Οι Μαράνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι Μαράνα
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςLes Marana
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1834
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Οι Μαράνα (γαλλικός τίτλος: Les Marana) είναι διήγημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1834 και περιλαμβάνεται στις Φιλοσοφικές μελέτες της Ανθρώπινης κωμωδίας.[1]

Αποτελείται από δύο επεισόδια: το πρώτο «είναι μια από εκείνες τις ιστορίες πάθους που άρεσαν στον ρομαντισμό και εξελίσσεται σε ιταλικό και ισπανικό περιβάλλον». Το δεύτερο «είναι η πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία ενός αταίριαστου ζευγαριού, γεμάτη αιχμηρές παρατηρήσεις για τον γάμο, τις παρεξηγημένες γυναίκες και το ανυπέρβλητο των κοινωνικών φραγμών».[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία ξεκινά βίαια με την κατάληψη της ισπανικής πόλης Ταραγόνα από τα στρατεύματα του στρατάρχη Συσέ το 1811. Περιγράφει την πόλη με τους δρόμους στις φλόγες, πλημμυρισμένη από Γάλλους στρατιώτες που σκότωναν ή σκοτώνονταν.[3]

Η Μαράνα είναι μια Ιταλίδα πόρνη, που εκδιώχθηκε από τη Βενετία κατά τους Πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης. Ανήκει σε μια οικογένεια όπου η πορνεία είναι προγονική δραστηριότητα. Βρέθηκε πρόσφυγας στην Ταραγόνα με την κόρη της Χουάνα, την οποία εμπιστεύτηκε στον αγρότη Περέζ ντε Λαγκούνια και τη γυναίκα του για να την αναθρέψουν. Έκρυβε πάντα την καταγωγή της από την κόρη της ελπίζοντας ότι η μοίρα της πόρνης που βάραινε τις γυναίκες της οικογένειάς της θα τελειώσει με τη Χουάνα, την οποία σκόπευε να αποκαταστήσει σε έναν αξιοπρεπή γάμο. [4]

Όμως ο λοχαγός Χουάν Μοντεφιόρε, που εγκαταστάθηκε στο αγρόκτημα ακριβώς επειδή υπάρχει μια πολύ όμορφη κοπέλα εκεί, ματαιώνει τα σχέδιά της. Ανακαλύπτει τον Μοντεφιόρε στο δωμάτιο της κόρης της και απειλεί να τον σκοτώσει. Η Χουάνα αποκτά ένα παιδί μαζί του, το οποίο αυτός δεν αναγνωρίζει, καταφέρνει να αποφύγει τον γάμο και γνωρίζει τη Χουάνα στον φίλο του λοχαγό Ντιάρ που την παντρεύεται. Η Χουάνα αποκτά έτσι έναν νόμιμο γιο. Στη συνέχεια, ο Ντιάρ εγκαταλείπει τη στρατιωτική καριέρα και πηγαίνει με την οικογένειά του στο Παρίσι όπου ελπίζει να πετύχει. Δυστυχώς δεν τα καταφέρνει και η στάση της Χουάνα δεν τον ενθαρρύνει. Ο Ντιάρ αρχίζει να κάνει έκλυτη ζωή. Πηγαίνει την οικογένειά του στο Μπορντώ και μετά στα Πυρηναία όπου παραδίδεται στη χαρτοπαιξία. Τότε και εκεί εμφανίζεται ξανά ο Μοντεφιόρε και τον καταστρέφει οριστικά.[5]

Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αυτό το διήγημα είναι μια από τις πιο σκοτεινές αφηγήσεις του Μπαλζάκ, απαισιόδοξο, αρχίζει με περιγραφή μιας σφαγής και καταλήγει στην παρακμή των ηρώων. Οι Ιταλοί φίλοι του επέκριναν το 1837 την αρνητική εικόνα που είχε παρουσιάσει για αυτούς και τη χώρα τους. Για να επανορθώσει, ο Μπαλζάκ έγραψε με εξαιρετική προσοχή τη Μασιμίλα Ντόνι, που δίνει μια πιο λαμπερή εκδοχή της Βενετίας, της ιταλικής ψυχής και της ομορφιάς των γυναικών.
  • Ένα θέμα που ξεχωρίζει είναι η απεριόριστη μητρική αγάπη, όχι μόνο από την εταίρα που εγκαταλείπει την ανατροφή της κόρης της για να έχει καλύτερη μοίρα μακριά της, αλλά και από την ίδια την κόρη που, απογοητευμένη από τον σύζυγό της, συγκεντρώνει όλη της την ενέργεια στην εκπαίδευση των δύο παιδιών της. Ένα άλλο θέμα είναι ο εθισμός στην χαρτοπαιξία.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]