερο σημείο της μάχης, έγινε το σύμβολο του αγώνα τους. Το Μεκλεμβούργο ανακατελήφθη και στην ηγεμονία του Βάλλενσταϊν επανήλθε ο πρότερος κάτοχός της. Τα γερμανικά κράτη άρχισαν να προσχωρούν στο Γουσταύο που σε λίγο κατείχε όλη τη βόρεια Γερμανία. Το Νοέμβριο ο Ιωάννης Γεώργιος της Σαξονίας μπήκε στην Πράγα χωρίς μάχη. Στις 15 Απριλίου 1632 ο Γουσταύος νίκησε και πάλι τον Τίλλυ στη μάχη του Ράιν αμ Λεχ. Ο Τίλλυ τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε σε λίγες μέρες σε ηλικία εβδομήντα τριών χρόνων, και ο Γουσταύος κατέλαβε το Μόναχο.

Σε δύσκολη θέση τώρα, ο αυτοκράτορας στράφηκε και πάλι στο Βάλλενσταϊν και τον παρακάλεσε να επανέλθει στον αγώνα. Αυτός έθεσε όρους σχεδόν ταπεινωτικούς: θα είχε την αρχιστρατηγία των αυτοκρατορικών δυνάμεων, το δικαίωμα να διαπραγματεύεται και να υπογράφει συνθήκες με όλους πλην Γουσταύου, το δεσμείν και λύειν στις χώρες που θα καταλάμβανε. Οι όροι έγιναν δεκτοί.

Το καλοκαίρι του 1632 ο Βάλλενσταϊν συγκέντρωνε στρατό και συμμάχους. Απέσπασε τον Ιωάννη Γεώργιο της Σαξονίας από το Γουσταύο και ανακατέλαβε την Πράγα αμαχητί. Ένωσε ύστερα τις δυνάμεις του με αυτές του Μαξιμιλιανού και τώρα βρέθηκε ο Γουσταύος σε δύσκολη θέση. Ο στρατός του υστερούσε αριθμητικά έναντι του αυτοκρατορικού και οι σύμμαχοί του δυσπιστούσαν, υποπτευόμενοι ότι ήθελε να γίνει αυτοκράτορας της Γερμανίας. Οι στρατιώτες του είχαν αποξενωθεί ακόμα και από τον προτεσταντικό πληθυσμό καθότι λόγω στερήσεων προέβαιναν σε λεηλασίες. Ήθελε να βαδίσει εναντίον της Βιέννης αλλά βλέποντας ότι τα πράγματα άλλαξαν, στράφηκε προς βορράν.

Στις 16 Νοεμβρίου 1632, στο Λύτσεν κοντά στη Λειψία, ο Γουσταύος με 25.000 άντρες αντιμετώπισε το Βάλλενσταϊν με 40.000 άντρες. Η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα με πολλές μεταπτώσεις. Προ της ορμής των Σουηδών ο Βάλλενσταϊν αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Παππενχάιμ συγκράτησε την υποχώρηση και αντεπιτέθηκε αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο Γουσταύος βλέποντας ρήγμα σ’ ένα σημείο της παράταξής του, όρμησε επικεφαλής ενός συντάγματος ιππικού. Έπεσε ύστερα από αλλεπάλληλους πυροβολισμούς. Την αρχηγία ανέλαβε ο δούκας Βερνάρδος της Σαξονίας-Βαϊμάρης και τελικά οι Σουηδοί και οι σύμμαχοί τους έμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης και του σώματος του Γουσταύου.

Ηττημένος για πρώτη φορά ο Βάλλενσταϊν αποσύρθηκε στη Βοημία για να οργανώσει νέο στρατό. Συγχρόνως άρχισε διαπραγματεύσεις με προτεστάντες, και φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ότι εποφθαλμιούσε το θρόνο της Βοημίας. Είχε εγκαταστήσει το στρατό του στα αυτοκρατορικά εδάφη φορολογώντας τα αγρίως, αλλά όταν ο Βερνάρδος εισέβαλε στη Βαυαρία και οι Φερδινάνδος και Μαξιμιλιανός τον παρακάλεσαν να σπεύσει, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε στρατό.

Στις 31 Δεκεμβρίου 1633 το αυτοκρατορικό συμβούλιο αποφάσισε την καθαίρεση του Βάλλενσταϊν, καθώς οι φήμες για την αποσκίρτησή του είχαν επιταθεί. Στις 18 Φεβρουαρίου τοιχοκολλήθηκε στα στρατόπεδά του η διαταγή του αυτοκράτορα που του αφαιρούσε τη διοίκηση. Ο Βάλλενσταϊν έφυγε από το Πίλζεν προς το Έγκερ (Eger, σήμερα Cheb), σκοπεύοντας πιθανότατα ν΄ αυτομολήσει στους Σουηδούς. Στις 25 Φεβρουαρίου 1634 δολοφονήθηκε από αξιωματικούς του. Δεν έχει διευκρινιστεί αν ο αυτοκράτορας διέταξε ή έστω ευχήθηκε μεγαλόφωνα το θάνατό του, αντάμειψε πάντως γενναιόδωρα τους δολοφόνους.

Η απώλεια του Βάλλενσταϊν και της οργάνωσής του άφησε τον αυτοκράτορα Φερδινάνδο να βασίζεται στην Ισπανία για στρατιωτική υποστήριξη. Δεδομένου ότι το κύριο μέλημά τους ήταν να ανοίξουν ξανά τhν Ισπανική Oδό για την εκστρατεία τους κατά των Ολλανδών, το επίκεντρο του πολέμου μετατοπίστηκε τώρα από τα βόρεια στη Ρηνανία και τη Βαυαρία. Ο Καρδινάλιος Φερδινάνδος της Αυστρίας, νέος Κυβερνήτης των Ισπανικών Κάτω Χωρών, συγκέντρωσε στρατό 18.000 στην Ιταλία, που συναντήθηκε με μια αυτοκρατορική δύναμη 15.000 στο Ντοναουβέρτ στις 2 Σεπτεμβρίου 1634. Τρεις ημέρες αργότερα πέτυχαν μια αποφασιστική νίκη στο Νέρντλινγκεν που κατέστρεψε τη Σουηδική δύναμη στη Νότια Γερμανία και οδήγησε στην αποστασία των Γερμανών συμμάχων της, που τώρα προσπάθησαν να συνάψουν ειρήνη με τον Αυτοκράτορα.[50]

Φάση Β΄ Η επέμβαση της Γαλλίας (1635 - 1648)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καρδινάλιος Ρισελιέ, που διηύθυνε τη γαλλική εξωτερική πολιτική από το 1624 ως το θάνατό του το 1642.
Βερνάρδος της Σαξονίας-Βαϊμάρης.
Άγαλμα του Τυρέν στο ανάκτορο των Βερσαλλιών.
Ο Μέγας Κοντέ (Ρομπέρ Ναντέιγ, 1662, Πινακοθήκη Πανεπιστημίου Γέιλ).

Προκαλώντας την άμεση γαλλική επέμβαση το Νέρντλινγκεν επέκτεινε τη σύγκρουση αντί να την τερματίσει. Ο Ρισελιέ παρείχε στους Σουηδούς νέες επιχορηγήσεις, προσέλαβε μισθοφόρους με επικεφαλής το Βερνάρδο της Σαξονίας-Βαϊμάρης για μια επίθεση στη Ρηνανία και τον Μάιο του 1635 κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στην Ισπανία.[51] Λίγες μέρες αργότερα τα γερμανικά κράτη και ο Φερδινάνδος συμφώνησαν την Ειρήνη της Πράγας. Σε αντάλλαγμα για την απόσυρση του Διατάγματος περί Απόδοσης η (Προτεσταντική) Ένωση του Χάιλμπρον και η Καθολική Ένωση διαλύθηκαν και αντικαταστάθηκαν από έναν ενιαίο Αυτοκρατορικό στρατό, αν και η Σαξονία και η Βαυαρία διατήρησαν τον έλεγχο των δικών τους δυνάμεων. Αυτό θεωρείται γενικά ως το σημείο όπου ο πόλεμος έπαψε να είναι μια κυρίως ενδογερμανική θρησκευτική σύγκρουση.[52]

Το Μάρτιο του 1635 Γάλλοι στρατιώτες εισήλθαν στη Βαλτελίνα, αποκόβοντας τη σύνδεση μεταξύ του Μιλάνου, που ελεγχόταν από την Ισπανία, και της Αυτοκρατορίας.[53] Το Μάιο ο κύριος στρατός τους των 35.000 εισέβαλε στις Ισπανικές Κάτω Χώρες, αλλά αποχώρησε τον Ιούλιο αφού υπέστη 17.000 απώλειες. Οι Ισπανοί απάντησαν το 1636 με μια επίθεση που έφτασε στο Κορμπί της Βόρειας Γαλλίας, προκαλώντας πανικό στο Παρίσι πριν αναγκαστούν να υποχωρήσουν.[54] Το Μάρτιο του 1636 η Γαλλία συμμετείχε στον πόλεμο για να υποστηρίξει τη Σουηδία, της οποίας η απώλεια των περισσότερων εδαφών που κέρδισε ο Γουσταύος και των φόρων τους την έκαναν να εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη γαλλική χρηματοδότηση. Αν και οι περισσότεροι από τους Γερμανούς συμμάχους τους αυτομόλησαν μετά την Ειρήνη της Πράγας, οι Σουηδοί υπό τον Γιόχαν Μπάνερ νίκησαν μια αυτοκρατορική δύναμη στο Βίτστοκ στις 4 Οκτωβρίου, αποκαθιστώντας την κυριαρχία τους στη Βορειοανατολική Γερμανία.[55]

Ο Φερδινάνδος Β' πέθανε τον Φεβρουάριο του 1637 και τον διαδέχθηκε ο γιος του Φερδινάνδος Γ', που αντιμετώπισε επιδείνωση της στρατιωτικής κατάστασης. Αν και ο Ματθίας Γκάλας και ο κύριος Αυτοκρατορικός στρατός είχαν αναγκάσει τον Μπάνερ να επιστρέψει στη Βαλτική, το Μάρτιο του 1638 ο Βερνάρδο νίκησε έναν Αυτοκρατορικό στρατό στο Ραϊνφέλντεν. Η κατάληψη του Μπράιζαχ το Δεκέμβριο εξασφάλισε το γαλλικό έλεγχο της Αλσατίας και έκοψε τον Ισπανικό Δρόμο, αναγκάζοντας τον Γκάλας να εκτρέψει τις δυνάμεις εκεί. Αν και ο φον Χάτσφελντ νίκησε μια ενωμένη σουηδογερμανική δύναμη στο Φλότο τον Οκτώβριο, ο Γκάλας αποσύρθηκε από τη Βαλτική λόγω έλλειψης προμηθειών, ενώ ο στρατός του εν μέρει διαλύθηκε.[56]

Τον Απρίλιο του 1639 ο Μπάνερ νίκησε τους Σάξονες στο Κέμνιτς και μετά μπήκε στη Βοημία το Μάιο.[57] Για να τον αντιμετωπίσει ο Φερδινάνδος μετέφερε το στρατό του Πικολομίνι από την Τιονβίλ, τερματίζοντας την άμεση στρατιωτική συνεργασία μεταξύ της Αυστρίας και της Ισπανίας.[58] Αυτή η αυξημένη πίεση ανάγκασε τον Ισπανό Ολιβάρες να κάνει ειρήνη, ειδικά αφού οι προσπάθειές του να προσλάβει Πολωνούς αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς.[59] Η αποκοπή της Ισπανικής Οδού ανάγκασε τη Μαδρίτη να ανεφοδιάσει το στρατό της στη Φλάνδρα από τη θάλασσα και τον Οκτώβριο του 1639 μια μεγάλη ισπανική νηοπομπή καταστράφηκε στη Ναυμαχία του Ντάουνς από έναν ολλανδικό στόλο, με επικεφαλής τον Μάαρτεν Τρομπ.[60]

Σε άλλες περιπτώσεις οι ολλανδικές επιθέσεις σε Πορτογαλικές αποικίες προκάλεσαν αναταραχή στην Πορτογαλία, τότε τμήμα της Ισπανικής Αυτοκρατορίας. Σε συνδυασμό με τους βαρείς φόρους το 1640 αυτό προκάλεσε εξεγέρσεις πρώτα στην Πορτογαλία και μετά στην Καταλονία.[61] Οταν οι Γάλλοι κατέλαβαν το Αράς τον Αύγουστο του 1640 και λεηλάτησαν το Αρτουά ο Ολιβάρες υποστήριξε ότι η Ισπανία έπρεπε να αποδεχτεί την ολλανδική ανεξαρτησία και να επικεντρωθεί στη διατήρηση της Φλάνδρας.[62] Την ίδια εποχή το Ολλανδικό ειρηνικό κόμμα είχε ενισχυθεί το 1637 όταν ο Φρειδερίκος Ερρίκος ανακατέλαβε τη Μπρέντα. Πεπεισμένος ότι ο πόλεμος κερδήθηκε και το μόνο ζητούμενο ήταν το τίμημα της ειρήνης, το 1640 ο αντιβασιλέας που κυριαρχούσε στην ολλανδική πολιτική μείωσε τον προϋπολογισμό του στρατού, παρά τις αντιρρήσεις του Φρειδερίκου Ερρίκου.[63]

Μετά το θάνατο του Bερνάρδου τον Ιούλιο του 1639 τα στρατεύματά του ενώθηκαν με το Σουηδικό στρατό του Μπάνερ σε μια αναποτελεσματική εκστρατεία κατά μήκος του Βέζερ, με αποκορύφωμα μια αιφνιδιαστική επίθεση τον Ιανουάριο του 1641 κατά της Αυτοκρατορικής Δίαιτας στο Ρέγκενσμπουργκ.[64] Αναγκασμένος να υποχωρήσει ο Μπάνερ έφτασε το Μάιο στο Χάλμπερσταντ, όπου πέθανε και παρά το γεγονός ότι νίκησε μια αυτοκρατορική δύναμη στο Βολφενμπύτελ τον Ιούνιο, τα κατά κύριο λόγο γερμανικά στρατεύματά του εξεγέρθηκαν λόγω μη πληρωμής τους.[65] Η κατάσταση σώθηκε με την άφιξη του Λέναρτ Τόρστενσον το Νοέμβριο με 7.000 Σουηδούς νεοσύλλεκτους και αρκετά μετρητά για να ικανοποιήσουν τους στασιαστές.[66]

Τη γαλλική νίκη στο Kέμπεν τον Ιανουάριο του 1642 ακολούθησε η Δεύτερη Μάχη του Μπράιτενφελνττον Οκτώβριο του 1642, όπου ο Τόρστενσον προκάλεσε σχεδόν 10.000 απώλειες σε έναν αυτοκρατορικό στρατό με επικεφαλής τον Αρχιδούκα Λεοπόλδο Γουλιέλμο της Αυστρίας.[67] Η κατάληψη της Λειψίας το Δεκέμβριο έδωσε στους Σουηδούς μια σημαντική νέα βάση στη Γερμανία και, παρά την αποτυχία τους να καταλάβουν το Φράιμπεργκ,[68] το 1643 ο Σαξονικός στρατός είχε περιοριστεί σε λίγες απομονωμένες φρουρές.[69] Ενώ ο Φερδινάνδος αποδέχτηκε ότι μια στρατιωτική λύση δεν ήταν πλέον δυνατή, παλεύοντας ήλπιζε να αποτρέψει τη συμμετοχή των Αυτοκρατορικών Κτήσεων στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις του με τη Γαλλία και τη Σουηδία, διατηρώντας έτσι την εξουσία του επιτρέποντάς του να εκπροσωπεί την Αυτοκρατορία στο σύνολό της.[70]

Αυτό φαινόταν πιο πιθανό μετά το θάνατο του Ρισελιέ το Δεκέμβριο του 1642 και στη συνέχεια του Λουδοβίκου ΙΓ' το Μάιο του 1643, αφήνοντας βασιλιά τον πεντάχρονο γιο του Λουδοβίκο ΙΔ'. Ωστόσο η πολιτική του Ρισελιέ συνεχίστηκε από το διάδοχό του Καρδινάλιο Μαζαρέν, ενώ τα γαλλικά κέρδη στην Αλσατία του επέτρεψαν να επικεντρωθεί εκ νέου στον πόλεμο κατά της Ισπανίας στην Ολλανδία. Στις 19 Μαΐου ο Κοντέ κέρδισε μια αποφασιστική νίκη επί των Ισπανών στο Ροκρουά, λιγότερο πάντως σημαντική από ό,τι συχνά υποτίθεται.[71] Δεν είχε καμία επίδραση στον έλεγχο των Νότιων Κάτω Χωρών και οι Ισπανοί βετεράνοι αιχμάλωτοι ανταλλάχθηκαν γρήγορα. Ωστόσο μακροπρόθεσμα τερμάτισε κάθε προοπτική εισβολής στη Γαλλία από τις Κάτω Χώρες.[72]

Εκστρατείες του πολέμου κατά τη Γαλλοσουηδική φάση (μέχρι το 1642).

Η αδυναμία του Κοντέ να εκμεταλλευτεί πλήρως το Ροκρουά οφειλόταν εν μέρει σε παράγοντες που επηρέασαν και τις δύο πλευρές. Η καταστροφή που προκλήθηκε από 25 χρόνια πολέμου σήμαινε ότι οι στρατοί ξόδευαν περισσότερο χρόνο αναζητώντας τροφή παρά πολεμώντας, αναγκάζοντάς τους να γίνουν μικρότεροι και πιο ευκίνητοι με πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο ιππικό. Συντόμευσε επίσης τη διάρκεια των εκστρατειών, καθώς η ανάγκη συλλογής χορτονομής σήμαινε ότι ξεκινούσαν αργότερα, και τις περιόρισε σε περιοχές που μπορούσαν να ανεφοδιασθούν εύκολα, συνήθως κοντά σε ποτάμια.[73] Επιπλέον οι Γάλλοι έπρεπε να ανασυστήσουν το στρατό τους στη Γερμανία μετά την καταστροφή του από μια Αυτοκρατορική-Βαυαρική δύναμη με επικεφαλής τον Φραντς φον Μέρσι στο Τούτλινγκεν το Νοέμβριο.[74]

Αμέσως μετά το Ροκρουά ο Φερδινάνδος κάλεσε τη Σουηδία και τη Γαλλία να παρευρεθούν στις ειρηνευτικές συνομιλίες στις πόλεις της Βεστφαλίας Μύνστερ και Οσναμπρύκ,[75]αλλά αυτές καθυστέρησαν όταν ο Χριστιανός της Δανίας απέκλεισε το Αμβούργο και αύξησε τα διόδια στη Βαλτική.[76] Αυτό επηρέασε σοβαρά την ολλανδική και τη σουηδική οικονομίεα και το Δεκέμβριο του 1643 οι Σουηδοί ξεκίνησαν τον Πόλεμο του Τόρστενσον εισβάλλοντας στη Γιουτλάνδη, με τη ναυτική υποστήριξη των Ολλανδών. Ο Φερδινάνδος συγκέντρωσε έναν αυτοκρατορικό στρατό υπό τον Γκάλας για να επιτεθεί στους Σουηδούς από τα μετόπισθεν, κάτι που αποδείχθηκε καταστροφικό. Αφήνοντας τον Βράνγκελ να τελειώσει τον πόλεμο στη Δανία, το Μάιο του 1644 ο Τόρστενσον βάδισε κατά της Αυτοκρατορίας. Ο Γκάλας δεν μπόρεσε να τον σταματήσει, ενώ οι Δανοί έκαναν έκκληση για ειρήνη μετά την ήττα τους στο Φέμαρν τον Οκτώβριο του 1644.[77]

Τον Αύγουστο του 1644 ο Γαλλικός και ο Βαυαρικός στρατός συγκρούστηκαν στην τριήμερη Μάχη του Φράιμπουργκ, στην οποία και οι δύο πλευρές υπέστησαν σοβαρές απώλειες, αλλά γενικά θεωρείται ως μια πύρρεια βαυαρική νίκη. Οι απώλειές του, έπεισαν τον Μαξιμιλιανό ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε πλέον να κερδηθεί και άσκησε πίεση στον Φερδινάνδο να τερματίσει τη σύγκρουση.[78] Λίγο μετά την επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών το Νοέμβριο ο Αυτοκρατορικός στρατός του Γκάλας διαλύθηκε και τα απομεινάρια υποχώρησαν στη Βοημία, όπου διαλύθηκαν από τον Τόρστενσον στο Γιάνκαου το Μάρτιο του 1645.[79] Το Μάιο μια βαυαρική δύναμη υπό τον φον Μέρσι κατέστρεψε ένα γαλλικό απόσπασμα στο Χερμπστχάουζεν, προτού ηττηθεί και ο ίδιος σκοτωθεί στη Δεύτερη Μάχη του Νέρντλινγκεν τον Αύγουστο.[80] Στερούμενος την αυτοκρατορική υποστήριξη ο Ιωάννης Γεώργιος της Σαξονίας υπέγραψε εξάμηνη ανακωχή με τη Σουηδία το Σεπτέμβριο και με τη Συνθήκη του Οιλενμπεργκ του Μαρτίου 1646 συμφώνησε να παραμείνει ουδέτερος μέχρι το τέλος του πολέμου.[81]

Η τελική μάχη του πολέμου : η σουηδική πολιορκία της Πράγας το 1648.

Υπό τον Τουρέν, Γάλλο διοικητή της Ρηνανίας, και τον Βράνγκελ, που είχε αντικαταστήσει τον Τόρστενσον, οι Γάλλοι και οι Σουηδοί εισέβαλαν χωριστά στη Βαυαρία το καλοκαίρι του 1646.[82] Ο Μαξιμιλιανός ήθελε απεγνωσμένα να τερματίσει τον πόλεμο, για την έναρξη του οποίου ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος, όταν οι Ισπανοί δημοσιοποίησαν μια μυστική προσφορά του Μαζαρέν για την ανταλλαγή της Γαλλοκρατούμενης Καταλονίας με την Ισπανική Ολλανδία. Εξοργισμένοι από αυτή τη διπροσωπία οι Ολλανδοί συμφώνησαν σε ανακωχή με την Ισπανία τον Ιανουάριο του 1647 και άρχισαν να διαπραγματεύονται τους δικούς τους όρους ειρήνης.[83] Αφού απέτυχε να αποκτήσει την Ολλανδία μέσω της διπλωματίας ο Μαζαρέν αποφάσισε να το κάνει με τη βία και, για να αποδεσμεύσει δυνάμεις, στις 14 Μαρτίου 1647 υπέγραψε την Εκεχειρία του Ουλμ με τη Βαυαρία, την Κολωνία και τη Σουηδία.[84]

Της επίθεσης επρόκειτο να ηγηθεί ο Τουρέν, αλλά το σχέδιο κατέρρευσε όταν τα κυρίως γερμανικά στρατεύματά του στασίασαν, ενώ ο Βαυαρός στρατηγός Γιόχαν φον Βερτ αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την εκεχειρία.[85] Αν και η ανταρσία κατεστάλη γρήγορα, ο Μαξιμιλιανός ένιωσε υποχρεωμένος να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βερτ και το Σεπτέμβριο διέταξε τον Μπρόνκχορστ-Γκρόνδφελντ να συνδυάσει τα απομεινάρια του Βαυαρικού στρατού με τα Αυτοκρατορικά στρατεύματα υπό τον φον Χόλτσαπελ.[86] Λιγότεροι αριθμητικά από ένα Γαλλοσουηδικό στρατό με επικεφαλής τους Βράνγκελ και Τουρέν, ηττήθηκαν στο Τσουζμαρχάουζεν το Μάιο του 1648 και ο φον Χόλτσαπελ σκοτώθηκε. Αν και το μεγαλύτερο μέρος του Αυτοκρατορικού στρατού διέφυγε χάρη σε μια αποτελεσματική δράση οπισθοφυλακής του Ραϊμόντο Μοντεκκούκολι, η Βαυαρία έμεινε για άλλη μια φορά ανυπεράσπιστη.[87]

Οι Σουηδοί έστειλαν μια δεύτερη δύναμη υπό τον φον Κένιγκσμαρκ για να επιτεθούν στην Πράγα, καταλαμβάνοντας το κάστρο της και την περιοχή Μάλα Στράνα τον Ιούλιο. Ο κύριος στόχος ήταν να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα λάφυρα πριν τελειώσει ο πόλεμος. Δεν κατάφεραν να καταλάβουν την Παλιά Πόλη, αλλά κατέλαβαν την Αυτοκρατορική βιβλιοθήκη, μαζί με θησαυρούς, μεταξύ αυτών ο Κώδικας Γίγας, που σήμερα βρίσκεται στη Στοκχόλμη. Όταν μια ισπανική επίθεση στη Φλάνδρα τελείωσε με ήττα στη Λανς τον Αύγουστο του 1648, ο Φερδινάνδος συμφώνησε τελικά με τους όρους και στις 24 Οκτωβρίου υπέγραψε συνθήκες ειρήνης με τη Γαλλία και τη Σουηδία, τερματίζοντας τον πόλεμο.[88]

Η σύγκρουση εκτός Γερμανίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βόρεια Ιταλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήματα της βόρειας Ιταλίας, που ανήκαν στο Βασίλειο της Ιταλίας, είχαν διεκδικηθεί από τη Γαλλία και τους Αψβούργους από τα τέλη του 15ου αιώνα, καθώς ήταν ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της νοτιοδυτικής Γαλλίας, μιας περιοχής με μακρά ιστορία αντιπολίτευσης προς τις κεντρικές αρχές. Ενώ η Ισπανία παρέμενε η κυρίαρχη δύναμη στη Λομβαρδία και στη Νότια Ιταλία, η εξάρτησή της από μεγάλες εξωτερικές γραμμές επικοινωνίας ήταν μια πιθανή αδυναμία. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για την Ισπανική Οδό, που επέτρεπε στους Ισπανούς να μεταφέρουν με ασφάλεια νεοσύλλεκτους και προμήθειες από το Βασίλειο της Νάπολης μέσω της Λομβαρδίας στο στρατό τους στη Φλάνδρα. Οι Γάλλοι προσπάθησαν να κόψουν την Οδό, επιτιθέμενοι στο κατεχόμενο από τους Ισπανούς Δουκάτο του Μιλάνου ή μπλοκάροντας τα αλπικά περάσματα μέσω συμμαχιών με το Γκριζούν.[89]

Το Δουκάτο του Μομφερράτου και το φρούριό του Καζάλε Μονφερράτο ήταν θυγατρικά εδάφη του Δουκάτου της Μάντοβα και η κατοχή τους επέτρεπε στον κάτοχό τους να απειλήσει το Μιλάνο. Αυτό σήμαινε ότι όταν ο τελευταίος δούκας της απευθείας γραμμής πέθανε το Δεκέμβριο του 1627, η Γαλλία και η Ισπανία υποστήριξαν αντίπαλους διεκδικητές, με αποτέλεσμα τον Πόλεμο της Διαδοχής της Μάντοβα το 1628 ως το 1631.[90] Ο γαλλικής καταγωγής Δούκας του Νεβέρ υποστηρίχθηκε από τη Γαλλία και τη Δημοκρατία της Βενετίας, ενώ ο αντίπαλός του Δούκας της Γκουαστάλα από την Ισπανία, το Φερδινάνδο Β', τη Σαβοΐα και την Τοσκάνη. Ενώ ήταν μια σχετικά μικρή σύγκρουση είχε δυσανάλογο αντίκτυπο στον Τριακονταετή Πόλεμο, καθώς ο Πάπας Ουρβανός Η΄ θεώρησε την επέκταση των Αψβούργων στην Ιταλία ως απειλή για τα Παπικά Κράτη. Το αποτέλεσμα ήταν να διαιρεθεί η Καθολική εκκλησία, να αποξενωθεί ο Πάπας από το Φερδινάνδο Β' και να γίνει αποδεκτό για τη Γαλλία να χρησιμοποιήσει προτεστάντες συμμάχους εναντίον του.[91]

Το Μάρτιο του 1629 οι Γάλλοι εισέβαλαν στη Σαβοΐα, ήραν την ισπανική πολιορκία του Καζάλε και κατέλαβαν το Πινερόλο.[92] Στη συνέχεια η Συνθήκη της Σούζα παραχώρησε τα δύο φρούρια στη Γαλλία και επέτρεψε στα στρατεύματά της απεριόριστη διέλευση από την επικράτεια της Σαβοΐας, δίνοντάς τους τον έλεγχο του Πεδεμόντιου και των αλπικών περασμάτων προς τη Νότια Γαλλία.[93] Ωστόσο μόλις ο κύριος Γαλλικός στρατός αποχώρησε στα τέλη του 1629, οι Ισπανοί και ο Οίκος της Σαβοΐας πολιόρκησαν ξανά το Καζάλε, ενώ ο Φερδινάνδος Β' παρείχε Γερμανούς μισθοφόρους για να υποστηρίξουν μια ισπανική επίθεση που κατέστρεψε τον κύριο στρατό της Βενετίας και ανάγκασε τον Νεβέρ να εγκαταλείψει τη Μάντοβα. Τον Οκτώβριο του 1630 η γαλλική θέση φαινόταν τόσο επισφαλής, ώστε οι Γάλλοι συμφώνησαν με τη Συνθήκη της Ρατισβόνας, αλλά καθώς οι όροι της κατέστρεψαν ουσιαστικά την πολιτική του Ρισελιέ να εναντιωθεί στην επέκταση των Αψβούργων, δεν επικυρώθηκε ποτέ.[94]

Διάφοροι παράγοντες αποκατέστησαν τη γαλλική θέση στη Βόρεια Ιταλία, κυρίως ένα καταστροφικό ξέσπασμα πανώλης μεταξύ 1629 και 1631, περισσότεροι από 60.000 πέθαναν στο Μιλάνο και 46.000 στη Βενετία, με ανάλογες απώλειες αλλού.[95] Ο Ρισελιέ εκμεταλλεύτηκε την εκτροπή των αυτοκρατορικών πόρων από τη Γερμανία για να χρηματοδοτήσει μια σουηδική εισβολή, η επιτυχία της οποίας ανάγκασε τη συμμαχία Ισπανίας-Σαβοΐας να αποσυρθεί από το Καζάλε και να υπογράψει τη Συνθήκη του Κεράσκο τον Απρίλιο του 1631. Ο Νεβέρ επιβεβαιώθηκε ως Δούκας της Μάντοβα και αν και εκπρόσωπος του Ρισελιέ Καρδινάλιος Mαζαρέν συμφώνησε να εκκενώσει το Πινερόλο, αργότερα αυτό επιστράφηκε κρυφά βάσει συμφωνίας με τον Βίκτωρα Αμεδαίο Α΄, Δούκα της Σαβοΐας. Με εξαίρεση τον Εμφύλιο Πόλεμο του Πεδεμόντιου το 1639 ως το 1642, αυτό εξασφάλισε τις γαλλικές θέσεις στη Βόρεια Ιταλία για τα επόμενα είκοσι χρόνια.[96]

Πολιορκία και κατάληψη του Καζάλε Μονφερράτο από τα γαλλικά στρατεύματα, 1630

Μετά το ξέσπασμα του Γαλλοϊσπανικού πολέμου το 1635 ο Ρισελιέ υποστήριξε μια νέα επίθεση του Βίκτωρα Αμεδαίου εναντίον του Μιλάνου για να δεσμεύσει τις ισπανικές δυνάμεις. Αυτή περιλάμβανε μια ανεπιτυχή επίθεση στη Βαλέντσα το 1635 και μικρές νίκες στο Τορναβέντο και στο Μομπαλντόνε.[97] Ωστόσο η συμμαχία κατά των Αψβούργων στη Βόρεια Ιταλία κατέρρευσε όταν πέθανε πρώτα ο Κάρολος της Μάντουα το Σεπτέμβριο του 1637 και μετά ο Βίκτωρ Αμεδαίος τον Οκτώβριο, ο θάνατος του οποίου οδήγησε σε έναν αγώνα για τον έλεγχο του κράτους της Σαβοΐας μεταξύ της χήρας του Χριστίνας της Γαλλίας και των αδελφών του Θωμά και Μαυρίκιου.[98]

Το 1639 η διαμάχη τους ξέσπασε σε ανοιχτό πόλεμο, με τη Γαλλία να υποστηρίζει τη Χριστίνα και την Ισπανία τα δύο αδέρφια, και κατέληξε στην Πολιορκία του Τορίνο. Ένα από τα πιο γνωστά στρατιωτικά γεγονότα του 17ου αιώνα, σε ένα στάδιο παρουσίασε τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς στρατούς να πολιορκούν ο ένας το άλλο. Ωστόσο οι εξεγέρσεις στην Πορτογαλία και την Καταλονία ανάγκασαν τους Ισπανούς να σταματήσουν τις επιχειρήσεις στην Ιταλία και ο πόλεμος διευθετήθηκε με ευνοϊκούς όρους για τη Χριστίνα και τη Γαλλία.[99]

Το 1647 μια εξέγερση που υποστηρίχθηκε από τους Γάλλους κατάφερε να ανατρέψει προσωρινά την ισπανική κυριαρχία στη Νάπολη. Οι Ισπανοί συνέτριψαν γρήγορα την εξέγερση και αποκατέστησαν την κυριαρχία τους σε όλη τη νότια Ιταλία, νικώντας πολλές γαλλικές εκστρατευτικές δυνάμεις που στάλθηκαν για να στηρίξουν τους επαναστάτες.[100] Ωστόσο αποκάλυψε την αδυναμία της ισπανικής κυριαρχίας στην Ιταλία και την αποξένωση των τοπικών ελίτ από τη Μαδρίτη. Το 1650 ο κυβερνήτης του Μιλάνου έγραψε ότι εκτός από τη μεγάλη δυσαρέσκεια στο νότο, το μόνο από τα ιταλικά κράτη στο οποίο μπορούσε να βασιστεί ήταν το Δουκάτο της Πάρμα.[101]

Καταλωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη δεκαετία του 1630 οι αυξήσεις φόρων που επιβλήθηκαν για τη χρηματοδότηση του πολέμου οδήγησαν σε διαμαρτυρίες σε όλα τα ισπανικά εδάφη, που το 1640 κατέληξαν σε ταυτόχρονες εξεγέρσεις πρώτα στην Πορτογαλία και μετά στο Πριγκιπάτο της Καταλωνίας. Υποστηριζόμενοι από τη Γαλλία στο πλαίσιο της «εκτροπής του πολέμου» από το Ρισελιέ, τον Ιανουάριο του 1641 οι επαναστάτες ανακήρυξαν μια Καταλωνική Δημοκρατία.[102] Η κυβέρνηση της Μαδρίτης για να συντρίψει την εξέγερση συγκέντρωσε γρήγορα στρατό 26.000 ανδρών, που νίκησε τους επαναστάτες στο Μαρτορέλ στις 23 Ιανουαρίου 1641. Οι Γάλλοι έπεισαν τότε το Καταλωνικό Κοινοβούλιο να αναγνωρίσουν τον Λουδοβίκο ΙΓ' ως Κόμη της Βαρκελώνης και κυβερνήτη της Καταλωνίας.[62]

Στις 26 Ιανουαρίου μια συνδυασμένη γαλλοκαταλωνική δύναμη κατατρόπωσε ένα μεγαλύτερο ισπανικό στρατό στο Moντουίτς και εξασφάλισε τη Βαρκελώνη. Ωστόσο οι επαναστάτες σύντομα ανακάλυψαν ότι η νέα γαλλική διοίκηση διέφερε ελάχιστα από την παλιά, μετατρέποντας τον πόλεμο σε τρίπλευρη διαμάχη μεταξύ της γαλλοκαταλωνικής ελίτ, της αγροτιάς και των Ισπανών. Υπήρξαν ελάχιστες σημαντικές μάχες αφότου η Γαλλία πήρε τον έλεγχο του Περπινιάν και του Ρουσιγιόν, δημιουργώντας τα σημερινά γαλλοϊσπανικά σύνορα στα Πυρηναία. Η εξέγερση έληξε το 1651 με την κατάληψη της Βαρκελώνης από τους Ισπανούς.[103]



Η Ειρήνη της Βεστφαλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648.

Η Ειρήνη της Βεστφαλίας στην πραγματικότητα αποτελείτο από τρεις χωριστές συμφωνίες : την Ειρήνη του Μύνστερ μεταξύ της Ισπανίας και της Ολλανδικής Δημοκρατίας, τη Συνθήκη του Οσναμπρύκ μεταξύ της Αυτοκρατορίας και της Σουηδίας, καθώς και η Συνθήκη του Μύνστερ μεταξύ της Αυτοκρατορίας και της Γαλλίας. Οι προκαταρκτικές συζητήσεις ξεκίνησαν το 1642 αλλά έγιναν ουσιαστικές μόνο το 1646. Συνολικά 109 αντιπροσωπείες παραβρέθηκαν κάποια στιγμή, με τις συνομιλίες να χωρίζονται μεταξύ του Μύνστερ και του Οσναμπρύκ. Αφού οι Σουηδοί απέρριψαν το Χριστιανό της Δανίας ως μεσολαβητή, οι διαπραγματευτές συμφώνησαν τελικά για τον παπικό λεγάτο Φάμπιο Κίτζι και τον Βενετό απεσταλμένο Αλβίζε Κονταρίνι.[104]

Η Ειρήνη του Μύνστερ ήταν η πρώτη που υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1648 και θεωρείται τμήμα της Ειρήνης της Βεστφαλίας αφού η Ολλανδική Δημοκρατία ανήκε ακόμη τυπικά στις Ισπανικές Κάτω Χώρες και επομένως στην αυτοκρατορική επικράτεια. Η συνθήκη επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία της Ολλανδίας, αν και η Αυτοκρατορική Δίαιτα δεν αποδέχτηκε επισήμως ότι δεν ήταν πλέον μέρος της Αυτοκρατορίας μέχρι το 1728.[105] Στους Ολλανδούς δόθηκε επίσης το μονοπώλιο στο εμπόριο που διενεργείτο μέσω των εκβολών του Σκάλδη, διασφαλίζοντας την εμπορική υπεροχή του Άμστερνταμ. Η Αμβέρσα, πρωτεύουσα των Ισπανικών Κάτω Χωρών και προηγουμένως το πιο σημαντικό λιμάνι της Βόρειας Ευρώπης, δεν θα ανακάμψει μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα.[106]

Οι διαπραγματεύσεις με τη Γαλλία και τη Σουηδία διεξήχθησαν σε συνδυασμό με την Αυτοκρατορική Δίαιτα και ήταν πολυμερείς συζητήσεις στις οποίες συμμετείχαν πολλά από τα γερμανικά κράτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τις συνθήκες του Μύνστερ και του Οσναμπρύκ, που έκαναν ειρήνη με τη Γαλλία και τη Σουηδία αντίστοιχα. Ο Φερδινάνδος αντιστάθηκε στην υπογραφή εξαντλώντας κάθε χρονικό περιθώριο, υπογράφοντας τελικά στις 24 Οκτωβρίου μόνο μετά από μια συντριπτική γαλλική νίκη επί της Ισπανίας στη Λανς και με τα σουηδικά στρατεύματα στα πρόθυρα της Πράγας.[107] Έχει υποστηριχθεί ότι ήταν μια «μείζονα καμπή στη γερμανική και ευρωπαϊκή...νομική ιστορία», επειδή ξεπέρασαν τις κανονικές ειρηνευτικές διευθετήσεις και επέφεραν σημαντικές συνταγματικές και θρησκευτικές αλλαγές στην ίδια την Αυτοκρατορία.[108]

Βασικά στοιχεία της Ειρήνης ήταν οι διατάξεις που επιβεβαίωναν την αυτονομία των κρατών εντός της Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της αποδοχής από το Φερδινάνδο της υπεροχής της Αυτοκρατορικής Δίαιτας και εκείνων που επιδίωκαν να αποτρέψουν μελλοντικές θρησκευτικές συγκρούσεις. Το άρθρο 5 επιβεβαίωσε εκ νέου το διακανονισμό του Άουγκσμπουργκ, που καθιερώθηκε το 1624 ως βάση, ή «Normaljahr», για τον καθορισμό της κυρίαρχης θρησκείας ενός κράτους και εγγυήθηκε την ελευθερία λατρείας για τις θρησκευτικές μειονότητες. Το άρθρο 7 αναγνώριζε τον Καλβινισμό ως δόγμα της Μεταρρύθμισης και κατάργησε το ius reformandi, την απαίτηση ότι αν ένας ηγεμόνας άλλαζε τη θρησκεία του, οι υπήκοοί του έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Αυτοί οι όροι δεν ίσχυαν για τα κληρονομικά εδάφη της μοναρχίας των Αψβούργων, όπως η Κάτω και η Άνω Αυστρία.[109]

Η υπογραφή της Ειρήνης του Mύνστερ μεταξύ Ισπανίας και Ολλανδικής Δημοκρατίας, 30 Ιανουαρίου 1648.

Όσον αφορά τις εδαφικές παραχωρήσεις το Βραδεμβούργο-Πρωσία έλαβε την Ανατολική Πομερανία και τις επισκοπές Μαγδεβούργου, Χάλμπερσταντ, Καμμίν και Μίντεν. Ο γιος του Φρειδερίκου Κάρολος Λουδοβίκος ανέκτησε το Κάτω Παλατινάτο και έγινε ο όγδοος αυτοκρατορικός εκλέκτορας, αν και η Βαυαρία κράτησε το Άνω Παλατινάτο και την εκλογική του ψήφο.[105] Στο εξωτερικό η Ισπανία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Ολλανδικής Δημοκρατίας, ενώ ο Αυτοκράτορας επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία της Παλαιάς Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ουσιαστικά αυτόνομο τμήμα της Αυτοκρατορίας από το 1499. Στη Λωρραίνη οι Τρεις Επισκοπές του Μετς, του Τουλ και του Βερντέν, που κατείχε η Γαλλία από το 1552, της παραχωρήθηκαν επίσημα, όπως και οι πόλεις της Δεκάπολης στην Αλσατία, με εξαίρεση το Στρασβούργο και τη Μυλούζ.[81] Η Σουηδία έλαβε αποζημίωση πέντε εκατομμυρίων τάλερ, τα αυτοκρατορικά εδάφη της Σουηδικής Πομερανίας και τα πριγκιπάτα-επισκοπές της Βρέμης και του Βέρντεν, που τους έδωσαν επίσης μια θέση στην Αυτοκρατορική Δίαιτα.[110]

Η Ειρήνη καταγγέλθηκε αργότερα από τον Πάπα Ιννοκέντιο Ι΄, που θεώρησε τις επισκοπές που παραχωρήθηκαν στη Γαλλία και το Βραδεμβούργο ως ιδιοκτησία της Καθολικής εκκλησίας, και ως εκ τούτου έπρεπε να ανατεθούν στον ίδιο.[111] Απογοήτευσε επίσης πολλούς εξόριστους, γιατί αποδέχτηκε τον Καθολικισμό ως επικρατούσα θρησκεία στη Βοημία και την Άνω και την Κάτω Αυστρία, που ήταν όλα προτεσταντικά προπύργια πριν από το 1618. Οι μάχες δεν τελείωσαν αμέσως, αφού η αποστράτευση περισσότερων από 200.000 στρατιωτών ήταν πολύπλοκη υπόθεση και η τελευταία σουηδική Η φρουρά εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1654.[112] Επιπλέον ο Mαζαρέν επέμεινε στον αποκλεισμό του Κύκλος της Βουργουνδίας από τη συνθήκη του Mύνστερ, επιτρέποντας στη Γαλλία να συνεχίσει την εκστρατεία της κατά της Ισπανίας στις Κάτω Χώρες, έναν πόλεμο που συνεχίστηκε μέχρι τη Συνθήκη των Πυρηναίων το 1659. Η πολιτική αποσύνθεση της Πολωνίας-Λιθουανίας οδήγησε στο Δεύτερο Βόρειο Πόλεμο 1655-1660 με τη Σουηδία, στον οποίο συμμετείχαν επίσης η Δανία, η Ρωσία και το Βραδεμβούργο, ενώ δύο προσπάθειες της Σουηδίας να επιβάλει τον έλεγχό της στο λιμάνι της Βρέμης απέτυχαν το 1654 και το 1666.[113]

Έχει υποστηριχθεί ότι η Ειρήνη καθιέρωσε την αρχή που είναι γνωστή ως Βεστφαλική κυριαρχία, την ιδέα της μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις από εξωτερικές δυνάμεις, αν και έκτοτε αμφισβητήθηκε. Η διαδικασία, ή το μοντέλο του «Συνεδρίου», υιοθετήθηκε για διαπραγματεύσεις Αιξ-λα-Σαπέλ το 1668, στο Ναϊμέχεν το 1678 και στο Ρέισβεϊκ το 1697. Σε αντίθεση με το σύστημα «Συνεδρίου» του 19ου αιώνα, αυτές επρόκειτο να τερματίσουν τους πολέμους, αντί να τους αποτρέψουν, επομένως οι αναφορές στην «ισορροπία δυνάμεων» μπορεί να είναι παραπλανητικές.[114]

Ανθρώπινο και οικονομικό κόστος του πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιστορικοί αναφέρονται συχνά στη «Γενική Κρίση» των μέσων του 17ου αιώνα, μια περίοδο συνεχών συγκρούσεων σε κράτη όπως η Κίνα, τα Βρετανικά Νησιά, η Τσαρική Ρωσία και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σε όλες αυτές τις περιοχές πόλεμοι λιμοί και αρρώστιες προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους τοπικούς πληθυσμούς.[115] Ενώ ο Τριακονταετής Πόλεμος σίγουρα κατατάσσεται ως ένα από τα χειρότερα από αυτά τα γεγονότα, οι εθνικιστές του 19ου αιώνα συχνά μεγέθυναν ή υπερέβαλλαν τον αντίκτυπό του για να δείξουν τους κινδύνους μιας διαιρεμένης Γερμανίας.[116] Ισχυρισμοί για ως και 12 εκατομμύρια θανάτους σε πληθυσμό 18 εκατομμυρίων δεν γίνονται πλέον αποδεκτές, ενώ οι αντίστοιχοι για υλικές απώλειες είτε δεν τεκμηριώνονται από στοιχεία της εποχής είτε σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνουν τα προπολεμικά φορολογικά αρχεία.[117]

Ο πληθυσμός μειώνεται στη Γερμανία από το 1618 ως το 1648
Σημείωση: Η Μείωση οφείλεται και σε παράγοντες όπως η μετανάστευση από τις αγροτικές σε πιο ασφαλείς αστικές περιοχές και δεν ισοδυναμεί με τους θανάτους
  33–66%
  > 66%

Η σύγκρουση έχει περιγραφεί ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές καταστροφές στην ιστορία, αλλά με τα σύγχρονα πρότυπα ο αριθμός των στρατιωτών που ενεπλάκησαν ήταν σχετικά χαμηλός.[118] Οι μάχες γενικά περιλάμβαναν στρατούς περίπου 13.000 ως 20.000 ανδρών καθένας, με μεγαλύτερη εκείνη του Aλτε Βέστε, κοντά στη Νυρεμβέργη το 1632 με 70.000 ως 85.000 συνολικά. Οι εκτιμήσεις για το σύνολο που αναπτύχθηκε και από τις δύο πλευρές εντός της Γερμανίας κυμαίνονται από κατά μέσο όρο σε 80.000 ως 100.000 από το 1618 έως το 1626, με κορύφωση στις 250.000 το 1632 και κάτω από 160.000 ως το 1648.[119] Τα ποσοστά απωλειών πρέπει να ήταν εξαιρετικά υψηλά. Από τους 230 άνδρες που στρατολογήθηκαν από το σουηδικό χωριό Μπύγκντεο μεταξύ 1621 και 1639, 215 καταγράφονται ως νεκροί ή αγνοούμενοι, ενώ άλλοι πέντε επέστρεψαν ανάπηροι.[120]

Συγκεντρώνοντας στοιχεία από γνωστές μάχες και πολιορκίες ο ιστορικός Πίτερ Γουίλσον υπολογίζει ότι όσοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν στις μάχες ανέρχονται συνολικά σε περίπου 450.000. Εφόσον η έρευνα δείχνει ότι οι ασθένειες είτε σκότωσαν είτε άφησε ανάπηρους δύο ως τρεις φορές αυτό τον αριθμό, αυτό σημαίνει ότι οι στρατιωτικές απώλειες κυμαίνονταν από 1,3 ως 1,8 εκατομμύρια νεκρούς ή ανάπηρους.[121] Ο Πίτιριμ Σορόκιν υπολογίζει ένα ανώτατο όριο 2.071.000 στρατιωτικών απωλειών,[122] αν και η μεθοδολογία του έχει αμφισβητηθεί. Σε γενικές γραμμές οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο πόλεμος ήταν μια άνευ προηγουμένου καταστροφή θνησιμότητας και η συντριπτική πλειονότητα των απωλειών, πολιτικών ή στρατιωτικών, σημειώθηκε μετά τη σουηδική επέμβαση το 1630.[123]

Με βάση τα τοπικά αρχεία η στρατιωτική δράση αντιπροσώπευε λιγότερο από το 3% των θανάτων αμάχων, με κύριες αιτίες να είναι η πείνα (12%), η βουβωνική πανώλη (64%), ο τύφος (4%) και η δυσεντερία (5%).[124] Αν και οι τακτικές εξάρσεις ασθενειών ήταν συνήθειες για δεκαετίες πριν από το 1618, η σύγκρουση επιτάχυνε πολύ την εξάπλωσή τους, λόγω της εισροής στρατιωτών από ξένες χώρες, της μετατόπισης των θέσεων των μετώπων μάχης και της μετατόπισης των αγροτικών πληθυσμών σε ήδη πολυσύχναστες πόλεις.[125] Αυτό δεν περιοριζόταν στη Γερμανία. Η ασθένεια που έφεραν οι Γάλλοι και οι Αυτοκρατορικοί στρατιώτες φέρεται να πυροδότησε την ιταλική πανώλη του 1629-1631. Περιγράφεται ως "η χειρότερη κρίση θνησιμότητας που έπληξε την Ιταλία κατά την Πρώιμη Νεότερη περίοδο"[126] και είχε ως αποτέλεσμα περίπου 280.000 θανάτους, με υψηλότερες εκτιμήσεις για περίπου 1 εκατομμύριο.[166] Οι φτωχές σοδειές καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1630 και οι επανειλημμένες λεηλασίες των ίδιων περιοχών οδήγησαν σε εκτεταμένο λιμό. Οι σύγχρονοι καταγράφουν ανθρώπους να τρώνε γρασίδι ή πολύ αδύναμοι για να δεχτούν ελεημοσύνη, ενώ ήταν συχνές περιπτώσεις κανιβαλισμού.[127]

Είναι σήμερα κοινά αποδεκτό ότι ο πληθυσμός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μειώθηκε από 18 ως 20 το 1600 σε 11 ως 13 εκατομμύρια το 1650, και ανέκτησε τα προπολεμικά επίπεδα το 1750.[128] Σχεδόν το 50% αυτών των απωλειών φαίνεται ότι σημειώθηκαν κατά την πρώτη περίοδο της σουηδικής επέμβασης από το 1630 ως το 1635. Το υψηλό ποσοστό θνησιμότητας σε σύγκριση με τους Πολέμους των Τριών Βασιλείων στη Βρετανία μπορεί εν μέρει να οφείλεται στην εξάρτηση όλων των πλευρών σε ξένους μισθοφόρους, συχνά απλήρωτοι και υποχρεωμένοι να ζήσουν από τη γη.[169] Η έλλειψη αίσθησης «κοινής κοινότητας» οδήγησε σε φρικαλεότητες όπως η καταστροφή του Μαγδεβούργου, που δημιούργησες με τη σειρά του μεγάλους αριθμούς προσφύγων που ήταν εξαιρετικά επιρρεπείς στις ασθένειες και την πείνα. Ενώ η φυγή έσωσε ζωές βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα αποδείχτηκε συχνά καταστροφική.[129]

Στρατιώτες λεηλατούν αγρόκτημα

Το 1940 ο αγροτικός ιστορικός Γκύντερ Φραντς δημοσίευσε μια λεπτομερή ανάλυση των περιφερειακών δεδομένων από όλη τη Γερμανία που κάλυπτε την περίοδο από το 1618 ως το 1648. Επιβεβαιωμένα σε γενικές γραμμές από πιο πρόσφατες εργασίες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «περίπου το 40% του αγροτικού πληθυσμού έπεσε θύμα του πολέμου και των επιδημιών. στις πόλεις,...33%».[130] Αυτά τα στοιχεία μπορεί να είναι παραπλανητικά, αφού ο Φραντς υπολόγισε την απόλυτη μείωση των πληθυσμών πριν και μετά τον πόλεμο, ή τη «συνολική δημογραφική απώλεια». Ως εκ τούτου περιλαμβάνει παράγοντες που δεν σχετίζονται με τους θανάτους ή τις ασθένειες, όπως η μόνιμη μετανάστευση σε περιοχές εκτός της Αυτοκρατορίας ή τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων, μια κοινή αλλά λιγότερο προφανή επίπτωση του εκτεταμένου πολέμου.[131] Υπήρχαν επίσης μεγάλες περιφερειακές διαφορές. Ορισμένες περιοχές στη Βορειοδυτική Γερμανία ήταν σχετικά ειρηνικές μετά το 1630 και δεν γνώρισαν σχεδόν καμία απώλεια πληθυσμού, ενώ σε εκείνες του Μεκλεμβούργου, της Πομερανίας και της Βυρτεμβέργης η μείωση ήταν σχεδόν 50%.[117]

Αν και ορισμένες πόλεις μπορεί να έχουν υπερεκτιμήσει τις απώλειές τους για να αποφύγουν τους φόρους, τα ατομικά αρχεία επιβεβαιώνουν σοβαρές μειώσεις. Από το 1620 έως το 1650 ο πληθυσμός του Μονάχου μειώθηκε από 22.000 σε 17.000 και του Άουγκσμπουργκ από 48.000 σε 21.000.[132] Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος είναι λιγότερο σαφής. Ενώ ο πόλεμος προκάλεσε βραχυπρόθεσμη οικονομική εξάρθρωση, ειδικά την περίοδο 1618 έως 1623, συνολικά επιτάχυνε τις υπάρχουσες αλλαγές στα εμπορικά πρότυπα. Δεν φαίνεται να αντέστρψε τις συνεχιζόμενες μακροοικονομικές τάσεις, όπως η μείωση των διαφορών τιμών μεταξύ των περιφερειακών αγορών και ο μεγαλύτερος βαθμός ολοκλήρωσης της αγοράς σε ολόκληρη την Ευρώπη.[133] Ο αριθμός των νεκρών μπορεί να βελτίωσε το βιοτικό επίπεδο για τους επιζώντες. Μια μελέτη δείχνει ότι οι μισθοί στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 40% σε πραγματικούς όρους μεταξύ 1603 και 1652.[134]

Στρατιωτικές εξελίξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι καινοτομίες που έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου, ειδικότερα από το Γουσταύο, θεωρούνται μέρος της τακτικής εξέλιξης που είναι γνωστή ως "Στρατιωτική Επανάσταση", αν και υπάρχει κάποια συζήτηση σχετικά με το εάν η τακτική ή η τεχνολογία ήταν στο επίκεντρο αυτών των αλλαγών.[135] Αυτές οι εξελίξεις έγιναν δημοφιλείς από τον Μαυρίκιο της Οράγγης τη δεκαετία του 1590 και προσπάθησαν να αυξήσουν τη δύναμη πυρός του πεζικού μεταβαίνοντας από τις μαζικές στήλες στο σχηματισμό γραμμών. Ο Γουσταύος βελτίωσε αυτές τις αλλαγές μειώνοντας τις δέκα σειρές που χρησιμοποίησε ο Μαυρίκιος σε έξι, ενώ αύξησε την αναλογία των μουσκετοφόρων προς τους ακοντιοφόρους. Επιπλέον κάθε μονάδα ήταν εξοπλισμένη με ελαφρά πυροβόλα ταχείας βολής σε κάθε πλευρά. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα της εφαρμογής τους στην πράξη ήταν η ήττα του παραδοσιακά οργανωμένου στρατού του Tίλλυ από τους Σουηδούς στο Μπράιτενφελντ το Σεπτέμβριο του 1631.[136]

Μπράιτενφελντ, 1631. Ο στρατός του Tίλλυ (αριστερά) έχει αναπτυχθεί σε βάθος δύο λόχων, οι Σουηδοί (δεξιά) σε βάθος μόνο ενός

Οι σχηματισμοί γραμμών δεν ήταν πάντα επιτυχείς, όπως αποδείχθηκε από τη νίκη των υποτιθέμενων απαρχαιωμένων ισπανικών τέρθιος επί του «νέου μοντέλου» του σουηδικού στρατού στο Νέρντλινγκεν το 1634.[137] Ήταν επίσης πιο δύσκολο να συντονιστούν σε επιθετικές επιχειρήσεις. Ο Γουσταύος αντιστάθμισε αυτό απαιτώντας από το ιππικό του να είναι πολύ πιο επιθετικό, χρησιμοποιώντας συχνά το Φινλανδικό ελαφρύ ιππικό του (hakkapeliitat) ως σώμα αιφνιδιασμού. Χρησιμοποιούσε επίσης στήλες κατά καιρούς, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχημένης επίθεσης στο Aλτε Βέστε το Σεπτέμβριο του 1632. Οι στήλες συνέχισαν να θεωρούνται πιο αποτελεσματικές στις επιθετικές επιχειρήσεις και χρησιμοποιήθηκαν από το Ναπολέοντα στα τελευταία στάδια των Ναπολεόντειων Πολέμων.[138]

Τέτοιες τακτικές χρειάζονταν επαγγελματίες στρατιώτες, που μπορούσαν να διατηρήσουν το σχηματισμό, να επαναφορτώνουν και να ρίχνουν πειθαρχημένες ομοβροντίες ενώ δέχονταν επίθεση και γνώριζαν τη χρήση τυποποιημένων όπλων. Το πρώτο μισό του 17ου αιώνα δημοσιεύτηκαν πολυάριθμα εγχειρίδια με οδηγίες που έδειχναν τις απαιτούμενες κινήσεις, τριάντα δύο για τους ακοντιοφόρους και σαράντα δύο για τους μουσκετοφόρους.[139] Η περίοδος που χρειαζόταν για την εκπαίδευση ενός πεζικού που θα μπορούσε να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο υπολογίστηκε σε έξι μήνες, αν και στην πραγματικότητα πολλοί πήγαιναν στη μάχη με πολύ λιγότερη εμπειρία.[140] Έθεσε επίσης μεγαλύτερη ευθύνη στους κατώτερους αξιωματικούς που εξασφάλιζαν το ζωτικό δεσμό μεταξύ των ανώτερων διοικητών και της τακτικής μονάδας. Μία από τις πρώτες στρατιωτικές σχολές που σχεδιάστηκαν για την παραγωγή τέτοιων ανδρών ιδρύθηκε στο Ζίγκεν το 1616 και σύντομα ακολούθησαν και άλλες.[140]

Από την άλλη πλευρά η στρατηγική σκέψη απέτυχε να αναπτυχθεί με τον ίδιο ρυθμό. Ο ιστορικός Τζέρεμι Μπλακ ισχυρίζεται ότι οι περισσότερες εκστρατείες ήταν ημιτελείς και σχεδόν αποκλειστικά αφορούσαν τον έλεγχο του εδάφους, παρά τους εστιασμένους στρατηγικούς στόχους. Η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ στρατιωτικών και διπλωματικών στόχων εξηγεί γιατί ο πόλεμος διήρκεσε τόσο πολύ και γιατί η ειρήνη αποδείχθηκε τόσο άπιαστη.[141] Υπήρχαν διάφοροι λόγοι για αυτό. Όταν υπογράφηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, η γαλλοσουηδική συμμαχία είχε ακόμη πάνω από 84.000 άνδρες υπό τα όπλα στην αυτοκρατορική επικράτεια, με τους αντιπάλους τους περίπου 77.000. Αν και ήταν σχετικά μικροί με σύγχρονους όρους, τέτοιοι αριθμοί ήταν άνευ προηγουμένου εκείνη την εποχή.[142] Με πιθανή εξαίρεση την Ισπανία, τα κράτη του 17ου αιώνα δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν στρατούς αυτού του μεγέθους, αναγκάζοντάς τα να εξαρτώνται από «εισφορές» που εισπράττονταν ή εκβιάζονταν από περιοχές από τις οποίες περνούσαν.[143]

Έτσι η απόκτηση προμηθειών έγινε ο περιοριστικός παράγοντας στον προγραμματισμό των εκστρατειών, ένα ζήτημα που έγινε πιο οξύ αργότερα στον πόλεμο, όταν μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας είχε ήδη εμπλακεί στον πόλεμο. Ακόμη και όταν μπορούσαν να συγκεντρωθούν επαρκείς προμήθειες, το επόμενο πρόβλημα ήταν να προωθηθούν στα στρατεύματα. Για να διασφαλιστεί η ασφάλεια του εφοδιασμού οι διοικητές αναγκάζονταν να παραμένουν κοντά σε ποτάμια, τότε το κύριο μέσο μεταφοράς χύδην φορτίων, και δεν μπορούσαν να μετακινηθούν πολύ μακριά από τις κύριες βάσεις τους.[144] Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η τροφοδοσία των στρατευμάτων έγινε από μόνη της ένας στόχος, άσχετος με διπλωματικούς στόχους και σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη από τις κεντρικές τους κυβερνήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν «στρατοί που στερούνταν όλο και περισσότερο κατανοητών πολιτικών στόχων... εκφυλιζόμενοι σε ταξιδεύοντες ένοπλους όχλους που ζούσαν σε μια συμβιωτική σχέση με την ύπαιθρο από που πέρασαν».[145] Αυτή η έλλειψη σύνδεσης συχνά λειτουργούσε ενάντια στους πολιτικούς στόχους των εργοδοτών τους. Η καταστροφή που προκλήθηκε το 1628 και το 1629 από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στο Βραδεμβούργο και τη Σαξονία, και τα δύο κατ' όνομα σύμμαχοί τους, ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για την υποστήριξή τους της σουηδικής επέμβασης.[146]

Κοινωνικός και πολιτιστικός αντίκτυπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει υποστηριχθεί ότι η κατάρρευση της κοινωνικής τάξης που προκλήθηκε από τον πόλεμο ήταν πιο σημαντική και πιο μακροχρόνια από τις άμεσες βλάβες.[187] Η κατάρρευση της τοπικής αυτοδιοίκησης δημιούργησε ακτήμονες αγρότες, που ενώθηκαν για να προστατευτούν από τους στρατιώτες και των δύο πλευρών, και οδήγησε σε εκτεταμένες εξεγέρσεις στην Άνω Αυστρία, τη Βαυαρία και το Βραδεμβούργο. Οι στρατιώτες κατέστρεφαν μια περιοχή πριν προχωρήσουν, αφήνοντας μεγάλες εκτάσεις γης ακατοίκητες και αλλάζοντας το οικοσύστημα. Οι ελλείψεις τροφίμων επιδεινώθηκαν από μια έκρηξη στον πληθυσμό των τρωκτικών, ενώ η Βαυαρία κατακλύστηκε από λύκους το χειμώνα του 1638 και οι καλλιέργειές της καταστράφηκαν από αγέλες αγριόχοιρων την επόμενη άνοιξη.[147]

Χωρικός εκλιπαρεί για έλεος μπροστά στο φλεγόμενο αγρόκτημά του. Τη δεκαετία του 1630 η σύλληψη στην ύπαιθρο από στρατιώτες και των δύο πλευρών "ισοδυναμούσε με θανατική ποινή"[125]

Οι άνθρωποι της εποχής μιλούσαν για μια «φρενίτιδα απόγνωσης», καθώς οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κατανοήσουν την αδυσώπητη και συχνά τυχαία αιματοχυσία που εξαπέλυσε ο πόλεμος. Η απόδοσή της από τις θρησκευτικές αρχές στη θεία τιμωρία για την αμαρτία και οι προσπάθειες εντοπισμού μιας υπερφυσικής αιτίας οδήγησαν σε σειρά από κυνήγια μαγισσών, που ξεκίνησαν στη Φραγκονία το 1626 και εξαπλώθηκαν γρήγορα σε άλλα μέρη της Γερμανίας.[148]Ξεκίνησαν από την Επισκοπή του Βύρτσμπουργκ, μια περιοχή με ιστορία τέτοιων γεγονότων που χρονολογείται από το 1616 και τότε αναζωπυρώθηκε από τον επίσκοπο φον Έρενμπεργκ, έναν ευσεβή Καθολικό που ήθελε να διεκδικήσει την εξουσία της εκκλησίας στις περιοχές του. Μέχρι τη στιγμή που πέθανε το 1631 είχαν εκτελεστεί πάνω από 900 άτομα από όλα τα κοινωνικά στρώματα.[149] Οι δίκες μαγισσών του Μπάμπεργκ, που διεξήχθησαν στην ομώνυμη Επισκοπή της Βαμβέργης από το 1626 έως το 1631, στοίχισαν πάνω από χίλιες ζωές. Το 1629 274 πέθαναν στις δίκες μαγισσών του Αιχστετ, συν άλλοι 50 στο παρακείμενο Δουκάτο του Παλατινάτου-Nόυμπουργκ.[150] Αλλού διωγμοί ακολούθησαν τις στρατιωτικές επιτυχίες της Αυτοκρατορίας, που εξαπλώθηκαν στη Βάδη και στο Παλατινάτο μετά την ανακατάκτησή τους από τον Τίλλυ και στη συνέχεια στη Ρηνανία.[151] Ωστόσο ο βαθμός στον οποίο ήταν σύμπτωμα του αντίκτυπου της σύγκρουσης στην κοινωνία είναι συζητήσιμος, αφού πολλοί έλαβαν χώρα σε περιοχές σχετικά ανέγγιχτες από τον πόλεμο. Ανησυχώντας ότι η βαρβαρότητά τους θα δυσφημούσε την Αντιμεταρρύθμιση ο Φερδινάνδος τερμάτισε τις ενεργές διώξεις σε μεγάλο βαθμό μέχρι το 1630.[152]

Αν και ο πόλεμος προκάλεσε τεράστιες καταστροφές, έχει επίσης πιστωθεί ότι πυροδότησε μια αναβίωση στη γερμανική λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας κοινωνιών αφιερωμένων στην «εκκαθάριση ξένων στοιχείων» από τη γερμανική γλώσσα.[153] Ένα παράδειγμα είναι Ο περιπετειώδης Σιμπλιτσίσιμος Τόιτς, που συχνά προτείνεται ως ένα από τα παλαιότερα παραδείγματα του μυθιστορήματος Πικαρέσκο, γραμμένο από τον Χανς Γιάκομπ Χρίστοφελ φον Γκριμελσχάουζεν το 1668, περιλαμβάνει μια ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής ενός στρατιώτη βασισμένη στις δικές του εμπειρίες, πολλές από τις οποίες επαληθεύονται από άλλες πηγές.[154] Άλλα λιγότερο διάσημα παραδείγματα περιλαμβάνουν τα ημερολόγια του Πέτερ Χάγκεντορφ, ενός συμμετέχοντα στη Λεηλασία του Μαγδεβούργου του οποίου οι περιγραφές για τις καθημερινές βαρβαρότητες του πολέμου παραμένουν συναρπαστικές.[155]

Για τους Γερμανούς, και σε μικρότερο βαθμό τους Τσέχους συγγραφείς, ο πόλεμος άφησε την ανάμνηση μιας καθοριστικής στιγμής εθνικού τραύματος, καθώς ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας του 18ου αιώνα Φρίντριχ Σίλερ ήταν ένας από τους πολλούς που τον χρησιμοποίησαν στο έργο τους. Γνωστός επίσης ως «Μεγάλος Γερμανικός Πόλεμος», «Μεγάλος Πόλεμος» ή «Μεγάλο Σχίσμα», για τους Γερμανούς εθνικιστές του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα έδειξε τους κινδύνους μιας διαιρεμένης Γερμανίας και χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει τη δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871. καθώς και του Μείζονος Γερμανικού Ράιχ που οραματίστηκαν οι Ναζί.[156] Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το χρησιμοποίησε ως φόντο για το αντιπολεμικό του έργο του 1939 «Μητέρα Κουράγιο και τα παιδιά της», ενώ η διαρκής πολιτιστική του απήχηση εικονογραφείται από το μυθιστόρημα Tyll, που γράφτηκε από τον Αυστρο-Γερμανό συγγραφέα Ντάνιελ Κέλμαν και επίσης διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του πολέμου και προτάθηκε για το Βραβείο Μπούκερ του 2020.[157]

Πολιτικές συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ευρώπη μετά την Ειρήνη της Βεστφαλίας του 1648

Η Ειρήνη επιβεβαίωσε τις «γερμανικές ελευθερίες», τερματίζοντας τις προσπάθειες των Αψβούργων να μετατρέψουν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε ένα πιο συγκεντρωτικό κράτος παρόμοιο με την Ισπανία. Τα επόμενα 50 χρόνια η Βαυαρία, το Βραδεμβούργο-Πρωσία, η Σαξονία και άλλες ακολούθησαν ολοένα και περισσότερο τις δικές τους πολιτικές, ενώ η Σουηδία κέρδισε μόνιμη βάση στην Αυτοκρατορία. Παρά αυτές τις αποτυχίες τα εδάφη των Αψβούργων υπέφεραν από τον πόλεμο λιγότερο σε σχέση με πολλά άλλα και έγιναν ένα πολύ πιο συνεκτικό μπλοκ με την απορρόφηση της Βοημίας και την αποκατάσταση του καθολικισμού σε όλα τα εδάφη τους.[158]

Θέτοντας τα θεμέλια του σύγχρονου έθνους κράτους η Βεστφαλία άλλαξε τη σχέση μεταξύ των υπηκόων και των ηγεμόνων τους. Παλαιότερα πολλοί είχαν αλληλοεπικαλυπτόμενες, μερικές φορές αντικρουόμενες, πολιτικές και θρησκευτικές "υπηκοότητες". Εγινε πλέον κατανοητό ότι υπόκεινταν πρώτα και κύρια στους νόμους και τα διατάγματα της αντίστοιχης κρατικής αρχής τους, όχι στις αξιώσεις οποιασδήποτε άλλης οντότητας, θρησκευτικής ή κοσμικής. Αυτό διευκόλυνε τη δημιουργία εθνικών δυνάμεων σημαντικού μεγέθους, πιστών στο κράτος τους και στον ηγέτη του. Ένα μάθημα που αντλήθηκε από τον Βάλλενσταϊν και τη σουηδική εισβολή ήταν η ανάγκη για το δικό του μόνιμο στρατό και η Γερμανία στο σύνολό της έγινε μια πολύ πιο στρατιωτικοποιημένη κοινωνία.[159]

Για τη Σουηδία τα οφέλη της Βεστφαλίας αποδείχθηκαν τελικά βραχύβια. Σε αντίθεση με τα γαλλικά κέρδη που ενσωματώθηκαν στη Γαλλία, τα σουηδικά εδάφη παρέμειναν μέρος της Αυτοκρατορίας και έγιναν μέλη των kreis (κρατιδίων) της Κάτω και Άνω Σαξονίας. Ενώ αυτό τους έδωσε θέσεις στην Αυτοκρατορική Δίαιτα, τους έφερε επίσης σε άμεση σύγκρουση τόσο με το Βραδεμβούργο-Πρωσία όσο και με τη Σαξονία, τους ανταγωνιστές τους στην Πομερανία. Τα έσοδα από τις αυτοκρατορικές κτήσεις τους παρέμειναν στη Γερμανία και δεν ωφέλησαν το βασίλειο της Σουηδίας. Αν και διατήρησαν τμήματα της Σουηδικής Πομερανίας μέχρι το 1815, μεγάλο μέρος τους παραχωρήθηκε στην Πρωσία το 1679 και το 1720.[159]

Η σουηδική κυριαρχία στη Δυτική Πομερανία (με μπλε) επιβεβαιώθηκε το 1653

Η Γαλλία κέρδισε αναμφισβήτητα περισσότερα από τον Τριακονταετή Πόλεμο από οποιαδήποτε άλλη δύναμη. Το 1648 οι περισσότεροι από τους στόχους του Richelieu είχαν επιτευχθεί. Αυτοί περιλάμβαναν το διαχωρισμό των Ισπανών και των Αυστριακών Αψβούργων, την επέκταση των γαλλικών συνόρων στην Αυτοκρατορία και τον τερματισμό της ισπανικής στρατιωτικής υπεροχής στη Βόρεια Ευρώπη.[160] Αν και η γαλλοϊσπανική σύγκρουση συνεχίστηκε μέχρι το 1659, η Βεστφαλία επέτρεψε στον Λουδοβίκο ΙΔ' να αρχίσει να αντικαθιστά την Ισπανία ως κυρίαρχη ευρωπαϊκή δύναμη.[161]

Ενώ οι διαφορές σχετικά με τη θρησκεία παρέμειναν ένα ζήτημα καθ' όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα, ήταν ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος στην Ηπειρωτική Ευρώπη στον οποίο αυτές ήταν η κύρια κινητήρια δύναμη. Οι μεταγενέστερες συγκρούσεις ήταν είτε εσωτερικές, όπως η εξέγερση των Καμισάρδων (Ουγενότοι) στη Νοτιοδυτική Γαλλία, είτε σχετικά μικρές όπως ο Πόλεμος του Τόγκενμπουργκ του 1712.[162] Δημιούργησε τις γενικές γραμμές μιας Ευρώπης που παρέμειναν μέχρι το 1815 και αργότερα : το έθνος-κράτος της Γαλλίας, τις απαρχές μιας ενοποιημένης Γερμανίας και ενός χωριστού Αυστροουγγρικού μπλοκ, μια μειωμένη αλλά σημαντική Ισπανία, ανεξάρτητα μικρότερα κράτη όπως η Δανία, η Σουηδία και η Ελβετία, μαζί με το διχασμό των Κάτω Χωρών στην Ολλανδική Δημοκρατία και αυτό που έγινε Βέλγιο το 1830.[162]

Ο πόλεμος στη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Vida y hechos de Estebanillo González, hombre de buen humor, compuesta por él mismo (Βίος και πολιτεία του Εστεμπανίγιο Γκονθάλεθ, ανθρώπου με καλή διάθεση, γραμμένη από τον ίδιο, Αμβέρσα, 1646). Νουβέλα Πικαρέσκα αγνώστου συγγραφέως, που αφηγείται τις περιπέτειες ενός κατεργάρη στην εμπόλεμη Ευρώπη.
  • Simplicius Simplicissimus (Ο περιπετειώδης Σιμπλιτσίσιμος Τόιτς, 1668) του Χανς Γιάκομπ Κρίστοφελ φον Γκρίμελσχάουζεν. Νουβέλα Πικαρέσκα επίσης, ενδεχομένως αυτοβιογραφική.
  • Memoirs of a Cavalier (Αναμνήσεις ενός ιππότη, 1720) του Ντάνιελ Ντεφόε. Υποτιθέμενο πολεμικό ημερολόγιο ενός ευγενούς στην υπηρεσία, μεταξύ άλλων, του Γουσταύου Αδόλφου.
  • Βάλλενσταϊν (1799). Τριλογία του μεγάλου δραματουργού Φρειδερίκου Σίλλερ, αναφερόμενη στην πτώση του στρατηγού.
  • Βάλλενσταϊν (1920). Ιστορικό μυθιστόρημα του Άλφρεντ Νταίμπλιν με επίκεντρο την αυλή του αυτοκράτορα.
  • Die Magdeburgische Hochzeit (Οι γάμοι του Μαγδεβούργου, 1938), της Γκέρτρουντ φον λε Φορτ. Ιστορικό μυθιστόρημα με θέμα έρωτες και συνωμοσίες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης του Μαγδεβούργου.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Parker 1984, σελ. 189.
  2. Sutherland 1992, σελίδες 589–590.
  3. Parker 1984, σελίδες 17–18.
  4. Sutherland 1992, σελίδες 602–603.
  5. Wedgwood 1938, σελίδες 22–24.
  6. Wilson 2009, σελ. 21.
  7. Wedgwood 1938, σελίδες 159–161.
  8. Hayden 1973, σελίδες 1–23.
  9. Wilson 2009, σελ. 222.
  10. Wilson 2009, σελ. 224.
  11. Parker 1984, σελ. 11.
  12. Wedgwood 1938, σελίδες 47–49.
  13. Wilson 2008, σελ. 557.
  14. Wedgwood 1938, σελ. 50.
  15. Wedgwood 1938, σελίδες 63–65.
  16. Wilson 2009, σελίδες 271–274.
  17. Bassett 2015, σελ. 14.
  18. Wedgwood 1938, σελίδες 74–75.
  19. Wedgwood 1938, σελίδες 78–79.
  20. Bassett 2015, σελίδες 12, 15.
  21. Wedgwood 1938, σελίδες 81–82.
  22. Wedgwood 1938, σελ. 94.
  23. Baramova 2014, σελίδες 121–122.
  24. 24,0 24,1 Wedgwood 1938, σελίδες 98–99.
  25. Israel 1995b, σελ. 469.
  26. Wedgwood 1938, σελίδες 127–129.
  27. Stutler 2014, σελίδες 37–38.
  28. Wedgwood 1938, σελ. 117.
  29. Zaller 1974, σελίδες 147–148.
  30. Zaller 1974, σελίδες 152–154.
  31. Spielvogel 2017, σελ. 447.
  32. Pursell 2003, σελίδες 182–185.
  33. Wedgwood 1938, σελίδες 162–164.
  34. Wedgwood 1938, σελίδες 179–181.
  35. Lockhart 2007, σελίδες 107–109.
  36. Murdoch 2000, σελ. 53.
  37. Wilson 2009, σελ. 387.
  38. Davenport 1917, σελ. 295.
  39. Wedgwood 1938, σελ. 208.
  40. Wedgwood 1938, σελ. 212.
  41. Murdoch & Grosjean 2014, σελίδες 43–44.
  42. Wilson 2009, σελ. 426.
  43. Murdoch & Grosjean 2014, σελίδες 48–49.
  44. Lockhart 2007, σελ. 170.
  45. Lockhart 2007, σελ. 172.
  46. Wedgwood 1938, σελίδες 232–233.
  47. Wedgwood 1938, σελίδες 242–244.
  48. Israel 1995b, σελ. 497.
  49. Israel 1995b, σελ. 511.
  50. Kamen 2003, σελίδες 385–386.
  51. Parker 1984, σελίδες 132–134.
  52. Bireley 1976, σελ. 32.
  53. Kamen 2003, σελ. 387.
  54. Israel 1995a, σελίδες 272–273.
  55. Murdoch, Zickerman & Marks 2012, σελίδες 80–85.
  56. Wilson 2009, σελίδες 595–598.
  57. Wilson 2009, σελ. 615.
  58. Wilson 2009, σελίδες 661–662.
  59. Pazos 2011, σελίδες 130–131.
  60. Bely 2014, σελίδες 94–95.
  61. Costa 2005, σελ. 4.
  62. 62,0 62,1 Van Gelderen 2002, σελ. 284.
  63. Algra & Algra 1956, σελίδες 120.
  64. Parker 1984, σελ. 150.
  65. Wedgwood 1938, σελ. 446.
  66. Wedgwood 1938, σελ. 447.
  67. Clodfelter 2008, σελ. 41.
  68. Wilson 2009, σελίδες 636–639.
  69. Wilson 2009, σελίδες 641–642.
  70. Milton, Axworthy & Simms 2018, σελίδες 60–65.
  71. Parker 1984, σελ. 154.
  72. Parker 1984, σελ. 171.
  73. Wilson 2009, σελ. 587.
  74. Wilson 2009, σελίδες 643–645.
  75. Wilson 2009, σελ. 671.
  76. Wilson 2009, σελ. 687.
  77. Wedgwood 1938, σελίδες 472–473.
  78. Croxton 1998, σελ. 273.
  79. Wilson 2009, σελίδες 693–695.
  80. Bonney 2002, σελ. 64.
  81. 81,0 81,1 Wilson 2009, σελ. 711.
  82. Wedgwood 1938, σελίδες 493–494.
  83. Wedgwood 1938, σελίδες 495–496.
  84. Wilson 2009, σελ. 716.
  85. Wedgwood 1938, σελ. 496.
  86. Wilson 2009, σελ. 726.
  87. Wilson 2009, σελίδες 740–741.
  88. Wedgwood 1938, σελ. 501.
  89. Hanlon 2016, σελίδες 118–119.
  90. Wedgwood 1938, σελίδες 235–236.
  91. Wedgwood 1938, σελ. 247.
  92. Thion 2008, σελ. 62.
  93. Ferretti 2014, σελίδες 12–18.
  94. Wedgwood 1938, σελίδες 263–264.
  95. Kohn 1995, σελ. 200.
  96. Ferretti 2014, σελ. 20.
  97. Duffy 1995, σελ. 125.
  98. Wilson 2009, σελ. 259.
  99. Hanlon 2016, σελ. 124.
  100. Kamen 2003, σελ. 406.
  101. Kamen 2003, σελ. 407.
  102. Parker 1984, σελ. 153.
  103. Mitchell 2005, σελίδες 431–448.
  104. Croxton 2013, σελίδες 3–4.
  105. 105,0 105,1 Wilson 2009, σελ. 746.
  106. Israel 1995a, σελίδες 197–199.
  107. Wedgwood 1938, σελίδες 500–501.
  108. Lesaffer 1997, σελ. 71.
  109. «The Peace of Westphalia» (PDF). University of Oregon. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 17 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2021. 
  110. Wilson 2009, σελ. 707.
  111. Ryan 1948, σελ. 597.
  112. Wedgwood 1938, σελ. 504.
  113. Wilson 2009, σελ. 757.
  114. Croxton 2013, σελίδες 331–332.
  115. Parker 2008, σελ. 1053.
  116. Wedgwood 1938, σελ. 510.
  117. 117,0 117,1 Parker 1984, σελίδες 188–189.
  118. Outram 2001, σελ. 155.
  119. Clodfelter 2008, σελ. 40.
  120. Parker 1984, σελ. 173.
  121. Wilson 2009, σελ. 791.
  122. Levy 1983, σελίδες 88–91.
  123. Outram 2001, σελίδες 156–159.
  124. Outram 2001, σελίδες 160–161.
  125. 125,0 125,1 Outram 2002, σελ. 250.
  126. Alfani & Percoco 2019, σελ. 1175.
  127. Wilson 2009, σελ. 345.
  128. Parker 2008, σελ. 1058.
  129. Outram 2002, σελίδες 245–246.
  130. Outram 2002, σελ. 248.
  131. Outram 2001, σελ. 152.
  132. Wedgwood 1938, σελ. 512.
  133. Schulze & Volckart 2019, σελ. 30.
  134. Pfister, Riedel & Uebele 2012, σελ. 18.
  135. Sharman 2018, σελίδες 493–495.
  136. Parker 1984, σελ. 185.
  137. Parker 1976, σελ. 200.
  138. Chandler 1990, σελίδες 130–137.
  139. Parker 1976, σελ. 202.
  140. 140,0 140,1 Parker 1984, σελ. 184.
  141. Croxton 1998, σελ. 254.
  142. Wilson 2009, σελ. 770.
  143. Parker 1984, σελ. 177.
  144. Croxton 1998, σελίδες 255–256.
  145. O'Connell 1990, σελ. 147.
  146. Wedgwood 1938, σελίδες 257–258.
  147. Wilson 2009, σελ. 784.
  148. White 2012, σελ. 220.
  149. Jensen 2007, σελ. 93.
  150. Trevor-Roper 1967, σελίδες 83–117.
  151. Briggs 1996, σελ. 163.
  152. Briggs 1996, σελίδες 171–172.
  153. Friehs.
  154. Talbott 2021, σελίδες 3–4.
  155. Helfferich 2009, σελίδες 283–284.
  156. Cramer 2007, σελίδες 18–19.
  157. Talbott 2021, σελ. 6.
  158. McMurdie 2014, σελ. 65.
  159. 159,0 159,1 McMurdie 2014, σελίδες 67–68.
  160. Lee 2001, σελίδες 67–68.
  161. Storrs 2006, σελίδες 6–7.
  162. 162,0 162,1 Gutmann 1988, σελίδες 752–754.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]