Μπορίς Γκοντουνόφ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά το ιστορικό πρόσωπο. Για την όπερα του Μοντέστ Μουσόργκσκι, δείτε: Μπορίς Γκοντουνόφ (Μουσόργκσκι).
Μπορίς
ΠερίοδοςΦεβρουάριος 1598 - 23 Απριλίου 1605
ΠροκάτοχοςΦιοντόρ Α΄
ΔιάδοχοςΦιοντόρ Β΄
Γέννηση1552
Μόσχα, Ρωσία
Θάνατος23 Απριλίου 1605
Μόσχα, Ρωσία
ΣύζυγοςΜαρία Σκουράτοβα-Μπέλσκαγια
ΕπίγονοιΦιοντόρ Β΄ της Ρωσίας
ΟίκοςΓκοντουνόφ
ΠατέραςΦιοντόρ Ιβάνοβιτς Γκοντουνόφ
ΜητέραΣτεπανίντα
ΘρησκείαΟρθόδοξος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Μπορίς Φιόντοροβιτς Γκοντουνόφ (Бори́с Фёдорович Годуно́в) προφορά σύμφωνα με το ΔΦΑ [bɐˈrʲis ˈfʲɵdərəvʲɪt͡ɕ ɡədʊˈnof] υπήρξε ο πρώτος μη ρουρικίδης τσάρος του Ρωσικού Βασιλείου. Έζησε από το 1552 έως το 1605. Η περίοδος της βασιλείας του (1598 έως το θάνατό του) χαρακτηρίζεται από την είσοδο της χώρας στην Εποχή των Αναστατώσεων. Η ζωή του ενέπνευσε τον εθνικό ποιητή της Ρωσίας Αλ. Πούσκιν να συνθέσει το έμμετρο δράμα «Μπορίς Γκοντουνόφ».

Τα πρώτα χρόνια (1552 - 1584)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικογένεια των Γκοντουνόφ καταγόταν από τατάρους ευγενείς, οι οποίοι στις αρχές του 14ου αι. εγκατέλειψαν τη Χρυσή Ορδή και έλαβαν γη από τους μοσχοβίτες στην Κοστρομά, ανατολικά της Μόσχας. Όντας ο επιφανέστερος απόγονος της οικογένειας, ο Μπορίς ξεκίνησε την καριέρα του ως έφηβος στην Αυλή του Ιβάν του Τρομερού.

Το 1571 εντάχθηκε στους Οπρίτσνικους, μια αδίστακτη παραστρατιωτική ομάδα που συγκρότησε ο ίδιος ο Ιβάν για να εξολοθρεύσει τους βογιάρους που αντιδρούσαν στο συγκεντρωτισμό του. Την ίδια χρονιά παντρεύθηκε τη Μαρία Σκουράτοβα, κόρη ενός ηγέτη των Οπρίτσνικων, ισχυροποιώντας τη θέση του κοντά στο θρόνο. Σύντομα ο Ιβάν ανέπτυξε στενή σχέση με το Γκοντουνόφ, πράγμα που αποδείχθηκε με την επιλογή της αδελφής του Ιρίνα ως συζύγου του διαδόχου Φιοντόρ το 1580, καθώς και την απονομή στον ίδιο του αξιώματος του «βογιάρου».

Η περίοδος της de facto αντιβασιλείας (1584 - 1597)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγες ώρες πριν εκπνεύσει, ο Ιβάν ο Τρομερός κάλεσε τους πέντε πλέον έμπιστους βογιάρους (μεταξύ των οποίων και το Γκοντουνόφ) και τους ανέθεσε να σταθούν δίπλα στο διανοητικά καθυστερημένο Φιοντόρ που αναλάμβανε τις τύχες του βασιλείου. Με την ενθρόνιση του τελευταίου (31 Μαΐου 1584) ο Γκοντουνόφ έλαβε τιμές και πλούτη, ως μέλος της πενταμελούς επιτροπής αντιβασιλείας. Από άποψη ισχύος ήταν ο δεύτερος της επιτροπής. Πήρε όμως τα άτυπα πρωτεία τον Αύγουστο του ιδίου έτους, όταν πέθανε ο Νικίτα Ρομανόβιτς, θείος του Φιόντορ από τη μεριά της μητέρας του.

Η ανέλιξη του Μπορίς Γκοντουνόφ στη θέση του πραγματικού κυβερνήτη της Ρωσίας ενόχλησε διάφορους άλλους βογιάρους, οι οποίοι προσπάθησαν να χωρίσουν τον τσάρο από την αδελφή του. Ο Μπορίς απάντησε άμεσα με εκτόπιση ή «ξύρισμα» (ισοδυναμούσε με έκπτωση από τα αξιώματα) των διαφωνούντων. Από εκείνη τη στιγμή ήταν πια παντοδύναμος. Αντιμέτωπος με τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που σώρευσε η διακυβέρνηση του Ιβάν, πέρασε το 1587 μια μεταρρύθμιση που περιόριζε την κινητικότητα των αγροτών. Σκοπός των μέτρων ήταν να αναζωογονήσει την αγροτική παραγωγή, τελικά όμως οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της πιο σκληρής δουλοπαροικίας.

Επιχειρώντας μια γενική αποτίμηση, η διακυβέρνησή του χαρακτηρίσθηκε από σύνεση, μετριοπάθεια και εξωστρέφεια. Κάλεσε Άγγλους εμπόρους να αναπτύξουν δραστηριότητα στη Ρωσία, απαλλάσσοντάς τους από δασμούς. Αναβάθμισε την Αρχιεπισκοπή Μόσχας σε Πατριαρχείο - μια κίνηση με μεγάλη πολιτική σημασία, αφού το νέο πατριαρχείο ήταν «ελεύθερο» εν αντιθέσει με τα υπόλοιπα που βρίσκονταν υπό την κατοχή των Οθωμανών. Σταθεροποίησε το ρωσικό έλεγχο στα ΒΑ και ΝΑ εδάφη, ιδρύοντας μια σειρά φρουρίων και πόλεων (Σαμάρα, Σαράτοφ, Βορόνεζ, Τσαρίτσιν) για να ελέγξει τα απείθαρχα φιννικά και ταταρικά φύλα.

Ο ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στα περίχωρα της Μόσχας, ιδιοκτησίας του Γκοντουνόφ.

Σε διεθνές επίπεδο, ανέκτησε με πόλεμο (1590 - 1595) τις πόλεις της ΒΔ Ρωσίας που είχε απολέσει ο Ιβάν από τους Σουηδούς μετά την αποτυχημένη εισβολή στη Λιβονία. Απέναντι στην Υψηλή Πύλη ακολούθησε πολιτική λελογισμένου ανταγωνισμού, υποστηρίζοντας τα αντιτουρκικά στοιχεία στο (παραδοσιακά τουρκόφιλο) Χανάτο της Κριμαίας. Ξανάρχισε επίσης την προσπάθεια κατάκτησης της Σιβηρίας που είχε ατονήσει και έβαλε τις βάσεις για νέους οικισμούς πέραν των Ουραλίων.

Η άνοδος και η πρώτη τριετία στο θρόνο (1598 - 1601)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φιόντορ πέθανε τον Ιανουάριο του 1598 χωρίς να αφήσει διάδοχο. Η μοναχοκόρη του Φιοντοσούγια είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία, ενώ δε βρίσκονταν εν ζωή άλλα αδέλφια του που θα μπορούσαν να χριστούν διάδοχοι. Δημιουργήθηκε έτσι πρόβλημα, αφού ο νέος τσάρος έπρεπε να ορισθεί.

Είναι λογικό πως ο Γκοντουνόφ είχε βλέψεις στο θρόνο, από τη στιγμή που όλες οι κυβερνητικές αρμοδιότητες είχαν συγκεντρωθεί στα χέρια του. Λέγεται μάλιστα ότι είχε φροντίσει από νωρίς να εξασφαλίσει ότι δε θα υπάρχει ρουρικίδας διάδοχος, διατάζοντας τη δολοφονία (1591) του δεκαετή Δημητρίου, γιου του Ιβάν από τον έβδομο γάμο του. Τυπικά ο Δημήτριος δεν ήταν ενταγμένος στη σειρά διαδοχής, αφού ως νόμιμα αναγνωρίζονταν μόνο τα τέκνα των τριών πρώτων γάμων, κανείς όμως δεν ξέρει ποια συμφέροντα θα επενδύονταν επάνω του στην κρίση που θα προέκυπτε με το θάνατο του Φιοντόρ. Πάντως η επιτροπή που τον εξέτασε, υπό το βογιάρο (και αργότερα τσάρο) Βασίλειο Σούισκι, απεφάνθη ότι ο μικρός πέθανε κατά τη διάρκεια επιληπτικής κρίσης και δε δολοφονήθηκε.

Πέραν της φιλοδοξίας του, η διεκδίκηση του θρόνου αποτελούσε για το Γκοντουνόφ το μοναδικό τρόπο αυτοπροστασίας! Ήταν βέβαιο ότι οποιοσδήποτε άλλος εκλεγόταν τσάρος, δε θα ανεχόταν την παρουσία ενός τόσο ισχυρού άνδρα στα δημόσια πράγματα. Το μέλλον του σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν προδιαγεγραμμένο - δολοφονία ή (στο πιο αισιόδοξο σενάριο) ισόβιος εγκλεισμός σε μοναστήρι.

Το Φεβρουάριο συνεκλήθη η Σύνοδος των Επαρχιών για να επιλέξει το νέο τσάρο. Το αποτέλεσμα ήταν γνωστό από πριν, αφότου ο Πατριάρχης Ιώβ είχε προτείνει το Γκοντουνόφ, αλλά ο τελευταίος επιθυμούσε η εκλογή του να γίνει από ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο σώμα. Όπως αναμενόταν η πρόταση του Ιώβ συγκέντρωσε ομόφωνη αποδοχή και το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους ο Γκοντουνόφ ενθρονίστηκε ως «Τσάρος Μπορίς Α' πασών των Ρωσιών».

Αν και η θητεία του Μπορίς ως τσάρου συμπίπτει με την έναρξη της Εποχής των Αναστατώσεων, στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν από τους ικανότερους και πιο καλλιεργημένους τσάρους της ρωσικής ιστορίας. Τα πρώτα από τα λιγοστά χρόνια της βασιλείας του χαρακτηρίσθηκαν από πρόοδο και υψηλή λαϊκή αποδοχή. Εάν είχε υπάρξει λίγο πιο τυχερός, ίσως σήμερα θα είχε μια θέση στο ρωσικό πάνθεον δίπλα στο Μεγάλο Πέτρο.

Αντιλαμβανόμενος το βαθμό καθυστέρησης της χώρας του σε σύγκριση με τη Δύση, υλοποίησε σημαντικές εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Ήταν ο πρώτος τσάρος που μετακάλεσε δυτικούς καθηγητές να διδάξουν στη Ρωσία και ενθάρρυνε Ρώσους νέους να σπουδάσουν σε δυτικά πανεπιστήμια. Συνέχισε επίσης τις προσπάθειες για ενδυνάμωση των εμπορικών δεσμών που είχε ξεκινήσει ο ίδιος επί Φιοντόρ. Καλλιέργησε φιλικές σχέσεις με την παραδοσιακή αντίπαλο Σουηδία και προσπάθησε (έστω και ανεπιτυχώς) να αποκτήσει έξοδο στη Βαλτική με ειρηνικά μέσα.

Η διάλυση και ο θάνατος (1601 - 1605)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρ' όλα όμως τα χαρίσματα και τη διορατικότητά του, ο Μπορίς διέθετε ένα ελάττωμα που επισκίαζε τα πάντα: την καχυποψία. Η εμμονή πως όλοι ήταν εν δυνάμει συνωμότες, έκανε αδύνατη τη συνεννόηση ακόμα και με στενούς συνεργάτες του. Έφθασε σε σημείο να απαγορεύσει σε βογιάρους να παντρευτούν, γιατί φοβόταν ότι ο γάμος θα ένωνε με δεσμούς αίματος τις αριστοκρατικές οικογένειες και θα απειλούσαν το θρόνο. Πολλοί αθώοι υπέφεραν διωγμούς εξ αιτίας συγκεχυμένων ή αβάσιμων πληροφοριών που του διοχέτευε ένα μεγάλο προσωπικό δίκτυο πληροφοριοδοτών. Όλα αυτά ο Μπαρίς τα πλήρωσε λίγο αργότερα, όταν ξεκίνησε η κρίση και πια δεν είχε συμμάχους.

Τα καλοκαίρια του 1601 και του 1602 ήταν πολύ ψυχρά. Ο παγετός κατέστρεψε τις σοδειές δημητριακών και ξέσπασε λιμός. Οι αγροτικές περιοχές υπέφεραν από την πείνα και την πανώλη και οι κάτοικοί τους συνέρρεαν στη Μόσχα, όπου γινόταν διανομή τροφίμων. Εκμεταλλευόμενοι την ερήμωση της επαρχίας, ληστές και κοζάκοι άρχισαν να λεηλατούν ό,τι είχε απομείνει.

Το 1603 εμφανίσθηκε στην Πολωνία κάποιος που υποστήριζε ότι είναι ο Δημήτριος, ο γιος του Ιβάν για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω, και δήλωνε ότι θα επιστρέψει για να πάρει πίσω το θρόνο που σφετερίστηκε ο Μπαρίς. Σε ομαλές συνθήκες μια τέτοια δήλωση θα προκαλούσε γέλιο, υπό το κράτος όμως της εξαθλίωσης μεγάλο μέρος των μαζών διείδε στο πρόσωπό του την ελπίδα για έξοδο από την κρίση. Με την υποστήριξη των Πολωνών και την ανοχή τμήματος της ρωσικής αριστοκρατίας που είχε απηυδήσει με την κατάσταση, ο «Ψευδοδημήτριος» πέρασε τα σύνορα επικεφαλής ενός μικρού στρατού μισθοφόρων, Κοζάκων και Ρώσων εξόριστων, ο οποίος στην πορεία γιγαντώθηκε στρατολογώντας κάθε μορφής απελπισμένους από τα μέρη που περνούσε.

Η κατάσταση είχε πια εκτραχυνθεί και ο Μπορίς Γκοντουνόφ ήταν παντελώς μόνος. Τα δύο τελευταία χρόνια της βασιλείας του αναλώθηκε στην απόπειρα διαχείρισης μιας πραγματικότητας που απλά ήταν αδύνατο να ελεγχθεί. Τελικά βρήκε το θάνατο από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 23 Απριλίου 1605. Τον διαδέχθηκε ο δεκαεξάχρονος γιος του Φιοντόρ Μπορίσοβιτς, αλλά η βασιλεία του διήρκεσε μόνο δυόμισι μήνες - τον Ιούνιο του 1605, με εντολή του Ψευδοδημήτριου που ήταν έτοιμος να μπει στη Μόσχα, συνελήφθη από βογιάρους και στραγγαλίστηκε μαζί με τη μητέρα του. Η κόρη του Μπορίς, ονόματι Ξένια, έγινε μοναχή και πέθανε αργότερα από φυσικά αίτια (1622).

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε το 1570 τη Μαρία Σκουράτοβα-Μπέλσκαγια, κόρη του Γρηγόρι Σκουράτοφ-Μπέλσκι του Μαλυούτα αρχηγού της Οπρίτσνινα επί Ιβάν Δ΄. Είχε τέκνα;

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]