Το άγνωστο αριστούργημα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το άγνωστο αριστούργημα
Εικονογράφηση σε έκδοση του 19ου αιώνα
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςLe Chef-d'œuvre inconnu
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1831
Μορφήδιήγημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΤόποςΠαρίσι
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Το άγνωστο αριστούργημα (γαλλικός τίτλος: Le Chef-d'œuvre inconnu) είναι διήγημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1831 στην εφημερίδα L'Artiste με τον τίτλο Δάσκαλος Φρενχόφερ και στη συνέχεια, στην ίδια εφημερίδα, με τον τίτλο Κατρίν Λεσκώ, φανταστική ιστορία, την ίδια χρονιά. Εμφανίστηκε ξανά στις Φιλοσοφικές μελέτες το 1837 και ενσωματώθηκε στην Ανθρώπινη κωμωδία το 1846. Το διήγημα χωρίζεται σε δύο κεφάλαια: Ζιλέτ και Κατρίν Λεσκώ.[1]

Το άγνωστο αριστούργημα είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του Μπαλζάκ, ένας προβληματισμός για την τέχνη, τον καλλιτέχνη και γενικότερα τη δημιουργία.[2]

Το έργο είναι χαρακτηριστικό των φανταστικών διηγημάτων που έγραψαν οι ρομαντικοί συγγραφείς στις αρχές του 19ου αιώνα, με επιρροή από τα έργα του Ε.Τ.Α. Χόφμαν.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νεαρός Νικολά Πουσέν, άγνωστος ακόμη, επισκέπτεται τον ζωγράφο Πάουρμπους στο εργαστήριό του. Στις σκοτεινές σκάλες συναντά τον ηλικιωμένο δάσκαλο Φρενχόφερ, ο οποίος επίσης επισκέπτεται τον Πάουρμπους. Μέσα στο εργαστήριο, ο Πουσέν γοητεύεται από έναν μεγάλο πίνακα, παραγγελία της Μαρίας των Μεδίκων, που μόλις τελείωσε ο Πάουρμπους. Απεικονίζει τη Μαρία την Αιγύπτια. Ο Φρενχόφερ επαινεί το έργο αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι του φαίνεται ημιτελές.

Ο καλλιτέχνης στο εργαστήριο, Άντριεν βαν Οστάντε (1663)

Με λίγες πινελιές, ο ηλικιωμένος ζωγράφος μεταμορφώνει τον πίνακα του Πάουρμπους έτσι που η Μαρία η Αιγύπτια φαίνεται να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια τους. Ωστόσο, ο Φρενχόφερ έχει ένα πρόβλημα: αν και έχει φθάσει στο απόγειο της τεχνικής και της καριέρας του, παραδέχεται ότι δεν έχει καταφέρει να βρει το κατάλληλο μοντέλο για να ολοκληρώσει το αριστούργημά του, μια γυναίκα που θα του ενέπνεε την τελειότητα προς την οποία πάντα φροντίζει να φτάνει. Το έργο του απεικονίζει μια όμορφη εταίρα που ονομάζεται Κατρίν Λεσκώ γνωστή ως Η Ωραία Καβγατζού. Δουλεύει πάνω σ' αυτό το μελλοντικό αριστούργημα που κανείς δεν έχει δει ακόμη εδώ και δέκα χρόνια. [4]

Ο Νικολά Πουσέν προσφέρει στον γέρο δάσκαλο να ποζάρει η δική του ερωμένη, Ζιλέτ, ως μοντέλο. Η νεαρή γυναίκα διστάζει στην αρχή από σεμνότητα και φόβο, μετά δέχεται. Η Ζιλέτ είναι τόσο όμορφη και ο Φρενχόφερ εμπνέεται σε τέτοιο βαθμό που ολοκληρώνει το έργο του σύντομα. Όμως, όταν ο Πουσέν και ο Πάουρμπους έρχονται να θαυμάσουν τον πίνακα στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, το μόνο που μπορούν να διακρίνουν στον πίνακα είναι μέρος ενός υπέροχου, σχεδόν ζωντανού, ποδιού, ο υπόλοιπος πίνακας έχει καλυφθεί από μια δίνη χρωμάτων με πινελιές πάνω από αλλεπάλληλα στρώματα χρωμάτων, ενώ ο Φρενχόφερ τους εξηγεί αναλυτικά και εκθειάζει τον πίνακα. Η απογοήτευση οδηγεί τον Φρενχόφερ στην τρέλα, την επόμενη μέρα μαθαίνουν ότι ο ζωγράφος πέθανε τη νύχτα αφού προηγουμένως είχε κάψει όλους τους πίνακές του.[5]

Τα πρόσωπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τους τρεις καλλιτέχνες που απεικονίζονται σε αυτήν την ιστορία, ο Νικολά Πουσέν και ο Φρανς Πάουρμπους ο νεότερος ήταν πραγματικοί καλλιτέχνες του 17ου αιώνα. Ο Φρενχόφερ είναι ένας καθαρά φανταστικός χαρακτήρας.[6]

Σε αντίθεση με τις περισσότερες ιστορίες της Ανθρώπινης κωμωδίας, η υπόθεση διαδραματίζεται στον 17ο αιώνα, το έτος 1612. Η αρχή:

«Προς τα τέλη του 1612, ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη, ένας νεαρός ντυμένος πολύ φτωχικά, πηγαινοερχόταν μπροστά στην πόρτα ενός σπιτιού της οδού Des Grands-Augustins, στο Παρίσι.»

Η φανταστική διάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γραφή είναι σαφώς ρεαλιστική λόγω της ακρίβειας και της λεπτομερειακής περιγραφής. Ωστόσο, πολύ σύντομα, ο Μπαλζάκ υπαινίσσεται ότι αυτή η επιφάνεια θα μπορούσε να κρύβει σκοτεινές δυνάμεις, κάτι που οδηγεί σε μια φανταστική διάσταση της ιστορίας του. [7]

Ο Μπαλζάκ στο διήγημα εκμεταλλεύεται αρκετούς μύθους (Προμηθέα, Πρωτέα, Πυγμαλίωνα) για να δώσει τον φανταστικό χαρακτήρα του έργου. Αναφέρεται στο έργο του καλλιτέχνη που τρέφεται με ό,τι έχει παραχθεί πριν από αυτό, και που πρέπει να προχωρήσει πολύ πιο πέρα ​​από την απλή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Αλλά και την προσπάθεια επίτευξης του ιδανικού, του απόλυτου, κινητήρια δύναμη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που μπορεί να φθάσει στα όρια της τρέλας.[4]

Εικονογράφηση - Πικάσο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναμνηστική πλάκα στην πρόσοψη του κτιρίου

Το 1931, ο έμπορος τέχνης Αμπρουάζ Βολάρ πρότεινε στον Πικάσο να εικονογραφήσει Το άγνωστο αριστούργημα.[8]

Ο Πικάσο γοητεύτηκε από το κείμενο και το εικονογράφησε, ταυτίστηκε δε με τον Φρενχόφερ τόσο πολύ που νοίκιασε ένα εργαστήριο στην οδό des Grands-Augustins στο Παρίσι στον αριθμό 7, καθώς το εργαστήριο του Φρενχόφερ βρίσκονταν κοντά σ' αυτό του Πάουρμπους, στον ίδιο δρόμο.[9]

Εκεί, το 1937 ζωγράφισε το δικό του αριστούργημα, την Γκουέρνικα. Ο Πικάσο παρέμεινε σε αυτό το στούντιο κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Μια αναμνηστική πλάκα στην πρόσοψη θυμίζει αυτά τα δύο επεισόδια.

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνική μετάφραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το άγνωστο αριστούργημα, μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδόσεις Άγρα, 1983. Περιλαμβάνει 12 σχέδια του Πικάσο.[10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]