Μάχη του Άιλαου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη του Άιλαου
Πόλεμος του Δ΄ Συνασπισμού
"Ο Ναπολέων στο πεδίο της μάχης του Άιλαου", πίνακας από τον Αντουάν-Ζαν Γκρο.
Ο Ναπολέων στο πεδίο του Άιλαου
Χρονολογία7-8 Φεβρουαρίου 1807
ΤόποςΆιλαου, Ανατολική Πρωσσία
ΈκβασηΤακτική Γαλλική Νίκη
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
Ναπολέων: 45.000 στρατιώτες
Νταβού: 15.000 στρατιώτες
Νέυ: 14.000 στρατιώτες
200 κανόνια
Μπέννιγκσεν: 67.000 στρατιώτες
Λ' Έστοκ: 9.000 στρατιώτες
460 κανόνια
Απώλειες
10.000 νεκροί και τραυματίες
18.000 στρατιώτες
15.000 νεκροί
3.000 αιχμάλωτοι

Η Μάχη του Άιλαου (γερμ. Schlacht bei Preußisch Eylau) ή μάχη του Πρόισις Άιλαου, στις 7 και 8 Φεβρουαρίου 1807, ήταν μια αιματηρή, αν και όχι αποφασιστική, μάχη της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα εναντίον του τσαρικού στρατού υπό την ηγεσία του στρατηγού Μπέννιγκσεν (γερμανικής καταγωγής αξιωματικός στην υπηρεσία του τσαρικού στρατού) κοντά στο χωριό Πρόισις Άιλαου στην Ανατολική Πρωσσία. Το χωριό σήμερα ανήκει στην Περιφέρεια Καλίνινγκραντ της Ρωσσίας και ονομάζεται Μπαγκρατιόναφσκ. Η μάχη έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Δ' Συνασπισμού, ο οποίος αποτέλεσε τμήμα των Ναπολεόντειων Πολέμων. Προηγουμένως, οι γαλλικές δυνάμεις είχαν συντρίψει το στρατό της Αυστρίας στην εκστρατεία της γερμανικής πόλης Ουλμ, και το συνδυασμένο στρατό Αυστριακών και Ρώσσων στη Μάχη του Άουστερλιτς στις 2 Δεκεμβρίου 1805. Η ήττα στο Άουστερλιτς ανάγκασε τους Αυστριακούς να ζητήσουν ειρήνη και τους Ρώσσους συμμάχους τους να αποσυρθούν από τη σύρραξη. Στις 14 Οκτωβρίου 1806, ο Ναπολέων συνέτριψε το στρατό της Πρωσσίας στη μάχη της Ιένας-Άουερστεντ. Μετά από ταχεία καταδίωξη, τα υπολείμματα της πρωσσικής στρατιάς εγκλωβίστηκαν και καταστράφηκαν στις μάχες του Πρεντσλάου και του Λύμπεκ, και οι Πρώσσοι σύρθηκαν στις Συνθήκες της Ερφούρτης, του Πάζεβαλκ, του Στέττιν, του Μαγδεβούργου και του Χαμελίν.

Στα τέλη Ιανουαρίου 1807, ο ρωσσικός στρατός του Μπέννιγκσεν άρχισε την επίθεση στην Ανατολική Πρωσσία, προελαύνοντας βαθιά στα δυτικά. Ο Ναπολέων αντέδρασε ξεκινώντας αντεπίθεση στα βόρεια, ελπίζοντας να αποτρέψει την υποχώρηση των Ρώσσων στα ανατολικά, προσδοκώντας να τους εγκλωβίσει σε ένα θανάσιμο θύλακα. Μετά την τυχαία κατοχή ενός αντιγράφου των διαταγών του Ναπολέοντα από τους Κοζάκους του, ο Μπέννιγκσεν ταχέως αποσύρθηκε στα βορειοανατολικά για να αποτρέψει την πιθανότητα αποκοπής των δυνάμεών του. Οι Γάλλοι άρχισαν επίμονη καταδίωξη για μέρες και συνάντησαν τους Ρώσσους παρατεταγμένους για μάχη στο Άιλαου.

Σε μια σφοδρή απογευματινή σύρραξη, οι Γάλλοι κατέλαβαν το ομώνυμο χωριό, με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Την επόμενη μέρα ακολούθησε ακόμα πιο σφοδρή εμπλοκή. Νωρίς στη μάχη εκείνης της μέρας, μια μετωπική επίθεση του Ναπολέοντα απέτυχε με καταστροφικές απώλειες. Για να αντιστρέψει την κατάσταση, ο Γάλλος αυτοκράτορας εξαπέλυσε μαζική επέλαση του ιππικού ενάντια στο ρωσσικό μέτωπο. Η επέλαση έδωσε τη δυνατότητα και το χρόνο στο γαλλικό δεξί πλευρό να επιπέσει με όλο του το βάρος στην αναμέτρηση. Σύντομα, το ρωσσικό αριστερό πλευρό υποχώρησε συστρεφόμενο σε οξεία γωνία και ο στρατός του Μπέννιγκσεν βρέθηκε αντιμέτωπος με το φάσμα της κατάρρευσης. Ένα πρωσσικό στρατιωτικό σώμα κατέφτασε καθυστερημένα και έσωσε τη μέρα για τους Ρώσσους αναχαιτίζοντας το επελαύνον δεξιό γαλλικό πλευρό. Καθώς έπεφτε η νύχτα, γαλλικές ενισχύσεις μεγέθους σώματος στρατού εμφανίστηκαν στο αριστερό γαλλικό πλευρό. Την ίδια νύχτα, ο Μπέννιγκσεν αποφάσισε να υποχωρήσει, αφήνοντας τον Ναπολέοντα μοναδικό κύριο ενός χιονισμένου πεδίου μάχης, σκεπασμένου με χιλιάδες πτώματα και πολλοί περισσότερους τραυματίες εκατέρωθεν.

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκστρατεία στην Πρωσσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναπολέων εισέρχεται στον Βερολίνο

Στις αρχές του φθινοπώρου ο βασιλιάς της Πρωσσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ΄ συμμάχησε με τη Μεγάλη Βρεταννία, τη Σουηδία και τη Ρωσσία, σχηματίζοντας τον Δ΄ Συνασπισμό εναντίον της Γαλλίας. Ο Ναπολέων εισέβαλε στην Πρωσσία με 160.000 στρατιώτες και στις 14 Οκτωβρίου του 1806 κατέστρεψε τις πρωσσικές στρατιές στη διπλή μάχη της Ιένας-Άουερστεντ, με αποτέλεσμα λίγες ημέρες αργότερα να μπει θριαμβευτής στο Βερολίνο, ενώ ύστερα από σφοδρή καταδίωξη οι Γάλλοι στρατάρχες Λαν, Μυρά, Νέυ και Μπερναντότ αιχμαλώτισαν τα εναπομείναντα σώματα του πρωσσικού στρατού, καθήλωσαν τις μεραρχίες του Μπλύχερ που είχε ενισχυθεί από τους Σουηδούς στη μάχη του Λύμπεκ, ενώ ο στρατάρχης Νέυ έδωσε το τελικό χτύπημα με την κατάληψη του οχυρού του Μαγδεβούργου.

Εκστρατεία στην Πολωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Eylau Campaign Map 1807
Η εκστρατεία του Άιλαου στις 25 Ιανουαρίου του 1807. Τα γερμανικά ονόματα χρησιμοποιούνται για πόλεις της Ανατολικής Πρωσσίας.

Με τη συντριβή της Πρωσσίας, ο Ναπολέων πληροφορήθηκε ότι ρωσσικά στρατεύματα υπό την ηγεσία του εξηνταοκτάχρονου Ρώσσου στρατάρχη Μιχαήλ Φεντότοβιτς Καμένσκυ, βρίσκονταν στην Πολωνία. Ο τελευταίος όμως, αρνούμενος να ρισκάρει μια εμπλοκή με τον Βοναπάρτη, υποχώρησε βορειοανατολικά αφήνοντας τους Γάλλους να εισχωρήσουν στη Βαρσοβία, όπου αποθεώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό που τους θεωρούσε απελευθερωτές. Οι Γάλλοι συνέχισαν την καταδίωξη διαμέσου του ποταμού Βιστούλα και έδωσαν σκληρές μάχες με τους Ρώσσους, στο Κράζνοβο στις 23 Δεκεμβρίου και τρεις ημέρες αργότερα στη μάχη του Πουλτούσκ, όπου παρά τη σκληρή αντίσταση, οι Γάλλοι ανάγκασαν για άλλη μια φορά τους Ρώσσους σε υποχώρηση. Ωστόσο λόγω της επιδείνωσης του καιρού ο Ναπολέων εγκατέστησε τα χειμερινά καταλύματα της στρατιάς του στην Πολωνία για να την ξεκουράσει, διότι παρά τη νικηφόρα εκστρατεία, είχε εξαντληθεί και φτάσει στα όριά της.

Στις 7 Ιανουαρίου του 1807, ο νέος διοικητής των ρωσσικών στρατευμάτων, Γερμανός στρατηγός Μπέννιγκσεν (βρισκόταν στην υπηρεσία του τσαρικού στρατού), αποφάσισε να αιφνιδιάσει τη γαλλική αριστερή πτέρυγα μετακινώντας το στρατό του από τη μικρή πόλη της ανατολικής Πολωνίας, Νοβόγκρουτ (πολων. Nowogrod, προφορά στα πολωνικά: Νοβόγκρουτ, υπό ρωσσική τότε κατοχή, Νόβγκοροντ για τους Ρώσσους, δεν πρέπει να συγχέεται με το γνωστό Νόβγκοροντ), στην Ανατολική Πρωσσία, δίδοντας και το πρώτο χτύπημα στο 6ο Σώμα του στρατάρχη Νέυ, ο οποίος είχε προελάσει βορειότερα από τις συντεταγμένες που του είχαν οριστεί από τον αυτοκράτορα για τη χειμερινή του κατασκήνωση. Ο Νέυ, καταλαβαίνοντας την κατάσταση υποχώρησε, αφήνοντας το 1ο Σώμα υπό τον Μπερναντότ απομονωμένο στα χέρια του Μπέννιγκσεν. Ωστόσο, ο Ναπολέων για να αντιστρέψει την κατάσταση έστειλε διαταγή στον Μπερναντότ να υποχωρήσει πριν από τον Μπέννιγκσεν, έτσι ώστε ο ίδιος με τα κυρίως στρατεύματα να καθηλώσει την αριστερή πτέρυγα του Ρωσσικού Στρατού και να του αποκόψει τις επικοινωνίες και την υποχώρηση. Ωστόσο οι Κοζάκοι έπιασαν έναν αγγελιοφόρο που μετέφερε το αντίγραφο των διαταγών του Ναπολέοντα και ο Μπέννιγκσεν διέταξε υποχώρηση στα βόρεια για ν΄ αποφύγει την παγίδα. Ο Βοναπάρτης ξεκίνησε μια πεισματική καταδίωξη του ρωσσικού στρατεύματος, το οποίο συνέχισε να υποχωρεί βορειότερα, ώσπου ο Μπέννιγκσεν αποφάσισε να σταθεί και να πολεμήσει στην περιοχή του Άιλαου.

Μάχη του Άιλαου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αντίπαλα στρατεύματα στην αρχή της μάχη του Άιλαου. Οι Γάλλοι απεικονίζονται με κόκκινο χρώμα, οι Ρώσσοι με πράσινο και οι Πρώσσοι με μπλε.

Οι Ρώσσοι είχαν παραταχθεί σε ένα λόφο βορειοανατολικά από το χωριό Άιλαου, όπου είχαν τοποθετήσει την οπισθοφυλακή τους υπό τον πρίγκηπα Μπαγκρατιόν, του οποίου αποστολή ήταν να αντισταθεί στις γαλλικές επιθέσεις μέχρι το βαρύ ρωσσικό πυροβολικό να περάσει διαμέσου του Άιλαου και να συνδεθεί με τον κύριο ρωσσικό στρατό. Τα πρώτα γαλλικά στρατεύματα που έφθασαν στο πεδίο της μάχης στις 7 Φεβρουαρίου γύρω στις 14:00 ήταν το 4ο Σώμα υπό τον Σουλτ και το ιππικό υπό τον στρατάρχη Μυρά, οι οποίοι και προχώρησαν στην επίθεση κατά του Μπαγκρατιόν, χωρίς όμως επιτυχία. Το απόγευμα οι Γάλλοι ενισχύθηκαν από το 7ο Σώμα του στρατάρχη Ωζερώ και την Αυτοκρατορική Φρουρά υπό τον Ναπολέοντα, δημιουργώντας ένα στρατό 45.000 στρατιωτών, με αποτέλεσμα ο Μπαγκρατιόν φοβούμενος την περικύκλωση να υποχωρήσει προς τον κύριο ρωσσικό στρατό. Η υποχώρησή του καλύφθηκε από τις δυνάμεις του στρατηγού Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, ο οποίος τραυματίστηκε και αποχώρησε από το πεδίο της μάχης αφήνοντας το χωριό του Άιλαου να περάσει σε γαλλικό έλεγχο. Και οι δύο πλευρές έχασαν γύρω στους 4.000 στρατιώτες με αποτέλεσμα τη διακοπή της μάχης, γεγονός που ευνοούσε τον Ναπολέοντα που είχε διατάξει τον στρατάρχη Νταβού και το 3ο Σώμα να επιτεθούν στη ρωσσική αριστερή πτέρυγα, και τον στρατάρχη Νέυ με το 6ο Σώμα να επιτεθεί στη ρωσσική δεξιά πτέρυγα. Ωστόσο η διακοπή της μάχης ευνοούσε και τον Μπέννιγκσεν, ο οποίος περίμενε ένα πρωσσικό σώμα στρατού υπό τη διοίκηση του στρατηγού Λ' Εστόκ.


Το πρωί της 8ης Φεβρουαρίου η μάχη ξεκίνησε με μονομαχία μεταξύ του γαλλικού και του ρωσσικού πυροβολικού, και το πεδίο της μάχης κυριεύθηκε από τον καπνό, ενώ την ίδια ώρα το 3ο Σώμα του Νταβού έκανε την εμφάνισή του στην αριστερή ρωσσική πτέρυγα. Ο Ναπολέων για να δώσει χρόνο στον Νταβού να παραταχθεί διέταξε τον στρατάρχη Ωζερώ με το 7ο Σώμα, ενισχυμένο από μια μεραρχία του 4ου Σώματος υπό τον στρατηγό Σαιντ-Ιλαίρ, να επιτεθεί στη ρωσσική αριστερή πτέρυγα. Δυστυχώς για τους Γάλλους, ο Ωζερώ ήταν πολύ άρρωστος, ενώ κατά τη διάρκεια της προέλασης ξέσπασε μια φοβερή χιονοθύελλα, και η μεραρχία του στρατηγού Σαιντ-Ιλαίρ χωρίστηκε από το 7o Σώμα (το οποίο εξαιτίας του χιονιού βγήκε απο την πορεία του και επιτέθηκε στο ρωσσικό κέντρο αντί της αριστερής πτέρυγας). Τα 70 πυροβόλα του Μπέννιγκσεν ξεκίνησαν σφοδρό βομβαρδισμό προκαλώντας βαριές απώλειες στους Γάλλους, που κυριευμένοι από τη σύγχυση ξεκίνησαν να υποχωρούν προς το Άιλαου, δέχθηκαν όμως επίθεση από μια ρωσσική φάλαγγα 5.000 ανδρών και απωθήθηκαν μέχρι την εκκλησία που χρησιμοποιούταν από τον Ναπολέοντα ως διοικητικό κέντρο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να βρεθεί αντιμέτωπος με την αιχμαλωσία. Ωστόσο τα μέλη του προσωπικού επιτελείου του "κράτησαν" άμυνα μέχρι να φθάσουν ενισχύσεις πεζικού και ιππικού της Αυτοκρατορικής Φρουράς, οι οποίες αντεπιτέθηκαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τη ρωσσική φάλαγγα.

Η μεραρχία του στρατηγού Σαιντ-Ιλαίρ συνέχισε την επίθεση στην αριστερή πτέρυγα, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει ένα καλό αποτέλεσμα και υποχρεώθηκε σε σφοδρή ανταλλαγή πυρών με τους Ρώσσους, ενώ από την άλλη το κέντρο του γαλλικού στρατού είχε σχεδόν διαρραγεί. Για να αποφύγει μια αντεπίθεση του Μπέννιγκσεν, ο Βοναπάρτης έστειλε τον στρατάρχη Μυρά με 11.000 ιππείς να επιτεθεί στις ρωσσικές γραμμές και ν΄ ανακουφίσει τον Σαιντ-Ιλαίρ. Ο Μυρά χώρισε το ιππικό του σε τρία μέρη, εκ των οποίων το ένα το οδήγησε αυτοπροσώπως εξαπολύοντας επίθεση στο ρωσσικό ιππικό που βρισκόταν στο κέντρο, το δεύτερο υπό τον στρατηγό Γκρουσσύ βοήθησε τον στρατηγό Σαιντ-Ιλαίρ, ενώ το τρίτο επιτέθηκε στους Ρώσσους που πολεμούσαν τα απομεινάρια του 7ου γαλλικού Σώματος. Η επίθεση του Μυρά αρχικά είχε μεγάλη επιτυχία, "φρέσκες" όμως ρωσσικές εφεδρείες ιππικού τον υποχρέωσαν σε απώλεια εδάφους.

Ωστόσο, κατόπιν η κατάσταση γύρισε και πάλι υπέρ των Γάλλων, καθώς μια νέα μεραρχία θωρακοφόρων ιππέων αντεπιτέθηκε και διέσπασε το ιππικό του Μπέννιγκσεν, ενώ ο Γκρουσσύ υποχρέωσε τους Ρώσσους σε βαριές απώλειες, και ο στρατηγός Σαιντ-Ιλαίρ συνέχισε την επίθεση του, ενώ το τρίτο μέρος του γαλλικού ιππικού ανακούφισε τον Ωζερώ από τη ρωσσική αντεπίθεση. Με τις επιτυχίες αυτές ο Μυρά πέρασε ταχύτατα διαμέσου του τσαρικού πυροβολικού, σφαγιάζοντας τους πυροβολητές του, και αμέσως μετά επιτέθηκε στο ρωσσικό πεζικό δίδοντάς του σκληρά χτυπήματα, ενώ ταυτόχρονα ενισχύθηκε από τον Γκρουσσύ με αποτέλεσμα να ζητήσει από τον Ναπολέοντα να στείλει την Αυτοκρατορική Φρουρά για ν΄ αποτελειώσει ολοκληρωτικά το ρωσσικό κέντρο και να τελειώσει τη μάχη. Ο Ναπολέων όμως αρνήθηκε να το πράξει. Ο Μυρά υπό την κάλυψη του ιππικού της Φρουράς υποχώρησε στις γαλλικές γραμμές έχοντας χάσει 1.500 ιππείς, έχοντας όμως ανακουφίσει τους στρατηγούς Σαιντ-Ιλαίρ και Ωζερώ από τις ρωσσικές επιθέσεις, ενώ ο Νταβού ολοκλήρωσε την παράταξή του και ξεκίνησε την επίθεσή του εναντίον της ρωσσικής αριστερής πτέρυγας. Ο Μπέννιγκσεν διέταξε την αριστερή πτέρυγα να υποχωρήσει και ο στρατός του βρέθηκε αντιμέτωπος με την κατάρρευση, αλλά την τελευταία στιγμή το πρωσσικό σώμα του Λ' Εστόκ έκανε την εμφάνισή του και επιτέθηκε στον Νταβού, ξεκινώντας σφοδρή μάχη. Ωστόσο, ο "Σιδερένιος Στρατάρχης" (προσωνύμιο του Νταβού) παρέταξε τα κανόνια του στα υψώματα της τοποθεσίας Κλάιν Ζάουσγκαρτεν (Klein Sausgarten), απωθώντας τους Πρώσσους. Κατά τις 22:00 ο στρατάρχης Νέυ έφθασε με το 6ο Σώμα στη δεξιά ρωσσική πτέρυγα και νώτα, με αποτέλεσμα ν΄ ακολουθήσει αιματηρή μάχη στην οποία και οι δύο πλευρές αποτραβήχτηκαν, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στον Μπέννιγκσεν να υποχωρήσει από το πεδίο της μάχης υπό την κάλυψη των Κοζάκων ιππέων. Οι Γάλλοι δεν ήταν έτοιμοι να τους καταδιώξουν, μέχρι την επομένη στις 3:00 το πρωί της 9ης Φεβρουαρίου.

Μετά τη μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γάλλοι είχαν χάσει γύρω στις 10.000-15.000 στρατιώτες, ενώ οι Ρώσσοι γύρω στις 18.000 στρατιώτες, ο στρατός τους όμως δεν διαλύθηκε, όπως επιζητούσε ο Ναπολέων, με αποτέλεσμα ο πόλεμος να συνεχιστεί μέχρι τον Ιούνιο του ίδιου έτους, οπότε και διεξήχθη η φοβερή μάχη του Φρίντλαντ .

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Battle of Eylau στο Wikimedia Commons