Η συζυγική ειρήνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η συζυγική ειρήνη
Εικονογράφηση του 1830
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςLa Paix du ménage
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1830
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΜια διπλή οικογένεια
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Η συζυγική ειρήνη (γαλλικός τίτλος: La Paix du ménage) είναι νουβέλα του Γάλλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1830 και από το 1842 περιλαμβάνεται στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας. [1]

Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από την ταυτότητα μιας όμορφης άγνωστης που εμφανίστηκε σε ένα χορό, όπου πολλοί προσπαθούν να τη σαγηνεύσουν. Ο συγγραφέας αναδεικνύει τα ελαττώματα της ανθρώπινης φύσης μέσα από την περιγραφή των άστατων και άπληστων ηθών της υψηλής κοινωνίας στη Γαλλία υπό την Πρώτη Αυτοκρατορία.[2]

Το έργο ακολουθεί τα πρότυπα του κλασικών γαλλικών θεατρικών έργων, εφαρμόζοντας τις τρεις ενότητες: του χρόνου (μια βραδιά), του τόπου (ένας χορός) και του θέματος (η προσπάθεια μιας νεαρής να ξανακερδίσει τον σύζυγό της). [3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλοκή διαδραματίζεται στα τέλη του 1809, στην εποχή της Πρώτης Αυτοκρατορίας, «τη στιγμή που η πρόσκαιρη αυτοκρατορία του Ναπολέοντα έφτασε στο απόγειο του μεγαλείου της», μια εποχή που «οι καρδιές ήταν περιπλανώμενες σαν τα συντάγματα», κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης χοροεσπερίδας-μασκέ που δίνεται στο μέγαρο του κόμη ντε Γκοντρεβίλ, όπου κυριαρχεί η επίδειξη πολυτέλειας.[4]

Η ιστορία περιγράφει το τυφλό πάθος του κόμη ντε Σουλάνζ για την κόμισσα ντε Βωντρεμόν, την πιο όμορφη γυναίκα στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Ο αντίζηλός του βαρόνος Μαρσιάλ ντε λα Ρος-Ουγκόν διεκδικεί επίσης τις χάρες της κυρίας, που φαίνεται να τον προτιμά καθώς ο βαρόνος προστατεύεται από τον Ναπολέοντα, που του έχει υποσχεθεί κάποια πρεσβεία. Κατά τη διάρκεια του χορού, μια διακριτική και ντροπαλή άγνωστη γυναίκα με μπλε φόρεμα εμφανίζεται και έρχεται σε αντίθεση με την αλαζονεία και την επίδειξη που κυριαρχεί. Γοητευμένοι από την άγνωστη, δύο νεαροί αξιωματικοί, ο κόμης ντε Μονκορνέ και ο βαρόνος ντε λα Ρος-Ουγόν στοιχηματίζουν ποιος θα κερδίσει αυτή την υπέροχη γυναίκα που είναι ακριβώς η Ορτάνς, σύζυγος του κόμη ντε Σουλάνζ.

Ο κόμης ντε Σουλάνζ, παρακολουθώντας αναστατωμένος το φλερτ μεταξύ της κόμισσας ντε Βωντρεμόν και του Μαρσιάλ, δεν παρατηρεί την παρουσία της συζύγου του που ήρθε στον χορό για να τον κατασκοπεύσει κρυφά. Τρελά ερωτευμένη με τον σύζυγό της, παντρεμένη για λιγότερο από τρία χρόνια και μητέρα ενός μικρού αγοριού, η εγκαταλελειμμένη γυναίκα υποφέρει σιωπηλά που ο σύζυγός της την απατά.[5]

Τίποτε δεν εξελίσσεται σύμφωνα με τις επιθυμίες των ενδιαφερομένων και τα γεγονότα της βραδιάς πληγώνουν τη ματαιοδοξία κάποιων και αλλάζουν την πορεία των πραγμάτων:

  • Η κόμισσα ντε Βωντρεμόν που ενδιαφέρεται για τον Μαρσιάλ θα απογοητευτεί πολύ που αυτός προτιμάει την όμορφη άγνωστη της βραδιάς (κόμισσα ντε Σουλάνζ).
  • Ο Μαρσιάλ εγκαταλείπεται στη γοητεία της άγνωστης και χάνει τόσο την κόμισσα ντε Βωντρεμόν όσο και την άγνωστη που τον χρησιμοποιεί και από την οποία δεν θα κερδίσει την πολυπόθητη επιτυχία.
  • Ο κόμης ντε Μονκορνέ κερδίζει την εύνοια της κόμισσας ντε Βωντρεμόν με την οποία έζησε για αρκετό καιρό – αυτή επρόκειτο να χαθεί στην πυρκαγιά κατά τη διάρκεια του χορού που έδωσε ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β´ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Αυστριακή Πρεσβεία την 1η Ιουλίου 1810 με την ευκαιρία του γάμου του της κόρης του Μαρίας Λουίζας με τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα.[6]

Το δαχτυλίδι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερωτευμένος με την κόμισσα ντε Βωντρεμόν, ο Λεόν ντε Σουλάνζ πήρε ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι που ανήκε στη σύζυγό του Ορτάνς και το πρόσφερε στην ερωμένη του κόμισσα ντε Βωντρεμόν. Αυτή το χάρισε στον Μαρσιάλ… ο οποίος, για να κερδίσει την άγνωστη, της το πρόσφερε. Η Ορτάνς ανακτά το κόσμημα και τον σύζυγό της, ο οποίος, κολακευμένος από την επιτυχία και την ομορφιά της γυναίκας του, ξαναγύρισε κοντά της και αποκαταστάθηκε η συζυγική ειρήνη στο ζεύγος Σουλάνζ.[7]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Μπαλζάκ παρουσιάζει την κοινωνία της εποχής της Αυτοκρατορίας που αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα της ζωής σε ένα κράτος χωρίς μέλλον, σε ένα καθεστώς πολέμου που το μέλλον διαμορφώνεται στα πεδία των μαχών και οι περιουσίες είναι ασταθείς και πρέπει να κατακτηθούν.
  • Το επεισόδιο του διαμαντένιου δαχτυλιδιού που αφού χαρίστηκε σε διάφορα πρόσωπα επέστρεψε τυχαία στον αρχικό ιδιοκτήτη είχε ήδη εμφανιστεί στη γαλλική λογοτεχνία στο Επταήμερο της Μαργαρίτας της Ναβάρρας και στη νουβέλα των αρχών του 18ου αιώνα Περιπέτεια του διαμαντιού του Σαρλ Ντυφρενί. Όμως, σύμφωνα με κριτικούς, «στα χέρια του δημιουργού του σύγχρονου μυθιστορήματος, η επιπόλαιη ιστορία γίνεται ένα μικρό δράμα και ταυτόχρονα ένα αληθινό κοινωνικό ντοκουμέντο».[8]
  • Ο Μπαλζάκ ανέφερε ότι το διήγημα ήταν «συμβουλή που δίνεται στις γυναίκες να είναι επιεικείς με τα λάθη των συζύγων τους». Για άλλη μια φορά στα έργα του, το τέλος είναι ηθικοπλαστικό, καταδικάζοντας σιωπηρά τα απελευθερωμένα ήθη της Αυτοκρατορίας. [1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]