Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μάχη του Μελιγαλά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Σφαγή του Μελιγαλά)

Μάχη του Μελιγαλά
Εθνική Αντίσταση
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Χρονολογία13–15 Σεπτεμβρίου 1944
ΤόποςΜελιγαλάς Μεσσηνίας
37°13′23.002″N 21°57′14.000″E / 37.22305611°N 21.95388889°E / 37.22305611; 21.95388889Συντεταγμένες: 37°13′23.002″N 21°57′14.000″E / 37.22305611°N 21.95388889°E / 37.22305611; 21.95388889
ΈκβασηΝίκη του ΕΛΑΣ.
Εκτελέσεις αιχμαλώτων από χωρικούς και τον ΕΛΑΣ.
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δημήτρης Περρωτής
Διονύσιος Παπαδόπουλος  + #
Νίκος Θεοφάνους
Παναγιώτης Μπένος  
Εμπλεκόμενες μονάδες
9ο Σύνταγμα
1/8 Τάγμα
Στοιχεία 11ου Συντάγματος
Επιτελείο 9ης Ταξιαρχίας
Μαυροσκούφηδες
Εφεδρικός ΕΛΑΣ[1]

Τάγματα Ασφαλείας

Μελιγαλά
Γαργαλιάνων
Καλαμάτας
Δυνάμεις
περ. 1.200
περ. 1.000
Απώλειες
> 150 νεκροί
250 τραυματίες[2]
708-1.144

Μελιγαλάς Μεσσηνίας is located in Πελοπόννησος
Μελιγαλάς Μεσσηνίας
Μελιγαλάς Μεσσηνίας
Μάχη του Μελιγαλά (Ελλάδα Πελοπόννησος)

Η μάχη του Μελιγαλά έλαβε χώρα στον Μελιγαλά της Μεσσηνίας, από τις 13 ως και τις 15 Σεπτεμβρίου του 1944 ανάμεσα στον ΕΛΑΣ, αντιστασιακό στρατό του ΕΑΜ, και τα δωσιλογικά Τάγματα Ασφαλείας (ΤΑ). Ανταρτοομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δρούσαν στην κατεχόμενη Πελοπόννησο από το 1942 και το 1943 ξεκίνησαν να εδραιώνουν την κυριαρχία τους στην περιοχή. Για την αντιμετώπισή τους οι γερμανικές αρχές οργάνωσαν τα ΤΑ, ένα από τα οποία είχε έδρα τον Μελιγαλά, τα οποία συμμετείχαν σε αντιανταρτικές επιχειρήσεις και μαζικά αντίποινα εναντίον του συμπαθούντος πληθυσμού. Καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση, οι ταγματασφαλίτες βρέθηκαν στο στόχαστρο του ΕΛΑΣ.

Μετά την αποχώρηση των κατοχικών γερμανικών δυνάμεων από την Πελοπόννησο τον Σεπτέμβριο του 1944, και μετά τη μάχη της Καλαμάτας, μέρος της δωσιλογικής διοίκησης κατέφυγε στον Μελιγαλά όπου οχυρώθηκε μια δύναμη περίπου 1.000 ταγματασφαλιτών. Εκεί περικυκλώθηκαν από τμήματα του ΕΛΑΣ, συνολικής δύναμης περίπου 1.200 ανταρτών. Μετά από τριήμερη σκληρή μάχη, οι αντάρτες εκπόρθησαν τις οχυρώσεις των ταγματασφαλιτών και εισήλθαν στην πόλη. Την επικράτηση του ΕΛΑΣ ακολούθησε σφαγή, κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν εκτελέσεις αιχμαλώτων ταγματασφαλιτών και κάποιων αμάχων σε μια κοντινή «πηγάδα». Το πλήθος των εκτελεσθέντων υπολογίζεται σε περίπου 700 με 1100. Μετά τη διάδοση της είδησης οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ εργάστηκαν στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας για την ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας, περιορίζοντας τα φαινόμενα αντεκδικήσεων.

Μεταπολεμικά οι εκτελεσθέντες μνημονεύονταν στον επίσημο δημόσιο λόγο ως «πατριώτες», θύματα της «κομμουνιστικής βαρβαρότητας». Μετά την έκλειψη της εθνικόφρονος κρατικής αιγίδας, τη δεκαετία του '80, οι εκτελεσθέντες τιμώνται από τους βιολογικούς απογόνους και τους ιδεολογικούς επιγόνους τους στην άκρα δεξιά, ενώ τα γεγονότα του Μελιγαλά έγιναν μέρος του αντιφασιστικού συνθηματολογικού οπλοστασίου της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Πολιτικό και στρατιωτικό πλαίσιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίσταση και δωσιλογισμός στην κατοχική Μεσσηνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, εξαιτίας της επιθυμίας του Χίτλερ να αποδεσμεύσει το γρηγορότερο γερμανικά στρατεύματα για την επικείμενη επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της Πελοποννήσου, περιήλθε υπό ιταλική στρατιωτική κατοχή, εκτός από τη Θράκη και την ανατολική Μακεδονία, που τέθηκαν υπό βουλγαρική διοίκηση, και στρατηγικά σημεία (κυρίως η Κρήτη, η Αθήνα και ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και η ενδοχώρα της) που αποτέλεσαν τη γερμανική κατοχική ζώνη.[3]

Στην επαρχία Καλαμάτας ήδη το 1942 δραστηριοποιήθηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ), που προωθούσε την παθητική αντίσταση στις απεχθείς για τον ντόπιο πληθυσμό κατασχέσεις τροφίμων από τους Ιταλούς στρατιώτες και προσπαθούσε να οργανώσει αντάρτικες ομάδες.[4] Οι ανά την Πελοπόννησο ένοπλες αυτές ομάδες καταδιωκόμενων αριστερών περιορίζονταν σε αψιμαχίες με τη Χωροφυλακή και τον ιταλικό στρατό και έως τον χειμώνα όλες τους πλην μιάς διαλύθηκαν ή πέρασαν στη Στερεά.[5] Τον Απρίλιο του 1943, όταν η Πελοπόννησος θεωρούνταν ελεύθερη από αντάρτες, ο αντισμήναρχος Δημήτρης Μίχος, που είχε φυλακιστεί για ένα διάστημα από τους Ιταλούς, δημιούργησε με εντολή του ΕΑΜ μία αντάρτικη ομάδα. Μετά από τις πρώτες επιτυχίες, καθώς και τη λήψη τον Ιούλιο των ενισχύσεων που είχε ζητήσει το τοπικό ΕΑΜ από τον Άρη Βελουχιώτη, η ομάδα αυτή πλήθυνε και στράφηκε εναντίον Ιταλών στρατιωτών και πληροφοριοδοτών των αρχών κατοχής.[6] Τον Ιούνιο δρούσαν συνολικά στην Πελοπόννησο περίπου 500 αντάρτες. Λόγω της ανυπαρξίας κεντρικής διοίκησης και της δυσκολίας της μεταξύ τους επικοινωνίας, ήταν οργανωμένοι και λειτουργούσαν ως ημιαυτόνομες ομάδες.[7] Τον Αύγουστο του 1943, σύμφωνα με ένα φυλλάδιο της γερμανικής αντικατασκοπείας, σημειώθηκε αύξηση των αντάρτικων δραστηριοτήτων στην ορεινή Μεσσηνία, όπου δρούσαν περίπου 800 άνδρες υπό την ηγεσία του Κώστα Κανελλόπουλου.[8]

Εν τω μεταξύ, την άνοιξη του 1943 συγκροτήθηκαν μικρές ανταρτοομάδες του «Ελληνικού Στρατού» (Ε.Σ.), μιας οργάνωσης κατά πλειονότητα βασιλοφρόνων αξιωματικών, που αρχικά διακήρυξε την πολιτική της ανεξαρτησία, αλλά μετά την ανάπτυξη σχέσεων με αθηναϊκά και κυρίως τοπικά φιλοβασιλικά δίκτυα και κάποιες συμπλοκές με τον ιταλικό στρατό, απέκτησε τον Ιούλιο αντιεαμικό προσανατολισμό.[9] Μετά την αποτυχία των βρετανικών προσπαθειών να ενοποιήσουν τις αντιστασιακες οργανωσεις της Πελοποννήσου, τον Αύγουστο ο Ε.Σ. ενεπλάκη σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ και επιφανή στελέχη του, όπως ο Διονύσιος Παπαδόγγονας και - πιθανώς - ο Τηλέμαχος Βρεττάκος, επιδίωξαν τη συνεργασία με τον ιταλικό και τον γερμανικό στρατό αντίστοιχα. Όμως η - ενδεχόμενη - καθυστέρηση της ενίσχυσης του Βρεττάκου από τις γερμανικές δυνάμεις, οι απώλειες που υπέστησαν οι αντάρτες του Βρεττάκου σε σύγκρουση με τους Γερμανούς στο Πυργάκι Αρκαδίας και η διακοπή των συμμαχικών ρίψεων προς αμφότερες τις οργανώσεις του Ε.Σ. και του ΕΛΑΣ είχαν ως αποτέλεσμα την οριστική ήττα και διάλυση του υποδεέστερου Ε.Σ. από τον ΕΛΑΣ τον Οκτώβριο, καθιστώντας έτσι το ΕΑΜ ως τη μοναδική αντιστασιακή πολιτική δύναμη στην Πελοπόννησο.[10]

Γερμανοί στρατιώτες εισέρχονται σε κατοικημένη περιοχή (Σεπτέμβριος 1943).

Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943 τη διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη νότια Πελοποννησο ανέλαβε η γερμανική 117η Μεραρχία Κυνηγών, η οποία είχε μεταφερθεί στην Πελοπόννησο τον Ιούλιο, υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Καρλ φον Λε Σουίρ, που τον Οκτώβριο διορίστηκε μοναδικός διοικητής Πελοποννήσου.[11] Ο Μελιγαλάς, μια κωμόπολη της Μεσσηνίας με πληθυσμό περίπου 3.000 κατοίκους, που μετά την κατοχή της Ελλάδας από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Άξονα είχε αποτελέσει τη βάση μιας ιταλικής καραμπινιερίας, έγινε τώρα έδρα μιας διλοχίας της γερμανικής Βέρμαχτ.[12][13] Η ιταλική συνθηκολόγηση οδήγησε στην ψυχολογική, υλική και έμψυχη ενίσχυση του ΕΛΑΣ,[14] που με τη συνδρομή Βρετανών συνδέσμων ξεκίνησε επιθέσεις σε γερμανικούς στόχους.[15] Εκπρόσωποι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, που είχε πλέον το μονοπώλιο της αντίστασης στην Πελοπόννησο, είχαν αναλάβει την άσκηση της εξουσίας σε χωριά στις ορεινές περιοχές, αντιμετωπίζοντας, ωστόσο, δυσκολίες στην ιδεολογική αποδοχή από τον πληθυσμό, που χαρακτηριζόταν για τις συγκριτικά ισχυρές φιλομοναρχικές του διαθέσεις.[16] Στη δυσαρέσκεια των χωρικών συνέβαλε η ανάγκη εφοδιασμού των ανταρτών σε συνθήκες υποσιτισμού και διατάραξης της αγροτικής παραγωγής στην επαρχία, λόγω του καλπάζοντος πληθωρισμού και των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων (Säuberungen) μεγάλης κλίμακας εναντίον των ανταρτών και αντιποίνων.[17] Αντίποινα πραγματοποιούνταν κατ' εφαρμογή διαταγής του Ιουλίου του διοικητή του 68ου Σώματος Στρατού Χέλμουτ Φέλμυ[18] και με ιδιαίτερη σκληρότητα στην Πελοπόννησο από τον Λε Σουίρ, όπως συνέβη στη σφαγή των Καλαβρύτων τον Οκτώβριο του 1943, καθώς ένιωθε να χάνει τον έλεγχο της περιοχής από τους αντάρτες.[19]

Εύζωνας των Ταγμάτων Ασφαλείας δίπλα σε απαγχονισμένο επονίτη (Αθήνα, 1944).

Τον χειμώνα του 1943-44 οι Γερμανοί επιτελικοί, διαπιστώνοντας ότι οι δυνάμεις που είχαν στη διάθεσή τους δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση του ΕΛΑΣ, και προκειμένου να «διασωθεί γερμανικό αίμα», αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν την αντικομμουνιστική μερίδα του ελληνικού πληθυσμού ώστε να πληγεί η κοινωνική βάση του ΕΑΜ.[20] Πέρα από τα ευζωνικά τάγματα της κυβέρνησης Ράλλη, συγκροτήθηκαν από το φθινόπωρο του 1943 σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου το έδαφος ήταν πρόσφορο λόγω των φιλοβασιλικών αισθημάτων του πληθυσμού και της αντικομμουνιστικής δεξαμενής που προέκυψε από τη διαλυση του Ε.Σ., Τάγματα Ασφαλείας (Τ.Α.) — πέντε συνολικά έως την άνοιξη του 1944, που τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Παπαδόγγονα.[21] Μετά από αίτημα του κατοχικού νομάρχη Μεσσηνίας Δημήτριου Περρωτή συγκροτήθηκε τον Φεβρουάριο με εντολή της κυβέρνησης Ράλλη ένα συντηρούμενο από τον δήμο Τάγμα Ασφαλείας στην Καλαμάτα, που τον Μάρτιο συγχωνεύθηκε με το Τάγμα Ασφαλείας που με διοικητή τον ταγματάρχη Παναγιώτη Στούπα έφτασε από την Αθήνα στο Μελιγαλά,[22] θέση που είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Γερμανούς, καθώς επέτρεπε τον έλεγχο του δρόμου Καλαμάτας-Τρίπολης και ολόκληρης της προς νότον περιοχής.[23] Μετά από επιστράτευση όλων των αξιωματικών της Στρατιωτικής Διοίκησης Μεσσηνίας, ύστερα από παρέμβαση του Παπαδόγγονα, το Τάγμα Μεσσηνίας με φρούραρχο τον ταγματάρχη Παναγιώτη Γεωργανά οργάνωσε τον Μάιο πέντε λόχους, έναν στο Κοπανάκι, έναν στην Καλαμάτα, που μετεξελίχθηκε σε τάγμα με διοικητή τον ταγματάρχη Αντώνιο Σμυρλή, και τρεις στο Μελιγαλά.[24] Τα Τ.Α. υπάγονταν στον διοικητή των SS στην Ελλάδα Βάλτερ Σιμάνα, αλλά η ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης με τις γερμανικές αρχές είχε ως αποτέλεσμα να απολαμβάνουν αρχικά ανεξαρτησία κινήσεων.[25] Ασκούσαν καθήκοντα φρουράς σε πόλεις της Πελοποννήσου, συμμετείχαν όλο και περισσότερο σε γερμανικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, επέλεγαν τους μελλοθάνατους μεταξύ κρατουμένων και εκτελούσαν ομήρους ως αντίποινα σε πλήγματα γερμανικών στόχων από τους αντάρτες (όπως συνέβη μετά τον θάνατο του υποστράτηγου Κρεχ),[26] με αποτέλεσμα να φημίζονται για την έλλειψη πειθαρχίας και την αγριότητά τους.[27] Αξιωματικοί και υποστηρικτές του Τάγματος Μελιγαλά-Καλαμών υπερασπίζονταν δημόσια τη δράση του σε αντικομμουνιστικές διακηρύξεις τους εναντίον του ΕΑΜ, όμοιες με τον ναζιστικό λόγο της εποχής, με αναφορές υπέρ συντηρητικών αξιών καθώς και αντισημιτικές και σλαβοφοβικές.[28]

Μαχητές του ΕΛΑΣ.

Μετά τα πρώτα πλήγματα, ο ΕΛΑΣ κατάφερε να ανακτήσει την επιρροή του και από το 1944 επιχειρούσε συνεχείς δολιοφθορές στους μεταφορικούς άξονες που χρησιμοποιούσε ο γερμανικός στρατός.[29] Τον Απρίλιο ο ΕΛΑΣ πραγματοποίησε την πρώτη επίθεση σε πόλη που υπεράσπιζε ισχυρή γερμανική φρουρά προσβάλλοντας τον Μελιγαλά, αλλά η επίθεσή του αποκρούστηκε.[30] Τον ίδιο μήνα στάλθηκε από τον Σιάντο στην Πελοπόννησο, όπου είχε σημειωθεί προς το τέλος του 1943 χαλάρωση της πειθαρχίας των ανταρτών, ο Άρης Βελουχιώτης ως εκπρόσωπος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), της κυβέρνησης που συγκρότησε το 1944 το ΕΑΜ στην Ελεύθερη Ελλάδα, για να αναλάβει τη στρατιωτική αναδιοργάνωση της 3ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, συνολικής δύναμης 6.000 ανδρών.[31] Απέναντί τους είχαν περίπου 18.000 Γερμανούς στρατιώτες και 5.500 ταγματασφαλίτες.[32] Η δράση του Βελουχιώτη είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή αυστηρής πειθαρχίας, την αντιστροφή της τάσης αραίωσης των τάξεων των ανταρτών και την αύξηση των επιθέσεών τους.[33] Η επιδείνωση της κατάστασης οδήγησε τον Φέλμυ να ανακηρύξει τον Μάιο την Πελοπόννησο εμπόλεμη ζώνη, επιτρέποντας στον Λε Σουίρ να κηρύξει στρατιωτικό νόμο, που περιόριζε την ελευθερία κινήσεων και συναθροίσεων των κατοίκων.[34] Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και αντίποινα Γερμανών και ταγματασφαλιτών συνεχίστηκαν δίχως αποτέλεσμα λόγω της διείσδυσης του ΕΛΑΣ στη μεσσηνιακή και λακωνική ύπαιθρο.[35] Στην περιοχή της Καλαμάτας, όπου κατά τη διάρκεια της κατοχής πυρπολήθηκαν χιλιάδες σπίτια και περίπου 1.500 άτομα είχαν εκτελεστεί, τα αντίποινα των ταγματασφαλιτών συνεχίστηκαν έως το τέλος του καλοκαιριού του 1944.[36] Σε αντίποινα για τη δολοφονία του Γεωργανά από την ΟΠΛΑ Καλαμάτας τον Ιούνιο ακολούθησε η εκτέλεση 27 κομμουνιστών από τον Σμυρλή.[37] Προς το τέλος Αυγούστου, ενώ σημειώθηκαν μόνο σποραδικές συμπλοκές ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τους Γερμανούς, οι συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας αυξάνονταν καθημερινά.[38]

Το τέλος της κατοχής και η τιμωρία των δωσιλόγων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
[...] ποτέ άλλοτε δεν υπήρχε μια τόσο λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αίτημα για εκδίκηση και την έκκληση για δικαιοσύνη, ανάμεσα στην αναρχία και τον νόμο [...]

Σχόλιο του Πολωνού θεωρητικού του θεάτρου Γιαν Κοτ για το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου.[39]

Τον Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε στη Μόσχα μία δήλωση των Ρούσβελτ, Τσώρτσιλ και Στάλιν «περί ωμοτήτων», για τη μελλοντική εκδίκαση κατηγοριών εις βάρος Γερμανών για εγκλήματα πολέμου από τους πληγέντες λαούς, που αποτέλεσε τη βάση για την καταδίκη επίσης των συνεργατών των δυνάμεων του Άξονα στις κατακτημένες χώρες.[40] Στο πνεύμα αυτό η εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου ανακοίνωσε τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας από τα μέλη των δωσιλογικών κυβερνήσεων, ενώ η ΠΕΕΑ εξέδωσε μια νομοθετική πράξη που όριζε την επιβολή της θανατικής ποινής για εσχάτη προδοσία σε όσους συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, συμπεριλαμβανομένων των ταγματασφαλιτών.[41] Η αντιπαράθεση μεταξύ αφενός του ΕΑΜ και αφετέρου της εξόριστης κυβέρνησης και των Βρετανών, που από το 1943 θεωρούσαν το ΕΑΜ εμπόδιο για την άσκηση της βρετανικής επιρροής στην Ελλάδα, έκανε τους δεύτερους περισσότερο δεκτικούς στο ενδεχόμενο χρησιμοποίησης των Ταγμάτων Ασφαλείας ως τμήματος του σχεδιαζόμενου εθνικού στρατού ή τουλάχιστον ως μοχλού πίεσης ώστε να συμμετάσχει το ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής εθνότητας. Έτσι, τον Ιούνιο έπαψε, μετά από αίτημα του Γεωργίου Παπανδρέου, αρχικά η ρίψη φυλλαδίων και έπειτα η μετάδοση ραδιοφωνικών μηνυμάτων εναντίον των Ταγμάτων, ενώ, παρά τις πιέσεις της ΠΕΕΑ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την είσοδό της στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ο Παπανδρέου ανέβαλλε τη συμφωνημένη στον Λίβανο καταγγελία τους, ισχυριζόμενος ότι το είχε ήδη πράξει τότε.[42]

Ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου σε καναδικό πολεμικό πλοίο πριν την επιστροφή στην Ελλάδα (1944).

Καθώς στο ανατολικό μέτωπο η γερμανική γραμμή άμυνας κατέρρεε μπροστά στη ραγδαία προέλαση του Κόκκινου Στρατού ως τη Ρουμανία, πάρθηκε η απόφαση στις 23 Αυγούστου του 1944 να αποχωρήσει από την Πελοπόννησο η 117η μεραρχία και στις 26 από την Ελλάδα τα στρατεύματα της Βέρμαχτ και να μεταβούν στη Γιουγκοσλαβία.[43] Ενώ οι Βρετανοί επιθυμούσαν τη διατήρηση της κατάστασης ως έχει μέχρι την άφιξη δυνάμεών τους και της κυβέρνησης Παπανδρέου και επιδίωκαν να μην περιέλθει γερμανικός οπλισμός στα χέρια των αντιστασιακών,[44] τα δωσιλογικά στοιχεία και ιδιαίτερα τα υπολείμματα της κατοχικής χωροφυλακής και τα τάγματα ασφαλείας βρίσκονταν στο στόχαστρο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που, εξαιτίας και της επιθυμίας των υποστηρικτών του για εκδίκηση, ήταν έτοιμος να εμπλακεί σε τακτικές μάχες εναντίον τους.[44] Τον Μάιο ο Βελουχιώτης, ως επικεφαλής του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, είχε αποστείλει στην 3η Μεραρχία «σχέδιο ενέργειας» για την ανάληψη του «λαϊκοδημοκρατικού» ελέγχου των αστικών κέντρων μετά τη γερμανική αποχώρηση και τη «δια παντός τρόπου και παντί σθένει διάλυσιν των Ταγματασφαλιτών».[32] Μετά τη γερμανική αποχώρηση από την Πελοπόννησο, η θέση των ταγματασφαλιτών ήταν επισφαλής και ο φόβος τους για αντίποινα από τον ΕΛΑΣ ήταν έντονος.[45] Ανακοίνωση της 3ης Σεπτεμβρίου του στρατιωτικού αρχηγού του ΕΛΑΣ, Στέφανου Σαράφη, καλούσε τους ταγματασφαλίτες να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ με τα όπλα τους ώστε να σώσουν τη ζωή τους.[46] Την ίδια μέρα ο Βρετανός αντιστράτηγος Ρόναλντ Σκόμπι έδωσε εντολή στον υφιστάμενό του στην Αθήνα, αντιστράτηγο Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο, να τους συστήσει να λιποτακτήσουν ή να παραδοθούν σε εκείνον με την υπόσχεση ότι θα φυλακίζονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Η διαταγή, ωστόσο, είτε δεν αφορούσε τους ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου ή αγνοήθηκε από αυτούς.[47] Καθώς είχε προηγηθεί στις 15 Αυγούστου η συμφωνία για τη συμμετοχή εκπροσώπων του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, εκδόθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου ασαφές ανακοινωθέν της κυβέρνησης Παπανδρέου που χαρακτήρισε τους ταγματασφαλίτες εγκληματίες κατά της πατρίδας και τους κάλεσε «να εγκαταλείψουν αμέσως» τις θέσεις τους και να έρθουν στην πλευρά των Συμμάχων. Το ίδιο ανακοινωθέν διέταξε τις αντάρτικες οργανώσεις να σταματήσουν την αυτοδικία κατά των δωσίλογων, παρουσιάζοντας την απόδοση δικαιοσύνης ως δικαίωμα του κράτους και όχι «των οργανώσεων και των ατόμων», υποσχόμενο πως «η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος».[48]

Τα γεγονότα του Μελιγαλά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οχύρωση στο Μελιγαλά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ταγματασφαλίτες αναπαύονται στην ύπαιθρο. (1943)

Κατά την αποχώρησή τους από την Πελοπόννησο στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι γερμανικές δυνάμεις κατέστρεψαν γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές και άφησαν πολεμοφόδια και εξοπλισμό στους ταγματασφαλίτες, προσπαθώντας να υποθάλψουν την εμφύλια ένταση στην Ελλάδα.[46] Επικαλούμενος την αποκήρυξή τους από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ο ΕΛΑΣ αντιμετώπισε τους ταγματασφαλίτες ως εχθρικούς σχηματισμούς.[45] Στον Πύργο μετά τη γερμανική αποχώρηση στις 4 Σεπτεμβρίου ο διοικητής του εκεί Τάγματος Ασφαλείας, Γεώργιος Κοκκώνης, ανακοίνωσε πως έθετε το τάγμα υπό τη διοίκηση του βασιλιά και της κυβέρνησης και κατέβαλε αποτυχημένες προσπάθειες διαπραγμάτευσης με τον ΕΛΑΣ, που αξίωνε τον αφοπλισμό του, επιδιώκοντας να αποτρέψει την είσοδό του ΕΛΑΣ στον Πύργο πριν την έλευση κάποιου εκπροσώπου της κυβέρνησης. Ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου και κατέλαβε την πόλη την επομένη μετά από αιματηρή μάχη.[49] Στην Καλαμάτα οι γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν στις 5 Σεπτεμβρίου αφήνοντας τη Χωροφυλακή ως τη μοναδική επίσημη ένοπλη εξουσία στην πόλη.[50] Μετά την απόρριψη από τον νομάρχη Μεσσηνίας Δημήτριο Περρωτή της πρότασης του ΕΛΑΣ, που είχε γίνει με τη μεσολάβηση εκπροσώπων του ΣΜΑ, να παραδώσουν οι ταγματασφαλίτες τον οπλισμό τους και να παραμείνουν κρατούμενοι ως την έλευση της εξόριστης κυβέρνησης, ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε τα χαράματα της 9ης Σεπτεμβρίου.[51] Καθώς οι αντάρτες εξουδετέρωναν την αντίπαλη άμυνα, πλήθος κόσμου από τη Μεσσηνία συνέρρευσε στην πόλη για να πάρει εκδίκηση για τα θύματα της δράσης των ταγματασφαλιτών.[52] Ακολούθως, 100-120 ταγματασφαλίτες υπό τη διοίκηση του ανθυπολοχαγού Νίκου Θεοφάνους και του Περρωτή διέφυγαν από την πόλη μέσω της αφύλακτης σιδηροδρομικής γραμμής και κατέφυγαν στον Μελιγαλά, όπου έδρευε δύναμη 800 ταγματασφαλιτών.[53] Καθ' οδόν προς τον Μελιγαλά, ο Περρωτής διέδιδε ότι πραγματοποιούνταν σφαγές από τους αντάρτες και, πέρα από τους δωσιλόγους που συγκέντρωσε, στρατολόγησε χωρικούς χωρίς τη θέλησή τους.[54] Η δύναμη του Μελιγαλά ενισχύθηκε επίσης με ακόμη 100-120 ένοπλους που ήρθαν από το Κοπανάκι στις 11 Σεπτεμβρίου.[53]

Με βάση τις ανωτέρω εξελίξεις, η κατάληψη του Μελιγαλά απέκτησε μεγάλη σημασία για την επικράτηση του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Ο αρχιμανδρίτης Ιωήλ Γιαννακόπουλος μαζί με δύο Βρετανούς αξιωματικούς μεσολάβησαν και μετέφεραν στους ταγματασφαλίτες πρόταση για παράδοση και μεταφορά τους σε ασφαλές στρατόπεδο μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, για να διασφαλισθεί η ζωή και η περιουσία των ίδιων και των συγγενών τους, αλλά ο Περρωτής την απέρριψε. Την ίδια τύχη είχαν και εκκλήσεις συγγενών των πολιορκημένων που ήρθαν στον Μελιγαλά από κοντινά χωριά.[55]

Οι ταγματασφαλίτες τοποθέτησαν το πολυβόλο που είχαν στη διάθεσή τους στο ρολόι της κεντρικής εκκλησίας του Μελιγαλά, του Αγιο-Λιά, και τα περίπου 50 οπλοπολυβόλα σε σπίτια γύρω από τον Αγιο-Λιά και σε ημικυκλικά ταμπούρια γύρω από τη μάντρα του Μελιγαλά.[56] Οχύρωσαν, επίσης, τα σπίτια και αποψίλωσαν τη γύρω περιοχή, καθιστώντας δύσκολη την προσέγγιση του ΕΛΑΣ.[54] Η επίθεση του ΕΛΑΣ, η συνολική δύναμη του οποίου ανερχόταν σε περίπου 1.200 άνδρες από το 9ο και το 8ο Σύνταγμα, ξεκίνησε στις 5:30 το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου.[57] Κατ' εφαρμογήν του επιτελικού σχεδίου του ΕΛΑΣ, που καταστρώθηκε με τη συμμετοχή, μεταξύ άλλων, του καπετάνιου Γιάννη Μιχαλόπουλου ή Ωρίωνα από την ηγεσία της 9ης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, το 2/9 Τάγμα ανέλαβε την επίθεση στον τομέα μεταξύ των δρόμων Μελιγαλά-Ανθούσας και Μελιγαλά-Νεοχωρίου, το 1/9 τον τομέα στα βορειανατολικά του Προφήτη Ηλία, το 3/9 το βόρειο τμήμα ως τον δρόμο προς τη Μερόπη και το 1/8 την ανατολική πεδιάδα ως τον δρόμο προς τη Σκάλα, στα υψώματα της οποίας τοποθετήθηκε και το κανόνι 105 χιλ. χωρίς βάση, που χειριζόταν ο λογαχός πυροβολικού Κώστας Καλογερόπουλος.[57] Ο στόχος του ΕΛΑΣίτικου σχεδίου ήταν να προωθηθούν γρήγορα οι δυνάμεις του 2/9 Τάγματος, υπό τη διοίκηση του λογαχού Τάσου Αναστασόπουλου ή Κωλοπιλάλα, από την άκρη του οικισμού στην κεντρική πλατεία, ώστε να δεχτεί το οχυρό του Αγιο-Λιά επίθεση από δύο πλευρές και να εξουδετερωθεί η άμυνα των ταγματασφαλιτών.[58] Οι επιτιθέμενοι, ωστόσο, έπεσαν πάνω σε ένα ναρκοπέδιο κουτιών με δυναμίτη που είχαν τοποθετήσει οι ταγματασφαλίτες έξω από την οχύρωση του Μελιγαλά το απόγευμα της προηγουμένης, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, και έως πριν το χάραμα.[59] Το νέο σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη με επίθεση του Αγιο-Λιά με επικεφαλής τον Κώστα Μπασακίδη, διοικητή λόχου του 2/9.[60] Η νέα επίθεση των ΕΛΑΣιτών του 9ου συντάγματος υποχρέωσε τους ταγματασφαλίτες να κατεβάσουν το πολυβόλο από το ρολόι του Αγιο-Λιά και εκείνη ανταρτών του 1/8 ανάγκασε το φυλάκιο των αμυνομένων που βρισκόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό να υποχωρήσει στο μπεζεστένι, όπου κρατούνταν όμηροι υποστηρικτές του ΕΛΑΣ,[61] ενώ ο ταγματάρχης Σμυρλής εντοπίστηκε από ελασίτες και εκτελέστηκε.[37] Από το απόγευμα ως το βράδυ τα μέτωπα έμειναν στάσιμα. Οι απώλειες οδήγησαν σε πτώση του ηθικού των ταγματασφαλιτών και απροθυμία να συνεχίσουν τη μάχη.[62] Μια επιτροπή που έστειλε ο διοικητής των ταγματασφαλιτών, ταγματάρχης Διονύσιος Παπαδόπουλος, στον Παναγιώτη Στούπα στους Γαργαλιάνους για να ζητήσει ενισχύσεις εγκατέλειψε την αποστολή της μετά την έξοδο από τον Μελιγαλά.[63]

Την επόμενη μέρα, βρετανική ομάδα πήρε την άδεια του ΕΛΑΣ να προσεγγίσει τα πολιορκούμενα τάγματα, προκειμένου να βοηθήσουν στην παράδοση τους, πρόταση που απορρίφθηκε εκ νέου.[64] Το μεσημέρι της 14ης μια ομάδα 30 ανταρτών επιτέθηκε ρίχνοντας «τηγάνια» (μεγάλες νάρκες) στα συρματοπλέγματα του Αγιο-Λιά, αλλά δέχτηκε καταιγιστικά πυρά από τους ταγματασφαλίτες, ενώ μια ομάδα υπό τον Μπασακίδη έφτασε μέσα στα ταμπούρια των αμυνομένων, αλλά, όντας χωρίς κάλυψη, απωθήθηκε μετά την αντεπίθεση μιας μικρής ομάδας υπό τον επιλοχία Παναγιώτη Μπένο.[65] Πολεμώντας ακάλυπτοι σε πεδιάδα, οι αντάρτες είχαν πολλά θύματα.[54] Η θέα τραυματισμένων ΕΛΑΣιτών και ειδήσεις για μια άγρια δολοφονία από ταγματασφαλίτες όξυναν τις διαθέσεις των αμάχων που παρακολουθούσαν τη μάχη.[66]

Σε σύσκεψη της ηγεσίας των ταγματασφαλιτών το πρωί της επομένης, 15ης Σεπτεμβρίου, ο Παπαδόπουλος πρότεινε αιφνιδιαστική έξοδο προς τους Γαργαλιάνους για να ξεφύγουν από τον κλοιό του ΕΛΑΣ. Η σύσκεψη διακόπηκε όταν το σπίτι όπου λάμβανε χώρα χτυπήθηκε από ένα βλήμα όλμου, ενώ η διάδοση του σχεδίου από τον κύκλο του Περρωτή τρομοκράτησε τους τραυματίες ταγματασφαλίτες, αλλά και τους κρατούμενους εαμίτες.[67] Η σύσκεψη διακόπηκε οριστικά από τη νέα επίθεση στον Αγιο-Λιά, κατά την οποία η ομάδα του Μπασακίδη χρησιμοποιώντας χειροβομβίδες και αυτόματα υποχρέωσε σε υποχώρηση τους ταγματασφαλίτες. Από εκεί τέσσερις ΕΛΑΣίτες ξεκίνησαν να βάλλουν με οπλοπολυβόλα προς το εσωτερικό της πόλης, ενώ οι αμυνόμενοι σήκωσαν λευκές σημαίες στους αντάρτες του 1/8 Τάγματος. Κάποιες δεκάδες ταγματασφαλίτες υπό τον ταγματάρχη Καζάκο επιχείρησαν να διαφύγουν προς νότο και έπειτα προς το Δερβένι, αλλά υπέστησαν απώλειες από την εφεδρεία του ΕΛΑΣ, τους μαυροσκούφηδες του Άρη Βελουχιώτη στον δρόμο Μελιγαλά-Σκάλας και μια διμοιρία του 11ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στα υψώματα της Ανθούσας.[68] Η προσωπική φρουρά του Βελουχιώτη και μέρος του 11ου Συντάγματος από την Αρκαδία συνόδευαν τον ίδιο τον Βελουχιώτη, που είχε εκδώσει οδηγίες για τη μάχη, ενημερωνόταν μέσω ασυρμάτου για την εξέλιξή της και, πληροφορούμενος τη νίκη του ΕΛΑΣ, έσπευσε για να επιθεωρήσει την κατάσταση.[32]

Ο δικηγόρος Βασίλης Μπράβος, επικεφαλής του στρατοδικείου του ΕΛΑΣ που αποφάσισε τις εκτελέσεις αιχμαλώτων στην «πηγάδα».

Τη λήξη της μάχης ακολούθησε εισβολή αμάχων στον Μελιγαλά και ανεξέλεγκτη λεηλασία και σφαγή[69] από πλήθος συγγενών θυμάτων ταγματασφαλιτών που επιζητούσαν εκδίκηση.[70] Σύμφωνα με μια έκθεση που σώζεται στα αρχεία του ΚΚΕ, επρόκειτο για κατοίκους του χωριού Σκάλα που είχε πυρποληθεί από τον γερμανικό στρατό.[71] Μεταξύ των αιχμαλώτων ταγματασφαλιτών, που κρατούνταν στο μπεζεστένι της πόλης, ο Βελουχιώτης -που έφτασε στον Μελιγαλά μαζί με την προσωπική του φρουρά λίγο μετά το τέλος της μάχης- αναγνώρισε ένα χωροφύλακα τον οποίο είχε συλλάβει αλλά είχε απελευθερώσει στο παρελθόν και διέταξε την εκτέλεσή του.[32][72] Το πρώτο αυτό εκδικητικό κύμα, το οποίο ευνοήθηκε και από την εσκεμμένα πλημμελή φύλαξη των αιχμαλώτων,[73] ακολούθησαν εκτελέσεις με οργανωμένο τρόπο.[13][72]

Στο ανταρτοδικείο που οργανώθηκε στην πόλη με επικεφαλής τους δικηγόρους Βασίλη Μπράβο και Γιάννη Καραμούζη καταδικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, πέρα από τους περίπου 60 επικεφαλής των Ταγμάτων, με λίστες με τα ονόματα των οποίων είχαν προμηθεύσει τους υπεύθυνους του ΕΛΑΣ οι τοπικές εαμικές οργανώσεις, πολλοί άλλοι με διαδικασίες διαβλητές που σχετίζονταν και με προσωπικά κίνητρα. Οι εκτελέσεις έγιναν στην «πηγάδα», ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι έξω από το Μελιγαλά.[13][74] Όπως ήταν συνήθης πρακτική, για να μην αναγνωριστούν οι δράστες των εκτελέσεων, την πραγματοποίησή τους ανέλαβε ένα τμήμα του ΕΛΑΣ από άλλη περιοχή, μάλλον μια διμοιρία του 8ου συντάγματος, τα μέλη της οποίας κατάγονταν από την περιοχή Κοσμά-Τσιταλίων-Ασωπού.[75]

Η παρουσίαση από τις πηγές της στάσης του Βελουχιώτη και των συντρόφων του στα γεγονότα ποικίλλει ανάλογα με τις ιδεολογικοπολιτικές τους συμπάθειες και κυμαίνεται από την αγιογραφική έμφαση σε πράξεις ελεημοσύνης απέναντι σε αμάχους ως την απεικόνισή τους ως αιμοσταγών θυτών. Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Βελουχιώτης μετέβη στην Καλαμάτα,[32] όπου οδηγήθηκαν ο νομάρχης Μεσσηνίας Περρωτής και άλλοι δωσίλογοι αξιωματούχοι. Στην κεντρική πλατεία της πόλης το εξαγριωμένο πλήθος έσπασε τις γραμμές της ΕΛΑΣίτικης πολιτοφυλακής και οι αιχμάλωτοι λιντσαρίστηκαν ενώ δώδεκα κρεμάστηκαν από τους φανοστάτες.[76]

Το νεκροταφείο των θυμάτων του Μελιγαλά

Σε ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ της 26ης Σεπτεμβρίου 1944 ο υποστράτηγος Εμμανουήλ Μάντακας ανέφερε πως «σκοτώθηκαν 800 Ράλληδες»,[77] αριθμό που αναπαράγει και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης.[78] Έκθεση του Ερυθρού Σταυρού, που προσπαθούσε να είναι αντικειμενικός, ανέφερε ότι ο αριθμός των νεκρών «ξεπέρασε τους 1.000», αριθμός ο οποίος κατά τον Χέρμαν Φρανκ Μάγερ μάλλον αντιστοιχεί στην πραγματικότητα,[79] ενώ το επόμενο έτος το συνεργείο του Δημήτριου Καψάσκη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας ανέφερε πως ανέσυρε από το Μελιγαλά 708 νεκρούς.[80]

Εκπρόσωποι της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης έκαναν λόγο για πολύ μεγαλύτερο αριθμό νεκρών, με τις εκτιμήσεις να κυμαίνονται από περίπου 1.110 ως πάνω από 2.500 θύματα: π.χ. ο πρώην νομάρχης της ΕΡΕ και γιος θύματος από τον ΕΛΑΣ, Κοσμάς Εμμ. Αντωνόπουλος, κάνει λόγο για 2.100 δολοφονηθέντες στο Μελιγαλά, παραθέτοντας ωστόσο στοιχεία για 699 άτομα.[13][81] Στο βιβλίο του Ηλία Θεοδωρόπουλου, αδελφού θύματος του Μελιγαλά, το οποίο διανεμόταν δωρεάν από τον «Σύλλογο Θυμάτων Πηγάδας Μελιγαλά», γίνονται αναφορές σε 1.500 ως πάνω από 2.000 νεκρούς, ενώ σε κατάλογο του βιβλίου[82] υπάρχουν 1.144 ονόματα σκοτωμένων (οι 108 από τον Μελιγαλά), που περιλαμβάνουν τους νεκρούς της μάχης και τους εκτελεσθέντες από τον ΕΛΑΣ (ανάμεσά τους και άτομα που λιντσαρίστηκαν στην Καλαμάτα, όπως π.χ. οι Περρωτής και Μπούτος). Μεταξύ των θυμάτων συγκαταλέγονται 18 ηλικιωμένοι,[13][83] 22 γυναίκες και 9 έφηβοι (8 αγόρια και ένα κορίτσι) ηλικίας 15 έως 17 ετών,[82] ενώ όλα τα υπόλοιπα ονόματα του πίνακα ανήκουν σε άνδρες που βρίσκονταν σε μάχιμη ηλικία.[13][83][84]

Αντιθέτως, συγγραφείς της εαμικής πλευράς τείνουν να μειώνουν τον αριθμό των εκτελεσθέντων· η πιο αναλυτική καταγραφή, του μέλους του ΕΑΜ Σπύρου Ξιάρχου, υπολογίζει ότι 120 σκοτώθηκαν μαχόμενοι και 280-350 εκτελέστηκαν.[13]

Τα γεγονότα του Μελιγαλά, όπως και αυτά της Καλαμάτας, αμαύρωσαν την εικόνα της ηγεσίας του ΕΑΜ, η οποία αρχικά αρνήθηκε το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές, αργότερα όμως αναγκάστηκε να αποδεχτεί τα γεγονότα και να τα καταδικάσει. Πάντως οι μετριοπαθείς ηγέτες του ΕΑΜ, ο Αλέξανδρος Σβώλος και ο Στέφανος Σαράφης, επέμεναν ότι ακολουθούσαν αυστηρά τις εντολές της προσωρινής κυβέρνησης, και ήταν ξεκάθαρα κατά των εκτελέσεων.[45]

Τα συμβάντα αυτά, που έδειξαν ότι ο ΕΛΑΣ ήταν διατεθειμένος να υποστεί σημαντικές απώλειες για να αποκτήσει τον έλεγχο πριν την άφιξη των βρετανικών δυνάμεων και ικανός να το επιτύχει, οδήγησαν σε αλλαγή της βρετανικής πολιτικής: οι Βρετανοί σύνδεσμοι στην Πελοπόννησο, που μέχρι τότε είχαν εντολές να μην αναμιγνύονται στα τεκταινόμενα, διατάχθηκαν να παρεμβαίνουν για τον αφοπλισμό, τη φύλαξη και την παράδοση του οπλισμού των ταγματασφαλιτών ει δυνατόν σε βρετανικές δυνάμεις, για την αποτροπή του ενδεχόμενου να έλθουν στα χέρια του ΕΛΑΣ.[85] Έκτοτε, χάρη και στην παρέμβαση Βρετανών συνδέσμων, στελεχών του Ερυθρού Σταυρού, αντιπροσώπων της κυβέρνησης Παπανδρέου ή και των κατά τόπους εαμικών αρχών, σε πολλές πόλεις της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου τα Τάγματα παραδόθηκαν αμαχητί και χωρίς αιματοχυσία.[86] Υπήρξαν και αρκετά περιστατικά θανάτωσης των παραδοθέντων ταγματασφαλιτών είτε από ελασίτες, είτε από εξαγριωμένα πλήθη και συγγενείς των θυμάτων τους, όπως στην Πύλο και σποραδικά την περίοδο αυτή στη Βόρειο Ελλάδα, οφειλόμενα, στην έντονη πίεση μέρους του πληθυσμού για εκδίκηση, μερικά, όμως, στη συναίνεση ή και προεργασία εαμικών στελεχών.[87]

Η κοινωνική πόλωση μεταξύ του ΕΑΜ και των αντιπάλων του, φιλελεύθερων και εθνικιστών αντικομμουνιστών, είχε ως αποτέλεσμα τα δύο στρατόπεδα να υιοθετήσουν διπλή γλώσσα. Το μεν ΕΑΜ δήλωνε πως θα υποστηρίξει με θέρμη την τάξη και την παλινόρθωση της εξουσίας, ενώ εξαπέλυσε μια αιματηρή εξωδικαστική εκκαθάριση μεγάλης κλίμακας, με στόχο να κυριαρχήσει πολιτικά πριν την άφιξη βρετανικών δυνάμεων, ενισχύοντας τη διαπραγματευτική του ισχύ στο εσωτερικό της κυβέρνησης και ικανοποιώντας τη λαϊκή αγανάκτηση, έτσι ώστε αμέσως μετά να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να δηλώνει σεβασμό στους νόμους, οι δε αντίπαλοί του εγγυώνταν ταυτόχρονα τη συμμετοχή του ΕΑΜ στην κυβέρνηση και τη διαφύλαξη της ζωής των δωσιλόγων.[88]

Γενικά, στο κενό εξουσίας που προέκυψε μετά την αποχώρηση του γερμανικού στρατού, οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ προσπάθησαν να επιβάλουν την τάξη αντιστεκόμενοι σε εκκλήσεις για εκδίκηση, όπως συνέβη στη Μυτιλήνη και τη Νάουσα.[89] Βρετανικά τμήματα που αποβιβάστηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή διαπίστωσαν ότι η εαμική πολιτοφυλακή, που είχε δημιουργηθεί προς το τέλος καλοκαιριού του 1944 για να αναλάβει καθήκοντα αστυνόμευσης που ως τότε διεκπεραίωναν οι αντάρτες και να αντικαταστήσει την απαξιωμένη κατοχική χωροφυλακή, διατηρούσε τον έλεγχο. Μάλιστα στην Πάτρα μέχρι και τον Νοέμβριο πραγματοποιούνταν κοινή αστυνόμευση από Βρετανούς και πολιτοφύλακες του ΕΑΜ.[45] Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που υπέστησαν λιγότερες καταστροφές κατά τη ναζιστική κατοχή, σημειώθηκαν εκτεταμένα φαινόμενα αντεκδικήσεων: πάνω από 10.000 εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στη Γαλλία πριν εγκατασταθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις και 15.000 στην Ιταλία, ενώ στις Βρυξέλλες λυντσαρίστηκαν δημόσια 265 άνθρωποι.[90][91]

Η Συμφωνία της Καζέρτας που υπέγραψαν ο Παπανδρέου, ο Ναπολέων Ζέρβας, ο Σαράφης και ο Σκόμπι στις 26 Σεπτεμβρίου, με την οποία οι αντάρτικοι σχηματισμοί, ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ, τέθηκαν υπό τη διοίκηση του Σκόμπι, χαρακτήρισε τα Τ.Α. «όργανα του εχθρού» και όρισε την αντιμετώπισή τους ως εχθρικά στρατεύματα εάν δεν παραδίδονταν. Μετά τη συμφωνία, ο Σκόμπυ διέταξε τους αξιωματικούς του να μεσολαβήσουν για να προστατεύσουν τους ταγματασφαλίτες, αφοπλίζοντάς τους και θέτοντάς τους υπό περιορισμό.[92]

Μετά την απελευθέρωση, σε ορισμένες περιπτώσεις εκτελεσθέντων στο Μελιγαλά εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του κατοχικού νόμου 927/1943 περί συνταξιοδότησης οικογενειών στρατιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων δολοφονηθέντων «παρ' αναρχικών στοιχείων» κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μεταπολεμικά.[93]

Από τον Σεπτέμβριο του 1945 και εξής κάθε χρόνο πραγματοποιείται μνημόσυνο για τους εκτελεσθέντες από τον ΕΛΑΣ, οργανωμένο από τις τοπικές αρχές με τη συμμετοχή θεσμικών παραγόντων, έως και κυβερνητικών στελεχών την περίοδο της δικτατορίας. Με χρήματα που συγκεντρώθηκαν με έναν έρανο το 1953, ανεγέρθηκε στον χώρο της «πηγάδας» ένα παρεκκλήσι και ένας σταυρός, ενώ ξεκίνησε η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, η οποία ολοκληρώθηκε επί δικτατορίας.[13]

Τα γεγονότα του Μελιγαλά ιδεολογικοποιήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν πολιτικά.[94] Το μετεμφυλιακό καθεστώς παρουσίαζε τον Μελιγαλά ως σύμβολο της «κομμουνιστικής βαρβαρότητας»,[95] ενώ από την άλλη οι ταγματασφαλίτες μνημονεύονταν αποκλειστικά ως αντίπαλοι ή θύματα των κομμουνιστών, καθώς το μετεμφυλιακό κράτος αντλούσε τη νομιμοποίησή του από την προβολή του ως συνέχεια όχι της δωσίλογης, αλλά της εξόριστης κυβέρνησης. Στις αγγελίες για το ετήσιο μνημόσυνο για τους νεκρούς του Μελιγαλά και στις ομιλίες που εκφωνούνταν εκεί, παραλειπόταν κάθε αναφορά στη δράση των νεκρών ως μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι μνημονεύονταν ως «σφαγιασθέντες εθνικόφρονες» ή «πατριώτες».[96]

Το 1982 το Υπουργείο Εσωτερικών κρίνοντας ότι «οι εκδηλώσεις αυτές αποτελούσαν κηρύγματα μισαλλοδοξίας και τροφοδοτούσαν επί 40 χρόνια τον διχασμό» αποφάσισε την παύση συμμετοχής επίσημων κρατικών αρχών στο μνημόσυνο, την οργάνωση του οποίου ανέλαβε πλέον ο «Σύλλογος Θυμάτων Πηγάδας», που είχε δημιουργηθεί το 1980. Η περιθωριοποίηση αυτή των εκδηλώσεων συνοδεύτηκε από τη μεταβολή των πανηγυρικών λόγων σε απολογίες υπέρ των νεκρών, που τιμώνται ως μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας. Σήμερα στις εκδηλώσεις συμμετέχουν απόγονοι των εκτελεσθέντων, ακροδεξιά κόμματα και νεοναζιστικές οργανώσεις.[13][97][98]

Γκράφιτι του 2011 με σύνθημα για το Μελιγαλά στο ΑΠΘ.

Στις αρχές της δεκαετίας του '80 σε αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε φοιτητές προσκείμενους στη ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος - Β΄ Πανελλαδική και τις Αριστερές Συσπειρώσεις από τη μία πλευρά και στη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και την ΟΝΝΕΔ από την άλλη, στο πλαίσιο της αναγνώρισης της εθνικής αντίστασης το 1982, οι πρώτοι χρησιμοποιούσαν το σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» ως απάντηση στη θετική προβολή των ταγματασφαλιτών από τους δεύτερους,[94] πρακτική που επαναλήφθηκε στο Πανσπουδαστικό συνέδριο του 1992 ως απάντηση σε εμφυλιοπολεμικά και αντικομμουνιστικά συνθήματα της ΔΑΠ.[99] Σε μία περίοδο αύξησης της πυκνότητας των συνθηματολογικών αναφορών στη δεκαετία του '40, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και εξής[100] και ιδίως μετά την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, τα γεγονότα στον Μελιγαλά ανασημασιοδοτήθηκαν θετικά από την Αριστερά ως αντιφασιστική πρωτοβουλία και η αναφορά σε αυτά συνδυάζεται με τυπικά αντιεξουσιαστικά συνθήματα.[99]

  1. Μούτουλας 2004, σελ. 574, 579.
  2. Λυμπεράτος 2009, σελ. 93, σημ. 170.
  3. Mazower 1993, σελ. 19-22, Μάγερ 2004, σελ. 36-7.
  4. Mazower 1993, σελ. 112, Μάγερ 2004, σελ. 97.
  5. Φλάισερ 1995, σελ. 98-9.
  6. Φλάισερ 1995, σελ. 98-9, Mazower 1993, σελ. 133, Μάγερ 2004, σελ. 97, 134-5, 182-3.
  7. Μάγερ 2004, σελ. 125, 187-8.
  8. Μάγερ 2004, σελ. 158.
  9. Φλάισερ 1995, σελ. 95-8, 109, Μάγερ 2004, σελ. 158.
  10. Μάγερ 2004, σελ. 194, 201 - 204, Φλάισερ 1995, σελ. 100-8, 109-10, 97.
  11. Μάγερ 2004, σελ. 90, 117-8, 170, 228.
  12. Κουσουρής 2014, σελ. 110.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 13,7 13,8 Ο ΙΟΣ (11-09-2005). «Η μαύρη εθνική Πηγάδα». Ελευθεροτυπία. http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050911.htm. Ανακτήθηκε στις 17-09-2013. 
  14. Mazower 1993, σελ. 152.
  15. Μάγερ 2004, σελ. 175, 179.
  16. Μάγερ 2004, σελ. 206-9, Φλάισερ 1995, σελ. 108 Mazower 1993, σελ. 291.
  17. Μάγερ 2004, σελ. 209-11, Mazower 1993, σελ. 48-9, 170.
  18. Μάγερ 2004, σελ. 125-6, 96-7.
  19. Mazower 1993, σελ. 177, 179.
  20. Μάγερ 2004, σελ. 501-2, Fleischer 1982, σελ. 196, Πριόβολος 2018, σελ. 187-188.
  21. Κωστόπουλος 2005, σελ. 16-9, Mazower 1993, σελ. 326-7.
  22. Πριόβολος 2018, σελ. 191-2
  23. Μάγερ 2004, σελ. 543.
  24. Πριόβολος 2018, σελ. 192-3
  25. Fleischer 1982, σελ. 190, 193, Μάγερ 2004, σελ. 506, 507.
  26. Mazower 1993, σελ. 172, Μάγερ 2004, σελ. 507-15.
  27. Mazower 1993, σελ. 326, 333-4.
  28. Κωστόπουλος, Τάσος (18-09-2022). «Για τη γαλανόλευκη και τον Φίρερ». Η Εφημερίδα των Συντακτών. https://www.efsyn.gr/themata/kryfa-hartia/359573_gia-ti-galanoleyki-kai-ton-firer. Ανακτήθηκε στις 19-09-2022. 
  29. Mazower 1993, σελ. 172, Μάγερ 2004, σελ. 515-6.
  30. Μάγερ 2004, σελ. 543-544.
  31. Γασπαρινάτος 1998, σελ. 336, Μάγερ 2004, σελ. 544, Mazower 1993, σελ. 300, 316.
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 Μάριος Αθανασόπουλος (12-02-2017). «Ο Βελουχιώτης επιστρέφει στον Μελιγαλά». Πρώτο Θέμα. http://www.platy-kalamatas-messinias.gr/2017/02/blog-post_13.html. Ανακτήθηκε στις 22-10-2017. 
  33. Μάγερ 2004, σελ. 208, 546.
  34. Mazower 1993, σελ. 172, 180, Μάγερ 2004, σελ. 553-5.
  35. Κωστόπουλος 2005, σελ. 40-2.
  36. Mazower 1993, σελ. 358.
  37. 37,0 37,1 Πριόβολος 2018, σελ. 193.
  38. Μάγερ 2004, σελ. 581.
  39. Παρατίθεται στο: Κουσουρής 2014, σελ. 82.
  40. Κουσουρής 2014, σελ. 71.
  41. Κουσουρής 2014, σελ. 72, 75-6.
  42. Papastratis 1984, σελ. 209-10, Κουσουρής 2014, σελ. 77.
  43. Μάγερ 2004, σελ. 583-6, Γασπαρινάτος 1998, σελ. 321.
  44. 44,0 44,1 Bærentzen 1981, σελ. 137.
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 Mazower 2000, σελ. 28.
  46. 46,0 46,1 Bærentzen 1981, σελ. 134.
  47. Hondros 1990, σελ. 268.
  48. Bærentzen 1981, σελ. 133-4, Κουσουρής 2014, σελ. 80, Hondros 1990, σελ. 267.
  49. Μάγερ 2004, σελ. 602-3, Bærentzen 1984, σελ. 231.
  50. Μούτουλας 2004, σελ. 571.
  51. Μούτουλας 2004, σελ. 571-2.
  52. Μούτουλας 2004, σελ. 572-3.
  53. 53,0 53,1 Μούτουλας 2004, σελ. 572, 574.
  54. 54,0 54,1 54,2 Λαμπάτος 2018, σελ. 289.
  55. Μούτουλας 2004, σελ. 573-4.
  56. Μούτουλας 2004, σελ. 574.
  57. 57,0 57,1 Μούτουλας 2004, σελ. 574-5.
  58. Μούτουλας 2004, σελ. 575.
  59. Μούτουλας 2004, σελ. 574, 575-6.
  60. Μούτουλας 2004, σελ. 575-6.
  61. Μούτουλας 2004, σελ. 576
  62. Μούτουλας 2004, σελ. 576, 578.
  63. Μούτουλας 2004, σελ. 576-7.
  64. Λυμπεράτος 2009, σελ. 77 υπ 89.
  65. Μούτουλας 2004, σελ. 578.
  66. Μούτουλας 2004, σελ. 577-8.
  67. Μούτουλας 2004, σελ. 578-9.
  68. Μούτουλας 2004, σελ. 579.
  69. Μούτουλας 2004, σελίδες 579-80· Λυμπεράτος 2009, σελ. 93-94.
  70. Λαμπάτος 2018, σελ. 290
  71. Λυμπεράτος 2009, σελ. 93, σημ. 171.
  72. 72,0 72,1 Μούτουλας 2004, σελ. 580.
  73. Λυμπεράτος 2009, σελ. 93.
  74. Μούτουλας 2004, σελ. 580-1.
  75. Μούτουλας 2004, σελ. 581.
  76. Mazower 1993, σελ. 358· Mazower 2000, σελ. 28· Λαμπάτος 2018, σελ. 290· Κουσουρής 2014, σελ. 111.
  77. Ανακοινωθέν υπ'αριθ. 68 του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Από 21-25.9.44 στο Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης. A'. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή. 1981. σελ. 414. 
  78. Σαράφης, Στέφανος (1946). Ο ΕΛΑΣ. Βιβλιοθήκη Εθνικής Αντίστασης. Αθήνα: Τα Νέα Βιβλία. σελ. 420. 
  79. Μάγερ 2004, σελ. 604.
  80. Καλύβας 2009, σελ. 44.
  81. Για τον Αντωνόπουλο και την έρευνά του, βλ. Καλύβας 2009, σελ. 47-48, Κωστόπουλος 2005, σελ. 132-3 και Χάγκεν Φλάισερ (10-01-2010). «Η «κόκκινη» και η «μαύρη» βία». Το Βήμα. http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=308737. Ανακτήθηκε στις 30-03-2017. 
  82. 82,0 82,1 Θεοδωρόπουλος 1998, σελ. 204-269.
  83. 83,0 83,1 Κωστόπουλος 2005, σελ. 67.
  84. Υπάρχουν ωστόσο στον ίδιο πίνακα περιπτώσεις ορισμένων ανδρών των οποίων η ηλικία δεν αναφέρεται, βλ. Θεοδωρόπουλος 1998, σελ. 204-269.
  85. Bærentzen 1981, σελ. 137-8, 140.
  86. Κωστόπουλος 2005, σελ. 68-9.
  87. Κωστόπουλος 2005, σελ. 66-8.
  88. Κουσουρής 2014, σελ. 109-110, 112.
  89. Mazower 1993, σελ. 359.
  90. Λυμπεράτος 2009, σελ. 87-88.
  91. Lowe 2012, σελ. 150.
  92. Κουσουρής 2014, σελ. 91, Hondros 1990, σελ. 269.
  93. Κωστόπουλος 2005, σελ. 84.
  94. 94,0 94,1 Γιάννης Ν. Μπασκόζος (23-09-2012). «Ο Μελιγαλάς και ο «μύθος» του. Τα συνθήματα ένθεν κακείθεν που έγραψαν Ιστορία και οι σύγχρονοι νοσταλγοί του εμφύλιου μίσους». Το Βήμα. http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=476215. Ανακτήθηκε στις 18-09-2013. 
  95. Κωστόπουλος 2005, σελ. 66-7.
  96. Κωστόπουλος 2005, σελ. 87-9, 95-7.
  97. Βασίλης Νέδος (11-09-2005). «Το κλούβιο «αβγό του φιδιού»». Το Βήμα. http://www.tovima.gr/relatedarticles/article/?aid=168197. Ανακτήθηκε στις 18-09-2013. 
  98. Σινάπης, Γιάννης (17 Σεπτεμβρίου 2018). «Μεσσηνία: Ησυχία στο μνημόσυνο της Πηγάδας στον Μελιγαλά». eleftheriaonline.gr. Ελευθερία Online. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2022. 
  99. 99,0 99,1 Τάσος Κωστόπουλος (30-07-2013). «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς». Η Εφημερίδα των Συντακτών. http://www.efsyn.gr/?p=82540. Ανακτήθηκε στις 21-11-2013. 
  100. Τάσος Κωστόπουλος (22-10-2013). «Μας ξανάρχονται ένα ένα…». Η Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-09-02. https://web.archive.org/web/20180902012257/http://archive.efsyn.gr//?p=143848. Ανακτήθηκε στις 05-04-2017. 
  • Bærentzen, Lars (1981). «The Liberation of the Peloponnese, September 1944». Στο: Iatrides, John O. Greece in the 1940s: A Nation in Crisis. Moden Greek Studies Association. University Press of New England. σελίδες 131–144. 
    • ελληνική μετάφραση: Bærentzen, Lars (1984). «Η απελευθέρωση της Πελοποννήσου, Σεπτέμβριος 1944». Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950 : ένα έθνος σε κρίση. Αθήνα: Θεμέλιο. σελίδες 225–243. 
  • Fleischer, Hagen (1982). «Νέα στοιχεία για τη σχέση γερμανικών αρχών κατοχής και ταγμάτων ασφαλείας». Μνήμων 8: 189-203. doi:10.12681/mnimon.231. ISSN 1105-3917. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/view/7934. 
  • Φλάισερ, Χάγκεν (1995). Στέμμα και Σβάστικα: Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944. Β. Αθήνα: Παπαζήση. ISBN 960-02-1079-9. 
  • Γασπαρινάτος, Σπύρος Γ. (1998). Η Κατοχή. Γ': Η κατοχική περίοδος μέχρι την απελευθέρωση. Αθήνα: Σιδέρης. ISBN 9789600801309. 
  • Hondros, J.L. (1990). «Η Μ. Βρετανία και τα ελληνικά Τάγματα Ασφαλείας, 1943-1944». Στο: Φλάισερ, Χάγκεν· Σβορώνος, Νίκος. Ελλάδα 1936-1944: Δικτατορία - Κατοχή - Αντίσταση. Πρακτικά Α' Διεθνούς Συνεδρίου Σύγχρονης Ιστορίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ. σελίδες 262–276. 
  • Καλύβας, Στάθης (2009). «Η γεωγραφία της εμφύλιας βίας στην κατοχική Μεσσηνία: Μια ποσοτική προσέγγιση». Στο: Καρακατσιάνης, Ιωάννης. Νότια Πελοπόννησος 1935-1950 (PDF). Αθήνα: Αλφειός/Σύνδεσμος Φιλολόγων Μεσσηνίας. σελίδες 39–59. ISBN 978-960-6679-10-0. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011. 
  • Κουσουρής, Δημήτρης (2014). Δίκες των δοσίλογων 1944-1949 Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη. Αθήνα: Πόλις. ISBN 978-960-435-461-0. 
  • Κωστόπουλος, Τάσος (2005). Η αυτολογοκριμένη μνήμη: Τα Τάγματα Ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη. Αθήνα: φιλίστωρ. ISBN 960-369-082-1. 
  • Λαμπάτος, Γαβρίλης (2018). ΚΚΕ και εξουσία (1940-1944). Αθήνα: Μεταίχμιο. ISBN 978-618-031-210-2. 
  • Λυμπεράτος, Μιχάλης (2009). «Τα γερμανικά αντίποινα, τα Τάγματα Ασφαλείας και ο Ε.Λ.Α.Σ.: Η περίπτωση της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου στην Κατοχή». Στο: Καρακατσιάνης, Ιωάννης. Νότια Πελοπόννησος 1935-1950. Αθήνα: Αλφειός/Σύνδεσμος Φιλολόγων Μεσσηνίας. σελίδες 61–102. ISBN 978-960-6679-10-0. 
  • Mazower, Mark (1993). Inside Hitler's Greece: The Experience of Occupation, 1941-44. Yale University Press. 
  • Mazower, Mark (2000). «Three Forms of Political Justice: Greece, 1944-1945». Στο: Mazower, Mark. After the war was over: reconstructing the family, nation, and state in Greece, 1943-1960. Princeton, N.J.: Princeton University Press. ISBN 9780691058429. 
    • ελληνική μετάφραση: Mazower, Mark (2003). «Τρεις μορφές πολιτικής δικαιοσύνης: Ελλάδα, 1944-45». Στο: Mazower, Mark. Μετά τον πόλεμο: Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. σελίδες 33–51. 
  • Μάγερ, Χέρμαν Φρανκ (2004). Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα: Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. 
  • Μούτουλας, Παντελής (2004). Πελοπόννησος 1940-1945: Η περιπέτεια της επιβίωσης, του διχασμού και της απελευθέρωσης. Αθήνα: Βιβλιόραμα. ISBN 978-960-8087-40-8. 
  • Papastratis, Procopis (1984). British Policy towards Greece during the Second World War 1941-1944. LSE Monographs in International Studies. Κέημπριτζ: Cambridge University Press. ISBN 0521089379. 
  • Πριόβολος, Γιάννης (2018). Eθνικιστική «αντίδραση» και Τάγματα Ασφαλείας. Εμφύλιος και αντικατοχικός πόλεμος 1943-1944. Αθήνα: Πατάκης. 
  • Θεοδωρόπουλος, Ηλίας (1998). Η Πηγάδα του Μελιγαλά. Αθήνα: χ.ε. 
  • Lowe, Keith (2012). Savage Continent: Europe in the Aftermath of World War II. Ηνωμένο Βασίλειο: Penguin. ISBN 9780241962220. 

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Αναστασία Μηλίτση-Νίκα· Σταυρούλα Βερράρου, επιμ. (2013). Η Καλαμάτα μέσα από το φακό του Χρήστου Αλειφέρη 1937-1974 (PDF). Καλαμάτα: Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων - Γ.Α.Κ. - Αρχεία Νομού Μεσσηνίας. 
  • Αντωνακάκης, Χρήστος Νικ. (2006). Η Εθνική Αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα. Αλφειός. 
  • Καραμούζης, Γιάννης (1950). Πατριώτες και προδότες στο Μωρηά. Τρίπολη: Βιβλιοχαρτοπωλείον «Η Αθηνά». 
  • Παπακόγκος, Κωστής (1977). Αρχείο Πέρσον. Κατοχικά ντοκουμέντα του Δ.Ε.Σ. Πελοποννήσου. Αθήνα: εκδόσεις Παπαζήση. 
  • Παπαστεργιόπουλος, Ηλίας (1965). Ο Μωρηάς στα όπλα. Εθνική Αντίσταση 1941-1944. Αθήνα: Έρευνα και Κριτική της Νεοελληνικής ιστορίας. 
  • Διονύσιος Πετράκος (2016). Κωνσταντίνος Μπέλσης, επιμ. Αυτόγραφο Απομνημόνευμα Διονυσίου Πετράκου (1940-1950). Τεκμήρια Ιστορίας. 8. Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας (ΚΕΝΙ), Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]