Ο χορός του Σω

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο χορός του Σω
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςLe Bal de Sceaux
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1830
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςComte de Kergarouët
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΤο σπίτι της γάτας που παίζει με το κουβάρι
ΕπόμενοΑναμνήσεις δύο μικροπαντρεμένων γυναικών
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Ο χορός του Σω (γαλλικός τίτλος: Le Bal de Sceaux) είναι νουβέλα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε το 1830. Είναι το δεύτερο έργο στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής, του πρώτου από τους αφηγηματικούς κύκλους που συνθέτουν την Ανθρώπινη κωμωδία.[1]

Ο τίτλος προέρχεται από τις δημοφιλείς στις αρχές του 19ου αιώνα χορευτικές βραδιές στο χωριό Σω, σημερινό προάστιο του Παρισιού.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η όμορφη και αλαζονική Εμιλί ντε Φονταίν, νεότερη κόρη μιας οικογένειας ευγενών, αφού αρνήθηκε αγέρωχα αρκετούς μνηστήρες με το πρόσχημα ότι δεν ήταν ικανοποιητικής αριστοκρατικής καταγωγής, ερωτεύεται έναν μυστηριώδη νεαρό άνδρα που εμφανίστηκε στον χορό του Σω. Αν και έχει εκλεπτυσμένη εμφάνιση και αριστοκρατική συμπεριφορά, ο Μαξιμιλιάν Λονγκβίλ πάντα υπεκφεύγει σχετικά με την οικογενειακή του καταγωγή και φαίνεται να ενδιαφέρεται μόνο για την αδερφή του Κλάρα, ένα φιλάσθενο νεαρό κορίτσι. Αλλά δεν μένει ασυγκίνητος από την προσοχή που του δίνει η Εμιλί και δέχεται τις επαναλαμβανόμενες προσκλήσεις του πατέρα της κόμη ντε Φονταίν στο Παρίσι. Η Εμιλί και ο Μαξιμιλιάν ερωτεύονται και ανταλλάσσουν αμοιβαίες υποσχέσεις. Αλλά ο κόμης ντε Φονταίν, ερευνώντας γι' αυτόν, μαθαίνει ότι εργάζεται σε ένα κατάστημα υφασμάτων. Σοκαρισμένη η νεαρή κοπέλα δεν θέλει πια να ακούει γι' αυτόν και διακόπτει τη σχέση.[3]

Ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια μιας χοροεσπερίδας, χορεύει με έναν γραμματέα της πρεσβείας στη Γερμανία που της λέει ότι είναι ο μεγαλύτερος αδερφός του Μαξιμιλιάν, που είναι επίσης παρών στο χορό. Της αποκαλύπτει το μυστικό του μικρότερου αδερφού του, ο οποίος του παραχώρησε την περιουσία του για να ξεκινήσει μια διπλωματική καριέρα και να μπορέσει να υποβάλει αίτηση για τον τίτλο του Ομοτίμου της Γαλλίας. Θυσιάστηκε για να φροντίσει τη συντήρηση της οικογένειας και συγκεκριμένα της άρρωστης μικρής αδερφής. Της λέει ακόμη ότι ο Μαξιμιλιάν μόλις έκανε μια εμπορική συμφωνία με τη Βραζιλία που θα τον κάνει εκατομμυριούχο. Η Εμιλί επιχειρεί μια τελευταία συζήτηση με τον Μαξιμιλιάν, ο οποίος όμως της δίνει να καταλάβει ότι έχει πληγωθεί βαθιά από τον χωρισμό τους και της λέει ότι θα ταξιδέψει στο εξωτερικό. Η Εμιλί τον προκαλεί: «Θα με βρεις παντρεμένη όταν επιστρέψεις, σε προειδοποιώ.»

Τήρησε τον λόγο της, παντρεύτηκε έναν ηλικιωμένο θείο της, τον αντιναύαρχο ντε Κεργκαουέ για τον τίτλο του κόμη - ήταν ένας εικονικός γάμος.[4]

Δύο χρόνια μετά τον γάμο της, η Εμιλί συναντά τον Μαξιμιλιάν σε ένα σαλόνι του Παρισιού. Μετά τον θάνατο του πατέρα και του αδελφού του, τους κληρονόμησε και έγινε υποκόμης και Ομότιμος της Γαλλίας. Τον πολιορκούν οι κυρίες της αριστοκρατίας, μητέρες ανύπαντρων κοριτσιών. Η Εμιλί συνειδητοποιεί τότε πώς κατέστρεψε τη ζωή της.[5]

Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο είναι μια κοινωνική μελέτη των χρόνων της Παλινόρθωσης, παρουσιάζει σημαντικά κοινωνικά στρώματα της γαλλικής κοινωνίας εκείνης της περιόδου: τη φιλόδοξη αστική τάξη και τη συντηρητική αριστοκρατία που υπερασπίζεται τη θέση της. Το κύριο θέμα της ιστορίας, όπως και των περισσότερων έργων που περιλαμβάνονται στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής, είναι ο ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος έγγαμος βίος, ο Μπαλζάκ υπερασπίζεται την αστική παράδοση και τη συζυγική πίστη.

Γίνονται σαφείς οι πολιτικές απόψεις του συγγραφέα, υποστηρικτή της πολιτικής του Λουδοβίκου ΙΗ΄ που προσπαθούσε να ικανοποιήσει τους φιλελεύθερους χωρίς να δυσαρεστήσει τους ακραίους αριστοκράτες. Το πρόσωπο που εκφράζει τις πολιτικές απόψεις του Μπαλζάκ είναι ο κόμης ντε Φονταίν, ένας πρώην Σουάνος που είχε υπηρετήσει με τους υποστηρικτές των Βουρβόνων κατά τη διάρκεια του πολέμου της Βανδέας, απέκτησε υψηλές θέσεις μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων και έγινε στενός συνεργάτης του βασιλιά, δίνοντας το νόημα της πολιτικής του : «Ο Λουδοβίκος ΙΗ' ήθελε να ενώσει τα κόμματα όπως ο Ναπολέων ένωσε τη χώρα μας και τους κατοίκους της. Ο νόμιμος μονάρχης, το ίδιο έξυπνος όσο ο αντίπαλός του, ενεργούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο τελευταίος από τους ηγέτες του Οίκου των Βουρβόνων προσπάθησε να ευχαριστήσει την Τρίτη τάξη και τους υποστηρικτές της Αυτοκρατορίας, περιορίζοντας την επιρροή του κλήρου με την ίδια πυρετώδη βιασύνη με την οποία ο Ναπολέοντας προσέλκυσε την αριστοκρατία και πρόσφερε στην Εκκλησία επιδοτήσεις».[6]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είσοδος στον χορό του Σω γκραβούρα του 1843
  • Στο πάρκο του χωριού Σω, σημερινό προάστιο στα νότια του Παρισιού, πραγματοποιούνταν από το 1799 για δεκαετίες κάθε Κυριακή από την 1η Μαΐου έως την 1η Νοεμβρίου ο περίφημος Χορός του Σω, που προσέλκυε κόσμο όλων των κοινωνικών τάξεων και μπορούσε να φιλοξενήσει 2.000 χορευτές, ο Μπαλζάκ και οι αδερφές του τον επισκέπτονταν συχνά και τον περιγράφει ως: «ένας εβδομαδιαίος χορός, τόσο δημοφιλής που έτεινε να γίνει θεσμός».[2]  
  • Η πλοκή της ιστορίας παραπέμπει στους μύθους του Ζαν ντε Λα Φονταίν Ο ερωδιός, όπου ένας ερωδιός, παρά την πείνα του, απορρίπτει κάποια ψάρια όσο νόστιμα κι αν είναι γιατί δεν τα θεωρεί αντάξιά του και Το κορίτσι, στο οποίο η κοπέλα, αναζητώντας τον τέλειο σύζυγο, επειδή είναι δύσκολη τελικά βρίσκει τον χειρότερο. [7]Μια νύξη στον Λα Φονταίν είναι η επιλογή του επωνύμου της Εμιλί.

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο χορός του Σο, μετάφραση: Μαρίνα Λώμη, εκδόσεις Αστάρτη, 1997 [8]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]