Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέξανδρος Α΄
Ο Αλέξανδρος A΄ της Ρωσίας
Περίοδος24 Μαρτίου 18011 Δεκεμβρίου 1825
ΣτέψηΚρεμλίνο
ΠροκάτοχοςΠαύλος Α΄
ΔιάδοχοςΝικόλαος Α΄
Γέννηση23 Δεκεμβρίου 1777
Αγία Πετρούπολη
Θάνατος1 Δεκεμβρίου 1825 (47 ετών)
Ταγκανρόγκ
Τόπος ταφήςάγνωστος
ΣύζυγοςΛουίζα του Μπάντεν
Επίγονοι(νόθος) Νικολάι Λούκας
ΟίκοςΟίκος του Σ.Χ.Γκόττορπ
ΠατέραςΠαύλος Α΄ της Ρωσίας
ΜητέραΣοφία Δωροθέα της Βυρτεμβέργης
ΘρησκείαΧριστιανός Ορθόδοξος
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Αλέξανδρος Α΄ (ρωσικά: Александр I), γεννηθείς Αλέξανδρος Παύλοβιτς (Александр Павлович, προφέρεται σύμφωνα με το ΔΦΑ [ɐlʲɪˈksandr ˈpavɫəvʲɪʨ], 23 Δεκεμβρίου 17771 Δεκεμβρίου 1825), ο επονομαζόμενος "Ευλογημένος", από τον Οίκο των Ρομανώφ, ήταν αυτοκράτορας της Ρωσίας από τις 23 Μαρτίου 1801 έως την 1 Δεκεμβρίου 1825 και βασιλιάς της Πολωνίας από το 1815 έως το 1825, καθώς επίσης και πρώτος μέγας δούκας της Φινλανδίας.

Ο Αλέξανδρος διαδέχθηκε στο θρόνο τον πατέρα του, Παύλο, μετά τη δολοφονία του και κυβέρνησε τη Ρωσία κατά τη χαοτική περίοδο των Ναπολεόντειων Πολέμων. Κατά το πρώτο ήμισυ της βασιλείας του, ο Αλέξανδρος προσπάθησε να εισαγάγει φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, ενώ κατά το δεύτερο ήμισυ ακολούθησε έναν πιο τυχαίο τρόπο διακυβέρνησης, που οδήγησε στην εγκατάλειψη πολλών από τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Στην εξωτερική πολιτική ο Αλέξανδρος είχε συγκεκριμένες επιτυχίες, έχοντας κερδίσει πολλές εκστρατείες. Ιδιαιτέρως υπό την ηγεσία του η Ρωσία κατέλαβε τη Φινλανδία και μέρος της Πολωνίας. Οι περίεργες διακυμάνσεις του χαρακτήρα του έκαναν τον Αλέξανδρο έναν από τους πιο ενδιαφέροντες τσάρους.

Πρώτα Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, γιος του Μεγάλου Δούκα Παύλου Πέτροβιτς της Ρωσίας και της Σοφίας Δωροθέας (Μαρίας Φιόντοροβνας), κόρης του Φρειδερίκου Β΄ Ευγένιου της Βυρτεμβέργης.

Σύντομα μετά τη γέννησή του στις 23 Δεκεμβρίου 1777, ο Αλέξανδρος απομακρύνθηκε από τον πατέρα του, με εντολή της γιαγιάς του Αικατερίνης Β΄, η οποία δεν συμπαθούσε τον Παύλο και δεν ήθελε να έχει καμία επίδραση στον μελλοντικό αυτοκράτορα. Μερικές πηγές ισχυρίζονται ότι η Αικατερίνη κατέστρωσε το σχέδιο να αποκλείσει εντελώς τον Παύλο από την αυτοκρατορική διαδοχή. Και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τον Αλέξανδρο για τους δικούς τους σκοπούς και αυτός πληγώθηκε συναισθηματικά ανάμεσα στη γιαγιά και τον πατέρα του, τον διάδοχο του θρόνου. Έτσι, ο Αλέξανδρος διδάχθηκε από πολύ νωρίς πώς να χειραγωγεί τους αγαπημένους του και έγινε ένας φυσικός «χαμαιλέων», αλλάζοντας τις απόψεις του και την προσωπικότητά του ανάλογα με το πρόσωπο που είχε απέναντι του.

Μεγαλωμένος στην ελευθεριάζουσα ατμόσφαιρα της Αυλής της Αικατερίνης, είχε διδαχθεί τις αρχές του ανθρωπισμού του Ρουσσώ από τον Ελβετό δάσκαλο Φρεντερίκ Σεζάρ ντε λα Αρπ, και τις παραδόσεις της ρωσικής απολυταρχίας από τον στρατιωτικό του κυβερνήτη, Νικολάι Σαλτυκόφ. Ο νεαρός Αλέξανδρος έτρεφε συμπάθεια για τους Πολωνούς επαναστάτες, ωστόσο ο πατέρας του φαίνεται να τον είχε διδάξει να συνδυάζει μία θεωρητική αγάπη της ανθρωπότητας με μία πρακτική περιφρόνηση των ανθρώπων. Αυτές οι αντικρουόμενες τάσεις παρέμειναν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και παρατηρούνται στο δυισμό του στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του.

Το 1793, όταν ο Αλέξανδρος ήταν 16 ετών, νυμφεύθηκε τη 14χρονη Γερμανίδα Λουίζα της Βάδης, η οποία στη συνέχεια έλαβε το ορθόδοξο όνομα Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα. Εν τω μεταξύ ο θάνατος της Αικατερίνης το Νοέμβριο του 1796 έφερε τον πατέρα του, Παύλο, στο θρόνο. Οι εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του Παύλου συνάντησαν εχθρότητα και πολλοί από τους πιο στενούς του συμβούλους, καθώς και ο Αλέξανδρος, ήταν ενάντιοι στις προτεινόμενες αλλαγές. Ο Παύλος δολοφονήθηκε το Μάρτιο του 1801.

Ο Αλέξανδρος Α΄.

Διαδοχή στο θρόνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλέξανδρος Α΄ ανήλθε στο θρόνο στις 23 Μαρτίου 1801 και στέφθηκε στο Κρεμλίνο στις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου. Οι ιστορικοί ακόμη αμφισβητούν το ρόλο του Αλεξάνδρου στο φόνο. Η πιο κοινή άποψη είναι ότι ήταν υπέρ του να αναλάβει το θρόνο, αλλά επέμεινε ότι ο πατέρας του δεν θα δολοφονούνταν. Ο νέος Τσάρος ήταν αποφασισμένος να μεταρρυθμίσει τα ξεπερασμένα, κεντρικά συστήματα διακυβέρνησης της Ρωσίας. Αν και διατήρησε για κάποιο χρονικό διάστημα τους παλαιούς υπουργούς που είχαν υπηρετήσει και εκθρονίσει τον αυτοκράτορα Παύλο, μία από τις πρώτες του ενέργειες ως αυτοκράτορα ήταν να ορίσει μία Ιδιωτική Επιτροπή, που επίσης ειρωνικά αποκαλούνταν «Επιτροπή Δημοσίας Ασφαλείας», η οποία περιελάμβανε νέους και ενθουσιώδεις φίλους του - τον Βίκτoρ Παύλοβιτς Κοτσουμπέυ, τον Νικολάι Νικολάγεβιτς Νοβοσίλτσεφ, τον Πάβελ Αλεξάνδροβιτς Στρόγκανωφ και τον Άνταμ Γιέρζυ Τσαρτορύσκι, προκειμένου να σχεδιάσουν μία εσωτερική μεταρρύθμιση, που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε στην εγκαθίδρυση μιας συνταγματικής μοναρχίας. Ο Αλέξανδρος σκόπευε να δημιουργήσει ένα Σύνταγμα και σημαντικές πολιτικές ελευθερίες σύμφωνα με τις διδαχές του Διαφωτισμού. Επίσης ήθελε να επιλύσει ένα ακόμη κρίσιμο θέμα της Ρωσίας: το μέλλον των δουλοπαροίκων. Το καθεστώς εξέτασε τις δυνατότητες κατάργησης της δουλοπαροικίας, αν και αυτό δεν επετεύχθη μέχρι το 1861 από τον ανιψιό του Αλέξανδρο Β΄.

Κατά την αρχή της εξουσίας του Αλεξάνδρου αρκετά σημαντικά βήματα έγιναν, περιλαμβανομένης της ελευθερίας των εκδοτικών οίκων, της χαλάρωσης των δράσεων των μυστικών υπηρεσιών και της απαγόρευσης των βασανιστηρίων. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο φιλελεύθερος Μίχαελ Σπεράνσκυ έγινε ένας από τους στενότερους συμβούλους του τσάρου, και έκανε πολλά σχέδια για την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων. Οι σκοποί τους, εμπνευσμένοι από το θαυμασμό των αγγλικών θεσμών, υπερθεμάτισαν τις δυνατότητες της εποχής, και ακόμη και μετά την ανάρρησή τους σε θέσεις υπουργών οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Αυτό συνέβη γιατί ο Αλέξανδρος συνάντησε την αντίδραση των αξιωματούχων της Αυλής, των ευγενών αλλά και του αδερφού του Νικολάου Παύλοβιτς, μετέπειτα αυτοκράτορα, οι οποίοι υποστηρίζονταν από την πανίσχυρη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Ρωσία δεν ήταν έτοιμη για μια πιο φιλελεύθερη κοινωνία και ο Αλέξανδρος, ο απόστολος του προοδευτικού δασκάλου Φρεντερίκ-Σεζάρ ντε λα Αρπ, ήταν, όπως ο ίδιος αυτοπεριγραφόταν, «ένα "ευτυχές ατύχημα" στο θρόνο των τσάρων. Μίλησε, πραγματικά, με πικρία για την κατάσταση βαρβαρότητος στην οποία είχε αφεθεί η χώρα».

Ο βασιλικός θυρεός.

Νομική Μεταρρύθμιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κωδικοποίηση των νόμων που άρχισε το 1801 δεν τελείωσε ποτέ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Τίποτε δεν έγινε για να βελτιώσει τη μη ανεκτή κατάσταση των Ρώσων αγροτών· το σύνταγμα που συντάχθηκε από τον Μίχαελ Σπεράνσκυ και πέρασε από τον αυτοκράτορα παρέμεινε ανυπόγραφο. Τελικά περίτεχνοι χειρισμοί μηχανορραφιών εναντίον του Σπεράνσκυ που εξυφάνθηκαν από τους πολιτικούς του αντιπάλους οδήγησαν σε απώλεια της υποστήριξης του Αλεξάνδρου και συνακόλουθη απομάκρυνσή του το Μάρτιο του 1812. Ο Αλέξανδρος, στην πραγματικότητα, ο οποίος, χωρίς να είναι ενσυνείδητα τυραννικός, είχε σε πλήρη κλίμακα το τυραννικό χαρακτηριστικό της μη εμπιστοσύνης σε ανθρώπους με δυνατότητα ανεξάρτητης κρίσης, υστερούσε επίσης όσον αφορά στο πρώτο προαπαιτούμενο για έναν ανανεωτικό ηγεμόνα: την εμπιστοσύνη στο λαό του. Και ήταν αυτή η στάση που έφθειρε τις μεταρρυθμίσεις πριν υλοποιηθούν στην πραγματικότητα. Πειραματίστηκε στις ακριτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας του και οι Ρώσοι σημείωσαν με σημαντική αμφισβήτηση ότι, δυσαρεστημένος με τη διακυβέρνηση δια αλλοδαπών εργαλείων, έδιδε στην Πολωνία, τη Φινλανδία και τις Βαλτικές επαρχίες δικαιώματα που αρνείτο στους ίδιους.

Ο Αλέξανδρος ως Μεγάλος Δούκας της Ρωσίας.

Κοινωνικές μεταρρυθμίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Ρωσία, επίσης, ορισμένες μεταρρυθμίσεις έλαβαν χώρα, αλλά δεν μπορούσαν να επιβιώσουν από την υποψιασμένη εμπλοκή του αυτοκράτορα και των αξιωματούχων του. Το νεοδημιουργηθέν Υπουργικό Συμβούλιο και η Κυβέρνηση υπό την Κυβερνώσα Γερουσία, εξοπλίστηκαν για πρώτη φορά με συγκεκριμένες θεωρητικές εξουσίες, αλλά κατέληξαν υποτακτικά όργανα του τσάρου και των ευνοουμένων του κατά τη συγκεκριμένη στιγμή. Το σύστημα της εκπαίδευσης, με αποκορύφωση τα ανασυνταγμένα, ή νεοϊδρυμένα, Πανεπιστήμια του Ντόρπατ (νυν Τάρτου), της Βίλνα, του Καζάν και του Χαρκόβου, στραγγαλίστηκε από τα υποτιθέμενα ενδιαφέροντα της «εξουσίας» και της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ τα στρατόπεδα τα οποία ο Αλέξανδρος διαφήμισε ως ευλογία τόσο για τους στρατιώτες όσο και για το κράτος εφαρμόστηκαν βιαίως στους αγρότες και το στρατό με ανηλεή αγριότητα.

Αν και υποτίθεται ότι θα βελτίωνε τις συνθήκες ζωής των στρατιωτών, το οικονομικό αποτέλεσμα στην πραγματικότητα ήταν πενιχρό και η σκληρή στρατιωτική πειθαρχία επέφερε συχνές αναταραχές. Ακόμη και η Βιβλική Κοινωνία, μέσω της οποίας ο Αυτοκράτωρ κατά την ύστερη έφεσή του ευαγγελικού ζήλου πρότεινε για να ευλογήσει το λαό του, δημιουργήθηκε με τους ίδιους σκληρούς κανόνες. Ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος και οι Ορθόδοξοι μητροπολίτες εξαναγκάστηκαν να υπηρετήσουν στην ίδια επιτροπή μαζί με Προτεστάντες πάστορες και χωρικοί ιερείς, που είχαν εκπαιδευτεί να θεωρούν κάθε παρέκκλιση από το γράμμα της παράδοσης της Εκκλησίας ως θανάσιμο αμάρτημα, έγιναν τα ακούσια όργανα της διάδοσης αυτού που θεωρούσαν ως έργο του Σατανά.

Πορτραίτο του Αλέξανδρου από τον Τζορτζ Ντω.

Επίδραση στην ευρωπαϊκή πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απόψεις των συγχρόνων του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απολυταρχικός και «Ιακωβίνος», άνθρωπος του κόσμου και μυστικός, εμφανίστηκε στους συγχρόνους του ως γρίφος που ο καθένας έλυνε σύμφωνα με τη δική του διάθεση. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης τον θεωρούσε «Βυζαντινό», και τον ονόμαζε Ταλμά του Βορρά, έτοιμο να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε συνωμοσία. Για τον Μέττερνιχ ήταν ένας τρελός με τον οποίο έπρεπε να έχεις χιούμορ. Ο Λόρδος Κάσλρεϋ, γράφοντας γι' αυτόν στον Λόρδο Λίβερπουλ, τον πιστώνει με "σημαντικές αρετές", αλλά προσθέτει ότι είναι "καχύποπτος και αναποφάσιστος".

Η μεγαλειώδης φαντασία του Αλεξάνδρου ήταν, ωστόσο, πιο κοντά στα μεγάλα ευρωπαϊκά ζητήματα από τις προσπάθειες εσωτερικής μεταρρύθμισης που, ως σύνολο, τραυμάτιζαν την υπερηφάνειά του αποδεικνύοντας τα στενά όρια της απολύτου ισχύος του.

Συμμαχίες με άλλες δυνάμεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την ενθρόνισή του, ο Αλέξανδρος ανέτρεψε την πολιτική του πατέρα του, Παύλου, αποκήρυξε τη Λεγεώνα των Ουδετέρων, και συνήψε ειρήνη με το Ηνωμένο Βασίλειο (Απρίλιος 1801). Ταυτοχρόνως ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Φραγκίσκο Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύντομα στο Μέμελ (νυν Κλάιπεντα) συνήψε ισχυρή συμμαχία με το Βασίλειο της Πρωσίας, όχι υποκινούμενος από πολιτικά κίνητρα, αλλά με ένα πνεύμα πραγματικής ιπποσύνης, λόγω της φιλίας του για τον νεαρό βασιλιά Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄ και την όμορφη σύζυγό του, Λουίζα του Μεκλεμβούργου Στρέλιτς.

Η ανάπτυξη αυτής της συμμαχίας διεκόπη από τη σύντομη ειρήνη του Οκτωβρίου 1801 και για λίγο φάνηκε ότι η Γαλλία και η Ρωσία θα μπορούσε να έλθουν σε συνεννόηση. Ενθουσιασμένος από τον Λα Αρπ, που είχε επιστρέψει στη Ρωσία από το Παρίσι, ο Αλέξανδρος άρχισε ανοικτά να διακηρύσσει την εκτίμησή του στους γαλλικούς θεσμούς και στο πρόσωπο του Ναπολέοντος Βοναπάρτη. Σύντομα, ωστόσο, επήλθε μια αλλαγή. Ο Λα Αρπ, μετά από μία νέα επίσκεψη στο Παρίσι, παρουσίασε στον Τσάρο τις Ανακλάσεις του σχετικά με την Πραγματική Φύση του Προξενείου για τη Ζωή, που, καθώς ο Αλέξανδρος είπε, αφαίρεσαν το προπέτασμα από τα μάτια του, και απεκάλυψαν το Βοναπάρτη «ως μη αληθινό πατριώτη», αλλά μόνο ως «τον πιο φημισμένο τύραννο που έχει αναδειχθεί παγκοσμίως». Ο αποπροσανατολισμός του ολοκληρώθηκε με τη δολοφονία του Λουδοβίκου Αντώνιου, Δούκα του Ανγκιέν. Η ρωσική αυλή πένθησε για τον τελευταίο Κοντέ και οι διπλωματικές σχέσεις με το Παρίσι διεκόπηκαν.

Αντίδραση στον Ναπολέοντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεγονότα των Ναπολεοντείων Πολέμων που ακολούθησαν ανήκουν στη γενική ιστορία της Ευρώπης, αλλά η συμπεριφορά του Τσάρου είναι προσωπική για τον ίδιο, αν και εγκυμονούσα θέματα παγκοσμίου σημασίας. Αντιπαρατιθέμενος στο Ναπολέοντα Α΄, «τον καταπιεστή της Ευρώπης και διαταρακτή της παγκόσμιας ειρήνης», ο Αλέξανδρος στην πραγματικότητα ήδη πίστευε ότι εκπληρούσε μία θεία αποστολή. Στις οδηγίες του προς το Νοβοσιλτσώφ, τον ειδικό απεσταλμένο του στο Λονδίνο, ο Τσάρος φώτισε τα κίνητρα της πολιτικής του με γλώσσα που απευθυνόταν τόσο ελάχιστα στην κοινή λογική του πρωθυπουργού Πιτ, όσο αργότερα η συνθήκη της Ιεράς Συμμαχίας προσείλκυε τον υπουργό εξωτερικών, Κάσλρεϋ. Ωστόσο το κείμενο είναι μεγάλης σπουδαιότητας, καθώς σε αυτό βρίσκουμε σχηματοποιημένα για πρώτη φορά με επίσημο τρόπο εκείνα τα ιδανικά της διεθνούς πολιτικής που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις κατά το τέλος της επαναστατικής εποχής και οδήγησαν κατά το τέλος του 19ου αιώνα στον περιορισμό του Νικολάου Β΄ και τη διάσκεψη της Χάγης. Το αποτέλεσμα του πολέμου, επιχειρηματολογούσε ο Αλέξανδρος, δεν θα έπρεπε να είναι μόνον η απελευθέρωση της Γαλλίας, αλλά ο παγκόσμιος θρίαμβος των «ιερών ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Μία γενική συνθήκη θα έπρεπε να είναι η βάση των σχέσεων των κρατών που θα σχημάτιζαν την «Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία» και αυτή, αν και «δεν θα απαντούσε στο ερώτημα της υλοποίησης του οράματος της παγκοσμίου ειρήνης, θα διατηρούσε ορισμένα από τα αποτελέσματά της αν, μετά τη λήξη του γενικού πολέμου, ήταν δυνατόν να εγκαθιδρύσει με καθαρές αρχές τα δικαιώματα των εθνών». «Γιατί δεν θα μπορούσε να υποβληθεί σε αυτή», ο Τσάρος συνέχισε, «το θετικό δικαίωμα των εθνών, να επιβεβαιωθεί το δικαίωμα της ουδετερότητας, να εισαχθεί η υποχρέωση μη ενάρξεως πολέμου έως ότου εξαντληθούν όλοι οι πόροι που θα μπορούσε η διαμεσολάβηση ενός τρίτου μέρους να προσφέρει, έχοντας έτσι φωτίσει τα αντίστοιχα παράπονα, και προσπαθήσει να τα λύσει. Είναι τέτοιες οι αρχές με τις οποίες θα μπορούσε να προχωρήσει η γενική ειρήνευση, και να γεννηθεί μία λεγεώνα της οποίας οι ρήτρες θα σχημάτιζαν, τρόπον τινά, ένα νέο κώδικα διεθνούς δικαίου, που, επικυρωμένος από το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών εθνών, θα γίνει άνευ δυσκολίας ο αμετάβλητος κανόνας των κυβερνήσεων, ενώ αυτοί που θα προσπαθούσαν να τον παραβιάσουν θα διακινδύνευαν να βρεθούν αντιμέτωποι με τις δυνάμεις της νέας ένωσης».

Έφιππο πορτραίτο του Αλεξάνδρου Α΄ (1812).

Η ήττα από τις Γαλλικές δυνάμεις το 1807[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εν τω μεταξύ ο Ναπολέων, κάπως ενοχλημένος από τη νεανική ιδεολογία του Ρώσου μονάρχη, ποτέ δεν εγκατέλειψε την ελπίδα να τον αποσπάσει από τη συμμαχία του. Δεν είχε ακόμη μπει θριαμβευτικά στη Βιέννη και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις μαζί του. Τις επανέλαβε μετά την Μάχη του Άουστερλιτς (2 Δεκεμβρίου 1805). Η Ρωσία και η Γαλλία, τόνισε, ήταν «γεωγραφικοί σύμμαχοι»: δεν υπήρχε, και θα μπορούσε να μην υπάρξει, μεταξύ τους σύγκρουση συμφερόντων καθώς μαζί θα μπορούσαν να κυβερνήσουν τον κόσμο. Αλλά ο Αλέξανδρος αποφάσισε «να επιμείνει στο σύστημα αδιαφορίας όσον αφορά όλα τα ευρωπαϊκά κράτη που είχε ακολουθήσει» και συμμάχησε ξανά με την Πρωσία. Η εκστρατεία της Ιένας και η Μάχη του Άιλαου ακολούθησαν και ο Ναπολέων, αν και ακόμα προσανατολισμένος στη συμμαχία με τη Ρωσία, υποκίνησε την Πολωνία, την Τουρκία και την Περσία να σπάσουν την υπακοή στον Τσάρο. Ένα κόμμα στη Ρωσία την ίδια, ηγούμενο από τον αδελφό του Τσάρου, Μεγάλο Δούκα Κωνσταντίνο Παύλοβιτς, επιθυμούσε την ειρήνη, αλλά ο Αλέξανδρος, μετά από μία μάταιη προσπάθεια να δημιουργήσει μία νέα συμμαχία, κάλεσε το ρωσικό έθνος σε ιερό πόλεμο εναντίον του Ναπολέοντος ως εχθρού της Ορθόδοξης πίστης. Το αποτέλεσμα ήταν η πανωλεθρία στη μάχη του Φρίντλαντ (13-14 Ιουνίου, 1807). Ο Ναπολέων άδραξε την ευκαιρία· αντί να προβάλει βαρείς όρους, προσέφερε στον ηττημένο αυτοκράτορα τη συμμαχία του, και συμμετοχή στη δόξα του.

Οι δύο αυτοκράτορες συναντήθηκαν στο Τιλσίτ στις 25 Ιουνίου 1807. Ο Αλέξανδρος, θαμπωμένος από την ευφυΐα του Ναπολέοντος και έκπληκτος από την φαινομενική του γενναιοδωρία, κερδήθηκε πλήρως. Ο Ναπολέων ήξερε καλά πώς να απευθυνθεί στην εξημμένη φαντασία του νέου του φίλου. Θα μοιραζόταν με τον Αλέξανδρο την παγκόσμια Αυτοκρατορία: ως πρώτο βήμα θα τού άφηνε την κατοχή των Παραδουνάβιων ηγεμονιών και τού έδωσε το ελεύθερο να χειριστεί τη Φινλανδία και, αργότερα, οι Αυτοκράτορες της Ανατολής και της Δύσης, όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, θα έδιωχναν τους Τούρκους από την Ευρώπη και θα βάδιζαν προς την Ασία για να καταλάβουν την Ινδία. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο ξύπνησε στο ευεπηρέαστο μυαλό του Αλεξάνδρου μια φιλοδοξία προς την οποία ήταν μέχρι τώρα ξένος. Τα ευρωπαϊκά ενδιαφέροντα ξεχάστηκαν. «Τι είναι η Ευρώπη;» αναφώνησε στο Γάλλο πρέσβη. «Πού είναι, αν δεν είμαστε εσείς κι εμείς;»

Πρωσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λάμψη αυτών των νέων οραμάτων δεν τύφλωσαν, ωστόσο, τον Αλέξανδρο όσον αφορά στις υποχρεώσεις της φιλίας και αρνήθηκε να κρατήσει τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες ως έπαθλο για τον περαιτέρω διαμελισμό της Πρωσίας. «Κάναμε έντιμο πόλεμο», είπε, «πρέπει να κάνουμε έντιμη ειρήνη». Ο ενθουσιασμός του Τιλσίτ σύντομα άρχισε να φθίνει. Ο Ναπολέων ήταν γεμάτος υποσχέσεις, αλλά φειδωλός στην υλοποίησή τους. Οι Γάλλοι παρέμειναν στην Πρωσία, οι Ρώσοι στο Δούναβη και αλληλοκατηγορήθηκαν για παραβίαση της εμπιστοσύνης. Εν τω μεταξύ, οι προσωπικές σχέσεις του Αλεξάνδρου και του Ναπολέοντος ήταν πολύ εγκάρδιες και υπήρχε ελπίδα ότι μία νέα συνάντηση θα μπορούσε να ρυθμίσει όλες τις διαφορές μεταξύ τους. Η συνάντηση έλαβε χώρα στην Ερφούρτη τον Οκτώβριο του 1808 και οδήγησε σε μία συνθήκη που όρισε την κοινή πολιτική των δύο αυτοκρατόρων. Εντούτοις, οι σχέσεις του Αλεξάνδρου με τον Ναπολέοντα υπέστησαν σημαντική μεταβολή. Ο Ρώσος αυτοκράτορας αντελήφθη ότι στο Ναπολέοντα το συναίσθημα ποτέ δεν υπερέβη τη λογική, ότι στην πραγματικότητα ο Γάλλος ουδέποτε αποσκοπούσε στην προτεινόμενη "μείζονα επιχείρησή" του και ότι την είχε απλώς χρησιμοποιήσει για να προκαταλάβει τον Τσάρο, ενώ παράλληλα εδραίωνε την ισχύ του στην Κεντρική Ευρώπη. Από τη στιγμή αυτή η γαλλική συμμαχία υποβαθμίστηκε για τον Αλέξανδρο, κατέπεσε από το επίπεδο μιας αδελφικής συμφωνίας διοίκησης του κόσμου σε μία υπόθεση καθαρά πολιτικής. Τη χρησιμοποίησε, δε, με την πρώτη ευκαιρία, για να απομακρύνει «τον γεωγραφικό εχθρό» από τις πύλες της Αγίας Πετρούπολης, αποσπώντας τη Φινλανδία από τους Σουηδούς (1809) και ήλπισε μέσω αυτής να καταστήσει τον Δούναβη νότιο σύνορο της Ρωσίας.

Ο ρωσικός στρατός εισέρχεται στο Παρίσι το 1814.

Γαλλο-Ρωσική Συμμαχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεγονότα στην πραγματικότητα ταχέως οδηγούσαν στη θραύση της γαλλο-ρωσικής συμμαχίας. Ο Αλέξανδρος, στην πραγματικότητα, βοήθησε το Ναπολέοντα στον πόλεμο του 1809, αλλά διακήρυξε ωμά ότι δεν θα επέτρεπε να διαλυθεί η Αυστριακή Αυτοκρατορία και ο Ναπολέων παραπονέθηκε πικρά για την απραξία των ρωσικών στρατευμάτων κατά την εκστρατεία. Ο Τσάρος, με τη σειρά του, διαμαρτυρήθηκε για την ενθάρρυνση του Ναπολέοντος προς τους Πολωνούς. Σχετικά με τη γαλλική συμμαχία ήξερε ότι πρακτικά ήταν απομονωμένος στη Ρωσία και διακήρυξε ότι δεν θα θυσίαζε το συμφέρον του λαού του και της αυτοκρατορίας χάριν της φιλίας με το Ναπολέοντα. «Δεν θέλω τίποτε για τον εαυτό μου», είπε στο Γάλλο πρέσβη, «ωστόσο ο κόσμος δεν είναι επαρκώς μεγάλος ώστε να κατανοήσει το ζήτημα της Πολωνίας, αν τίθεται θέμα ανασύστασής της».

Η Συνθήκη της Βιέννης, που προσέθεσε σημαντικά εδάφη στο Δουκάτο της Βαρσοβίας, έλεγε με παράπονο «αντιμετώπισε την πίστη του με απρέπεια», και ήταν μόνο δεσμευμένος από την εποχή της δημόσιας διακήρυξης του Ναπολέοντος ότι δεν είχε πρόθεση ανασύστασης της Πολωνίας και από μία συνθήκη, που υπεγράφη στις 4 Ιανουαρίου 1810 αλλά δεν κυρώθηκε, που καταργούσε το πολωνικό όνομα και τις τάξεις των ευγενών.

Αλλά αν ο Αλέξανδρος υποπτευόταν το Ναπολέοντα, ο Ναπολέων δεν ήταν λιγότερο καχύποπτος και, μερικώς για να ελέγξει την ειλικρίνειά του, ζήτησε το χέρι της Μεγάλης Δούκισσας Άννας Πάβλοβνας, νεότερης αδελφής του Τσάρου, θέλοντας παράλληλα να παντρευτεί γόνο βασιλικής οικογένειας. Είχε προηγουμένως αποτύχει να εξασφαλίσει το γάμο με την μεγαλύτερη αδελφή της Αικατερίνη Πάβλοβνα, καθώς η αυτοκράτειρα Μαρία Φιόντοροβνα κανόνισε εσπευσμένα το γάμο της με τον Πέτρο Φρειδερίκο Γουλιέλμο του Ολδεμβούργου. Μετά από μια μικρή καθυστέρηση ο Αλέξανδρος αρνήθηκε ευγενώς, με μία έκκληση σχετική με την τρυφερή ηλικία της Άννας και την αντίθεση της Αυτοκράτειρας στο γάμο. Η απάντηση του Ναπολέοντος ήταν να αρνηθεί την κύρωση της συνθήκης της 4ης Ιανουαρίου 1810 και να ανακοινώσει τον αρραβώνα του με την αρχιδούκισσα Μαρία Λουίζα της Αυστρίας, με τέτοιο τρόπο που να οδηγήσει τον Αλέξανδρο στην υπόθεση ότι οι δύο γαμήλιες συνθήκες έτυχαν ταυτόχρονης διαπραγματεύσεως. Από τη στιγμή αυτή η σχέση μεταξύ των δύο αυτοκρατόρων σταδιακά εντάθηκε.

Η προσάρτηση του Ολδεμβούργου, του οποίου ο Δούκας του Ολδεμβούργου ήταν θείος του Τσάρου, στη Γαλλία το Δεκέμβριο του 1810, προσέθεσε ένα ακόμη προσωπικό παράπονο του Αλεξάνδρου απέναντι στο Ναπολέοντα, ενώ η αντίδραση του «ηπειρωτικού συστήματος» στο ρωσικό εμπόριο κατέστησε αδύνατο για τον Τσάρο να διατηρήσει μία πολιτική που ήταν το κύριο κίνητρο του Ναπολέοντος για τη συμμαχία. Ακολούθησαν οξεία αλληλογραφία και μερικώς συγκεκαλυμμένοι εξοπλισμοί, που είχαν ως αποκορύφωμα την εισβολή του Ναπολέοντος το 1812 στη Ρωσία. Ωστόσο, ακόμη και μετά τη διάβαση του ορίου από τους Γάλλους, ο Αλέξανδρος ακόμη διαμαρτυρόταν ότι τα προσωπικά του αισθήματα έναντι του αυτοκράτορα ήταν αναλλοίωτα. Αλλά, προσέθετε, «ο ίδιος ο Θεός δεν είναι δυνατόν να διαγράψει το παρελθόν». Ήταν η κατοχή της Μόσχας και η βεβήλωση του Κρεμλίνου, του ιερού κέντρου της Αγίας Ρωσίας, που μετέτρεπε το αίσθημα για το Ναπολέοντα σε παθιασμένο μίσος. Μάταια ο Γάλλος αυτοκράτωρ, εντός οκτώ ημερών από την είσοδό του στη Μόσχα, απηύθυνε επιστολή προς τον Τσάρο, εν είδει μακράς κραυγής θλίψης, που απεκάλυπτε τα απεγνωσμένα δεσμά του Μεγάλου Στρατού και απεύθυνε έκκληση προς «ό,τι απέμενε από τα πρότερά του αισθήματα». Ο Αλέξανδρος δεν απάντησε σε αυτούς τους «φανφαρονισμούς». «Όχι πια ειρήνη με τον Ναπολέοντα!» φώναξε, «Αυτός ή Εγώ, Εγώ ή Αυτός: δεν μπορούμε πια να βασιλεύουμε μαζί!»

Η εκστρατεία του 1812[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκστρατεία του 1812 ήταν σημείο καμπής στη ζωή του Αλεξάνδρου και η φρίκη της, για την οποία η ευαίσθητη φύση του αισθάνθηκε μεγάλη ευθύνη, επιβάρυναν υπέρμετρα ένα νου που δεν υπήρξε ποτέ απόλυτα ισορροπημένος. Όταν ο Ναπολέων διέσχισε τα ρωσικά σύνορα με το Μεγάλο Στρατό, ο Αλέξανδρος Α΄ ήταν εντελώς απροετοίμαστος για πόλεμο, εμπιστευόμενος το γαλλόφιλο καγκελάριο Νικολάι Ρουμυαντσέφ περισσότερο από τον πρέσβη του στη Γαλλία Αλεξάντρ Κουράκιν, ο οποίος τον είχε προειδοποιήσει σχετικά με τα πολεμικά σχέδια του Ναπολέοντος. Η Ρωσία κήρυξε Ιερό Πόλεμο προς υπεράσπιση της Μητέρας Πατρίδος. Κατά τον εμπρησμό της Μόσχας, διακήρυξε εκ των υστέρων, η ψυχή του είχε φωτιστεί, και είχε αντιληφθεί άπαξ και διά παντός τη θεία αποκάλυψη της αποστολής του ως ειρηνοποιού της Ευρώπης. Προσπάθησε να απαλύνει τον αναβρασμό της συνείδησής του μέσω αλληλογραφίας με τους ηγέτες της αναβίωσης του ευαγγελισμού της ηπείρου, ενώ αναζήτησε οιωνούς και υπερφυσική καθοδήγηση σε κείμενα και αποσπάσματα των γραφών. Δεν ειρήνευσε ωστόσο η καρδιά του, σύμφωνα με τον ίδιο, έως ότου συνάντησε τη Βαρόνη ντε Κρούντενερ, μία θρησκευτική τυχοδιώκτρια που έκανε αποστολή της τη μεταστροφή των πριγκήπων στη Βασιλεία το φθινόπωρο του 1813. Από αυτό το χρόνο ένας μυστικιστικός ευσεβισμός έγινε η δηλωμένη δύναμη της πολιτικής του, καθώς και των ιδιωτικών του ενεργειών. Η Μαντάμ ντε Κρούντενερ και ο συνεργάτης της, ο Ευαγγελιστής Εμπαϋτάζ, έγιναν οι έμπιστοι των πιο μυστικών σκέψεων του αυτοκράτορα και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας που έληξε με την κατάληψη του Παρισιού, οι αυτοκρατορικές συναντήσεις-προσευχές ήταν το μαντείο στις αποκαλύψεις του οποίου κρεμόταν η τύχη του κόσμου.

Φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το τέλος του έτους 1818, οι απόψεις του Αλεξάνδρου άρχισαν να αλλάζουν. Μία επαναστατική πολιτική συνωμοσία μεταξύ των αξιωματούχων της φρουράς και μία ανόητη απόπειρα απαγωγής του καθ' οδόν προς τη Σύνοδο του Αιξ-λα-Σαπέλ, λέγεται ότι κλόνισαν τα θεμέλια του φιλελευθερισμού του. Στο Αιξ-λα-Σαπέλ ήλθε για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με τον Μέττερνιχ. Σε αυτή την εποχή ανάγεται η επικυριαρχία του Μέττερνιχ στο μυαλό του Ρώσου Αυτοκράτορα και στα συμβούλια της Ευρώπης. Δεν ήταν ωστόσο αιφνίδια μεταστροφή. Αν και θορυβημένος από τον επαναστατικό αναβρασμό στη Γερμανία, που οδήγησε στο φόνο του Άουγκουστ φον Κοτζεμπούε (23 Μαρτίου 1819), ο Αλέξανδρος αποδέχθηκε τη διαμαρτυρία του Κάσλρεϋ έναντι της πολιτικής του Μέττερνιχ ότι «οι κυβερνήσεις να σχηματίσουν συμμαχία εναντίον των λαών», καθώς τυποποιήθηκε στα Διατάγματα του Κάρλσμπαντ (νυν Κάρλοβυ Βάρυ) τον Ιούλιο του 1819 και αποδοκίμασε κάθε εμπλοκή της Ευρώπης στην υποστήριξη «μίας λεγεώνος με μόνο αντικείμενο τις παράλογες αξιώσεις της απολυταρχίας».

Ακόμη διακήρυξε την πίστη του σε «ελεύθερους οργανισμούς», αν και όχι σε τέτοια ηλικία εξ αιτίας της ασθενικότητας, ή συμβόλαια υποβαλλόμενα από λαϊκούς ηγέτες προς τους μονάρχες τους, ή συντάγματα που δόθηκαν σε δύσκολες περιστάσεις για να ηρεμήσει μία κρίση. «Η ελευθερία», είπε, «θα έπρεπε να περιορίζεται εντός δίκαιων ορίων. Και τα όρια της ελευθερίας είναι οι αρχές της τάξης».

Ήταν ο προφανής θρίαμβος των αρχών της αταξίας στις επαναστάσεις της Νάπολης και του Πεδεμοντίου, συνδυασμένος με τα αυξανόμενα ανησυχητικά συμπτώματα στη Γαλλία, τη Γερμανία, και στον ίδιο το λαό του, που ολοκλήρωσαν τη μεταστροφή του Αλεξάνδρου. Στην απομόνωση της μικρής πόλης Τροππάου (νυν Οπάβα), όπου τον Οκτώβριο του 1820 οι δυνάμεις συνδιασκέφθηκαν, ο Μέττερνιχ βρήκε μια ευκαιρία για την παγίωση της επιρροής του πάνω στον Αλέξανδρο, που αναμενόταν μεταξύ του θορύβου και των γυναικείων δολοπλοκιών της Βιέννης και του Αιξ. Εδώ, με εμπιστοσύνη που αποκτήθηκε με φιλικές συνομιλίες κατά το απογευματινό τσάι, ο αποπροσανατολισμένος αυτοκράτωρ εξομολογήθηκε το λάθος του. «Δεν έχεις τίποτε να μετανιώσεις», είπε λυπημένα στον έκπληκτο Καγκελάριο, «αλλά εγώ έχω!»

Το θέμα ήταν βαρυσήμαντο. Τον Ιανουάριο ο Αλέξανδρος υπερασπιζόταν ακόμη το ιδανικό της ελεύθερης συνομοσπονδίας των Ευρωπαϊκών κρατών, που συμβολιζόταν από την Ιερά Συμμαχία, έναντι της πολιτικής μιας δικτατορίας των Μεγάλων Δυνάμεων, που συμβολιζόταν από την Τετραμερή Συνθήκη. Είχε ακόμη διαμαρτυρηθεί έναντι στους ισχυρισμούς της συλλογικής Ευρώπης να αναμειγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις των ανεξαρτήτων κρατών. Στις 19 Νοεμβρίου υπέγραφε το Πρωτόκολλο του Τροππάου, που καθιέρωνε την αρχή της εμπλοκής και κατέστρεφε την αρμονία.

Ο Αλέξανδρος Α΄ με τον Ναπολέοντα A΄ και τη σύζυγό του Μαρία Λουίζα τη Αυστρίας στο Τιλσίτ.

Η επανάσταση των Ελλήνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Συνέδριο του Λάιμπαχ, άνοιξη του 1821, ο Αλέξανδρος πληροφορείται επίσημα με επιστολή από τον ίδιο τον στρατηγό του Αλέξανδρο Υψηλάντη που βρισκόταν σε άδεια για την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Από τη στιγμή αυτή μέχρι το θάνατό του, ο νους του παλινδρομούσε μεταξύ της ανυπομονησίας του να υλοποιήσει το όνειρό του, μιας συνομοσπονδίας της Ευρώπης και της παραδοσιακής του αποστολής ως ηγέτη μιας ορθόδοξης σταυροφορίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι παρά την αρχική και έντονη αντίδραση του Μέττερνιχ, το πρώτο κίνητρο υπερίσχυσε. Ωστόσο ο τσάρος ανησυχούσε πάντα για μία πιθανή εξέγερση στην Ευρώπη, αλλά και για ανταρσία στον ίδιο του το στρατό[1].

Διέγραψε το όνομα του Αλεξάνδρου Υψηλάντη από τη λίστα του Ρωσικού στρατού, κατόπιν προηγούμενης παραίτησης του ίδιου, διατάζοντας τον υπουργό των εξωτερικών του, Ιωάννη Καποδίστρια, να τον ενημερώσει εγγράφως για την αποκήρυξη της συμπάθειας της Ρωσίας στην επιχείρησή του. Αυτό έγινε την 14/26 Μαρτίου 1821.[2] Στα τέλη του 1821 με αρχές 1822, ενώ γινόταν το Συμβούλιο της Βερόνα όπου συζητήθηκε, μεταξύ άλλων, και το ελληνικό θέμα, δεν έγινε δεκτή μια ελληνική αντιπροσωπία με δική του εντολή.

Έκανε, στην πραγματικότητα, προσπάθεια να συμβιβάσει τις αρχές που μπλέκονταν στο μυαλό του. Προσφέρθηκε να παραδώσει τον ισχυρισμό, που επιτυχώς επιβεβαιώθηκε όταν ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ είχε εξαιρεθεί από την Ιερά Συμμαχία και οι υποθέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τα εξαγόμενα της Βιέννης, ότι τα ζητήματα της Ανατολής ήταν «εσωτερικές υποθέσεις της Ρωσίας», και να εισβάλει στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπως η Αυστρία είχε εισβάλει στη Νάπολη, «ως αναγκαιότητα της Ευρώπης».

Η αντίθεση του Μέττερνιχ σε αυτό, παράλογη, αλλά φυσική από την Αυστριακή άποψη, του πρωτοάνοιξε τα μάτια στον αληθινό χαρακτήρα της Αυστριακής συμπεριφοράς προς τα ιδεώδη του. Ξανά πίσω στη Ρωσία, μακριά από την έξαψη της προσωπικότητας του Μέττερνιχ, το αμνήμον πνεύμα του λαού του τον ξαναέφερε εις εαυτόν. Και όταν, το φθινόπωρο του 1825, πήρε την Αυτοκράτειρά του που πέθαινε, Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα, για αλλαγή ατμόσφαιρας στο νότο της Ρωσίας, προκειμένου, καθώς όλη η Ευρώπη υπέθεσε, να τεθεί επικεφαλής του μεγάλου στρατού που ήταν συγκεντρωμένος στα Οθωμανικά σύνορα, η γλώσσα του δεν ήταν πια αυτή του «ειρηνοποιού της Ευρώπης», αλλά αυτή του Ορθόδοξου Τσάρου που ήταν αποφασισμένος να πάρει τα συμφέροντα του λαού του και της θρησκείας του «στα χέρια του». Πριν τη σημαντική απόφαση που είχε λάβει, ωστόσο, ο Αλέξανδρος πέθανε, «συντεθλιμμένος», σύμφωνα με τα δικά του λόγια, «κάτω από το τρομερό φορτίο ενός στέμματος» που είχε περισσότερες από μία φορές διακηρύξει την πρόθεσή του να παραιτηθεί.

Ιδιωτική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είχε νυμφευθεί στις 9 Οκτωβρίου 1793, χωρίς να ζητηθεί η γνώμη του, Λουίζα της Βάδης (Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα), ένα πολιτικό γάμο που, καθώς εξομολογήθηκε με λύπη στο φίλο του Φρειδερίκο Γουλιέλμο Γ΄, είχε οδηγήσει και τους δύο σε δυστυχία και παρηγόρησε τον εαυτό του με παραδοσιακό τρόπο. Τα δύο παιδιά του γάμου, Μεγάλη Δούκισσα Μαρία (1799-1800) και Μεγάλη Δούκισσα Ελισάβετ (1806-1808) πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Η κοινή τους θλίψη έφερε τούς συζύγους πιο κοντά. Προς το τέλος της ζωής του η συμφιλίωσή τους ολοκληρώθηκε με τη σοφή φιλανθρωπία της Αυτοκράτειρας να τον συμπονέσει βαθιά για το θάνατο της ερωμένης του πριγκίπισσας Μάρια Ναρύσκινα.

Το Παλάτι του Αλεξάνδρου Α΄ στο Ταγκανρόγκ, όπου ο Ρώσος Αυτοκράτορας απεβίωσε το 1825.

Το τέλος του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλέξανδρος Α΄ μπλέχτηκε όλο και περισσότερο στο μυστικισμό και υποπτευόταν όλο και περισσότερο αυτούς που ήταν γύρω του. Καθ' οδόν προς τη Σύνοδο του Άαχεν, της Γερμανίας, μία προσπάθεια απαγωγής του τον έκανε πιο καχύποπτο για τους γύρω του.

Το φθινόπωρο του 1825, λόγω της επιδεινούμενης ασθένειας της συζύγου του, ο Αυτοκράτωρ έκανε ένα ταξίδι στο νότο της Ρωσίας. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού, ο ίδιος κρυολόγησε, κατάσταση που κατέληξε σε τύφο, από τον οποίο πέθανε στη νότια πόλη του Ταγκανρόγκ στις 19 Νοεμβρίου 1825. Η σύζυγός του πέθανε μερικές εβδομάδες αργότερα, καθώς η σορός του Αυτοκράτορα μεταφερόταν στην Αγία Πετρούπολη για την κηδεία. Ενταφιάστηκε στον Καθεδρικό των Αγίων Πέτρου και Παύλου του Κάστρου Πέτρου και Παύλου στην Αγία Πετρούπολη στις 13 Μαρτίου 1826.

Ο αδόκητος θάνατος του Αυτοκράτορα της Ρωσίας μακριά από την πρωτεύουσα προξένησε επίμονες φήμες ότι ο θάνατός του και η κηδεία σκηνοθετήθηκαν, ενώ ο Αυτοκράτωρ απαρνήθηκε το στέμμα και αποσύρθηκε για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε απομόνωση. Υπήρχε η φήμη ότι ένας «στρατιώτης» ενταφιάστηκε ως Αλέξανδρος ή ότι ο τάφος ήταν κενός ή ότι ο Βρετανός πρέσβης στη Ρωσική αυλή είπε ότι είχε δει τον Αλέξανδρο να επιβιβάζεται σε πλοίο. Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι ο πρώην Αυτοκράτωρ είχε γίνει μοναχός είτε στη Λαύρα του Ποτσάιφ ή στη Λαύρα Κιέβου-Πετσέρσκαγια ή αλλού. Πολλοί άνθρωποι, περιλαμβανομένων πολλών ιστορικών, υπέθεσαν ότι ένας μυστηριώδης ερημίτης, ο Φέοντορ ΚουζμίτςΚοζμίτς), που εμφανίστηκε στη Σιβηρία το 1836 και πέθανε στην επικράτεια του Τομσκ το 1864, ήταν στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος Α΄ υπό μία υποτιθέμενη ταυτότητα. Ενώ υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο «Φέοντορ Κοζμίτς» στη νωρίτερη ζωή του μπορεί να ανήκε στην υψηλή κοινωνία, η ταυτότητά του ως Αλέξανδρος Α΄ δεν απεδείχθη ποτέ πέραν λογικής αμφιβολίας.

Το άμεσο επακόλουθο του θανάτου του Αλεξάνδρου ήταν η σύγχυση σχετικά με τη σειρά διαδοχής και μια προσπάθεια στρατιωτικού πραξικοπήματος από φιλελεύθερους αξιωματικούς. Ο διάδοχος του θρόνου, Τσάρεβιτς και Μέγας Δούκας Κωνσταντίνος Πάβλοβιτς είχε το 1822 παραιτηθεί του δικαιώματός του στη διαδοχή, αλλά η πράξη του δεν ανακοινώθηκε δημόσια, ούτε ήταν γνωστή σε κάποιον εκτός λίγων ανθρώπων της τσαρικής οικογένειας. Για το λόγο αυτό, στις 27 Νοεμβρίου 1825 ο πληθυσμός, περιλαμβανομένου του νεότερου αδελφού του Κωνσταντίνου, Νικολάου Πάβλοβιτς, ορκίστηκαν υπακοή στον Κωνσταντίνο. Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής σειράς διαδοχής τόσο στην αυτοκρατορική οικογένεια όσο και στο κοινό, ο Νικόλαος Α΄ διέταξε την ορκωμοσία υπακοής να λάβει χώρα στις 14 Δεκεμβρίου 1825. Επωφελούμενοι της ευκαιρίας, οι Δεκεμβριστές επαναστάτησαν, για να υπερασπίσουν φαινομενικά τα δικαιώματα του Κωνσταντίνου στο θρόνο, αλλά στην πραγματικότητα προκειμένου να ξεκινήσουν την αλλαγή του καθεστώτος στη Ρωσία. Ο Νικόλαος Α΄ βίαια κατέστειλε την εξέγερση και έστειλε τους ηγέτες της στις γαλέρες και τη Σιβηρία.

Μερικοί έμπιστοι του Αλεξάνδρου Α΄ ανέφεραν ότι κατά τα τελευταία έτη ο Αυτοκράτορας ήταν ενήμερος ότι οι Δεκεμβριστές σχεδίαζαν μία επανάσταση, αλλά επέλεξαν να μην ενεργήσουν εναντίον τους, σημειώνοντας ότι αυτοί οι αξιωματούχοι μοιράζονταν «τις πλάνες της νιότης του». Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι αυτές οι μυστικές κοινωνίες εμφανίστηκαν μετά την επιστροφή των Ρώσων αξιωματικών από τις Ναπολεόντειες εκστρατείες στην Ευρώπη το 1815.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε το 1793 την Λουίζα της Βάδης, που βαπτίστηκε Ορθόδοξη ως Ελισάβετ Αλεξέγιεβνα, κόρη του Καρόλου Λουδοβίκου της Βάδης, και είχε τέκνα:

  • Μαρία Αλεξάνδροβνα (1799 - 1800). Μερικές φήμες τη θέλουν κόρη του Άνταμ Τσαρτορύσκι.
  • Ελισάβετ Αλεξάνδροβνα (1806 - 1808). Φήμες έλεγαν ότι ήταν κόρη του Αλεξέι Οκοτνίκοφ.

Από τη μη νόμιμη σχέση του με τη Σοφία Σεργκέγιεβνα Βσεβολόζσκαγια είχε τέκνο:

  • (νόθος) Νικολάι Λούκας (1796 - 1868), στρατιωτικός και πολιτικός με συμμετοχή στους Ναπολεόντειους πολέμους.

Από τη Μαρία Ναρύσκινα είχε:

  • (νόθη) Ζινάιντα Ναρύσκινα (1807 - 1810).
  • (νόθη) Σοφία Ναρύσκινα (1805 - 1824).
  • (νόθος) Εμμάνουελ Ναρύσκιν (1813 - 1901/02).

Από τη Μαργκερίτ Ζορζέτ Βαϊνέρ, Γαλλίδα ηθοποιό, είχε:

  • (νόθη) Μαρία Αλεξάντροβνα Παρίσκαγια (1814 - 1874), παντρεύτηκε τον Βασίλι Γιούκοφ.

Από μία γυναίκα αγνώστου ονόματος:

  • (νόθη) Βιλελμίνα Αλεξαντρίνα Παβλίνα Αλεξάντροβνα (1816 - 1863), παντρεύτηκε τον Ιβάν Άρντουζερ φον Χόενταχς.

Από τη Βερόνικα Ντζιερζανόφσκα:

  • (νόθος) Γκούσταφ Έρενμπεργκ (1818 - 1895), ποιητής.

Από την πριγκίπισσα Βαρβάρα Τουρκεστάνοβα:

  • (νόθη) πριγκίπισσα Μαρία Τουρκεστάνοβνα, (1819 - 1843).

Από τη Μαρία Ιβάνοβνα Κατατάροβα:

  • (νόθος) Νικόλας Βασίλιεβιτς Ισάκοφ (1821 - 1891), νυμφεύτηκε την Άννα Πετρόβνα Λοπούχινα (απόγονο της Ευδοκίας Λοπούχινας).

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
8. Κάρολος Φρειδερίκος του Χόλσταϊν-Γκόττορπ
 
 
 
 
 
 
 
4. Πέτρος Γ΄ της Ρωσίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
9. Μεγάλη Δούκισσα Άννα Πετρόβνα της Ρωσίας
 
 
 
 
 
 
 
2. Παύλος της Ρωσίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
10. Χριστιανός Αύγουστος του Άνχαλτ-Τσερμπστ
 
 
 
 
 
 
 
5. Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
11. Ιωάννα Ελισάβετ του Χόλσταϊν-Γκόττορπ
 
 
 
 
 
 
 
1. Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
12. Κάρολος Αλέξανδρος δούκας της Βυρτεμβέργης
 
 
 
 
 
 
 
6. Φρειδερίκος Β΄ Ευγένιος της Βυρτεμβέργης
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
13. Μαρία Αυγούστα του Τουρν και Τάξις
 
 
 
 
 
 
 
3. Μαρία Φιόντοροβνα (Σοφία Δωροθέα της Βυρτεμβέργης)
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
14. Φρειδερίκος Γουλιέλμος του Βρανδεμβούργου-Σβετ (1700-1771)
 
 
 
 
 
 
 
7. Φρειδερίκη του Βρανδεμβούργου-Σβετ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
15. Σοφία Δωροθέα της Πρωσίας
 
 
 
 
 
 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. David Brewer, "1821-1833, η Φλόγα της Ελευθερίας", σελ. 101
  2. Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, έκδοση Π. Καρολίδου, 1925, τομ. ΣΤ', σ. 19, 20.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]