Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φατσίνο Κάνε (διήγημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φατσίνο Κάνε
Πορτρέτο του Ονορέ ντε Μπαλζάκ
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςFacino Cane
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1936[1]
Μορφήνουβέλα
διήγημα[2]
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΤόποςΠαρίσι
ΕπόμενοΣαραζίν
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Φατσίνο Κάνε (γαλλικός τίτλος: Facino Cane) είναι διήγημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ που γράφτηκε στο Παρίσι τον Μάρτιο του 1836 και δημοσιεύθηκε το 1837. Εντάσσεται στις Σκηνές της Παρισινής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας.[3]

Το διήγημα αναφέρεται στην απίστευτη ιστορία της ζωής ενός τυφλού μουσικού, που ισχυρίζεται ότι είναι Βενετός ευγενής, προικισμένος με αλάνθαστο ένστικτο για χρυσό, ήρωας νεανικών περιπετειών, που σκότωσε έναν αντίζηλο, φυλακίσθηκε, δραπέτευσε από τη φυλακή και τελικά έχασε την περιουσία του όταν τυφλώθηκε.[4]

Παρουσιάζονται επίσης αυτοβιογραφικά στοιχεία του Μπαλζάκ, μια αναφορά στις δικές του ικανότητες ανάλυσης και παρατήρησης.

Ο νεαρός ανώνυμος αφηγητής, που ζει φτωχικά στη συνοικία Μαραί του Παρισιού κοντά στην πλατεία της Βαστίλης σε ένα δωμάτιο στη σοφίτα, περιγράφει την ατμόσφαιρα της περιοχής που διασχίζει στις νυχτερινές περιπλανήσεις του. Αναφέρει ότι είναι ιδιαίτερα παρατηρητικός και περιγράφει αυτή την ικανότητά του ως «δεύτερη όραση» που του επιτρέπει να ταυτίζεται με τα άτομα που συναντά. Για να επεξηγήσει αυτές τις γενικές σκέψεις, αποφασίζει στη συνέχεια να διηγηθεί μια από τις ιστορίες που θυμάται.[5]

Το κανάλι Σαιν-Μαρτέν. Ελαιογραφία του Αλφρέντ Σισλέ, 1870

Μια μέρα η υπηρέτριά του τον προσκάλεσε στον γάμο της αδερφής της, που γίνονταν στο σπίτι ενός εμπόρου κρασιών. Η ομάδα των μουσικών αποτελούνταν από τρεις τυφλούς που έμεναν σε ένα ίδρυμα τυφλών. Ο ένας από τους μουσικούς αμέσως κίνησε το ενδιαφέρον του αφηγητή. Ήταν ο 82χρονος Ιταλός κλαρινίστας Φατσίνο Κάνε, ο οποίος του είπε ότι κατάγονταν από οικογένεια ευγενών της Βενετίας, ισχυρίστηκε ότι ήταν απόγονος του ομώνυμου κοντοτιέρη του 14ου αιώνα. Όταν ο αφηγητής τον ρώτησε πώς έχασε την περιουσία του, ο Κάνε τον έβγαλε έξω και κάθισαν στην άκρη του καναλιού Σαιν-Μαρτέν όπου του διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του:[6]

Το 1760, ο Κάνε ήταν νέος, όμορφος και πλούσιος και είχε μια ερωτική σχέση με τη Μπιάνκα, σύζυγο ενός ευγενή. Όταν ο σύζυγος αιφνιδίασε τους δύο εραστές, ακολούθησε καυγάς και ο Κάνε τον σκότωσε. Μετά το έγκλημα, κατάφερε να διαφύγει, αλλά καταδικάστηκε ερήμην και η περιουσία του κατασχέθηκε. Πρώτα πήγε στο Μιλάνο, όπου επιδόθηκε στη χαρτοπαιξία. Ωστόσο, νιώθοντας έντονη επιθυμία να ξαναδεί την ερωμένη του, επέστρεψε στη Βενετία και η Μπιάνκα τον έκρυψε στο σπίτι της. Μετά από έξι μήνες τον ανακάλυψαν και τον φυλάκισαν στις φυλακές στα υπόγεια του παλατιού των Δόγηδων. Στην προσπάθειά του να δραπετεύσει σκάβοντας ένα λαγούμι, η διαίσθησή του και οι αραβικές τοιχογραφίες κάποιου προκατόχου του στο κελί του τον οδήγησαν σε ένα θησαυροφυλάκιο με σωρούς από χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες. Τότε ο Κάνε, με τη συνενοχή ενός δεσμοφύλακα, δραπέτευσε παίρνοντας μαζί του μέρος του θησαυρού. Αρχικά πήγε στη Γαλλία, έπειτα πούλησε διαμάντια στο Λονδίνο και το Άμστερνταμ και μετά κρύφτηκε στη Μαδρίτη για αρκετά χρόνια. Το 1770 έφτασε στο Παρίσι με ισπανικό όνομα, αλλά μια γυναίκα που ερωτεύτηκε του έκλεψε την υπόλοιπη περιουσία του όταν τυφλώθηκε. Μετά από παραμονή σε ψυχιατρείο, κατέληξε σε ένα άσυλο τυφλών, ανήμπορος και ανίκανος να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα.

Στη συνέχεια προτείνει στον αφηγητή να τον συνοδεύσει στη Βενετία για να τον βοηθήσει να βρει τους κρυμμένους θησαυρούς του δουκικού παλατιού και στη συνέχεια να τον κάνει κληρονόμο του. Ο αφηγητής από οίκτο τον καθησυχάζει και του υπόσχεται να πάει στη Βενετία μαζί του. Τον οδηγεί πίσω στο ίδρυμα τυφλών, όπου ο ηλικιωμένος μουσικός πεθαίνει λίγους μήνες αργότερα.[7]

Αυτοβιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι κριτικοί συμφωνούν ότι το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι αυτοβιογραφικό. Ο αφηγητής, ένας φτωχός διανοούμενος της μεσαίας τάξης που ζει ανάμεσα στον λαό της εργατικής τάξης του Μαραί και παρατηρεί προσεκτικά το περιβάλλον του, λέει ότι ζει σε μια σοφίτα στην οδό de Lesdiguières, όπως ο Μπαλζάκ σε ηλικία 20 ετών, ο οποίος διασκέδαζε παρακολουθώντας τους περαστικούς, και μέσα από τις συζητήσεις που άκουγε, ανασκεύαζε τη ζωή τους, μοιράζονταν τις ανησυχίες και τις σκέψεις τους, ταυτίζονταν με αυτούς που ακολούθησε. Αυτή η ικανότητα να διεισδύει μέσω της διαίσθησης σε μια άλλη ζωή, να την αναπλάθει με βάση ελάχιστες παρατηρήσεις που έκανε ενστικτωδώς, του φαινόταν ανάλογη με το δώρο της «δεύτερης όρασης».[3]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Φατσίνο Κάνε, μετάφραση: Αναστασία Τρουλάκη, εκδόσεις Εμπειρία Εκδοτική, 2017 [8]