Γκομπσέκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκομπσέκ
Εικονογράφηση του 1830
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςGobseck
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1830
Μορφήμυθιστόρημα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςAnastasie de Restaud, Maître Derville και Jean-Esther van Gobseck
ΠροηγούμενοΜπεατρίς
ΕπόμενοΗ τριαντάχρονη γυναίκα
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Γκομπσέκ (γαλλικός τίτλος:Gobseck) είναι νουβέλα του Γάλλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1830 με τον τίτλο Ο τοκογλύφος. Ο τίτλος Γκομπσέκ δόθηκε στο έργο στην έκδοση του 1842. Περιλαμβάνεται στις Σκηνές της ιδιωτικής ζωής, του πρώτου από τους αφηγηματικούς κύκλους που συνθέτουν την Ανθρώπινη κωμωδία.[1]

Η ιστορία αναφέρεται στο ειδύλλιο δύο νεαρών, στο οποίο η μητέρα της κοπέλας είναι αντίθετη καθώς η μητέρα του νεαρού, κόρη του Μπαρμπα-Γκοριό, έχει καταστρέψει οικονομικά την οικογένεια. Το ζήτημα επιλύεται από τον δικηγόρο Ντερβίλ, ο οποίος την πληροφορεί για την οικονομική αποκατάσταση του επίδοξου μνηστήρα, και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτός. Μέσα στις εξηγήσεις του δικηγόρου περιλαμβάνεται η ιστορία της ζωής του τοκογλύφου Γκομπσέκ, καθώς και οι περίπλοκες οικονομικές συναλλαγές του με την οικογένεια.[2]

Δημοσίευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό La Mode από τον Μάρτιο του 1830, με τίτλο: Ο τοκογλύφος, στη συνέχεια τον Αύγουστο του 1830 στην εφημερίδα Le Voleur το κείμενο εμφανίστηκε με νέο τίτλο: Οι κίνδυνοι της ανάρμοστης συμπεριφοράς. Ο οριστικός τίτλος, Γκομπσέκ, είναι από το 1842.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία διαδραματίζεται κατά την περίοδο της Γαλλικής Παλινόρθωσης από το 1815 έως το 1830. Στο σαλόνι της υποκόμισσας ντε Γκρανλιέ, μιας από τις πιο ευγενείς και εύπορες κυρίες στο αριστοκρατικό προάστιο του Σαιν-Ζερμαίν στο Παρίσι, η οικοδέσποινα συνομιλεί με τον οικογενειακό φίλο, τον δικηγόρο Ντερβίλ, που τη βοήθησε να επανακτήσει την περιουσία της που κατασχέθηκε κατά την Επανάσταση. Του λέει για τον έρωτα της κόρης της Καμίλ για τον Ερνέστ ντε Ρεστώ, μεγαλύτερο γιο της κόμισσας Ανασταζί ντε Ρεστώ, μιας από τις δύο σπάταλες κόρες του Μπαρμπα-Γκοριό. Η κυρία δεν εγκρίνει αυτόν τον γάμο. Θεωρεί ότι η μητέρα του Ερνέστ είναι μια εξαιρετικά άσωτη γυναίκα, που παλιότερα είχε μια εξωσυζυγική σχέση με τον Μαξίμ ντε Τράιγ, για τον οποίο σπατάλησε την οικογενειακή περιουσία. Ο Ντερβίλ, όμως, έχει αντίθετη άποψη, και της λέει ότι η κατάσταση έχει αλλάξει και ο νεαρός κόμης κληρονομεί μια τεράστια περιουσία - από τον τοκογλύφο Γκομπσέκ. Της υπενθυμίζει επίσης ότι το χρήμα παίζει τον κύριο ρόλο στο Παρίσι.[3]

Ο Ντερβίλ της εξηγεί ότι στα νιάτα του, το 1816, γνώρισε τον ανελέητο ηλικιωμένο Γκομπσέκ, έναν Ολλανδό Εβραίο τοκογλύφο, όταν ήταν γείτονες. Γύρω στο 1819, ο Γκομπσέκ του διηγήθηκε μια από τις περιπτώσεις του: η κόμισσα ντε Ρεστώ, αφού είχε σπαταλήσει την οικογενειακή περιουσία για χάρη του εραστή της, έφερε για ενέχυρο τα κοσμήματα της οικογένειας. Ο σύζυγος της κόμισσας πήγε στον Γκομπσέκ, απαιτώντας την επιστροφή τους. Ο Ντερβίλ κατάφερε να διευθετηθεί το ζήτημα φιλικά και ο Γκομπσέκ συμβούλευσε τον κόμη να μεταβιβάσει όλη την περιουσία που του απέμεινε σε ένα αξιόπιστο άτομο μέσω μιας πλασματικής συμφωνίας πώλησης: αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να σωθούν τουλάχιστον τα παιδιά από την ολική καταστροφή. Ο κόμης δέχθηκε τη συμβουλή και, με τη βοήθεια του Ντερβίλ, μεταβίβασε την περιουσία του, επιλέγοντας τον ίδιο τον Γκόμπσεκ ως έμπιστο.[4]

Η κόμισσα ντε Ρεστώ ψάχνει τα χαρτιά του συζύγου της λίγο μετά τον θάνατό του.

Η κόμισσα όχι μόνο κατέστρεψε οικονομικά τον άντρα της, αλλά και τον οδήγησε τελικά στον θάνατο, ομολογώντας ότι τα δύο μικρότερα παιδιά τους δεν ήταν δικά του. Ο Ντερβίλ μαθαίνει ότι ο κόμης ντε Ρεστώ είναι βαριά άρρωστος και θέλει να του παραδώσει τα έγγραφα αλλά η κόμισσα, αισθανόμενη προδοσία, κάνει τα πάντα για να εμποδίσει τον δικηγόρο να δει τον σύζυγό της. Εκείνη την εποχή, η κόμισσα είχε ήδη αντιληφθεί το ποιόν του εραστή της και τον χώρισε. Φρόντισε με τόσο ζήλο τον ετοιμοθάνατο σύζυγό της που πολλοί της συγχώρησαν τις προηγούμενες αμαρτίες της - στην πραγματικότητα, ήθελε μόνο να λάβει την κληρονομιά. Ο κόμης πέθανε το 1824 και την επόμενη μέρα ο Γκομπσέκ και ο Ντερβίλ πήγαν στο σπίτι, όπου ένα τρομερό θέαμα εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια τους: αναζητώντας τη διαθήκη, η κόμισσα πέταξε τα έγγραφα της εικονικής μεταβίβασης στη φωτιά - η περιουσία του κόμη πέρασε έτσι στην κατοχή του Γκομπσέκ. Σε όλες τις εκκλήσεις του Ντερβίλ να λυπηθεί τη μετανιωμένη κόμισσα και τα παιδιά της, αυτός απαντά ότι η ατυχία είναι ο καλύτερος δάσκαλος.[5]

Τον κόσμο τον κυβερνά ο χρυσός και ο χρυσός κυβερνάται από τον τοκογλύφο.

Μέχρι το τέλος της ζωής του, η φιλαργυρία του Γκομπσέκ έχει μετατραπεί σε μανία - ανάμεσα στους θησαυρούς του και τα έργα τέχνης που έχει συλλέξει βρήκαν και μια τεράστια ποσότητα χαλασμένων τροφίμων καθώς δεν πουλούσε τίποτε, φοβούμενος μήπως πουλήσει φθηνά. Ο Γκομπσέκ πέθανε αφήνοντας την περιουσία του στον Ερνέστ ντε Ρεστώ και την ανιψιά του Εσθήρ, που αυτοκτόνησε πριν ειδοποιηθεί για την κληρονομιά, εμφανίζεται στο μυθιστόρημα Μεγαλεία και δυστυχίες των κουρτιζάνων (1847).

Η υποκόμισσα ντε Γκρανλιέ τώρα που μαθαίνει ότι ο νεαρός κόμης είναι πλούσιος, συγκατατίθεται στον γάμο της κόρης της με την προϋπόθεση να μην συναντηθεί με την πεθερά της.[6]

Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο έργο, η φαινομενικά δευτερεύουσα ιστορία, η αφήγηση του δικηγόρου Ντερβίλ, παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο, μια ακόμη εφαρμογή της τεχνικής «αφήγηση μέσα σε αφήγηση» της Ανθρώπινης κωμωδίας. Κύριο θέμα είναι ο ρόλος και η θέση των τοκογλύφων στην κοινωνία.[7]

Η ανάλυση των δραστηριοτήτων του τοκογλύφου ανήκει στην ομάδα των έργων που παρουσιάζουν θέματα για την κατανόηση της ζωής της παρισινής κοινωνίας της εποχής της Παλινόρθωσης, που οι ευγενείς έχουν ξαναπάρει τη θέση τους, κατά την οποία κυριαρχούσε η βασιλεία του χρήματος. Από αυτή την άποψη, συμπληρώνει το Ο Οίκος Νυσενζέν (1838), μια περιγραφή του τραπεζικού τομέα.

Είναι επιπλέον μια μελέτη της φιλαργυρίας. Ο Γκομπσέκ είναι ένας τοκογλύφος που χρεώνει υπέρογκα επιτόκια. Είναι επίσης επιχειρηματίας κερδοσκόπος που κάνει συμφωνίες με συνεργάτες, ακόμη και με αντιπάλους. Η βάση του πλούτου του είναι η αποικιακή εκμετάλλευση των ολλανδικών Ανατολικών Ινδιών. Είναι επίσης συλλέκτης και συλλέγει πολύτιμα αντικείμενα. Το πιο σημαντικό, έχει περιορίσει την προσωπική του ηθική σε δύο αρχές – την αδιάκοπη επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος και τη λατρεία του χρήματος.[8]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1936 : Γκομπσέκ, σοβιετική ταινία σε σκηνοθεσία Konstantin Eggert .
  • 1987 : Γκομπσέκ, σοβιετική ταινία, ριμέικ της προηγούμενης από τον Alexander Orlov.[9]

Μετάφραση στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γκομπσέκ, μετάφραση: Ακακία Κορδόση, εκδόσεις Καστανιώτης, 1996 [10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]