Νομάρχης (αρχαία Αίγυπτος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για τη σύγχρονη χρήση, δείτε: Νομάρχης

Ο Νομάρχης, ήταν το ανώτατο αξίωμα της τοπικής αυτοδιοίκησης της αρχαίας Αιγύπτου, υπεύθυνος για την άρδευση, τη γεωργική παραγωγή, για την επιβολή των φόρων, τη διευθέτηση των ορίων των ιδιοκτησιών μετά την ετήσια πλημμύρα του Νείλου, καθώς επίσης και για τις αποθήκες και τις σιταποθήκες. Η περιοχή που διοικούσε ονομαζόταν sepat (σεπάτ), και από την εποχή του Ακενατών και μετά kah. Η ελληνική ονομασία, η οποία και επικράτησε, ήταν νομός (περιφέρεια, επαρχία)[1] .

Ο Νομάρχης εκτελούσε τα δικαστικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά του καθήκοντά του ως εκπρόσωπος του Φαραώ. Κατά την περίοδο του Αρχαίου βασιλείου ο τίτλος του ήταν ady-mer «αυτός που ανοίγει τα κανάλια», κατά τη διάρκεια της Πρώτης μεταβατικής περιόδου Hery-tep aa sepat, «πρίγκιπας της επαρχίας», και κατόπιν κατά το Νέο βασίλειο hatia (χατί), δηλαδή «δήμαρχος». Τον επικουρούσε συλλογικό όργανο το οποίο ήταν υπόλογο στις δικαστικές αρχές[2] .

Σεπάτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

D2
D21
N1D1O29
D36
G1A1N24
X1 Z1
Hery-tep aa sepat[3] σε ιερογλυφικά
F4X1
D36
Hati-a[3] σε ιερογλυφικά

Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα την προέλευση της εδαφικής διαίρεσης της αρχαίας Αιγύπτου, αν και μερικοί μελετητές προτείνουν ότι οι διοικητικές περιφέρεις ήταν τα αρχαία αυτόνομα βασίλεια τα οποία εξελίχθηκαν σε ημιαυτόνομες επαρχίες κατά την ενοποίηση της Αιγύπτου. Υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξη αυτής της διοικητικής διαίρεσης από την περίοδο του Ζοζέρ, καθώς και κατάλογοι από την εποχή του Νιουζερέ[4]. Στον Λευκό Ναΐσκο του Σέσωστρι Α' στο Καρνάκ, αναφέρονται 22 νομοί στην Άνω Αίγυπτο και 20 νομοί στην Κάτω Αίγυπτο.

Γενικά, σε περιόδους που η κεντρική διακυβέρνηση ήταν ισχυρή, η νομάρχες ήταν κυβερνήτες διορισμένοι από τον Φαραώ. Όταν όμως η κεντρική διακυβέρνηση ήταν αδύναμη, -όπως σε περιόδους ξένης εισβολής και κατάκτησης ή εμφυλίων πολέμων-, ξεχωριστοί νομοί ενίσχυαν την εξουσία τους και εγκαθιστούσαν κληρονομική διαδοχή νομαρχών. Οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών των κληρονομικών νομαρχών και του Φαραώ ήταν ιδιαίτερα κοινός τόπος κατά τη διάρκεια της Πρώτης μεταβατικής περιόδου, μέχρι κάποιος τοπικός ηγεμόνας κατάφερνε να επιβάλει με την ισχύ των όπλων την εξουσία του σε όλη τη χώρα ως Φαραώ.

Αξίωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε κάτι για τους νομάρχες για την πρώιμη περίοδο του Αρχαίου βασιλείου. Απ’ ό, τι μπορούμε να υποθέσουμε ήταν ανώτατοι αξιωματούχοι σταλμένοι από την βασιλική αυλή στις επαρχίες για τη διαχείρισή τους. Γνωρίζουμε γι’ αυτούς τους κυβερνήτες από τους τάφους τους και από τις νεκροπόλεις τους. Συχνά δεν υπάρχουν επιγραφές σ’ αυτούς τους τάφους, και γι’ αυτό γνωρίζουμε τόσα λίγα στοιχεία για αυτούς που ήταν θαμμένοι εκεί. Σ’ αυτούς τους τάφους συναντάμε τον τίτλο που κατείχαν κατά το Αρχαίο βασίλειο, ady-mer, «αυτός που ανοίγει τα κανάλια», μαζί με άλλους όπως «Αρχηγός της Γης (περιοχής)» ή «Επόπτης των Αποστολών», που συναντάμε στην Βαθμιδωτή Πυραμίδα του Ζοζέρ[5].

Από το τέλος της 5ης Δυναστείας συναντάμε ένα μεγάλο αριθμό τάφων στους κεντρικούς νομούς στους οποίους υπάρχουν επιγραφές, και κατά την περίοδο της 6ης Δυναστείας εμφανίζεται ο τίτλος Hery-tep aa sepat, «πρίγκιπας της επαρχίας». Οι νομάρχες αυτοί είχαν τοπική καταγωγή, και απολάμβαναν, σε σχέση με τον Φαραώ, διοικητική, πολιτική, οικονομική και θρησκευτική αυτονομία, η οποία ποίκιλε ανάλογα με την δύναμη του εκάστοτε Φαραώ. Κατά την περίοδο της Πρώτης μεταβατικής περιόδου το αξίωμα φαίνεται ότι αρχίζει να γίνεται σε μεγάλο βαθμό κληρονομικό, και "διανθίζεται" με μεγαλόσχημους τίτλους, οι οποίοι όμως δεν ισχύουν στην πραγματικότητα, όπως αυτός που βρίσκουμε στον τάφο του Ankhtifi, νομάρχη (ady-mer) του δεύτερου και τρίτου νομού της Άνω Αιγύπτου κατά την 10η Δυναστεία: Ο Διάδοχος Πρίγκιπας, Πρώτος Σύμβουλος του Βασιλιά της Κάτω Αιγύπτου, Βασιλικός Σφραγιδοφύλακας, Μόνος Συνοδός, (του Φαραώ), Λόγιος-Ιερέας, Αρχηγός του Στρατού, Αρχηγός των Διερμηνέων, Κύριος των Ξένων Χωρών, Μεγάλος Αρχηγός των νομών του Έντφου και της Ηρακλεόπολης[6].

Κατά την Πρώτη μεταβατική περίοδο άρχισε να γίνεται σημαντικός ο τίτλος του χατί, (δήμαρχος), για να γίνει ο κύριος τίτλος κατά τη διάρκεια του Μέσου βασιλείου, κατά την 12η Δυναστεία, όταν και οι νομάρχες άρχισαν να έχουν έλεγχο στους ιερείς, κάτι που υπογραμμίζει το χαρακτήρα της ηγεσία τους ως επικεφαλής του ιερατείου.

Ο Σέσωστρις Γ' περιόρισε την δύναμη των νομαρχών, με την αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, και εξαλείφοντας το αποκεντρωτικό σύστημα της εξουσίας που είχαν επιβάλει οι τοπικοί ηγεμόνες, αν και επέτρεψε να διατηρηθεί η κληρονομική μορφή του[7]. Η εξουσία τους μειώθηκε στο σημείο που ο τίτλος Hery-tep aa sepat έπαψε να υφίσταται, και μόνο οι δήμαρχοι μεγάλων πόλεων (κέντρων συγκεντρωτικής διοίκησης) είχαν το δικαίωμα να φέρουν το τίτλου του νομάρχη, υπό τον τύπο Δήμαρχος και Αρχηγός των Ιερέων, εγκαινιάζοντας μια σειρά από πλούσιους αξιωματούχους οι οποίοι μπορούσαν να χτίζουν για τους εαυτούς τους μεγαλόπρεπους τάφους. Η απόλυτη εξουσία ξαναπέρασε στον Φαραώ, και οι νομάρχες ήταν υπόλογοι στον βεζίρη.

Καθήκοντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα καθήκοντα του νομάρχη ποίκιλαν, καθώς όντας ο αντιπρόσωπος του Φαραώ έπρεπε να τον αντικαθιστά σε διάφορα πεδία. Εκτός από τη συλλογή των φόρων και την διευθέτηση της γης, ήταν υπεύθυνος για την φύλαξη και διανομή των τροφίμων.

Επέβλεπε επίσης τη λειτουργία των ναών, και μ’ αυτήν την ιδιότητα ήταν ο "Αρχηγός των Ιερέων ", και ο "Επόπτης του Οίκου του Θεού ", ενώ από την έκτη δυναστεία και μετά ήταν υπεύθυνος και για τη διαχείριση των προσφορών στους ναούς[5] .

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Grimal, 1997, σελ.=65
  2. Grimal, 1997, σελ.=67
  3. 3,0 3,1 Hannig,2006, σελ.=539, 587 & 749
  4. Grimal, 1997, σελ.=66
  5. 5,0 5,1 Ogdon, 2007
  6. Grimal, 1997, σ=160
  7. Franke, 1994, σελ.=41-49

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]