Ένα ξεκίνημα στη ζωή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ένα ξεκίνημα στη ζωή
Εικονογράφηση του 1844
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΕικονογράφοςGeorges Cain
ΤίτλοςUn début dans la vie
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1842
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςMonsieur de Sérisy
ΠροηγούμενοΗ Μοντέστ Μινιόν
ΕπόμενοΑλμπέρ Σαβαρύς

Ένα ξεκίνημα στη ζωή (γαλλικός τίτλος: Un début dans la vie) είναι μυθιστόρημα του Γάλλου μυθιστοριογράφου Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στο περιοδικό La Législature το 1842 με τίτλο Ο κίνδυνος των κομπασμών.[1]

Είναι το έκτο έργο στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας.

Ο Μπαλζάκ έγραψε το μυθιστόρημα κατά τη διάρκεια μιας από τις πολλές επισκέψεις του στο Λ'Ιλ-Αντάμ, λίγα χιλιόμετρα βόρεια του Παρισιού. Η υπόθεση βασίζεται σε ένα διήγημα της αδερφής του Λορ Συρβίλ, το οποίο εκδόθηκε το 1854 με τον τίτλο Το ταξίδι με την άμαξα. Ο Μπαλζάκ αναδιατύπωσε την ιστορία, μετατρέποντάς τη σε μια βαθιά μελέτη της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και των συνεπειών της. [2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο μέρος της υπόθεσης διαδραματίζεται σε μια παλιά άμαξα που μεταφέρει επιβάτες και εμπορεύματα μεταξύ Παρισιού και Βαλ ντ'Ουάζ. Ο κόμης ντε Σεριζί, ένας γερουσιαστής και πλούσιος αριστοκράτης, ταξιδεύει ινκόγκνιτο για να διερευνήσει αναφορές για ατασθαλίες του διαχειριστή της αγροτικής περιουσίας του κ. Μορώ.

Ανάμεσα στους συνεπιβάτες του βρίσκεται και ο Οσκάρ Υσόν, ένα 17χρονο φτωχό νεαρό αγόρι που η μητέρα του το στέλνει στο νονό του κ. Μορώ με την ελπίδα να του βρει μια θέση εργασίας, ένας υπάλληλος συμβολαιογράφου, δύο νεαροί καλλιτέχνες και ένας πλούσιος αγρότης της περιοχής.[3]

Για να περάσει η ώρα, οι ταξιδιώτες αρχίζουν να διηγούνται διάφορες φανταστικές ιστορίες προσποιούμενοι ότι είναι άλλα πρόσωπα, πολύ σημαντικά, με σκοπό να εντυπωσιάσουν τους συνταξιδιώτες τους. Τα πράγματα γίνονται ενδιαφέροντα όταν ο Οσκάρ συμμετέχει στη συζήτηση και προσποιείται ότι είναι στενός γνώριμος του κόμη ντε Σεριζί και του γιου του. Κατά τη διάρκεια της καυχησιολογίας του, αποκαλύπτει πολλές ιδιωτικές και ντροπιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με τον κόμη και τη σύζυγό του - λεπτομέρειες που ο Όσκαρ γνώριζε από την αλληλογραφία της μητέρας του με τον κ. Μορώ, που ήταν πρώην εραστής της.[4]

Στο ταξίδι ο κόμης κρυφακούει επίσης μια συζήτηση στην οποία ο πλούσιος αγρότης περιγράφει πώς αυτός και ο Μορώ κανονίζουν να αγοράσουν ένα κτήμα που θέλει ο κόμης και να του το πουλήσουν σε διογκωμένη τιμή.

Όταν φθάνουν στο κτήμα του, ο κόμης απολύει τον Μορώ - όχι τόσο για την εξαπάτηση με το κτήμα όσο για την αποκάλυψη των προσωπικών θεμάτων του. Ο Οσκάρ αναγκάζεται να επιστρέψει στο Παρίσι και να αναζητήσει τα προς το ζην με άλλα μέσα.

Η μητέρα του καταφέρνει να τον τοποθετήσει σε ένα σημαντικό δικηγορικό γραφείο. Αλλά και πάλι ο νεαρός διαπράττει μια σοβαρή αδιακρισία και τον διώχνουν. Οι ελπίδες του καταστρέφονται για δεύτερη φορά, αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη δικηγορία και να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Τον στέλνουν στην Αλγερία και, όπως τα φέρνει η τύχη, σώζει ηρωικά τον γιο του κόμη ντε Σεριζί, ο οποίος, ευγνώμων, τον συγχωρεί για την προηγούμενη αδιακρισία του και τον υποστηρίζει.

Έτσι ο Οσκάρ κατάφερε να αποκτήσει μια θέση, έκανε πλούσιο γάμο και είναι πλέον ένας ευτυχισμένος αστός στην κοινωνία της Ιουλιανής Μοναρχίας. Όσο για τον πρώην διαχειριστή Μορώ, μαθαίνουμε ότι ανέβηκε σε υψηλά πολιτικά αξιώματα, ευκαιρία για τον αφηγητή να διαλογιστεί γύρω από τις ιδιοτροπίες της τύχης.[5]

Στο τέλος του μυθιστορήματος, 14 χρόνια αργότερα, ο Οσκάρ και η μητέρα του ταξιδεύουν με την άμαξα όπου τυχαία βρίσκονται αρκετοί χαρακτήρες του πρώτου ταξιδιού. Όταν ένας επιβάτης αρχίζει να ψιθυρίζει κάτι για τον Μορώ, ο Οσκάρ - που τώρα είναι αυτός που ταξιδεύει ινκόγκνιτο - τον επιπλήττει, τονίζοντας τους κινδύνους να μην κρατάει κανείς τη γλώσσα του σε μια δημόσια άμαξα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]