Πέτρος Δ΄ της Βουλγαρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πέτρος Δ'
Βασιλιάς της Βουλγαρίας
Περίοδος1185 - 1190
ΠροκάτοχοςΡωμαϊκή Αυτοκρατορία
ΔιάδοχοςΙβάν Α΄ Ασέν
Βασιλιάς της Βουλγαρίας
Περίοδος1196-1197
ΠροκάτοχοςΙβάν Α΄ Ασέν
ΔιάδοχοςΚαλογιάν
Θάνατος1197
Τάρνοβο
ΟίκοςΑσέν
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Πέτρος Β΄, γεννημένος Θεόδωρος, επίσης γνωστός ως Θεόδωρος-Πέτρος (βουλγαρικά: Петър ІV, Теодор-Петър, ... - 1197) ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας (ή τσάρος) της παλινορθωμένης (2ης) Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από το 1185 ως το 1197. Ηταν γιος πλούσιου κτηνοτρόφου απο τα βουνά του Βυζαντινού θέματος (ή επαρχίας) Παρίστριον. Αυτός και οι μικρότεροι αδελφοί του Ασέν και Καλογιάν αναφέρονταν ως Βλάχοι στις περισσότερες πρωτογενείς πηγές, αλλά πιθανότατα ήταν μεικτής (Βλάχικης, Βουλγάρικης και Κουμάνικης καταγωγής.

Ο Θεόδωρος-Πέτρος και ο Ασέν προσέγγισαν το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελο στη Θράκη το 1185, απαιτώντας ένα κτήμα στον Αίμο. Οταν ο αυτοκράτορας αρνήθηκε και τους ταπείνωσε αποφάσισαν να προκαλέσουν μια εξέγερση, εκμεταλλευόμενοι τη δυσαρέσκεια που ένας νέος φόρος είχε προκαλέσει μεταξύ των Βουλγάρων και των Βλάχων. Για να πείσουν τους συμπατριώτες τους να τους ακολουθήσουν πλήρωσαν ντόπιους προφήτες που δήλωναν ότι θα τους υποστήριζε και ο Άγιος Δημήτριος. Πριν από το τέλος του έτους ο Θεόδωρος-Πέτρος στέφθηκε και υιοθέτησε διακριτικά που χρησιμοποιούνται μόνο από αυτοκράτορες.

Ο αυτοκρατορικός στρατός νίκησε τους εξεγερθέντες, αναγκάζοντας το Θεόδωρο-Πέτρο και τον Ασέν να καταφύγουν στους Κουμάνους τον Απρίλιο του 1186, αλλά επέστρεψαν επικεφαλής Κουμανικών στρατευμάτων το φθινόπωρο. Σύντομα απέκτησαν τον έλεγχο του Παριστρίου, έτσι η εξέγερση τους έληξε με τη δημιουργία ενός νέου κράτους, που θεωρείται διάδοχος της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Οι αδελφοί έκαναν τακτικές επιδρομές εναντίον των γειτονικών Βυζαντινών εδαφών στις αρχές της δεκαετίας του 1190. Οι συγκρούσεις μεταξύ του Ισαάκιου Β΄ και του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκου Βαρβαρόσα κατά τη σταυροφορία του δεύτερου έδωσαν την ευκαιρία στο Θεόδωρο-Πέτρο να κατακτήσει νέα εδάφη το 1190.

Ο Θεόδωρος-Πέτρος και ο Ασέν διαίρεσαν το βασίλειο τους το 1192 και ο Θεόδωρος-Πέτρος πήρε την Πρεσλάβα και τη βορειοανατολική περιοχή και συνομολόγησε συνθήκη ειρήνης με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μετά τη δολοφονία του Ασέν από ένα βογιάρο το 1196 ο Θεόδωρος-Πέτρος διόρισε τον Καλογιάν κυβερνήτη του πρώην βασίλειου του Ασέν. Ο Θεόδωρος-Πέτρος δολοφονήθηκε κατά το επόμενο έτος.

Ονομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Συνοδικόν του Τσάρου Μπορίλ, που συντάχθηκε το 1211, αναφέρεται σε αυτόν ως "Θεόδωρο, που ονομάζεται Πέτρος", αποδεικνύοντας ότι Θεόδωρος ήταν το αρχικό όνομα του. Σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη θεωρία άλλαξε το όνομά του όταν στέφθηκε αυτοκράτορας, πιθανότατα σε ανάμνηση του Πέτρου Α΄ της Βουλγαρίας που είχε αγιοποιηθεί στις αρχές του 11ου αιώνα. Ο ιστορικός Αλεξάντρου Ματζεάρου αναφέρει ότι ο Θεόδωρος πρέπει να υιοθέτησε το νέο όνομα σε σχέση με δύο ηγέτες αντιβυζαντινών εξεγέρσεων του 11ου αιώνα, του Πέτρου Δελεάνου και του Πέτρου Κωνσταντίνου Μποντίν, και όχι με τον Πέτρο Α΄, που προσπάθησε να διατηρήσει την ειρήνη με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Θεόδωρος Βαλσαμών, Πατριάρχης Αντιοχείας, τον αποκάλεσε "επαναστάτη Σλαβόπετρο" σε ένα ποίημα. Δύο χρονικά για τη σταυροφορία του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα αναφέρονται σε αυτόν ως "Καλόπετρο"» (από την ελληνική έκφραση του "Πέτρος ο Ωραίος").

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έτος της γέννησης του Θεόδωρου-Πέτρου είναι άγνωστο. Ήταν κατά τα φαινόμενα ο μεγαλύτερος γιος ενός πλούσιου βοσκού από τα Ορη του Αίμου, σύμφωνα με το Ματζεάρου. Από την άλλη πλευρά, δεν υπάρχει πηγή που να αναφέρει ότι αυτός ή ο αδελφός του Ασέν είχαν στην κατοχή τους κοπάδια. Ο Ματζεάρου αναφέρει ότι μπορεί να διεύθυναν μια αυτοκρατορική φάρμα αλόγων, προσθέτοντας ότι τα κτήματά τους ήταν πιθανότατα κοντά στο Τάρνοβο. Ο ιστορικός Ιβάν Ντουίτσεφ γράφει ότι οι αδελφοί ήταν τοπικοί οπλαρχηγοί στα Ορη του Αίμου.

Ο Θεόδωρος-Πέτρος και οι αδελφοί του αναφέρονται ως Βλάχοι σε πηγές γραμμένες στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα αλλά η εθνικότητα τους είναι αντικείμενο ακαδημαϊκών συζητήσεων. Η παρουσία πολλών εθνοτικών ομάδων στα εδάφη νότια του Κάτω Δούναβη το 12ο αιώνα είναι καλά τεκμηριωμένη, έτσι είναι πιθανότερο να ήταν μικτής (Βλάχικης, Βουλγαρικής και Κουμανικής) καταγωγής.

Ο Θεόδωρος-Πέτρος και ο Ασέν προσέγγισαν το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελο κοντά στα Κύψελα στη Θράκη (σήμερα Ιψαλα στην Τουρκία) στα τέλη του 1185. Ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να τους εγγράψει στον αυτοκρατορικό στρατό και να τους χορηγήσει "με αυτοκρατορικό διάταγμα κάποιο κτήμα που βρισκόταν στην περιοχή του Αίμου, που θα τους απέφερε ένα μικρό εισόδημα", σύμφωνα με το Βυζαντινό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη. Τα λόγια του Χωνιάτη δείχνουν ότι οι αδελφοί ήθελαν να λάβουν την παραχώρηση μιας πρόνοιας (δηλαδή τα έσοδα από αυτοκρατορική περιουσία σε αντάλλαγμα για στρατιωτική υπηρεσία). Σύμφωνα με μια θεωρία, οι αδελφοί στην πραγματικότητα προσπάθησαν να πείσουν τον αυτοκράτορα να τους κάνει αυτόνομους ηγεμόνες της Μοισίας, επειδή ο Χωνιάτης σημείωσε ότι σε μεταγενέστερο στάδιο της εξέγερσης τους ότι "δεν ενδιαφέρονταν απλώς να διατηρήσουν τη δική τους περιουσία αλλά να αναλάβουν τον έλεγχο της κυβέρνησης" της Μοισίας. Όποιο και αν ήταν το αίτημά τους, ο Ισαάκιος Β΄ το απέρριψε. Τον Ασέν επίσης τον "χτύπησε στο πρόσωπο και τον επέπληξε για τη θρασύτητά του" με εντολή του θείου του Ισαάκιου Β΄, Ιωάννη Δούκα.

Εξέγερση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A rectangular church built of bricks with two towers
Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο Tάρνοβο, που φέρεται να χτίστηκε στη θέση του "οίκου προσευχής" που είχαν χτίσει οι Θεόδωρος-Πέτρος και Ασέν

Μετά την ταπείνωση τους στα Κύψελα, οι Θεόδωρος-Πέτρος και Ασέν επέστρεψαν στην πατρίδα τους και αποφάσισαν να ξεκινήσουν μια εξέγερση. Σε ένα πανηγυρικό προς έπαινο του Ισαάκιου Β΄ το 1193 αναφέρεται ότι ο Θεόδωρος-Πέτρος ήταν ο «"πρώτος που επαναστάτησε" εναντίον του αυτοκράτορα. Ο Ματζεάρου σημειώνει ότι ο Μιχαήλ Χωνιάτης περιγράφει το Θεόδωρο-Πέτρο ως "μισητό και αποστάτη σκλάβο", που υποδηλώνει επίσης ότι ήταν ο υποκινητής της εξέγερσης.

Οι αδελφοί γνώριζαν ότι η είσπραξη της έκτακτης εισφοράς (που είχε επιβληθεί το φθινόπωρο του 1185) εξόργισε τον πληθυσμό, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αγχιάλου (σήμερα Πομόριε της Βουλγαρίας). Ωστόσο αρχικά δεν μπορούσαν να προκαλέσουν την εξέγερση του δυσαρεστημένου λαού, γιατί οι συμπατριώτες τους πίστευαν ότι δεν είχαν καμμία τύχη εναντίον των αυτοκρατορικών στρατευμάτων, σύμφωνα με το Χωνιάτη. Οι Θεόδωρος-Πέτρος και Ασάν αποφάσισαν να επωφεληθούν της αφοσίωσης των Βουλγάρων και των Βλάχων στη λατρεία του Αγίου Δημητρίου για να τους πείσουν να ξεσηκωθούν εναντίον του Βυζαντινού κράτους.

Οι Θεόδωρος-Πέτρος και Ασέν έχτισαν έναν "οίκος προσευχής" αφιερωμένο στον άγιο και συγκέντρωσαν Βούλγαρους και Βλάχους προφήτες και προφήτισσες. Με την καθοδήγηση των αδελφών οι μάντεις ανακοίνωσαν "στο παραλήρημά τους" ότι ο Θεός είχε συναινέσει στην εξέγερση εναντίον των Βυζαντινών και ο Αγιος Δημήτριος θα εγκατέλειπε τη Θεσσαλονίκη και "θα ερχόταν προς αυτούς αρωγός και βοηθός τους" κατά την επικείμενη εξέγερση. [34 ] [35] Αυτή η "επαγγελματική δουλειά χειραγώγησης" ήταν αποτελεσματική: όλοι όσοι ήταν παρόντες εντάχθηκαν οικειοθελώς στο κίνημα των αδελφών. Ο Νικήτας Χωνιάτης, που κατέγραψε τα γεγονότα, δεν κατονόμασε τον τόπο της συγκέντρωσης, αλλά το Τάρνοβο είναι το πιο πιθανό μέρος, σύμφωνα με τις απόψεις των σύγχρονων μελετητών.

Αυτοκράτορας της Βουλγαρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκμεταλλευόμενοι τον πόλεμο μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Νορμανδών της Σικελίας οι εξεγερθέντες εισέβαλαν στη Θράκη και έπεισαν και άλλους να τους ακολουθήσουν. [39] Ενθαρρύμένος από τις νίκες, ο Θεόδωρος-Πέτρος "φόρεσε στο κεφάλι του χρυσό στεφάνι και έφτιαξε κόκκινα στιβάνια για να βάλει στα πόδια του", διακριτικά που είχαν μόνο οι αυτοκράτορες. Αν και ο Χωνιάτης δεν ανέφερε ότι ο Θεόδωρος-Πέτρος είχε ήδη προσαγορευθεί αυτοκράτορας, η χρήση των αυτοκρατορικών διακριτικών δείχνει ότι ή είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτορας, ή τουλάχιστον διεκδικούσε τον τίτλο. Ο Ματζεάρου αναφέρει ότι η στέψη πιθανότατα έγινε πριν από το τέλος του 1185, γιατί ένας ιερέας, ο Βασίλειος, φέρεται να έγινε ο επικεφαλής της αποκαταστημένης Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά το έτος αυτό.

Ο Θεόδωρος-Πέτρος πολιόρκησε την Πρεσλάβα, που ήταν η πρωτεύουσα της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, αλλά δεν μπόρεσε να την καταλάβει. Οι επαναστάτες και πάλι εισέβαλαν στη Θράκη, αρπάζοντας "πολλούς ελεύθερους [ανθρώπους], πολλά ζώα και ζώα έλξης και αιγοπρόβατα σε όχι μικρό αριθμό" στις αρχές του 1186. [40] [48] Για να εμποδίσει τους στασιαστές από τη διέλευση των ορεινών διαβάσεων ο Ισαάκιος Β ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον τους, αλλά αυτοί κατέλαβαν "το τραχύ έδαφος και τα δυσπρόσιτα σημεία" και αντιστάθηκαν στις επιθέσεις. Ωστόσο έγινε μια ξαφνική "μαυρίλα" (που σχετίζεται με την ηλιακή έκλειψη της 21 Απριλίου 1186) που "σκέπασε τα βουνά" και επέτρεψε στους Βυζαντινούς να προξενήσουν σοβαρή ήττα στους εξεγερθέντες.

Εξορία και επιστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Two wagons, each delivering people in tents, and four horsemen
Κουμάνοι απεικονιζόμενοι στο Χρονικό Ράτζιβιλ

Μετά τη νίκη των Βυζαντινών ένας αυλικός δήλωσε ότι ο Θεόδωρος-Πέτρος και ο Ασέν σύντομα αναγκάστηκαν να ενδώσουν στον αυτοκράτορα, περιγράφοντας τo Θεόδωρο-Πέτρο ως ταύρο που είχε σπάσει το ζυγό. Ωστόσο οι αδελφοί διέφυγαν περνώντας τον Κάτω Δούναβη και ζήτησαν βοήθεια από τους Κουμάνους. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα "έβαλαν φωτιά στις συγκεντρωμάνες σε σωρούς σοδειές" από τους κατοίκους της περιοχής, αλλά δεν έκαναν μεγάλες προσπάθειες να καταλάβουν τα οχυρά των επαναστατών που ήταν "χτισμένα σε απόκρημνα βράχια και νεφοσκεπείς κορυφές".

Ο Ισαάκιος Β΄ αδιαφόρησε επίσης για τη φρουρά των κάστρων κατά μήκος του Κάτω Δούναβη, επιτρέποντας στους πρόσφυγες να επιστρέψουν, συνοδευόμενοι από στρατεύματα Κουμάνωντο φθινόπωρο του 1186. Ο Θεόδωρος-Πέτρος είχε υποσχεθεί πλούσια λεία και μισθό στους Κουμάνους, ζητώντας τους να τον υποστηρίξουν, σύμφωνα με μια επιστολή που έγραψε ο Νικήτας Χωνιάτης στο όνομα του αυτοκράτορα ένα χρόνο μετά τα γεγονότα. Ο ίδιος συγγραφέας στο χρονικό του απέδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Ασέν στην εκστρατεία που ακολούθησε. Οι επαναστάτες και οι Κουμάνοι σύμμαχοί τους εισέβαλαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και απέκτησαν τον έλεγχο του Παρίστριου (ή Μοισίας) μεταξύ του Κάτω Δούναβη και των βουνών. Στη συνέχεια κύριος στόχος τους έγινε η ενοποίηση της Μοισίας και της Βουλγαρίας "σε μια αυτοκρατορία όπως παλιά" (δηλαδή, η αποκατάσταση της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας). Περίπου εκείνη την εποχή (το 1187 ή 1188) ο Ασέν έγινε συγκυβερνήτης του Θεόδωρου-Πέτρου.

Σύμφωνα με μια θεωρία, ο Ισαάκιος Β΄ αναγνώρισε την ανεξαρτησία των εδαφών υπό την κυριαρχία των Θεόδωρου-Πέτρου και Ασέν με μια συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε το καλοκαίρι του 1188. Ο Τζον Βαν Αντβερπ Φάιν τζ. αναφέρει ότι το βασίλειο των αδελφών "περιλάμβανε τα εδάφη μεταξύ του Αίμου και του Δούναβη". Ο Ματζεάρου υποστηρίζει ότι είχαν επίσης ενσωματωθεί στο νέο κράτος τα εδάφη στα νότια των βουνών, μέχρι τη γραμμή που συνδέει τη Φιλιππούπολη, τη Στάρα Ζαγόρα και την Αγαθούπολη. [62] Η υποτιθέμενη συνθήκη δεν αναφέρεται από το Χωνιάτης. Ο ιστορικός Πωλ Στέφενσον αναφέρει ότι δεν έχει βρει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει συνθήκη αναγνώρισης της ανεξαρτησίας του νέου κράτους, αλλά τονίζει επίσης ότι τα εδάφη στα βόρεια του Αίμου κυβερνήθηκαν από διάφορους άρχοντες Βλάχους, Βούλγαρους και Κουμάνους, που θεωρούσαν ως ηγεμόνες τους το Θεόδωρο-Πέτρο και τον Ασέν.

Γ΄ Σταυροφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικός αριθμός Βουλγάρων και Βλάχων παρέμενε υπό Βυζαντινή κυριαρχία μετά τό 1188. Βούλγαροι και Βλάχοι που υπάγονταν στο Βυζαντινό διοικητή του Μπρανίτσεβο παρενοχλούσαν τους σταυροφόρους του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα τον Ιούλιο του 1189. Εκείνη την εποχή ο Στέφανος Νεμάνια, Μεγάλος Ζουπάνος (ή ηγεμόνας) της Σερβίας, κατέλαβε τμήματα του Βυζαντινού θέματος (επαρχίας) της Βουλγαρίας. Ο Νεμάνια και ο Θεόδωρος-Πέτρος συνήψαν συμφωνία εναντίον των Βυζαντινών.

Ο Θεόδωρος-Πέτρος ήθελε να επωφεληθεί από την παρουσία των σταυροφόρων για να επεκτείνει την εξουσία του. Ο ίδιος και ο αδελφός του απέκτησαν τον έλεγχο της "περιοχής όπου ο Δούναβης εκβάλλει στη θάλασσα" (σημερινή Δοβρουτσά) το καλοκαίρι. Έσπευσε να στείλει μια πρεσβεία στο Βαρβαρόσσα στο Νις ήδη από τον Ιούλιο, προσφέροντάς του τον "οφειλόμενο σεβασμό και υπόσχεση πιστής βοήθειας εναντίον των εχθρών του". Εστειλε πάλι πρέσβεις στο Βαρβαρόσσα, που είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ισαάκιο Β΄, στηνΑδριανούπολη το Δεκέμβριο, προσφέροντας "σαράντα χιλιάδες Βλάχους και Κουμάνους οπλισμένους με τόξα και βέλη" για να πολεμήσουν εναντίον των Βυζαντινών. Ανακοίνωσε επίσης την αξίωσή του για "το αυτοκρατορικό στέμμα του βασιλείου των Ελλήνων" (της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας).

Ο Βαρβαρόσσα σκεφτόταν πράγματι το ενδεχόμενο μιας επίθεσης εναντίον της Κωνσταντινούπολης, αλλά το μετάνιωσε και συνήψε συνθήκη ειρήνης με τον Ισαάκιο Β΄ το Φεβρουάριο του 1190. Την ημέρα που συνομολογήθηκε η συνθήκη απεσταλμένος του Ισαάκιου Β΄προσπάθησε να μιλήσει στο Βαρβαρόσσα για κοινή στρατιωτική δράση εναντίον των Βλάχων, ενώ εκπρόσωπος του Θεόδωρου-Πέτρου του πρότεινε και πάλι συμμαχία εναντίον των Βυζαντινών. Ωστόσο ο Βαρβαρόσσα, που ήθελε να συνεχίσει τη σταυροφορία προς τους Αγίους Τόπους, απέρριψε και τις δύο προσφορές.

Νέες συγκρούσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Β΄ Βουλγαρική Αυτοκρατορία από το 1185 ως το 1196, σύμφωνα με Βουλγαρικό ιστορικό άτλαντα

Οταν ο Βαρβαρόσσα έφυγε από τη Θράκη ο Ισαάκιος Β΄ μπόρεσε να κάνει νέες προσπάθειες για να ανακτήσει τα εδάφη που είχε χάσει από το Θεόδωρο-Πέτρο και τον Ασέν. Τον Ιούλιο του 1190 εισέβαλε στα βασίλεια των αδελφών από το Πέρασμα Ρις και έστειλε στόλο στον Κάτω Δούναβη για να εμποδίσει τους Κουμάνους να περάσουν τον ποταμό. Ωστόσο οι αδελφοί είχαν ήδη ενισχύσει την οχύρωση τους και απέφευγαν την άμεση αντιπαράθεση με τους εισβολείς. Ο αυτοκράτορας αποφάσισε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα του, αφού πληροφορήθηκε ότι τα Κουμανικά στρατεύματα διέσχισαν τον Κάτω Δούναβη το Σεπτέμβριο. Οι Βλάχοι και οι Βούλγαροι έστησαν ενέδρα στον αυτοκρατορικό στρατό σε ένα στενό πέρασμα και του προκάλεσαν μια σημαντική ήττα. Ο Ισαάκιος Β διέφυγε, αλλά μεγάλο μέρος του στρατού χάθηκε και οι νικητές άρπαξαν "τα πιο πολύτιμα διακριτικά του αυτοκράτορα" μεταξύ αυτών το πυραμιδοειδές στέμμα και κειμήλια σχετιζόμενα με την Παναγία.

Οι Βλάχοι, οι Βούλγαροι και οι Κουμάνοι επανέλαβαν τις επιδρομές τους στα βυζαντινά εδάφη. Λεηλάτησαν τη Βάρνα και την Αγχίαλο, κατέστρεψαν την Τριαδίτσα και άρπαξαν τα λείψανα του Ιβάν της Ρίλα, ενός αγίου που λατρευόταν ιδιαίτερα από τους Βουλγάρους. Ο Ισαάκιος Β΄ νίκησε τους Κουμάνους επιδρομείς τον Απρίλιο του 1191. κοντά στη Φιλιππούπολη και έκανε διοικητή της το 1192 τον ξάδελφό του, Κωνσταντίνο Δούκα Άγγελο. Ο Κωνσταντίνος εμπόδισε τους Θεόδωρο-Πέτρο και Ασέν να κάνουν συχνές επιδρομές και να λεηλατούν τη Θράκη, αλλά τυφλώθηκε μετά την προσπάθειά του να εκθρονίσει τον αυτοκράτορα. Οι Θεόδωρος-Πέτρος και Ασέν χάρηκαν πολύ για την τύχη του Κωνσταντίνου και δήλωσαν ότι ήταν έτοιμοι να κάνουν "τον Ισαάκ αυτοκράτορα του δικού τους κράτους, γιατί δεν θα μπορούσε να ωφελήσει τους Βλάχους περισσότερο από όσο βγάζοντας τα μάτια του Κωνσταντίνου», σύμφωνα με Χωνιάτη.

Τουλάχιστον δύο πανηγυρικοί του 1193 αποδεικνύουν ότι ο Ισαάκιος είχε καταφέρει να δημιουργήσει ένα ρήγμα μεταξύ του Θεόδωρου-Πέτρου και του Ασέν. Ένας ρήτορας ανέφερε ότι ο Θεόδωρος-Πέτρος είχε συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς, ενώ άλλος τον περιέγραψε ως "εμπόδιο στον αδελφό του" και εχθρό της ίδιας του της οικογένειας και τον Ασέν ως "τον πιο απερίσκεπτη και σκληρόκαρδος αντάρτη". Ο Γεώργιος Ακροπολίτης κατέγραψε ότι η Πρεσλάβα, η Προβάντια και η "γύρω τους περιοχή" ήταν ακόμη γνωστό ως "χώρα του Πέτρου" το 13ο αιώνα. Οι πηγές αναφέρουν ότι οι αδελφοί μοιράστηκαν τα εδάφη που βρίσκονταν υπό την κυριαρχία τους, πιθανότατα το 1192, σύμφωνα με το Ματζεάρου. Παίρνοντας τη βορειοανατολική περιοχή, ο Θεόδωρος-Πέτρος έκανε πρωτεύουσά του την Πρεσλάβα. Ο Φάιν αναφέρει ότι η διαμάχη μεταξύ των αδελφών πιθανότατα έληξε σύντομα, επειδή επιχείρησαν από κοινού την εισβολή στη Θράκη το 1193.

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ασέν δολοφονήθηκε στο Τάρνοβο από το βογιάρο Ιβάνκο το φθινόπωρο του 1196. Ο Θεόδωρος-Πέτρος συγκέντρωσε αμέσως τα στρατεύματά του, έσπευσε στην πόλη και την πολιόρκησε. Ο Ιβάνκο έστειλε πρέση στην Κωνσταντινούπολη, παρακαλώντας το νέο Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο, να του στείλει ενισχύσεις σε αυτόν. Ο αυτοκράτορας έστειλε το Μανουήλ Καμύτζη επικεφαλής στρατού προς το Τάρνοβο, αλλά ο φόβος ενέδρας στα ορεινά περάσματα οδήγησε στο ξέσπασμα ανταρσίας και οι στρατιώτες τον ανάγκασαν να επιστρέψει. Ο Ιβάνκο συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να υπερασπιστεί πια το Τάρνοβο και έφυγαε από την πόλη προς την Κωνσταντινούπολη. Ο Θεόδωρος-Πέτρος εισήλθε στο Τάρνοβο και, αφού έκανε το νεώτερο αδελφό του Καλογιάν κυβερνήτη της πόλης, επέστρεψε στην Πρεσλάβα.

Ο Θεόδωρος-Πέτρος δολοφονήθηκε "υπό σκοτεινές συνθήκες" το 1197. Τον "πέρασε από σπαθί ένας από τους συμπατριώτες του", σύμφωνα με αναφορά του Χωνιάτη. Ο ιστορικός Ιστβαν Βάσαρι γράφει ότι ο Θεόδωρος-Πέτρος σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης, ενώ ο Στέφενσον υποστηρίζει ότι οι αυτόχθονες άρχοντες τον ξεφορτώθηκαν, λόγω της στενής συμμαχίας του με τους Κουμάνους.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]