Το πουγκί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το πουγκί
Εικονογράφηση του 1830
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΕικονογράφοςGeorges Cain
ΤίτλοςLa Bourse
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1832
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςHippolyte Schinner
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΑναμνήσεις δύο μικροπαντρεμένων γυναικών
ΕπόμενοΗ Μοντέστ Μινιόν
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Το πουγκί (γαλλικός τίτλος: La Bourse) είναι νουβέλα του Γάλλου μυθιστοριογράφου Ονορέ ντε Μπαλζάκ, που εκδόθηκε το 1832.[1]

Είναι το τέταρτο έργο στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής, του πρώτου από τους αφηγηματικούς κύκλους που συνθέτουν την Ανθρώπινη κωμωδία.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νεαρός ζωγράφος Ιππόλυτος Σινέ πέφτει από τη σκάλα ενώ εργαζόταν στο ατελιέ του και χάνει τις αισθήσεις του. Ακούγοντας τον θόρυβο της πτώσης του καταφθάνουν δύο γειτόνισσές του, η Αδελαΐδα Λεσενιέρ και η μητέρα της κυρία ντε Ρουβίλ, που κατοικούν στο ακριβώς από κάτω διαμέρισμα. Οι δύο γυναίκες φροντίζουν τον νεαρό και γνωρίζονται.[2]

Ο νεαρός ζωγράφος ερωτεύεται την Αντελαΐδα και τις επόμενες εβδομάδες επισκέπτεται συχνά το διαμέρισμά της. Εκεί τον καλωσορίζουν πάντα θερμά, αλλά δεν μπορεί να μην παρατηρήσει τα αναμφισβήτητα σημάδια της φτώχειας – μια αξιοπρεπή και επιμελώς κρυμμένη φτώχεια. Ο Ιππόλυτος παρατηρεί επίσης ότι η μητέρα και η κόρη έχουν διαφορετικά επώνυμα και είναι απρόθυμες να αποκαλύψουν οτιδήποτε για το παρελθόν τους. Συγχρόνως, δύο πλούσιοι, παλιοί φίλοι της μητέρας, τις επισκέπτονται συχνά, παίζουν χαρτιά και συνήθως χάνουν.[3]

Είναι απατεώνες η κυρία ντε Ρουβίλ και η κόρη της, ή ακόμη και ιερόδουλες; Παρά τις υποψίες του ότι οι δύο γυναίκες ζουν με έναν μυστηριώδη και ανυπόληπτο τρόπο, ο Ιππολύτης συνεχίζει τις επισκέψεις του, γιατί είναι βαθιά ερωτευμένος με την Αδελαΐδα. Μια μέρα, καθώς φεύγει από το διαμέρισμα, συνειδητοποιεί ότι έχει αφήσει πίσω του το πουγκί του. Αλλά όταν επιστρέφει και ρωτά, η κοπέλα ισχυρίζεται ότι δεν βρίσκεται στο διαμέρισμά τους. Ο νεαρός υποπτεύεται ότι οι γυναίκες το έκλεψαν και σταματά να τις επισκέπτεται. Κατά τη διάρκεια της επόμενης εβδομάδας μαραζώνει σε σημείο που ακόμη και η μητέρα του αντιλαμβάνεται τον πόνο του. Οι φίλοι του φαίνεται να επιβεβαιώνουν τις χειρότερες υποψίες του.

Αποφασίζει να ξαναπάει ούτως ή άλλως, και στη συνέχεια μια ευτυχής σύμπτωση επιτρέπει στον Ιππόλυτο να ανακαλύψει το εξαιρετικά έντιμο παρελθόν των δύο γυναικών και την αξιοπρέπειά τους. Μαθαίνουμε ότι οι δύο πλούσιοι επισκέπτες ήταν φίλοι του συζύγου της κ. ντε Ρουβίλ, βαρόνου Λεσενιέρ ντε Ρουβίλ, ο οποίος είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, και έχαναν σκόπιμα στα χαρτιά, για να τη βοηθήσουν στη φτώχεια της. Επίσης βρίσκει το πορτοφόλι του επισκευασμένο και κεντημένο από τα χέρια της Αδελαΐδας. Η νεαρή κοπέλα το είχε πάρει για να το διορθώσει. Η ιστορία τελειώνει με τον αρραβώνα των νεαρών ερωτευμένων.[4]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αινείας διηγείται στη Διδώ την πτώση της Τροίας, Πιέρ-Ναρσίς Γκερέν, 1815
  • Ο συγγραφέας πραγματεύεται εδώ ένα θέμα που θα επαναλάβει σε πολλά έργα του: την τέχνη, τη δημιουργία σε όλες τις μορφές της καθώς και τις χαρές και τους πόνους που προκαλεί. Υπήρξε μεγάλος θαυμαστής των τεχνών και παρουσιάζει τη ζωγραφική δημιουργία και τους καλλιτέχνες, άλλοτε ως αρχάριους, άλλοτε καινοτόμους και παρεξηγημένους ή αναγνωρισμένους και πλούσιους. Ο Μπαλζάκ σπάνια χάνει την ευκαιρία να «εικονογραφήσει» τα μυθιστορήματά του με αναφορές σε διάσημους πίνακες και το Πουγκί δεν αποτελεί εξαίρεση:

«Η Αδελαΐδα ήρθε πίσω από την πολυθρόνα του ηλικιωμένου κυρίου και ακούμπησε τους αγκώνες της στην πλάτη, μιμούμενη ασυνείδητα τη στάση της αδερφής της Διδούς στον διάσημο πίνακα του Γκερέν».[5]

  • Στο έργο παρουσιάζεται επίσης μια κοινωνική κατηγορία στην οποία ο Μπαλζάκ αναφέρεται συχνά στην Ανθρώπινη κωμωδία: τα ξεχασμένα «θύματα» του Ναπολέοντα, δηλαδή οι χήρες και τα ορφανά που εγκαταλείφθηκαν κατά την Παλινόρθωση, εδώ η οικογένεια ντε Ρουβίλ, αξιοπρεπής στην εποχή της Αυτοκρατορίας, σε απόλυτη ένδεια πλέον.[6]

Ελληνική μετάφραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το πουγκί, μετάφραση: Ακακία Κορδόση, εκδόσεις Καστανιώτης, 1996 [7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]