Ο Οίκος Νυσενζέν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Οίκος Νυσενζέν
Εικονογράφηση του 1897
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΕικονογράφοςAlcide Théophile Robaudi
ΤίτλοςLa Maison Nucingen
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1838
Μορφήδιήγημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςFrédéric de Nucingen
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΚαίσαρ Μπιροτώ
ΕπόμενοΜεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων

Ο Οίκος Νυσενζέν (γαλλικός τίτλος:La Maison Nucingen) είναι μυθιστόρημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1837 και εκδόθηκε το 1838. Περιλαμβάνεται στις Σκηνές της παρισινής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας.[1]

Το θέμα είναι η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία που μαίνονταν στο Παρίσι την εποχή της εκβιομηχάνισης, όπου η τρέλα των ριψοκίνδυνων επενδύσεων μπορούσε να οδηγήσει στον θρίαμβο ή την καταστροφή και τα χρήματα των μικροεπενδυτών κλέβονταν ατιμώρητα υπό την κάλυψη της νομιμότητας.[2]

Το έργο παραμένει επίκαιρο καθώς μέσα από τη δράση ο αναγνώστης αναγνωρίζει καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που έχουμε ζήσει και στην εποχή μας.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία διαδραματίζεται το 1833 και παρουσιάζεται σε πρώτο πρόσωπο από έναν ανώνυμο αφηγητή, ο οποίος σε ένα διάσημο εστιατόριο στο Παρίσι κρυφακούει τη συζήτηση τεσσάρων γνωστών δημοσιογράφων: ο Φινό, ο Μπλοντέ, ο Κουτύρ και ο Μπιξιού. [1]

Οι Παριζιάνοι δημοσιογράφοι συζητούν και σχολιάζουν τον πλούτο και την εκπληκτική επιτυχία του Εζέν ντε Ραστινιάκ, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα, όταν πρωτοέφθασε στο Παρίσι, ζούσε σε μια φτωχική πανσιόν στο Καρτιέ Λατέν και προσπαθούσε να μπει στη ζωή της υψηλής κοινωνίας. Ο Μπιξιού λέει στους άλλους ότι η επιτυχία αυτού του επαρχιώτη από την Ανγκουλέμ οφείλεται στις συναλλαγές του με τον Οίκο Νυσενζέν, τη διάσημη Τράπεζα που διευθύνει ο βαρόνος ντε Νυσενζέν, ένας από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους τραπεζίτες της Γαλλίας. Ο Ραστινιάκ ήταν για χρόνια εραστής της Ντελφίν, συζύγου του Νυσενζέν, γεγονός που ο Νυσενζέν παρέβλεπε και τον χρησιμοποίησε στις επιχειρήσεις του ως αχυράνθρωπο. [3]

Αν και η παράνομη σχέση διαλύθηκε μετά από 14 χρόνια, ο Ραστινιάκ συνέχισε να κάνει ημι-νόμιμες επιχειρήσεις με τον σύζυγο της Ντελφίν, πλουτίζοντας τόσο ώστε να αποκτήσει τον τίτλο του Ομότιμου της Γαλλίας. Μαζί με τον Νυσενζέν, δημιούργησαν τεχνητές κινήσεις στο χρηματιστήριο: αγόραζαν μετοχές, ανέβαζαν τις τιμές τους και τις πουλούσαν ακριβά. Μετά την αποκόμιση του κέρδους, αγόραζαν ξανά φθηνά τις τεχνητά υπερτιμημένες μετοχές. Ο ρόλος του Ραστινιάκ ήταν να κάνει τον κόσμο να πιστέψει την επικείμενη καταστροφή και να τροφοδοτεί τον πανικό που επέτρεπε στη συνέχεια τον Νυσενζέν να κάνει αγοραπωλησίες. Ακόμη και μια τριπλή χρεοκοπία, αποτέλεσμα απρόβλεπτων επιπλοκών, ο Νυσενζέν τη χειρίστηκε τόσο επιδέξια που κατάφερε να επιστρέψει στην ομάδα των πλουσιότερων Γάλλων τραπεζιτών. Μαζί του, ο Ραστινιάκ έγινε πλούσιος. Αν και οι επιχειρήσεις και των δύο διεξάγονταν στα όρια του νόμου, βρίσκονταν στο απυρόβλητο λόγω της κοινωνικής θέσης τους, ενώ οδήγησαν πολύ κόσμο στην οικονομική καταστροφή.[4]

Σχολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Οίκος Νυσενζέν είναι ένα από τα μυθιστορήματα της Ανθρώπινης κωμωδίας που έχουν ως θέμα τους τα τεχνάσματα της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας. Ο Νυσενζέν είναι ένας από τους χαρακτήρες που επαναλαμβάνονται σε διάφορα έργα του μυθιστορηματικού κύκλου ως αρχετυπική εικόνα τραπεζίτη και αδίστακτου κερδοσκόπου της Μοναρχίας του Ιουλίου, που κέρδισε μια τεράστια περιουσία με επικίνδυνες, μερικές φορές στα όρια της νομιμότητας πράξεις, και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος αμφιβόλου ηθικής, επιτρέπει στη σύζυγό του Ντελφίν, κόρη του Μπαρμπα- Γκοριό, να έχει σχέση με τον Εζέν ντε Ραστινιάκ, ενώ ο ίδιος προσπαθεί να δημιουργήσει άλλες σχέσεις (όπως με την Εσθήρ βαν Γκομπσέκ, την ηρωίδα στα Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων). Στο πρόσωπο του Νυσενζέν, ο Μπαλζάκ περιέγραψε λεπτομερώς και με χρήση οικονομικών όρων (στο βαθμό που το κείμενο είναι κατανοητό στον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με την οικονομική ορολογία), τους μηχανισμούς του χρηματιστηρίου, της πίστωσης, της κερδοσκοπίας και τη δημιουργία μεγάλων περιουσιών κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης της Γαλλίας. [5]

Αξίζει να τονιστεί ότι ο τίτλος που σχεδίαζε ο συγγραφέας αρχικά ήταν Η Υψηλή Τράπεζα (La Haute Banque) - ένας όρος που εκείνη την εποχή όριζε μια ομάδα τραπεζιτών της δεκαετίας του 1830 στη Γαλλία που κυριαρχούσαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές και ένας από τους οποίους ήταν ο μυθιστορηματικός Νυσενζέν - και καθιστούσε ακόμη πιο σαφές ότι ο σκοπός της συγγραφής του διηγήματος δεν ήταν να δημιουργήσει έναν φανταστικό ήρωα και να περιγράψει τη μοίρα του, αλλά να περιγράψει ρεαλιστικά γεγονότα και κοινωνικές διαδικασίες της εποχής. Ο Μπαλζάκ εμπνεύστηκε εν μέρει από πραγματικούς τραπεζίτες της εποχής του, τον Ζακ Λαφίτ και του Λεόν Φουλ και του Τζέιμς Μάγερ Ντε Ρότσιλντ του οίκου των Ρότσιλντ. [6]

Στο έργο ο Μπαλζάκ αντιπαραβάλλει σαφώς τον χαρακτήρα του Καίσαρα Μπιροτώ, αντιπαραθέτοντας τους έντιμους, συντηρητικούς μικροαστούς που πλούτισαν με κοπιαστική δουλειά, με τους επιθετικούς κερδοσκόπους της μεγαλοαστικής τάξης.

Διασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 2008: Ο Οίκος Νυσενζέν, κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία Ραούλ Ρουίς, ελεύθερη μεταφορά του μυθιστορήματος.[7]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Οίκος Νυσενζέν, μετάφραση: Έφη Κορομηλά, εκδόσεις Εξάντας, 2018 [8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]