Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κουνάβι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κουνάβι
Δενδροκούναβο
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά
Ομοταξία: Θηλαστικά
Τάξη: Σαρκοφάγα
Οικογένεια: Ικτιδίδες
Γένος: Μάρτης (Martes)
Pinel, 1792

Κατανομή του κουναβιού

Τα κουνάβια ανήκουν στο γένος Μάρτης (Marten ή Martens) της υποοικογένειας Ικτιδίνες, της οικογένειας Ικτιδίδες.

Κιτρινόλαιμο κουνάβι Martes flavigula,Ταϊλάνδη
Κουνάβι Martes foina= Ικτίς η αληθής
Μαύρο Κουνάβι, Nilgiri marten

Γεωγραφική εξάπλωση - Γενική περιγραφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κουνάβια είναι λεπτά, ευκίνητα ζώα, προσαρμοσμένα στην ζωή στην τάιγκα (μέγα οικοσύστημα κωνοφόρων στον Καναδά και τη Σιβηρία) και απαντούν στα κωνοφόρα και βόρεια φυλλοβόλα δάση του βορείου ημισφαιρίου. Έχουν φουντωτές ουρές, και μεγάλα πόδια με μερικώς συσταλτά γαμψά νύχια. Το χρώμα της γούνας ποικίλλει από κίτρινο έως σκούρο καφέ, ανάλογα με το είδος. Στην Ελλάδα θα τα συναντήσουμε κυρίως στη Μακεδονία και την Ήπειρο[1],[2],[3],[4],[5]. Είναι ένα ζώο νυκτόβιο, μικρόσωμο με αναπτυγμένη ελαστικότητα και ευλυγισία. Το δέρμα του είναι πολύ μαλακό μεν αλλά ανθεκτικό στο γδάρσιμο και καλύπτεται από πυκνό και λεπτό τρίχωμα, σκούρο καφέ, στη ράχη και ανοικτότερο στη κοιλιακή χώρα, με μια τριγωνική πορτοκαλί κηλίδα κάτω από τον λαιμό. Το τρίχωμα του, κατά τους χειμερινούς μήνες είναι πολύ πιο πλούσιο, ιδίως από τον Οκτώβριο μέχρι και το τέλος Απρίλη. Οι χωρικοί το ονομάζουν και διάβολο της νύκτας, λόγω των συχνών και καταστρεπτικών επιδρομών στα κοτέτσια τους.[5]

Ετυμολογία και ονοματολογία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Η νεοελληνική λέξη κουνάβι, προέρχεται από κουνάδι, προερχόμενο από την σλαβική λέξη kuna. Αρχαία Ελληνικά λεγόταν Ίκτις.
  • Η λέξη kuna = κουνάβι είναι Κροατική (Σλαβονική). Κατά τον μεσαίωνα το γδαρμένο δέρμα-τρίχωμα του κουναβιού είχε αξία εμπορική και χρησιμοποιούνταν σαν νόμισμα στην Σλαβονία και τη Δαλματία της Κροατίας. Το νόμισμα BANOVAC είχε σήμα το κουνάβι. Σήμερα στα κέρματα του νομίσματος KUNA της Κροατίας απεικονίζεται το κουνάβι (1,2,5, 25 KUNA, 1993). Επίσης το Κουνάβι είναι σύμβολο στα μπουφάν των στρατιωτικών της Κροατίας.
  • Η Φιλανδική εταιρεία Κινητών τηλεφώνων NOKIA πήρε το όνομά της από το ποτάμι της Φιλανδίας Nokianvitra από ένα είδος Κουναβιού που ζεί εκεί με το όνομα ΝΟΚΙΑ.[6]
  • Η Αγγλική ονομασία του Κουναβιού, είναι marten, martes, badger (=ασβός), brock (=ασβός), ferret (παραλλαγή σκίουρου), και weasel (νυφίτσα). Η σύγχρονη Αγγλική λέξη "marten" προέρχεται από την μεσαιωνική "martryn", συσχετιζόμενη με την Αγγλογαλλική "martrine" και την παλιά Γαλλική "martre" (Latin "martes"), με πηγή κάποια Γερμανική ρίζα.

Περιγραφή του ζώου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κουνάβια Ενήλικες:

  • Διαστάσεις: Το Κεφάλι και το σώμα ενηλίκων κουναβιών έχουν συνολικό μήκος = 40 - 45 cm, και σύμφωνα με άλλες στατιστικές 50-70 cm. Οι ουρές είναι 20 με 30 cm. Το ύψος τους είναι 12-15 cm.
  • Βάρος: Το βάρος σώματος κυμαίνεται από 1,10 έως 2,50 κιλά.
  • Χρώμα: Κυμαίνονται σε χρώμα από σκούρο καφέ σε απαλό γκρι καφέ. Μία λευκή ή μπεζ ράβδωση μπορεί να φανεί κάτω από το σαγόνι περνώντας από το λαιμό μέχρι το στήθος. Κουνάβια άλλων χωρών εκτός Ευρώπης έχουν διάφορα χρώματα όπως μαύρο ή κίτρινο.
  • Οσμή: Κατά μία παραδοσιακή άποψη το κουνάβι μυρίζει άσχημα. Μάλιστα, Ευρωπαίοι πολίτες αλλά και στις ΗΠΑ έχουν κουνάβι ως κατοικίδιο ζώο. Εξημερώνεται εύκολα. Η βιβλιογραφία δείχνει ότι υπάρχουν πολλά είδη στην οικογένεια των κουναβιών, και φαίνεται από την ορολογία ότι το μοναδικό που έχει έντονη άσχημη οσμή είναι το βρωμοκούναβο (Mustela putorius).
  • Πόδια: Τα πόδια και η ουρά είναι συνήθως σκουρότερα από ότι ο χρωματισμός του σώματος του. Τα πέλματα των ποδιών του είναι μαλλιαρά με δυνατά μαύρα νύχια κατά το διάστημα του χειμώνα, ενώ χάνουν αισθητά το πυκνό τρίχωμα τους από την άνοιξη και μετά.
  • Κεφαλή: Έχει τριγωνικό κεφάλι, αρκετά φαρδύ ανάμεσα στα μεγάλα αυτιά, τα οποία είναι και στρογγυλεμένα. Το ρύγχος του είναι άτριχο χρώματος ροζ-καφέ ενώ τα μάτια του είναι μαύρου χρώματος. Διαθέτει μακριά μουστάκια.
  • Δόντια: Ο οδοντικός τύπος των πετροκούναβων είναι 3/3 (κοπτήρες), 1/1 (κυνόδοντες), 4/4 (προγομφίους), και 1/2 (τραπεζίτες) έχοντας συνολικά 38 δόντια. Τα δόντια του κουναβιού είναι όλα σχεδόν αιχμηρά αλλά κυριαρχούν oι δύο άνω κυνόδοντες, υποδηλώνοντας ότι το ζώο είναι μεν παμφάγο, αλλά κυριαρχεί το σαρκοφάγο (τρώει ποντίκια, κότες, μικρά πουλιά, ερπετά, βατραχάκια, κλπ).
  • Εξωτερικά το ζώο θυμίζει μεγάλο σκίουρο, ή νυφίτσα.[5]

Το κουνάβι είναι σαρκοφάγο της οικογενείας των Μουστελιδών. Προστατεύεται από την σύμβαση της Βέρνης και από το KB- IUCN. Το Κουνάβι ζει κυρίως στα δάση και σε θαμνώδεις εκτάσεις, σε βραχώδη μέρη και τώρα τελευταία σε εγκαταλελειμμένα λατομεία, όπου κυνηγάει και τρέφεται κυρίως με αγριοκούνελα, σκίουρους, λαγούς, σκουλήκια, αυγά πουλιών, νεοσσούς αγρίων πτηνών, ποντικούς, βατράχους, ερπετά και πτηνά. Στη φύση το Κουνάβι με σωρό κοπράνων του, σημαδεύει και οριοθετεί το μέρος που κυνηγάει και διαβιώνει. Επίσης συμπληρώνει το γεύμα του τρώγοντας κυρίως βελανίδια, καρύδια, κάστανα, κεράσια, αχλάδια και άλλα οπωρικά, που ευδοκιμούν στην περιοχή όπου διαβιώνει. Θεωρείται σαν ένα από τα πιο επικίνδυνα και καταστρεπτικά ζώα για τα οικόσιτα πτηνά και κουνέλια. Το ίδιο απειλείται και αποτελεί μια καλή τροφή για λύκους, τσακάλια, αλεπούδες, αετούς και γεράκια. Είναι ένα πανέξυπνο ζώο, ταχύτατο στο περπάτημα, στην κολύμβηση και στην αναρρίχηση. Κινείται και κυνηγάει κυρίως στο έδαφος, είναι πολύ σκληρό και κυρίως αιμοδιψές ζώο. Έχουν αναφερθεί τεράστιες καταστροφές κυρίως σε κοτέτσια, όπου όταν εισέρχεται, όσα κοτόπουλα εντοπίσει, τα δαγκώνει στον λαιμό και στην συνέχεια ρουφάει το αίμα τους.[5] Για να κατασκευάσει την φωλιά του, αναζητεί κοιλώματα (κουφάλες) των δένδρων (κυρίως πλατανιών) και τρύπες απότομων βράχων, τις οποίες με την σειρά του μεθοδικά και με επιδεξιότητα τις επενδύει με βρύα, φύλλα και χόρτα. Συνήθως κύριο μέλημά του, είναι και επιζητεί, η φωλιά του, για λόγους ασφαλείας να έχει δύο ή και περισσότερες εισόδους.[5]

Το Κουνάβι είναι μοναχικό ζώο (εκτός της εποχής του ζευγαρώματος). Ζευγαρώνει κατά τον μήνα Ιανουάριο και το θηλυκό μετά από κυοφορία δύο μηνών περίπου (62) ημερών, γεννάει 2 ως 4 τυφλά νεογνά, τα οποία θηλάζει επί 2 μήνες, μετά συνεχίζει να τα ταίζει κρέας έως ότου δυναμώσουν και αρχίσουν να κυνηγάνε μόνα τους. Όταν αυτά ενηλικιωθούν, τα γυμνάζει κατάλληλα, μέχρι να γίνουν ικανοί θηρευτές και να εξοικειωθούν με το περιβάλλον, να γνωρίσουν κυρίως τον τόπο και τον τρόπο διαβίωσης και να προφυλάσσονται από τους εχθρούς τους. Από το πολύτιμο δέρμα τους, κατασκευάζονται κυρίως γουναρικά.[5] Κατά τη διάρκεια της εποχής ζευγαρώματος (Ιούνιος μέχρι τον Αύγουστο), το αρσενικό Πετροκούναβο θα προσπαθήσει να ζευγαρώσει με οποιοδήποτε θηλυκό μπει στην περιοχή του. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που παρατηρούμε ραγδαία αύξηση των εδαφικών περιοχών των αρσενικών κατά το διάστημα της αναπαραγωγής. Η όσφρηση διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στο να εντοπίσει το αρσενικό τους ενδεχόμενους δεκτικούς συντρόφους του. Κατά την πρώτη προσέγγιση του αρσενικού προς το θηλυκό, το αρσενικό μπορεί να συναντήσει μια αρκετά επιθετική συμπεριφορά εκ μέρους του θηλυκού, την οποία όμως θα προσπαθήσει να μεταβάλει με έναν μαλακό και ήπιο ήχο σαν γουργουρητό. Ένα στρώμα υποδόριου λίπους στη ραχιαία επιφάνεια του λαιμού του θηλυκού, χρησιμοποιείται ως θέση όπου τα αρσενικά μπορούν να τα πιάσουν κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, το οποίο μπορεί να διαρκέσει μέχρι μια ώρα. Μετά από το ζευγάρωμα, τα θηλυκά καλλωπίζονται. Ενώ οι ιδιαίτερες κραυγές τους κατά το ζευγάρωμα μπορούν να ακούγονται όλη την νύχτα και αρκετά μακριά,τα Πετροκούναβα είναι από τα λίγα θηλαστικά που έχουν μια μοναδική αναπαραγωγική ιδιομορφία, έχουν την δυνατότητα μετά από την σύλληψη να διατηρούν το γονιμοποιημένο έμβρυο εκτός της μήτρας για περίπου 200 με 240 ημέρες και να το εμφυτεύουν σε αυτήν συνήθως στις αρχές της επόμενης άνοιξης (τέλος Φεβρουαρίου αρχές Μαρτίου), ενώ τα νεογνά γεννιούνται περίπου ένα μήνα μετά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συνολικός χρόνος εγκυμοσύνης είναι 230 έως 275 ημέρες, αλλά ο χρόνος ανάπτυξης του εμβρύου από το χρόνο της εμφύτευσης (αληθινή κύηση) είναι ένας περίπου μήνας. Τα θηλυκά γεννούν 3 ως 4 τυφλά και άτριχα μικρά, η απογαλάκτιση των οποίων θα γίνει μετά τους 2 μήνες. Αλλά και μετά την απογαλάκτιση τους τα μικρά θα παραμείνουν μαζί με την μητέρα για να διδαχθούν από αυτή τους βασικούς τρόπους ευρέσης τροφής και κυνηγίου. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, τα μικρά θα είναι πλήρως ανεξάρτητα, ενώ η σεξουαλική τους ωριμότητα επιτυγχάνεται μετά την ηλικία των 15 έως 27 μηνών, αν και έχει παρατηρηθεί ορισμένα θηλυκά να εγκυμονούν στο τέλος του έτος μετά από τη γέννησή τους.

Το κυνήγι του είναι πολύ δύσκολο και για να συλληφθεί ένα κουνάβι, χρειάζεται μια ιδιαίτερη τεχνική και τακτική. Κυνηγιέται κυρίως για την γούνα του, ενώ τελευταία ο άνθρωπος, το κυνηγάει με διάφορα μέσα, για ν’ απαλλαγεί από την καταστροφική του μανία στα οικόσιτα ζώα και πτηνά. Ενώ, οι κυνηγοί που ενδιαφέρονται μόνο για την γούνα του, όταν το κυνηγούν αποφεύγουν να το τουφεκίσουν, διότι με τον πυροβολισμό το δέρμα του τρυπιέται, αχρηστεύεται και τοιουτοτρόπως δεν είναι εμπορεύσιμο. Ο μεγαλύτερος εχθρός του κουναβιού σήμερα είναι ο άνθρωπος. Οι κάτοχοι οικόσιτων μικρών ζώων και πουλερικών τα κυνηγούν, συνήθως με πυροβόλα όπλα, όπου κι όταν τα συναντήσουν ή και τα συλλαμβάνουν στήνοντας διάφορες αυτοσχέδιες παγίδες (δόκανα, πλαστικούς σωλήνες, πλακοπαγίδες, καρφοπαγίδες) και βρόχους (θηλιές). Όταν συλληφθεί κυρίως με δόκανο, δεν διστάζει ακόμη να κόψει και το πόδι του για να απελευθερωθεί. Σήμερα η τεχνολογία έχει δώσει λύσεις στις επιθέσεις των κουναβιών, χρησιμοποιώντας την μέθοδο του ηλεκτρικού φράκτη. Η χειρότερη μέθοδος εξόντωσης των κουναβιών, είναι η ανεξέλεγκτη και ακαταλόγιστη χρησιμοποίηση διαφόρων απαγορευμένων δηλητηριωδών φυτοφαρμάκων, κυρίως άοσμων, για την άμεση και επώδυνη εξόντωσή τους. Παλαιότερα, ήταν ένα είδος επικηρυγμένο και δίδονταν μια καλή αμοιβή, επειδή η γούνα του θεωρείτο πολύτιμη. Κυνηγιόταν εντατικά, επειδή υφίστατο ένα καλό εισόδημα των κυνηγών και των ξωμάχων. Η αξία του δέρματος ήταν πολύ καλή, όταν αυτό δεν είχε τεμαχιστεί ή είχε διάφορες σχισμές ή τρύπες. Για τον λόγο αυτό οι κυνηγοί του κουναβιού κύριο μέλημά τους ήταν να το συλλάβουν ζωντανό, χωρίς να προξενήσουν εκδορές στο δέρμα του.

Στο δάσος της Κάπελης, κατά την δεκαετία του ’70 π.χ., οι εκάστοτε κυνηγοί που θήρευαν κουνάβια, διέθεταν και τα ανάλογα σκυλιά, τα λεγόμενα κουναβόσκυλα. Αυτά ήσαν εκπαιδευμένα να κυνηγούν μόνο και μόνο κουνάβια. Όταν τα εντόπιζαν, τα κυνηγούσαν μέχρι αυτά να βρουν μέρος να κρυφθούν. Συνήθως όταν ήσαν κοντά στην φωλιά τους κρύβονταν εντός αυτής, ενώ όταν είχαν απομακρυνθεί, κρύβονταν σε κοιλώματα (κουφάλες) δένδρων. Μόλις το εντόπιζαν οι κυνηγοί, άρχιζε μια ειδική διαδικασία σύλληψης. Κατ’ αρχάς έψαχναν να βρουν αν το δένδρο έχει άλλες τρύπες διαφυγής. Όσες έβρισκαν τις παγίδευαν με σκούτινα σακιά, δηλαδή έπαιρναν ένα σακί, το τοποθετούσαν στην έξοδο της τρύπας και το κρατούσε κάποιος από την ομάδα. Όταν το κουνάβι χρησιμοποιούσε αυτή την έξοδο διαφυγής τότε έμπαινε στο σακί και εκεί παγιδευόταν.[5] Εφόσον παγίδευαν όλες τις πιθανές εξόδους διαφυγής, τότε έβαζαν στην χαμηλότερη τρύπα φωτιά με πολλά άχυρα, ή φύλλα, όχι για να κάψουν το δένδρο, αλλά για να δημιουργήσουν και να διοχετεύσουν καπνό εντός της στοάς. Όταν εισέρχονταν αρκετός καπνός τότε το κουνάβι προσπαθούσε να διαφύγει από την έξοδο και έπεφτε μέσα στο σακί και παγιδευόταν. Στην συνέχεια, έσβηναν την φωτιά και έπνιγαν το κουνάβι, πριν το βγάλουν από το σακί φοβούμενοι μην τους διαφύγει ή επιτεθεί με τα νύχια ή και τα δόντια του. Αφού το έπνιγαν, στην συνέχεια το έγδερναν με μεγάλη προσοχή, για να μην χαλάσουν το πολύτιμο δέρμα του. Το κρέας του κουναβιού το χρησιμοποιούσαν για τροφή των κουναβόσκυλων, ώστε αυτά να γεύονται και να γνωρίζουν την μυρωδιά του.

Το κυνήγι του κουναβιού ήταν επίπονο και χρειάζονταν αρκετός χρόνος μέχρι να το εντοπίσουν, αλλά και μέχρι να το παγιδεύσουν. Είναι ένα ζώο ταχύτατο και παμπόνηρο και κάθε λανθασμένη κίνηση, ή ο παραμικρός θόρυβος μπορούσαν να αποβούν μοιραία και να τους ξεφύγει. Παρά το γεγονός αυτό, σήμερα οι κυνηγοί δεν προτιμούν να τα κυνηγούν, άλλωστε σήμερα ο πληθυσμός τους, είναι σημαντικά μειωμένος και υπάρχει άμεσος κίνδυνος συν τω χρόνω να εξαφανισθούν.[5]

  • Ο μέσος όρος ζωής των κουναβιών στο φυσικό τους περιβάλλον είναι 3 χρόνια, το μέγιστο στην άγρια φύση είναι 10 χρόνια. Σε αιχμαλωσία, αυτό το είδος μπορεί να ζήσει μέχρι 18 χρόνια. Το ζευγάρωμα αρχίζει στο μέσο του καλοκαιριού παρότι η εμφύτευση των γονιμοποιημένων αυγών στη μήτρα δεν συμβαίνει παρά νωρίς την επόμενη άνοιξη. Η περίοδος κυοφορίας είναι 28 ημέρες και υπάρχουν 2 -7 νεογνά κάθε γέννα. Τα νεογνά απογαλακτίζονται στους δύο μήνες, έπειτα μαθαίνουν κυνηγητικές τεχνικές από τη μητέρα τους. Ανεξαρτητοποιούνται στο τέλος του καλοκαιριού.[5]
  • Προτιμούν να ζουν σε εκτενή φυλλοβόλα δάση και πετρώδεις σχηματισμούς σε ορεινό περιβάλλον.
  • Είναι συνήθως μοναχικά ζώα εκτός από τη περίοδο αναπαραγωγής.
  • Σε κατοικημένες περιοχές μπορούν να γίνουν ενοχλητικά. Συνήθως κάνουν τη φωλιά τους σε σοφίτες ή γεωργικές αποθήκες, ή σε τμήματα μηχανών αυτοκινήτων καταστρέφοντας πλαστικούς σωλήνες και καλώδια. Στη Γερμανία υπολογίζονται ετησίως σε πολλά εκατομμύρια ευρώ οι ζημιές σε αυτοκίνητα από τα κουνάβια.[7]
  • Είναι είδος καιροσκόπο και παμφάγο, παρότι προτιμά το κυνήγι ζώων. Η διατροφή τους ποικίλει ανά εποχή και τη διαθεσιμότητα κυνηγιού.
  1. Acts Society Historic Natural Paris, 1: 55.
  2. Martes in Mammal Species of the World. Wilson, Don E., & Reeder, DeeAnn M. (editors) (2005)
  3. Mammal Species of the World — A Taxonomic and Geographic Reference. Third edition. ISBN 0801882214
  4. Martes Pinel, 1792 Report on ITIS
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 5,5 5,6 5,7 5,8 Μουσείο Τεχνών και Επιστημών Ηπείρου: Ταριχευμένο θήλυ Κουνάβι. Καταγραφή εξωτερικών χαρακτηριστικών, Αρχεία Μουσείου σχετικά με τα Κουνάβια
  6. Story of Nokia, retrieved on the 17 July 2013
  7. "Marderschäden am Auto – wie ist das versichert? [Car damage caused by martens - is that a part of insurance?]" (in German). Retrieved 15 September 2014.