Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 50°26′3″N 30°33′33″E / 50.43417°N 30.55917°E / 50.43417; 30.55917

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Κίεβο: Καθεδρικός της Αγίας Σοφίας και τα σχετιζόμενα μοναστικά κτίρια, Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Лавра.jpg
Καθεδρικός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Map
Χώρα μέλοςΟυκρανία Ουκρανία
Τύποςπολιτιστικό
Κριτήριαi, ii, iii, iv
Ταυτότητα527
ΠεριοχήΟυκρανία
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1990 (14η συνεδρίαση)

Η Λαύρα των σπηλαίων του Κιέβου (ουκρανικά: Києво-Печерська лавра, ρωσικά: Киeво-Печерская лавра) είναι ορθόδοξο χριστιανικό μοναστήρι στο Κίεβο. Το μοναστικό συγκρότημα είναι κτισμένο σε ένα ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου. Το μοναστήρι, αν και αποτελεί τουριστικό αξιοθέατο, είναι ενεργό. Επί του παρόντος, η δικαιοδοσία του χώρου μοιράζεται ανάμεσα στο Κρατικό Μουσείο, το Εθνικό Ιστορικό-Πολιτιστικό Μνημείο Κιέβου-Πετσέρσκ και την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας), στην οποία έχει τη θέση της επικεφαλής Μονής και αποτελεί κατοικία του προκαθήμενού της, Μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριου. Από την ίδρυσή του το 1051, το μοναστήρι έχει γίνει το προεξέχον κέντρο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ανατολική Ευρώπη. Μαζί με τον καθεδρικό της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, έχει ανακηρυχθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς από την UNESCO[1] το 1990. Το μοναστικό συγκρότημα θεωρείται εθνικό ιστορικό-πολιτιστικό μνημείο, καθεστώς που του δόθηκε τις 13 Μαρτίου 1996.[2] Σε ψηφοφορία το 2007, το μοναστήρι ανακηρύχθηκε ένα από τα Εφτά Θαύματα της Ουκρανίας, με βάση ψηφοφορία ειδικών και της διαδικτυακής κοινότητας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λαύρα του Κιέβου είναι ένα από τα παλαιότερα ορθόδοξα μοναστήρια των Ρως του Κιέβου. Η παλαιότερη επιβεβαιωμένη μνεία του μοναστηριού γίνεται στο χρονικών των πρόσφατων ετών (ρωσ. Повесть временых лет) του μοναχού Νέστορα του Κιέβου (επίσης γνωστό και ως Πρώτο Χρονικό) και στο «πατερικόν» του μοναστηριού. Σύμφωνα με τα χρονικά, ο ερημίτης Αντώνιος από το Λιούμπεχ, αφότου ασκήτευσε στη Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος, εγκαταστάθηκε το 1013 στις βαραγγικές σπηλιές στις όχθες του Δνείπερου. Μαζί με το μοναχό Θεοδόσιο, ίδρυσε το 1051 ένα ορθόδοξο μοναστήρι. Στον ύστερο 11ο αιώνα άρχισε η κατασκευή του καθολικού της Κοιμήσεως. Το 1096 λεηλατήθηκε από τους Κουμάνους.

Τους επόμενους αιώνες, το μοναστήρι αναπτύχθηκε ως ένας από τα κύρια των Ρως του Κιέβου. Η λειτουργία του δεν διακόπηκε από τη Χρυσή Ορδή τον 13ο αιώνα, αν και η Κωνσταντινούπολη επισκίαζε το Κίεβο ως εμπορικό κέντρο. Το 1688 δόθηκε στο μοναστήρι ο τιμητικός τίτλος λαύρα, ένα τίτλο που φέρουν λίγα μοναστήρια του πατριαρχείου της Ρωσίας. Τα σημερινή κτίρια χαρακτηρίζονται ως ουκρανικό μπαρόκ και χρονολογούνται από τον 18ο αιώνα. Η κατασκευή του κωδωνοστάσιου άρχισε το 1731. Το τελευταίο σημαντικό κτίριο του μοναστηριού κατασκευάστηκε το 1893-95.

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την αναταραχή του Ρωσικού Εμφύλιου, το μοναστήρι μετατράπηκε σε κρατικό μουσείο το 1926. Τα σπήλαια έκλεισαν το 1929. Το 1941, κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ, βομβαρδίστηκε το καθολικό της μονής. Το 1988, επί προεδρίας Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και την περεστρόικα, αναβίωσε ο μοναστικός βίος στη Λαύρα των Σπηλαίων. Το καθολικό αποκαταστάθηκε το 1998 με 2000.

Στον απόηχο του ορθόδοξου σχίσματος του 2018 για την απόδοση Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, όσο και της ρωσικής εισβολής, ζητήθηκε η παύση της σύμβασης με την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) που αφορά την χρήση λατρευτικών κτιρίων και της υπόλοιπης περιουσίας. Με επιστολή του ουκρανικού υπουργείου Πολιτισμού προς την διοίκηση της Λαύρας, προειδοποίησε τους εκπροσώπους της για την λύση της σύμβασης στις 29/03/2023, ζητώντας να λήφθουν μέτρα για την άμεση εκκένωση των κτιρίων. Στην Λαύρα του Κιέβου εγκαταβιούν 300 μοναχοί, όπου με τους φοιτητές και το προσωπικό αγγίζουν των αριθμών των 800.[3] Παρέμβαση για το θέμα έκανε ο Πάπας Φραγκίσκος ζητώντας από τα αντιμαχόμενα μέρη να σεβαστούν τους θρησκευτικούς χώρους, διότι οι μοναχοί είναι αφιερωμένοι στην προσευχή και είναι το στήριγμα του λαού του Θεού.[4] Από τις 20/03/2023 απαγορεύεται η πρόσβαση στα ιερά σκηνώματα των άφθαρτων αγίων, που φυλάσσονται στα ιερά σπήλαια, σε μοναχούς και πιστούς, αλλά και η πρόσβαση σε μονάζοντες στους Ιερούς ναούς της Λαύρας Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, Συλλήψεως της Αγίας Άννης και «Ζεστού», δηλαδή σχεδόν όλους τους ναούς όπου η αδελφότητα τελούσε τις ιερές ακολουθίες.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]