Νουβέλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Προμετωπίδα βιβλίου έτους 1873

Η νουβέλα είναι αφηγηματικό είδος της λογοτεχνικής πεζογραφίας, το οποίο χαρακτηρίζεται από συντομία στην έκταση (είναι εκτενέστερη του διηγήματος και συντομότερη του μυθιστορήματος) και παράλληλα από τον ρεαλισμό του ύφους και την ύπαρξη συγκεκριμένης πλοκής. Γενικά στη νουβέλα το βάρος του συγγραφέα ρίχνεται περισσότερο στην ηθογραφία και ψυχογραφία των χαρακτήρων και όχι τόσο στα αναφερόμενα επεισόδια και την πλοκή τους. Ο διεθνής αυτός όρος, novella, προέρχεται από το λατινικό επίθετο novus, νέος, και φέρεται να χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Βοκάκιο για τις ιστορίες με τίτλο Το Δεκαήμερο.[1]

Αρχαιότατη και πολύ πλούσια είναι η νουβέλα της Ασίας, ιδιαίτερα εκείνη που αναπτύχθηκε στον ινδικό χώρο. Έτσι, για παράδειγμα, η περίφημη συλλογή Καλίλα και Ντμίνα[2] προήλθε σχεδόν ολοκληρωτικά από την Παντσατάντρα, (pantca-tantra, πέντε βιβλία) ενώ η αραβική νουβέλα αντπροσωπεύεται από το έργο Χίλιες και μία νύχτες. Κατά το 17ο και το 18ο αι. το είδος παράκμασε εντελώς, αναστήθηκε ωστόσο με το ρομαντισμό, κυριότερο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν ο τονισμός του αισθηματικού και ψυχολογικού στοιχείου. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς νουβέλας την περίοδο αυτή είναι ο Νικολάι Γκόγκολ και ο Αλεξάντρ Πούσκιν στη Ρωσία, ο Προσπέρ Μεριμέ στη Γαλλία, ο Μωπασάν, ο Θερβάντες, κ.α. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, νουβέλες έχουν χαρακτηριστεί Ο Λουκής Λάρας του Δημητρίου Βικέλα, Τα ρόδινα ακρογιάλια του Παπαδιαμάντη, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Ο Κατάδικος του Κ. Θεοτόκη, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα καθώς και κάποια ακόμα έργα των Ζαμπελίου, Καλλιγά, Βιζυηνού, Δροσίνη, Κονδυλάκη, Νιρβάνα, Πικρού, Παρορίτη, Κοκκίνου και Χατζοπούλου καίτοι χαρακτηρίστηκαν άλλα ως διηγήματα και άλλα ως μυθιστορήματα που όμως παρουσιάζουν την ηθογραφική διαφορά.

Τον 20ο αι. τελικά ταυτίστηκε οριστικά με το διήγημα. Δάσκαλοι αυτής της νουβέλας θεωρούνται ο Τζαίημς Τζόυς με το Οι Δουβλινέζοι, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ κ.α.

Ο Λούκατς στα μέσα του εικοστού αι. προσπαθώντας να ορίσει τον όρο νουβέλα έγραψε : "η νουβέλα αποκαλύπτεται ότι είναι ένα σήμα που προαναγγέλει την κατάκτηση του πραγματικού μέσω μεγάλων επικών και δραματικών μορφών,είτε--στο τέλος μιας ορισμένης περιόδου--εκδήλωση οπισθοφυλακής,μιά τελεία και παύλα. Μ' άλλα λόγια στην ποιητική κατάκτηση του κοινωνικού σύμπαντος της στιγμής,η νουβέλα εμφανίζεται είτε στη φάση ενός <όχι - ακόμα> είτε στη φάση του <έχει - ξεπεραστεί πια>.[...]Η νουβέλα δεν έχει διόλου την αξίωση να απεικονίσει το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας,ούτε καν κι εκείνη την ολότητα που πηγάζει από τη θεώρηση ενός βασικού και επίκαιρου προβλήματος.Η αλήθεια της στηρίζεται στο ότι,μέσα σε μια κοινωνία που έχει φτάσει σ'ενα κάποιο βαθμό ανάπτυξης,είναι δυνατό να υπάρξει μια ιδιαίτερη περίπτωση -- ασυνήθιστη τις πιο πολλές φορές -- και χάρη σ'αυτή και μόνο τη δυνατότητα,η περίπτωση τούτη είναι χαρακτηριστική για την εν λόγω κοινωνία.Να γιατί η νουβέλα μπορεί ν'αδιαφορεί για την κοινωνική γένεση τόσο των ανθρώπων και των σχέσεών τους,όσο και των καταστάσεων μέσα στις οποίες αυτές ενεργούν .Να γιατί δεν έχει ανάγκη από καμια διαμεσολάβηση για να κινήσει αυτές τις καταστάσεις ,γιατί μπορεί να μην ενδιαφέρεται για τις συγκεκριμένες προοπτικές .Χαρη σ'αυτή την ιδιότητά της η νουβέλα -- είδος που από τον Βοκάκιο ως τον Τσέχωφ επέτρεψε άπειρες παραλλαγές-- αναγκαστικά εμφανίζεται,από ιστορική άποψη,τόσο σαν πρόδρομος όσο και σαν οπισθοφυλακή των μεγάλων μορφών,σαν αυθεντικός εκπρόσωπος του < όχι-ακόμα > ή του <έχει-πια-ξεπεραστεί> της ολότηγας που θέλει ν' απεικονήσει."

Ο Λούκατς φέρνει ως παράδειγμα του κόσμου που <έχει-ξεπεραστεί-πια> τον Μωπασάν που "οι νουβέλες του παρουσιάζονται προς αυτόν τον κόσμο που τη γέννησή του την έχουν περιγράψει ο Μπαλζάκ,ο Σταντάλ, και την ολοκλήρωσή του ο Φλωμπέρ και ο Ζολά" (και εδώ προφανώς ανήκει και ο Τσέχωφ). Ενώ ως παράδειγμα του <όχι ακόμα> αναφέρει τον Σολζενίτσιν (στη γέννηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας) και προφανώς εδώ ανήκει και ο Τζόυς.Διακρίνει όμως και νουβέλες που " το κοινωνικό περιβάλλον εξαφανίζεται και ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα καθαρά φυσικό περιστατικό.Αυτή η πάλη του μοναχικού ήρωα που είναι υποχρεωμένος να στηριχτεί μόνο στις δικές του δυνάμεις " όπως στις νουβέλες του Τζ.Κόνραντ (Τυφώνας και Γραμμή Σκιάς),όπου ο άνθρωπος θριαμβεύει επί των στοιχείων της φύσης, και του Χέμινγουεϊ όπου ο άνθωπος ηττάται (Ο Γέρος και η Θάλασσα),καταλήγει ο Λούκατς. [3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, σ. 149,τόμ. 21 ISBN 960-8177-71-5
  2. Σάλε Σάντε Τζαλάντ, Οι μύθοι του Καλίλα και του Ντμίνα ISBN 960-14-1146-1
  3. Γκέορκ Λούκατς "Σολζενιτσιν,Χάινε,Πρωτοποριακοί" σελ.9-14,μτφρ.Μπάμπη Κολώνια, εκδ.Διογένης,Αθήνα,1971

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου" τομ.14ος, σελ.578.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]