Βαλκανική Εκστρατεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για για την εκστρατεία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, δείτε: Βαλκανική εκστρατεία (Α' Παγκόσμιος Πόλεμος).
Βαλκανική Εκστρατεία
μέρος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη το 1941
Χρονολογία28 Οκτωβρίου 1940 - 1 Ιουνίου 1941
ΤόποςΕλλάδα, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία (Βόρεια Ήπειρος)
ΈκβασηΝίκη του Άξονα
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Η Βαλκανική Εκστρατεία αναφέρεται στην εισβολή των δυνάμεων του Άξονα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεκίνησε με την αποτυχημένη εισβολή της Ιταλίας στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940 και ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της Κρήτης από τις γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις την 1η Ιουνίου 1941.

Προοίμιο – Ιταλική εισβολή στην Αλβανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την ολοκληρωτική κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, οι Αλβανοί στράφηκαν προς το Βασίλειο της Ιταλίας για την προστασία τους από τους εχθρούς τους.

Το 1919 η ακεραιότητα των αλβανικών εδαφών διασφαλίστηκε από τη Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι, ύστερα από την άρνηση του Αμερικανού Προέδρου Γούντροου Ουίλσον να επικυρώσει το σχέδιο των ευρωπαϊκών δυνάμεων για τον διαμελισμό της Αλβανίας και την παραχώρηση των εδαφών της στις γειτονικές της χώρες.

Μετά το 1925, όμως, ο Ιταλός δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι επιδίωξε να κατακτήσει την Αλβανία. Το 1928 η Αλβανία έγινε βασίλειο υπό τον Ζόγου Α’. Ο Ζόγου, ο οποίος ήταν πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας, απέτυχε να εμποδίσει τις ιταλικές παρεμβάσεις στις αλβανικές εσωτερικές υποθέσεις.

Στις 7 Απριλίου 1939 στρατεύματα του Μουσολίνι κατέλαβαν την Αλβανία, απομάκρυναν τον Ζόγου και η χώρα εντάχθηκε στην Ιταλική Αυτοκρατορία.

Ελληνοϊταλικός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 έως τις 30 Απριλίου 1941 και αποτέλεσε μέρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ιταλικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα, όμως κατάφεραν λίγες επιτυχίες. Αμέσως οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν και οι Ιταλοί απωθήθηκαν πίσω στην Αλβανία. Οι Ιταλοί ξόδεψαν μεγάλο μέρος του χειμώνα μέχρι να σταθεροποιήσουν τη γραμμή του μετώπου που τους άφηνε τον έλεγχο μόνο των 2/3 της Αλβανίας. Η ιταλική επίθεση του Μαρτίου του 1941 απέτυχε. Η Γερμανία επενέβη τον Απρίλιο και εισέβαλε στην Ελλάδα μετά από την επιτυχημένη εισβολή στη Γιουγκοσλαβία.

Εισβολή στη Γιουγκοσλαβία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εισβολή στη Γιουγκοσλαβία (επίσης γνωστή ως Επιχείρηση 25) άρχισε στις 6 Απριλίου 1941 και έληξε με την άνευ όρων παράδοση του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού στις 17 Απριλίου. Οι εισβάλουσες δυνάμεις του Άξονα (Ναζιστική Γερμανία, Φασιστική Ιταλία, Ουγγαρία και Βουλγαρία) κατέλαβαν και διαμέλισαν το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Ενώνοντας τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη, μερικά τμήματα της Κροατίας και τη Συρμία, δημιουργήθηκε το «Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας» (Nezavisna Država Hrvatska, NDH) από τη Γερμανία και την Ιταλία. Στη Σερβία και το Μπανάτ δημιουργήθηκε το κράτος της «Nedić's Serbia» από τους Γερμανούς. Στο Μαυροβούνιο δημιουργήθηκε το «Ανεξάρτητο Κράτος του Μαυροβούνιου» ως ιταλικό προτεκτοράτο. Παρ' όλα αυτά, το «προτεκτοράτο» ήταν ονομαστικά βασίλειο, μολονότι ο Πρίγκιπας Μιχαήλ του Μαυροβούνιου ουδέποτε αποδέχθηκε το στέμμα.

Εισβολή στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Επιχείρηση Μαρίτα

Η Γερμανική Εισβολή στην Ελλάδα, με την κωδική ονομασία Επιχείρηση Μαρίτα (Unternehmen Marita), ήταν αποτέλεσμα και συνέχεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στις 6 Απριλίου 1941 ο γερμανικός στρατός εισέβαλε στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ άλλα στοιχεία του εξαπέλυαν επίθεση στη Γιουγκοσλαβία. Η διάσπαση των γιουγκοσλαβικών γραμμών στη νότια Γιουγκοσλαβία επέτρεψε στους Γερμανούς να στείλουν ενισχύσεις στα πεδία των μαχών της βόρειας Ελλάδας. Τα γερμανικά στρατεύματα υπερκέρασαν τις ελληνικές οχυρώσεις της Γραμμής Μεταξά και, παρά τη βοήθεια που παρείχε ένα βρετανικό εκστρατευτικό σώμα, κατέλαβαν τις πόλεις της νότιας Ελλάδας. Η Μάχη της Ελλάδας έληξε με τη γερμανική είσοδο στην Αθήνα και την κατάληψη της Πελοποννήσου. Περίπου 40.000 συμμαχικοί στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στην Κρήτη, για να ακολουθήσει μία από τις μεγαλύτερες αερομεταφερόμενες επιθέσεις στην πολεμική ιστορία: Η Επιχείρηση Ερμής ή, όπως είναι γνωστή, η Μάχη της Κρήτης.

Η βουλγαρική παρέμβαση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 6 Απριλίου 1941, παρ' όλο που είχε επίσημα εισέλθει στον Άξονα, η βουλγαρική κυβέρνηση διατήρησε μία στάση στρατιωτικής ουδετερότητας κατά τα πρώτα στάδια της εισβολής στη Γιουγκοσλαβία και της Μάχης της Ελλάδας. Καθώς τα γερμανικά, ιταλικά και ουγγρικά στρατεύματα εισέβαλαν σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα, οι Βούλγαροι παρέμειναν αμέτοχοι. Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση παραδόθηκε στις 17 Απριλίου. Η ελληνική κυβέρνηση άντεξε έως τις 30 Απριλίου. Στις 20 Απριλίου η περίοδος της βουλγαρικής ουδετερότητας έληξε. Ο βουλγαρικός στρατός εισήλθε στο ελληνικό έδαφος με σκοπό να αποκαταστήσει την προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δίοδο προς το Αιγαίο στη Θράκη. Τα βουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν επίσης την Ανατολική Μακεδονία και αρκετά εδάφη από την ανατολική Σερβία, όπου η αποκαλούμενη «Επαρχία του Βαρδάρη» (Vardar Banovina) μοιράστηκε μεταξύ της Βουλγαρίας και της Ιταλίας.

Επιχείρηση Ερμής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Μάχη της Κρήτης

Στις 20 Μαΐου 1941 Γερμανοί αλεξιπτωτιστές και άλλες αερομεταφερόμενες μονάδες επιτέθηκαν στα αεροδρόμια της βόρειας Κρήτης με σκοπό να καταλάβουν το νησί. Συνάντησαν ισχυρή αντίσταση από τις συμμαχικές δυνάμεις και τον κρητικό πληθυσμό, όμως στο τέλος οι αμυνόμενοι υποχώρησαν από τις τακτικά υπέρτερες γερμανικές δυνάμεις. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των μεγάλων απωλειών των Γερμανών αλεξιπτωτιστών, η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ αναγκάστηκε να απαγορεύσει κάθε άλλη μεγάλης κλίμακας αερομεταφερόμενη επιχείρηση για το υπόλοιπο του πολέμου.

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως την 1η Ιουνίου 1941 ολόκληρη η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Άξονα. Η Ελλάδα τέθηκε υπό τριπλή κατοχή και η Γιουγκοσλαβία διαμελίστηκε και τέθηκε υπό κατοχή. Η Γερμανία απέκτησε ένα σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα, άμεση πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η Συμμαχική Ανώτατη Διοίκηση φοβήθηκε ότι η Κρήτη και η Ελλάδα θα χρησιμοποιούνταν ως εφαλτήριο για μία εισβολή στην Αίγυπτο ή την Κύπρο. Όμως κάθε σχέδιο για μεγάλης κλίμακας εισβολή από τους Γερμανούς στην Αίγυπτο ή την Παλαιστίνη εγκαταλείφθηκε με την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα στις 22 Ιουνίου.

Η Αντίσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για το υπόλοιπο του πολέμου ενεργά γιουγκοσλαβικά, ελληνικά και αλβανικά αντιστασιακά κινήματα ανάγκασαν τη Γερμανία και τους συμμάχους της να διατηρήσουν μόνιμα εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες στις τρεις χώρες, αντί να τους μεταφέρουν στα διάφορα μέτωπα. Ιδίως μετά το 1943 η απειλή μίας συμμαχικής εισβολής και οι ενέργειες των ανταρτών είχαν ως αποτέλεσμα τη διεξαγωγή μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων καταστολής, απασχολώντας αρκετές μεραρχίες, οι οποίες περιελάμβαναν επίλεκτες μονάδες τεθωρακισμένων και ορεινού πεζικού.

Η Δωδεκανησιακή Εκστρατεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία σύντομη αναζωπύρωση έλαβε χώρα μετά την ιταλική παράδοση το 1943, όταν ξεκίνησε ένας αγώνας μεταξύ των Βρετανών και των Γερμανών για να εξασφαλίσουν τα ιταλοκρατούμενα, στρατηγικής σημασίας, νησιά των Δωδεκανήσων. Οι Γερμανοί κατάφεραν γρήγορα να αφοπλίσουν την ιταλική φρουρά της Ρόδου, όμως οι Βρετανοί κατέλαβαν επιτυχώς τη Σάμο, τη Λέρο και την Κω. Παρ' όλα αυτά, οι Γερμανοί κατόρθωσαν, εξαπολύοντας αεροπορικές και ναυτικές επιθέσεις και χρησιμοποιώντας Ειδικές Δυνάμεις, να καταλάβουν και αυτά τα νησιά.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]