Αντιμεταρρύθμιση
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η Αντιμεταρρύθμιση (Λατινικά: Contrareformatio), που ονομάζεται επίσης Καθολική Μεταρρύθμιση (Λατινικά: Reformatio Catholica) ή Καθολική Αναγέννηση,[1] ήταν η περίοδος της Καθολικής αναζωπύρωσης που ξεκίνησε ως απάντηση στην Προτεσταντική Μεταρρύθμιση της εποχής. Ξεκίνησε με τη Σύνοδο του Τρέντο (1545–1563) και τελείωσε σε μεγάλο βαθμό με την ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών θρησκευτικών πολέμων το 1648.[2] Ξεκινώντας για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης[3] η Αντιμεταρρύθμιση ήταν μια ολοκληρωμένη προσπάθεια αποτελούμενη από απολογητικά και μαχητικά έγγραφα και την εκκλησιαστική διαμόρφωση όπως καθορίστηκε από τη Σύνοδο του Τρέντο. Η τελευταία περιλάμβανε τις προσπάθειες των Αυτοκρατορικών Διαιτών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δίκες αιρετικών και την Ιερά Εξέταση, προσπάθειες κατά της διαφθοράς, πνευματικά κινήματα και την ίδρυση νέων θρησκευτικών ταγμάτων. Οι πολιτικές αυτές είχαν μακροχρόνιες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή ιστορία, με τις εξορίες των Προτεσταντών να συνεχίζονται μέχρι το Διάταγμα Ανεκτικότητας του 1781, αν και μικρότερης κλίμακας απελάσεις συνεχίστηκαν και τον 19ο αιώνα.[4]
Τέτοιες μεταρρυθμίσεις περιλάμβαναν την ίδρυση θεολογικών σχολών για την κατάλληλη εκπαίδευση των ιερέων στην πνευματική ζωή και τις θεολογικές παραδόσεις της Εκκλησίας, τη μεταρρύθμιση της θρησκευτικής ζωής με την επιστροφή των ταγμάτων στα πνευματικά τους θεμέλια και νέες πνευματικές κινήσεις με επίκεντρο τη λατρευτική ζωή και την προσωπική σχέση με τον Χριστό, συμπεριλαμβανομένων των Ισπανών μυστικιστών και της Γαλλικής σχολής πνευματικότητας.[1] Περιλάμβανε επίσης πολιτικές δράσεις όπως η Ισπανική Ιερά Εξέταση και η Πορτογαλική Ιερά Εξέταση στην Γκόα και τη Βομβάη-Μπασεΐν κ.λπ. Η κύρια έμφαση της Αντιμεταρρύθμισης ήταν να φτάσουν ιεραποστολές σε όσα μέρη του κόσμου είχαν αποικιστεί ως κατά κύριο λόγο Καθολικά και επίσης να προσπαθήσει να επαναπροσηλυτίσει έθνη όπως η Σουηδία και η Αγγλία που κάποτε ήταν καθολικά από την εποχή του εκχριστιανισμού της Ευρώπης, αλλά είχαν στραφεί στη Μεταρρύθμιση.[1] Διάφοροι θεολόγοι της Αντιμεταρρύθμισης επικεντρώθηκαν μόνο στην υπεράσπιση δογματικών θέσεων όπως τα μυστήρια και οι λατρευτικές πρακτικές που είχαν δεχθεί επίθεση από τους προτεστάντες μεταρρυθμιστές,[1] μέχρι τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού το 1962-1965.[5]
Τα βασικά γεγονότα της περιόδου ήταν η Σύνοδος του Τρέντο (1545–1563). ο αφορισμός της Ελισάβετ Α' (1570), η κωδικοποίηση της ομοιόμορφης Ρωμαϊκής Λειτουργίας (1570) και η Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), που έλαβε χώρα επί του Πάπα Πίου Ε', η κατασκευή του Γρηγοριανού Αστεροσκοπείου στη Ρώμη, η ίδρυση του Γρηγοριανού Πανεπιστημίου, η υιοθέτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου και η ιεραποστολή στην Κίνα των Ιησουιτών υπό τον Ματέο Ρίτσι, όλα επί του Πάπα Γρηγόριου ΙΓ' (π. 1572–1585), οι Γαλλικοί Θρησκευτικοί Πόλεμοι, ο Μακρός Τουρκικός Πόλεμος και η εκτέλεση του Τζορντάνο Μπρούνο το 1600, επί του Πάπα Κλήμη Η', η ίδρυση της Ακαδημίας των Λυγκέων των Παπικών Κρατών, της οποίας η κύρια μορφή ήταν ο Γαλιλαίος Γαλιλέι (που αργότερα δικάστηκε), οι τελικές φάσεις του Τριακονταετούς Πολέμου (1618–1648) επί των παπών Ουρβανού Η΄ και Ιννοκέντιου Ι΄ και ο σχηματισμός του τελευταίου Ιερού Συνασπισμού από τον Ιννοκέντιο ΙΑ΄ κατά τον Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο (1683–1699).
Εγγραφα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Confutatio Augustana
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Confutatio Augustana του 1530 ήταν η απάντηση της Καθολικής Εκκλησίας στην Ομολογία της Αυγούστας.
Σύνοδος του Τρέντο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πάπας Παύλος Γ΄ (1534-1549) θεωρείται ο πρώτος πάπας της Αντιμεταρρύθμισης[1] και επίσης ξεκίνησε τη Σύνοδο του Τρέντο (1545-1563), για θεσμική μεταρρύθμιση, αντιμετωπίζοντας επίμαχα ζητήματα όπως τη διαφθορά επισκόπων και ιερέων, την πώληση συγχωροχαρτιών και άλλες οικονομικές καταχρήσεις.
Η σύνοδος στήριξε τη βασική δομή της μεσαιωνικής εκκλησίας, το μυστηριακό της σύστημα, τα θρησκευτικά τάγματα και το δόγμα. Συνέστησε να τυποποιηθεί η μορφή της Λειτουργίας και αυτό έγινε το 1570, όταν ο Πάπας Πίος Ε΄ έκανε υποχρεωτική τη Θεία Λειτουργία του Τρέντο.[6] Απέρριψε κάθε συμβιβασμό με τους Προτεστάντες, επαναλαμβάνοντας τις βασικές αρχές της Καθολικής πίστης. Η σύνοδος υποστήριξε την επίτευξη της σωτηρίας με τη χάρη μέσω της πίστης και των έργων αυτής της πίστης (όχι μόνο με την πίστη, όπως επέμεναν οι Προτεστάντες) επειδή «η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή», όπως αναφέρει η Επιστολή του Ιακώβου (2:22–26).
Η μετουσίωση, σύμφωνα με την οποία ο καθαγιασμένος άρτος και το κρασί θεωρείται ότι έχουν μετατραπεί πραγματικά και ουσιαστικά σε σώμα, αίμα, ψυχή και θεότητα του Χριστού, επιβεβαιώθηκε επίσης, όπως και τα παραδοσιακά επτά μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας. Άλλες πρακτικές που προκάλεσαν την οργή των Προτεσταντών μεταρρυθμιστών, όπως τα προσκυνήματα, η λατρεία αγίων και λειψάνων, η χρήση λατρευτικών εικόνων και αγαλμάτων και η λατρεία της Παναγίας επιβεβαιώθηκαν έντονα ως πνευματικά αξιέπαινες πρακτικές.
Η σύνοδος με τον Κανόνα του Τρέντο αποδέχτηκε επίσημα τον κατάλογο της Βουλγάτας της Παλαιάς Διαθήκης, που περιλάμβανε τα δευτεροκανονικά έργα (που ονομάζονταν απόκρυφα από τους Προτεστάντες) στο ίδιο επίπεδο με τα 39 βιβλία που βρέθηκαν στο Μασοριτικό κείμενο. Αυτό επαναβεβαίωσε τις προηγούμενες Συνόδους της Ρώμης και της Καρχηδόνας (και οι δύο του 4ου αιώνα μ.Χ.), που είχαν δεχτεί τα Δευτεροκανονικά Βιβλία ως μέρος της Γραφής. Η σύνοδος ενέκρινε επίσης τη Ρωμαϊκή Κατήχηση, που χρησίμευσε ως έγκυρη εκκλησιαστική διδασκαλία μέχρι την Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας (1992).
Ενώ επαναβεβαιώθηκαν οι παραδοσιακές θεμελιώδεις αρχές της Εκκλησίας, υπήρξαν αξιοσημείωτες αλλαγές για να απαντηθούν παράπονα που οι Αντιμεταρρυθμιστές ήταν σιωπηρά πρόθυμοι να παραδεχτούν ότι ήταν θεμιτά. Μεταξύ των καταστάσεων που έπρεπε να διορθωθούν από τους Καθολικούς μεταρρυθμιστές ήταν το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των κληρικών και των λαϊκών και το γεγονός πολλά μέλη του κλήρου στις αγροτικές ενορίες είχαν ελλιπή μόρφωση. Συχνά αυτοί οι ιερείς της υπαίθρου δεν γνώριζαν λατινικά και δεν είχαν ευκαιρίες για σωστή θεολογική εκπαίδευση. Η αντιμετώπιση της εκπαίδευσης των ιερέων ήταν ένα θεμελιώδες επίκεντρο των ουμανιστών μεταρρυθμιστών στο παρελθόν.
Οι ιερείς της ενορίας έπρεπε να εκπαιδευθούν καλύτερα σε θέματα θεολογίας και απολογητικής, ενώ οι παπικές αρχές προσπάθησαν να εκπαιδεύσουν τους πιστούς για το νόημα, τη φύση και την αξία της τέχνης και της λειτουργίας, ιδιαίτερα στις μοναστικές εκκλησίες (οι Προτεστάντες τις είχαν επικρίνει ως «αποπροσανατολιστικές»). Τα σημειωματάρια και τα εγχειρίδια γενικεύθηκαν, περιγράφοντας πώς να είναι κανείς καλόw ιερέας και εξομολογητής.
Έτσι η Σύνοδος του Τρέντο επιχείρησε να βελτιώσει την πειθαρχία και τη διοίκηση της Εκκλησίας. Οι κοσμικές υπερβολές της Αναγεννησιακής Εκκλησίας, που είχαν επισημανθεί από την εποχή του Αλέξανδρου ΣΤ΄ (1492-1503), εντάθηκαν κατά τη διάρκεια της Μεταρρύθμισης υπό τον Πάπα Λέοντα Ι' (1513-1521), του οποίου η καμπάνια να συγκεντρώσει κεφάλαια για την κατασκευή της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου με τα συγχωροχάρτια αποτέλεσε βασική ώθηση για τις 95 Θέσεις του Μαρτίνου Λούθηρου. Η Καθολική Εκκλησία απάντησε σε αυτά τα προβλήματα με μια δυναμική εκστρατεία μεταρρυθμίσεων, εμπνευσμένη από προηγούμενα καθολικά μεταρρυθμιστικά κινήματα που είχαν προηγηθεί της Συνόδου της Κωνσταντίας (1414–1417), τον ανθρωπισμό, τη λατρεία των εικόνων, την τυπολατρεία και την παρατηρητική παράδοση.
Η σύνοδος με τις ενέργειές της αποκήρυξε τον πλουραλισμό της κοσμικής Αναγέννησης, που είχε ταλαιπωρήσει προηγουμένως την Εκκλησία: η οργάνωση των θρησκευτικών θεσμών έγινε αυστηρότερη, η πειθαρχία βελτιώθηκε και δόθηκε έμφαση στην ενορία. Ο διορισμός επισκόπων για πολιτικούς λόγους δεν ήταν πλέον ανεκτός. Στο παρελθόν οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ανάγκαζαν πολλούς επισκόπους να είναι «απόντες επίσκοποι», που κατά καιρούς ήταν διαχειριστές ακινήτων εκπαιδευμένοι στη διοίκηση. Έτσι η Σύνοδος του Τρέντο καταπολέμησε την «απουσία», που ήταν η πρακτική των επισκόπων που ζούσαν στη Ρώμη ή σε κτήματα παρά στις επισκοπές τους. Η Σύνοδος του Τρεντο έδωσε στους επισκόπους μεγαλύτερη εξουσία να επιβλέπουν όλες τις πτυχές της θρησκευτικής ζωής. Ζηλωτοί ιεράρχες, όπως ο Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου Κάρλο Μπορρομέο (1538–1584), που αργότερα αγιοποιήθηκε, έδωσαν το παράδειγμα επισκεπτόμενοι τις πιο απομακρυσμένες ενορίες και ενσταλάσσοντας υψηλά πρότυπα.
Index Librorum Prohibitorum
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Index Librorum Prohibitorum (1559–1967) ήταν ένας κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων που ενημερώθηκε είκοσι φορές κατά τoυς επόμενoυς τέσσερις αιώνες, καθώς βιβλία προστίθεντο ή αφαιρούντο από τη λίστα από την Ιερή Συνέλευση του Καταλόγου. Χωριζόταν σε τρία τμήματα. Το πρώτο απαριθμούσε αιρετικούς συγγραφείς, το δεύτερο αιρετικά έργα και το τρίτο απαγορευμένα γραπτά δημοσιευμένα χωρίς το όνομα του συγγραφέα. Ο Index τελικά καταργήθηκε στις 29 Μαρτίου 1967.
Ρωμαϊκή Κατήχηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ρωμαϊκή Κατήχηση του 1566 ήταν μια προσπάθεια εκπαίδευσης του κλήρου.
Nova ordinantia ecclesiastica
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Nova ordinantia ecclesiastica του 1575 ήταν μια προσθήκη στη Liturgia Svecanæ Ecclesiæ catholicæ & orthodoxæ conformia, που ονομάζεται επίσης «Κόκκινο Βιβλίο».[7] Αυτή πυροδότησε τη Λειτουργική Σύγκρουση μεταξύ του Ιωάννη Γ' της Σουηδίας με τον μικρότερο αδελφό του Κάρολο. Την περίοδο αυτή ο Ιησουίτης Λαουρέντιους Νικολάι ήρθε να ηγηθεί του Collegium regium Stockholmense. Αυτό το θέατρο της Αντιμεταρρύθμισης ονομαζόταν Missio Suetica.
Defensio Tridentinæ fidei
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Defensio Tridentinæ fidei του 1578 ήταν η Καθολική απάντηση στην (προτεσταντική) Εξέταση του Συμβουλίου του Τρέντο.
Unigenitus
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η παπική βούλα Unigenitus του 1713 καταδίκασε 101 προτάσεις του Γάλλου Γιανσενιστή θεολόγου Πασκιέ Κεσνέλ (1634–1719). Ο Γιανσενισμός ήταν ένα προτεσταντικών τάσεων κίνημα ή μεσολαβητικό κίνημα εντός του Καθολικισμού που επικρίθηκε ως κρυπτοπροτεσταντικό. Μετά την καταδίκη του Γιανσενισμού οδήγησε στην ανάπτυξη της Παλαιάς Καθολικής Εκκλησίας της Ολλανδίας.
Πολιτικές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ολλανδία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν οι Καλβινιστές ανέλαβαν τον έλεγχο διαφόρων περιοχών της Ολλανδίας κατά την Ολλανδική Επανάσταση, οι Καθολικοί με επικεφαλής τον Φίλιππο Β' της Ισπανίας αντέδρασαν. Ο βασιλιάς έστειλε τον Αλέξανδρο Φαρνέζε ως Γενικό Κυβερνήτη των Ισπανικών Κάτω Χωρών από το 1578 έως το 1592.
Ο Φαρνέζε ηγήθηκε μιας επιτυχημένης εκστρατείας το 1578–1592 κατά της Ολλανδικής Επανάστασης, καταλαμβάνοντας τις κύριες πόλεις στον νότο (Βέλγιο) και τις επέστρεψε στον έλεγχο της Καθολικής Ισπανίας.[8] Εκμεταλλεύτηκε τον διχασμό στις τάξεις των αντιπάλων του μεταξύ των ολλανδόφωνων Φλαμανδών και των γαλλόφωνων Βαλλώνων, χρησιμοποιώντας την πειθώ για να εκμεταλλευτεί τον διχασμό και να υποδαυλίσει την αυξανόμενη διχόνοια. Με αυτό τον τρόπο μπόρεσε να επαναφέρει τις επαρχίες της Βαλλωνίας στη νομιμοφροσύνη προς τον βασιλιά. Με τη συνθήκη του Αράς το 1579 εξασφάλισε την υποστήριξη των Malcontents, όπως ονομάζονταν οι Καθολικοί ευγενείς του νότου.
Οι επτά βόρειες επαρχίες καθώς και η Κομητεία της Φλάνδρας και το Δουκάτο της Βραβάντης, που ελέγχονταν από Καλβινιστές, απάντησαν με την Ένωση της Ουτρέχτης, όπου αποφάσισαν να συνενωθούν για να πολεμήσουν την Ισπανία. Ο Φαρνέζε εξασφάλισε τη βάση του στο Aινώ και στο Αρτουά και στη συνέχεια κινήθηκε εναντίον της Βραβάντης και της Φλάνδρας. Η μια μετά την άλλη οι πόλεις έπεσαν ανοίγοντας τις πύλες τους : Τουρναί, Μάαστριχτ, Μπρέντα, Μπρυζ και Γάνδη.
Ο Φαρνέζε τελικά πολιόρκησε το μεγάλο λιμάνι της Αμβέρσας. Η πόλη ήταν ανοιχτή στη θάλασσα, ισχυρά οχυρωμένη και καλά αμυνόμενη υπό την ηγεσία του Φίλιπς φαν Μάρνιξ. Ο Φαρνέζε έκοψε κάθε πρόσβαση στη θάλασσα κατασκευάζοντας μια γέφυρα από βάρκες κατά μήκος του Σκάλδη. Η Αμβέρσα παραδόθηκε το 1585 και 60.000 πολίτες (60 τοις εκατό του πληθυσμού πριν από την πολιορκία) κατέφυγαν προς τα βόρεια. Όλη η νότια Ολλανδία ήταν για άλλη μια φορά υπό ισπανικό έλεγχο.
Σε έναν πόλεμο που αποτελείτο κυρίως από πολιορκίες και όχι από μάχες ο Φαρνέζε απέδειξε την ικανότητά του. Η στρατηγική του ήταν να προσφέρει γενναιόδωρους όρους για την παράδοση: δεν θα γίνονταν σφαγές ή λεηλασίες. Τα ιστορικά αστικά προνόμια διατηρήθηκαν, δόθηκε πλήρης χάρη και αμνηστία. Η επιστροφή στην Καθολική Εκκλησία θα ήταν σταδιακή.[9]
Εν τω μεταξύ οι Καθολικοί πρόσφυγες από τον Βορρά ανασυντάχθηκαν στην Κολωνία και στο Ντουαί και ανέπτυξαν μια πιο μαχητική, τριαδική ταυτότητα. Έγιναν οι δυνάμεις που κινητοποίησαν μια λαϊκή Αντιμεταρρύθμιση στον Νότο, διευκολύνοντας έτσι την τελική ανάδυση του κράτους του Βελγίου.[10]
Γερμανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Ενδιάμεσο του Άουγκσμπουργκ ήταν μια περίοδος κατά την οποία επιβλήθηκαν μέτρα Αντιμεταρρύθμισης στους ηττημένους προτεσταντικούς πληθυσμούς μετά τον Σμαλκαλδικό Πόλεμο.
Κατά τους αιώνες της Αντιμεταρρύθμισης νέες πόλεις, που συλλογικά ονομάστηκαν Exulantenstadt, ιδρύθηκαν ειδικά για τη στέγαση προσφυγών που εγκατέλειπαν την Αντιμεταρρύθμιση. Οι υποστηρικτές της Ενότητας των Αδελφών (Τσεχία) εγκαταστάθηκαν σε μέρη της Σιλεσίας και της Πολωνίας. Προτεστάντες από την Κομητεία της Φλάνδρας συχνά κατέφευγαν στην περιοχή του Κάτω Ρήνου και στη βόρεια Γερμανία. Οι Γάλλοι Ουγενότοι διέσχισαν τη Ρηνανία προς την Κεντρική Γερμανία. Οι περισσότερες πόλεις ονομάστηκαν είτε από τον ηγεμόνα που τις ίδρυσε είτε ως έκφραση ευγνωμοσύνης, π.χ. Freudenstadt ("Πόλη της Χαράς"), Glückstadt ("Ευτυχισμένη Πόλη").[11]
Μια λίστα Exulantenstädte:
- Αλτόνα, Αμβούργο
- Μπατ Κάρλσχαφεν
- Φρόυντενσταντ
- Φρίντριχσντορφ
- Γκλύκσταντ
- Χάναου
- Γιοχανγκεόργκενσταντ
- Κρέφελντ
- Νόι-Ιζενμπουργκ
- Νόιζαλτσα-Σπρέμπεργκ
Κολωνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πόλεμος της Κολωνίας (1583–1589) ήταν μια σύγκρουση μεταξύ προτεσταντικών και καθολικών φατριών που κατέστρεψε το ομώνυμο εκλεκτοράτο. Οταν ο Γκέμπχαρντ Τρούχσες φον Βάλντμπουργκ, ο αρχιεπίσκοπος που κυβερνούσε την περιοχή, ασπάστηκε τον προτεσταντισμό, οι Καθολικοί εξέλεξαν άλλο αρχιεπίσκοπο, τον Ερνέστο της Βαυαρίας, και νίκησαν τον Γκέμπχαρντ και τους συμμάχους του.
Βοημία και Αυστρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα κληρονομικά εδάφη των Αψβούργων, που είχαν γίνει κατά κύριο λόγο προτεσταντικά εκτός από το Τιρόλο, η Αντιμεταρρύθμιση ξεκίνησε με τον Αυτοκράτορα Ροδόλφο Β΄, που άρχισε να καταστέλλει τη δραστηριότητα των Προτεσταντών το 1576. Αυτή η σύγκρουση κλιμακώθηκε με τη Βοημική Εξέγερση του 1620. μετά την ήττα τους οι προτεστάντες ευγενείς και κληρικοί της Βοημίας και της Αυστρίας εκδιώχθηκαν από τη χώρα ή αναγκάστηκαν να ασπαστούν τον καθολικισμό. Ανάμεσα σε αυτούς τους εξόριστους ήταν σημαντικοί Γερμανοί ποιητές όπως ο Σίγκμουντ φον Μπίρκεν, η Καταρίνα Ρεγκίνα φον Γκράιφενμπεργκ και ο Γιόχαν Βίλχελμ φον Στούμπενμπεργκ. Αυτό επηρέασε την ανάπτυξη της γερμανικής μπαρόκ λογοτεχνίας, ειδικά γύρω από το Ρέγκενσμπουργκ και τη Νυρεμβέργη. Κάποιοι ζούσαν ως κρυπτοπροτεστάντες.
Άλλοι μετακόμισαν στη Σαξονία ή στο Μαργραβιάτο του Βραδεμβούργου. Οι Προτεστάντες του Σάλτσμπουργκ εξορίστηκαν τον 18ο αιώνα, ιδιαίτερα στην Πρωσία. Οι προτεστάντες της Τρανσυλβανίας εκτοπίστηκαν στο ανατολικό τμήμα της επικράτειας των Αψβούργων. Ως διάδοχος του θρόνου ο Ιωσήφ Β' στράφηκε έντονα κατά της μητέρας του Μαρίας Θηρεσίας το 1777 κατά της εκδίωξης των Προτεσταντών από τη Μοραβία, αποκαλώντας τις επιλογές της «άδικες, ασεβείς, απίθανες, επιβλαβείς και γελοίες».[12] Το Διάταγμά του Ανεκτικότητας του 1781 μπορεί να θεωρηθεί ως το τέλος της πολιτικής Αντιμεταρρύθμισης, αν και υπήρχαν ακόμη μικρότερες απελάσεις Προτεσταντών (όπως η απέλαση του Τσίλερταλ). Το 1966 ο Αρχιεπίσκοπος Aνδρέας Ρόμπραχερ εξέφρασε τη λύπη του για τις απελάσεις.
Γαλλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Ουγενότοι (Γάλλοι Μεταρρυθμιστές Προτεστάντες) πολέμησαν σε μια σειρά από πολέμους στη Γαλλία με τους Καθολικούς, με αποτέλεσμα εκατομμύρια νεκρούς και το Έδικτο του Φονταινεμπλώ το 1685 που ανακάλεσε τη θρησκευτική ελευθερία τους. Το 1565 αρκετές εκατοντάδες επιζώντες από ένα ναυάγιο Ουγενότων παραδόθηκαν στις ισπανικές αρχές στη Φλόριντα, υποθέτοντας ότι θα τους φέρονταν δίκαια. Ο μικρός αριθμός Καθολικών μεταξύ των ναυαγών γλίτωσε, αλλά οι υπόλοιποι εκτελέστηκαν όλοι ως αιρετικοί, με την ενεργή συμμετοχή κληρικών.[13]
Ουκρανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα αποτελέσματα της Συνόδου του Τρέντο και της Αντιμεταρρύθμισης άνοιξαν επίσης τον δρόμο για τους Ρουθηνούς Ορθόδοξους Χριστιανούς να επιστρέψουν σε πλήρη κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία διατηρώντας παράλληλα τη βυζαντινή τους παράδοση. Ο Πάπας Κλήμης Η΄ δέχθηκε τους Ρουθηνούς επισκόπους σε πλήρη κοινωνία στις 7 Φεβρουαρίου 1596.[14] Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ένωσης του Μπρεστ η Ρώμη αναγνώρισε τη συνεχιζόμενη πρακτική των Ρουθηνών στη βυζαντινή λειτουργική παράδοση, τους έγγαμους κληρικούς και τη χειροτονία επισκόπων μέσα από τη ρουθηνική χριστιανική παράδοση. Επιπλέον η συνθήκη εξαίρεσε συγκεκριμένα τους Ρουθηνούς από την αποδοχή του Filioque και του Καθαρτηρίου ως προϋπόθεση για τη συμφιλίωση.[15]
Περιοχές που επηρεάστηκαν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αντιμεταρρύθμιση πέτυχε να μειώσει δραστικά τον Προτεσταντισμό στην Πολωνία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την τεράστια έκταση που ελεγχόταν από τους Αψβούργους, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας, της νότιας Γερμανίας, της Βοημίας (σημερινή Τσεχία), των Ισπανικών Κάτω Χωρών (σημερινό Βέλγιο), της Κροατίας και της Σλοβενίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν κατάφερε να επιτύχει πλήρως στην Ουγγαρία, όπου παραμένει μέχρι σήμερα μια σημαντική προτεσταντική μειονότητα, αν και οι Καθολικοί εξακολουθούν να είναι το μεγαλύτερο χριστιανικό δόγμα.
Πρόδρομοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 14ο, τον 15ο και τον 16ο αιώνα σημειώθηκε στην Ευρώπη μια πνευματική αναβίωση, στην οποία έγινε κεντρικό το ζήτημα της σωτηρίας. Αυτό έγινε γνωστό ως Καθολική Μεταρρύθμιση. Αρκετοί θεολόγο επέστρεψαν στις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού και αναρωτήθηκαν για την πνευματικότητά τους. Οι συζητήσεις τους επεκτάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης τον 15ο και τον 16ο αιώνα, ενώ οι κοσμικοί κριτικοί εξέτασαν επίσης τη θρησκευτική πρακτική, τη συμπεριφορά των κληρικών και τις δογματικές θέσεις της εκκλησίας. Αρκετά ποικίλα ρεύματα σκέψης ήταν ενεργά, αλλά οι ιδέες της μεταρρύθμισης και της ανανέωσης καθοδηγήθηκαν από τον κλήρο.
Οι μεταρρυθμίσεις που θεσπίστηκαν στην Πέμπτη Σύνοδο του Λατερανού (1512–1517) είχαν μόνο μικρό αποτέλεσμα. Ορισμένες δογματικές θέσεις απομακρύνθηκαν από τις επίσημες θέσεις της Εκκλησίας, γεγονός που οδήγησε στη ρήξη με τη Ρώμη και στη δημιουργία προτεσταντικών δογμάτων. Ακόμα κι έτσι οι συντηρητικές και οι μεταρρυθμιστικές ομάδες εξακολουθούσαν να επιβιώνουν εντός της Καθολικής Εκκλησίας ακόμη και όταν εξαπλώθηκε η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Οι προτεστάντες χώρισαν οριστικά από την Καθολική Εκκλησία τη δεκαετία του 1520. Οι δύο διακριτές δογματικές θέσεις εντός της Καθολικής Εκκλησίας εδραιώθηκαν τη δεκαετία του 1560. Η Καθολική Μεταρρύθμιση έγινε γνωστή ως Αντιμεταρρύθμιση, που ορίστηκε ως αντίδραση στον Προτεσταντισμό και όχι ως μεταρρυθμιστικό κίνημα. Ο ιστορικός Ανρί Ντανιέλ-Ροπς έγραψε:
Ο όρος ωστόσο, αν και κοινός, είναι παραπλανητικός: δεν μπορεί να εφαρμοστεί σωστά, λογικά ή χρονολογικά, σε εκείνη την ξαφνική αφύπνιση ενός τρομαγμένου γίγαντα, εκείνη την υπέροχη προσπάθεια αναζωογόνησης και αναδιοργάνωσης, που σε διάστημα τριάντα ετών έδωσε στην Εκκλησία μια εντελώς νέα εικόνα. ... Η λεγόμενη «αντιμεταρρύθμιση» δεν ξεκίνησε με τη Σύνοδο του Τρεντο, πολύ μετά τον Λούθηρο. Η προέλευσή της και τα αρχικά του επιτεύγματα ήταν πολύ προγενέστερα από τη φήμη της Βιτεμβέργης. Έγινε όχι ως απάντηση στους «μεταρρυθμιστές», αλλά υπακούοντας σε αιτήματα και αρχές που αποτελούν μέρος της αναλλοίωτης παράδοσης της Εκκλησίας και προέρχονται από την πιο θεμελιώδη πίστη της.[16]
Τα μοναστικά τάγματα έκαναν τις πρώτες τους απόπειρες μεταρρύθμισης τον 14ο αιώνα. Η «Βούλα των Βενεδικτίνων» του 1336 αναμόρφωσε τους Βενεδικτίνους και τους Κιστερκιανούς. Το 1523 οι Καμαλδολέζοι Ερημίτες του Μόντε Κορόνα αναγνωρίστηκαν ως ξεχωριστή κοινότητα μοναχών. Το 1435 ο Φραγκίσκος της Πάολα ίδρυσε τους Φτωχούς Ερημίτες του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, που έγιναν οι Μίνιμοι μοναχοί. Το 1526 ο Ματέο ντε Μπάσιο πρότεινε τη μεταρρύθμιση του φραγκισκανικού κανόνα της ζωής στην αρχική του αγνότητα, γεννώντας τους Καπουτσίνους, που αναγνωρίστηκαν από τον πάπα το 1619.[17] Το τάγμα αυτό ήταν πολύ γνωστό στους λαϊκούς και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο δημόσιο κήρυγμα. Για να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες του ευαγγελισμού, οι κληρικοί οργανώθηκαν σε θρησκευτικές κοινότητες, παίρνοντας ειδικούς όρκους αλλά χωρίς υποχρέωση να συνδράμουν στις θρησκευτικές υπηρεσίες ενός μοναστηριού. Αυτοί οι κληρικοί δίδασκαν, κήρυτταν και εξομολογούνταν, αλλά ήταν υπό την άμεση εξουσία ενός επισκόπου και δεν συνδέονταν με μια συγκεκριμένη ενορία ή περιοχή όπως ένας εφημέριος.[17]
Στην Ιταλία η πρώτη κοινότητα κληρικών ήταν οι Θεατίνοι που ιδρύθηκε το 1524 από τον Γκαετάνο και τον καρδινάλιο Τζαν Καράφα. Ακολούθησαν οι Πατέρες Σομάσκι το 1528, οι Βαρναβίτες το 1530, οι Ουρσουλίνες το 1535, οι Ιησουίτες, που αναγνωρίστηκαν κανονικά το 1540, οι Κληρικοί της Θεοτόκου της Λούκκα το 1583, οι Καμιλιανοί το 1584, οι Πατέρες του Αντόρνο το 1588, και τελικά οι Πιαριστές το 1621. Το 1524 ένας αριθμός ιερέων στη Ρώμη άρχισε να ζει σε μια κοινότητα γύρω από τον Φίλιππο Νέρι. Οι Ορατοριανοί απέκτησαν το καταστατικό τους τους το 1564 και αναγνωρίστηκαν ως μοναστικό τάγμα από τον πάπα το 1575. Χρησιμοπούσαν τη μουσική και το τραγούδι για να προσελκύσουν τους πιστούς.[18]
Θρησκευτικά τάγματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα νέα θρησκευτικά τάγματα ήταν θεμελιώδες μέρος των μεταρρυθμίσεων. Τάγματα όπως οι Καπουτσίνοι, οι Απολεσθέντες Καρμελίτες, οι Αυγουστιανοί, οι Αναπολούντες Αυγουστινιανοί, οι Κιστερκιανοί| Φειγιάντες, οι Ουρσουλίνες, οι Θεατίνοι, οι Βαρναβίτες, η Κοινότητα του Ορατορίου του Αγίου Φιλίππου Νέρι και ιδιαίτερα οι Ιησουίτες εργάστηκαν σε αγροτικές ενορίες και έδωσαν παραδείγματα Καθολικής ανανέωσης.
Οι Θεατίνοι ανέλαβαν τον έλεγχο της διάδοσης των αιρέσεων και συνέβαλαν στην αναγέννηση του κλήρου. Οι Καπουτσίνοι, παρακλάδι του Τάγματος των Φραγκισκανών που διακρίνονταν για το κήρυγμά τους και τη φροντίδα τους για τους φτωχούς και τους αρρώστους, αυξήθηκαν γρήγορα. Οι αδελφότητες που ίδρυσαν οι Καπουτσίνοι έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους φτωχούς και ζούσαν λιτά. Τα μέλη των ταγμάτων που δραστηριοποιούντο στην υπερπόντια ιεραποστολική επέκταση εξέφραζαν την άποψη ότι οι αγροτικές ενορίες συχνά χρειάζονταν εκχριστιανισμό όσο και οι ειδωλολάτρες της Ασίας και της Αμερικής.
Οι Ουρσουλίνες εστίασαν στο ειδικό καθήκον της εκπαίδευσης των κοριτσιών,[19] όντας το πρώτο γυναικείο τάγμα, που αφιερώθηκε σε αυτό τον σκόπο.[20] Η αφοσίωση στα παραδοσιακά έργα του ελέους αποτελεί παράδειγμα της επιβεβαίωσης εκ νέου από την Καθολική Μεταρρύθμιση της σημασίας τόσο της πίστης όσο και των έργων και της σωτηρίας μέσω της χάρης του Θεού και της αποκήρυξης του δόγματος sola scriptura που τονιζόταν από τις προτεσταντικές αιρέσεις. Όχι μόνο έκαναν την Εκκλησία πιο αποτελεσματική, αλλά επιβεβαίωσαν επίσης θεμελιώδεις προϋποθέσεις της μεσαιωνικής Εκκλησίας.[απαιτείται παραπομπή]
Οι Ιησουίτες ήταν οι πιο αποτελεσματικοί από τα νέα καθολικά τάγματα. Κληρονόμοι των λατρευτικών και νομικιστικών παραδόσεων οι Ιησουίτες οργανώθηκαν με στρατιωτικό τρόπο. Η κοσμικότητα της Εκκλησίας της Αναγέννησης δεν είχε κανένα ρόλο στη νέα τους τάξη. Το αριστούργημα του Ιγνάτιος Λογιόλα Πνευματικές Ασκήσεις έδειξε την έμφαση των εγχειριδίων που χαρακτήριζαν τους Καθολικούς μεταρρυθμιστές πριν από τη Μεταρρύθμιση.
Οι Ιησουίτες συμμετείχαν στην επέκταση της Εκκλησίας στην Αμερική και την Ασία με την ιεραποστολική τους δράση. Η βιογραφία του Λογιόλα συνέβαλε στην έμφαση στη λαϊκή ευσέβεια που είχε εξασθενίσει υπό πολιτικούς πάπες όπως ο Αλέξανδρος ΣΤ' και ο Λέων Ι΄. Μετά την ανάρρωσή του από μια σοβαρή πληγή ορκίστηκε «να υπηρετεί μόνο τον Θεό και τον Ρωμαίο ποντίφικα, τον εφημέριό Του στη Γη». Η έμφαση στον Πάπα είναι μια επιβεβαίωση του μεσαιωνικού παπισμού, ενώ η Σύνοδος του Τρέντο καταδίκασε τον οικουμενισμό- συνοδισμό, την πεποίθηση ότι εκπρόσωπος του Θεού στη Γη ήταν οι οικουμενικές σύνοδοι της Εκκλησίας και όχι ο Πάπας. Θεωρώντας τον Πάπα απόλυτο ηγέτη οι Ιησουίτες συνεισέφεραν στην Εκκλησία της Αντιμεταρρύθμισης σε μια γραμμή εναρμονισμένη με τη Ρώμη.
Ευλάβεια και μυστικισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Καθολική Μεταρρύθμιση δεν ήταν μόνο ένα κίνημα προσανατολισμένο στην πολιτική και την εκκλησιαστική πολιτική, αλλά περιλάμβανε επίσης σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Ιγνάτιος Λογιόλα, η Τερέζα της Άβιλας, ο Ιωάννης του Σταυρού, ο Φραγκίσκος ντε Σαλ και ο Φίλιππος Νέρι, που εμπλούτισαν στην πνευματικότητα των Καθολική Εκκλησία. Η Τερέζα της Άβιλας και ο Ιωάννης του Σταυρού ήταν Ισπανοί μυστικιστές και μεταρρυθμιστές του Τάγματος των Καρμελιτών, των οποίων η διακονία επικεντρώθηκε στην εσωτερική μεταστροφή προς τον Χριστό, στην εμβάθυνση της προσευχής και στη δέσμευση στο θέλημα του Θεού. Η Τερέζα ανέλαβε το καθήκον να αναπτύξει και να γράψει για τον δρόμο προς την τελειότητα της αγάπης και της ενότητάς της με τον Χριστό. Ο Tόμας Mέρτον αποκάλεσε τον Ιωάννη του Σταυρού το μεγαλύτερο από όλους τους μυστικιστές θεολόγους.[21]
Η πνευματικότητα του Φίλιππου Νέρι, που έζησε στη Ρώμη την ίδια εποχή με τον Ιγνάτιο, ήταν επίσης πρακτικά προσανατολισμένη, αλλά εντελώς αντίθετη με την προσέγγιση των Ιησουιτών. Έλεγε ο Φίλιππος «Αν έχω ένα πραγματικό πρόβλημα, σκέφτομαι τι θα έκανε ο Ιγνάτιος… και μετά κάνω το ακριβώς αντίθετο». Ως αναγνώριση της κοινής συνεισφοράς τους στην πνευματική ανανέωση εντός της Καθολικής μεταρρύθμισης ο Ιγνάτιος Λογιόλα, ο Φίλιππος Νέρι και η Τερέζα της Άβιλας αγιοποιήθηκαν την ίδια ημέρα, 12 Μαρτίου 1622.
Η Παναγία έπαιζε όλο και πιο κεντρικό ρόλο στις καθολικές λατρείες. Η νίκη στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 αποδόθηκε στην Παναγία και σηματοδότησε την αρχή μιας ισχυρής αναζωπύρωσης της λατρείας της.[22] Κατά και μετά την Καθολική Μεταρρύθμιση η λατρεία της Παναγίας γνώρισε απρόβλεπτη ανάπτυξη με πάνω από 500 σελίδες σχετικών γραπτών μόνο κατά τον 17ο αιώνα.[23] Ο Ιησουίτης Φρανθίσκο Σουάρεθ ήταν ο πρώτος θεολόγος που χρησιμοποίησε τη Θωμιστική μέθοδο στη θεολογία της Παναγίας. Άλλοι γνωστοί συνεισφέροντες στην πνευματικότητα της Παναγίας είναι οι Άγιοι Λαυρέντιος του Μπρίντιζι, Ροβέρτος Μπελαρμίν και Φραγκίσκος ντε Σάλ.
Το μυστήριο της μετάνοιας μετατράπηκε από κοινωνική σε προσωπική εμπειρία. δηλαδή από δημόσια κοινοτική πράξη σε ιδιωτική ομολογία. Πλέον έγινε κατ' ιδίαν σε εξομολογητήριο. Ήταν μια αλλαγή στην έμφαση που έδινε από τη συμφιλίωση με την Εκκλησία στην απευθείας συμφιλίωση με τον Θεό και από την έμφαση στις κοινωνικές αμαρτίες της εχθρότητας προς τις ιδιωτικές αμαρτίες (που ονομάζονται «οι κρυφές αμαρτίες της καρδιάς»).[24]
Μπαρόκ τέχνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Καθολική Εκκλησία ήταν κορυφαίος προστάτης των τεχνών σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Ο στόχος μεγάλου μέρους της τέχνης στην Αντιμεταρρύθμιση, ειδικά στη Ρώμη του Μπερνίνι και στη Φλάνδρα του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ήταν να αποκαταστήσει την κυριαρχία και την κεντρική θέση του Καθολικισμού. Αυτός ήταν ένας από τους οδηγούς του μπαρόκ ρυθμού που εμφανίστηκε σε όλη την Ευρώπη στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα. Σε περιοχές όπου κυριαρχούσε ο καθολικισμός η αρχιτεκτονική[25] και η ζωγραφική[26] και σε μικρότερο βαθμό η μουσική αντανακλούσαν τους στόχους της Αντιμεταρρύθμισης.[26]
Η Σύνοδος του Τρέντο διακήρυξε ότι η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η γλυπτική είχαν ρόλο στη μετάδοση της Καθολικής θεολογίας. Οποιοδήποτε έργο θα μπορούσε να προκαλέσει «σαρκική επιθυμία» ήταν απαράδεκτο στις εκκλησίες, ενώ οποιαδήποτε απεικόνιση του πόνου και της σαφούς αγωνίας του Χριστού ήταν επιθυμητή και πρέπουσα. Σε μια εποχή που ορισμένοι προτεστάντες μεταρρυθμιστές κατέστρεφαν εικόνες αγίων και άσπριζαν τους τοίχους, οι Καθολικοί μεταρρυθμιστές επιβεβαίωσαν εκ νέου τη σημασία της τέχνης, με ιδιαίτερη ενθάρρυνση που δόθηκε στις εικόνες της Παναγίας.[27]
Διατάγματα για την τέχνη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Τελευταία Κρίση, μια τοιχογραφία στην Καπέλα Σιστίνα του Μιχαήλ Άγγελου (1534–1541), δέχτηκε επίμονες επιθέσεις κατά την Αντιμεταρρύθμιση μεταξύ άλλων για τα γυμνά της (που αργότερα επιζωγραφίστηκαν για αρκετούς αιώνες), για το ότι δεν έδειχνε τον Χριστό καθισμένο ή γενειοφόρο και για την παγανιστική μορφή του Χάρωνατα. Η ιταλική ζωγραφική μετά το 1520, με αξιοσημείωτη εξαίρεση την τέχνη της Βενετίας, εξελίχθηκε στον μανιερισμό, ένα εξαιρετικά εκλεπτυσμένο ρυθμό που αγωνιζόταν για αποτέλεσμα, που ενόχλησε πολλούς εκκλησιαστικούς ως έλλειψη ελκυστικότητας για τη μάζα του πληθυσμού. Η πίεση της εκκλησίας να περιορίσει τις θρησκευτικές εικόνες επηρέασε την τέχνη από τη δεκαετία του 1530 και μετά και οδήγησε στα διατάγματα της τελικής συνεδρίασης της Συνόδου του Τρέντο το 1563 που περιλάμβαναν σύντομες και μάλλον ασαφείς διατάξεις σχετικά με τις εικόνες, που επρόκειτο να έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην ανάπτυξη της Καθολικής τέχνης. Οι προηγούμενες καθολικές συνόδους είχαν σπάνια αισθανθεί την ανάγκη να αποφανθούν για αυτά τα θέματα, σε αντίθεση με τις Ορθόδοξες που συχνά είχαν αποφανθεί για συγκεκριμένους τύπους εικόνων.
Το διάταγμα επαναβεβαίωσε το παραδοσιακό δόγμα ότι οι εικόνες αντιπροσώπευαν μόνο το πρόσωπο που απεικονίζεται και ότι η λατρεία τους αποδιδόταν σε αυτό και όχι στην εικόνα και έδωσε περαιτέρω οδηγίες ότι:
... κάθε δεισιδαιμονία πρέπει να αφαιρεθεί ... κάθε ασέλγεια να αποφευχθεί, με τέτοιο τρόπο ώστε οι μορφές να μην είναι ζωγραφισμένες ή στολισμένες με μια ομορφιά που παρωθεί στη λαγνεία ... δεν φαίνεται τίποτα σε αταξία, ή ακατάλληλα ή μπερδεμένο, τίποτα βέβηλο, τίποτα άσεμνο, δεδομένου ότι η αγιότητα γίνεται ο οίκος του Θεού. Και για να τηρούνται αυτά τα πράγματα όσο πιο πιστά γίνεται η Ιερά Σύνοδος ορίζει να μην επιτρέπεται σε κανέναν να τοποθετήσει ή να προκαλέσει να τοποθετηθεί οποιαδήποτε ασυνήθιστη εικόνα, σε οποιοδήποτε μέρος, ή εκκλησία, χωρίς καμία εξαίρεαη, εκτός από αυτή την εικόνα που έχει εγκριθεί από τον επίσκοπο ...[28]
Δέκα χρόνια μετά το διάταγμα ο Πάολο Βερονέζε κλήθηκε από το Ιερό Γραφείο για να εξηγήσει γιατί ο Μυστικός Δείπνος του, ένας τεράστιος καμβάς για την τραπεζαρία ενός μοναστηριού, περιείχε, σύμφωνα με τα λόγια του Ιερού Γραφείου: «γελωτοποιούς, μεθυσμένους Γερμανούς, νάνους και άλλες τέτοιες αθλιότητες» καθώς και υπερβολικά κοστούμια και σκηνικά, σε κάτι που είναι πράγματι μια φανταστική εκδοχή μιας βενετσιάνικης γιορτής πατρικίων.[29] Του δηλώθηκε ότι πρέπει να αλλάξει τη ζωγραφική του μέσα σε διάστημα τριών μηνών. Απλώς άλλαξε τον τίτλο σε Γιορτή στον Οίκο του Λευίτη, ακόμα ένα επεισόδιο από τα Ευαγγέλια, αλλά λιγότερο δογματικά κεντρικό, και δεν υπήρξε συνέχεια.[30]
Ο αριθμός τέτοιων διακοσμητικών εκφράσεων θρησκευτικών θεμάτων μειώθηκε απότομα, όπως και «ακατάλληλων ή μπερδεμένων» έργων μανιερισμού, καθώς ορισμένα βιβλία, ιδίως του Φλαμανδού θεολόγου Mολάνου, του Κάρλο Μπορρομέο και του καρδινάλιου Γκαμπριέλε Παλεότι, και οδηγίες από τοπικούς επισκόπους ενίσχυσαν τα διατάγματα, συχνά αναφερόμενα με υπερβολικές λεπτομέρειες σχετικά με το τι ήταν αποδεκτό. Μεγάλο μέρος της παραδοσιακής εικονογραφίας που θεωρήθηκε χωρίς επαρκή θεμελίωση στις Γραφές ήταν στην πραγματικότητα απαγορευμένο, όπως και κάθε συμπερίληψη κλασικών παγανιστικών στοιχείων στη θρησκευτική τέχνη και σχεδόν όλα τα γυμνά, συμπεριλαμβανομένου αυτού του βρέφους Ιησού.[31]
Σύμφωνα με τον μεγάλο μεσαιωνιστή Εμίλ Μαλ αυτό ήταν «ο θάνατος της μεσαιωνικής τέχνης»,[32] αλλά ωχριούσε μπροστά στην Εικονομαχία ορισμένων προτεσταντικών κύκλων και δεν ίσχυε για κοσμικούς πίνακες. Ζωγράφοι και γλύπτες της Αντιμεταρρύθμισης ήταν οι Τιτσιάνο, Τιντορέττο, Φεντερίκο Μπαρότσι, Σκιπιόνε Πουλτσόνε, Ελ Γκρέκο, Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, Γκουίντο Ρένι, Άντονι βαν Ντάικ, Μπερνίνι, Θουρμπαράν, Ρέμπραντ και Μπαρτολομέ Εστέμπαν Μουρίγιο.
Εκκλησιαστική μουσική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μεταρρυθμίσεις πριν από τη Σύνοδο του Tρέντο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Σύνοδος του Tρέντο πιστεύεται ότι ήταν το αποκορύφωμα της επιρροής της Αντιμεταρρύθμισης στην εκκλησιαστική μουσική τον 16ο αιώνα. Ωστόσο οι διακηρύξεις της συνόδου για τη μουσική δεν ήταν η πρώτη απόπειρα μεταρρύθμισης. Η Καθολική Εκκλησία είχε εκφραστεί ενάντια στην ολοφάνερη κατάχρηση της μουσικής που χρησιμοποιείτο στη Λειτουργία πριν ακόμη συγκληθεί η Σύνοδος του Tρέντο για να συζητήσει τη μουσική το 1562. Ο χειρισμός του Σύμβολου της Πίστεως και η χρήση μη λειτουργικών ασμάτων αντιμετωπίστηκαν το 1503 και τα κοσμικά άσματα και το κατανοητό του κειμένου στην ψαλμωδία το 1492.[33] Οι εκπρόσωποι στη σύνοδο ήταν απλώς ένας κρίκος στη μακρά αλυσίδα του κλήρου της Εκκλησίας που πίεζε για μια μεταρρύθμιση της μουσικής λειτουργίας ήδη από το 1322.[34]
Ισως η πιο ακραία κίνηση για τη μεταρρύθμιση αυτή ήρθε στα τέλη του 1562 όταν, με οδηγίες από τους λεγάτους, ο Ετζίντιο Φοσκαράρι (επίσκοπος της Μόντενα) και ο Γκαμπριέλε Παλεότι (αρχιεπίσκοπος της Μπολόνια) άρχισαν να εργάζονται για τη μεταρρύθμιση των θρησκευτικών ταγμάτων και των πρακτικών τους που περιλάμβαναν τη λειτουργία.[35] Οι μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν στα μοναστήρια των μοναχών και περιλάμβαναν την απαγόρευση της χρήσης οργάνου, των επαγγελματιών μουσικών και του πολυφωνικού τραγουδιού, ήταν πολύ πιο αυστηρές από οποιοδήποτε από τα διατάγματα της συνόδου ή ακόμα και από αυτές του Παλεστρίνα.[36]
Τροφοδότης των εκκλήσεων πολλών εκκλησιαστικών μορφών για μεταρρύθμιση ήταν η τεχνική σύνθεσης που ήταν δημοφιλής τον 15ο και 16ο αιώνα στη χρήση μουσικού υλικού και ακόμη και συνοδευτικών κειμένων από άλλες συνθέσεις, όπως μοτέτα, μαδριγάλια και σανσόν. Πολλές φωνές που τραγουδούσαν διαφορετικά κείμενα σε διαφορετικές γλώσσες έκαναν όλα τα κείμενα δύσκολο να ξεχωρίσουν από το μείγμα λέξεων και νοτών. Η λειτουργική μουσική περιείχε τότε μελωδίες (συνήθως τενόρου) και λέξεις από άσματα συχνά με αισθησιακά θέματα.[35] Η λειτουργική μουσική της Εκκλησίας επηρεαζόταν όλο και περισσότερο από κοσμικές μελωδίες και ρυθμούς. Η Σύνοδος του Παρισιού που συνήλθε το 1528, όπως και η Σύνοδος του Τρέντο, έκαναν προσπάθειες να επαναφέρουν την αίσθηση της ιερότητας στο εκκλησιαστικό περιβάλλον και ό,τι ήταν κατάλληλο για τη Λειτουργία. Οι σύνοδοι απλώς ανταποκρίνονταν σε ζητήματα της εποχής τους.[37]
Μεταρρυθμίσεις κατά την 22η συνεδρίαση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Σύνοδος του Tρέντο συνεδρίασε σποραδικά από τις 13 Δεκεμβρίου 1545 ως τις 4 Δεκεμβρίου 1563, για να μεταρρυθμίσει πολλούς τομείς της Καθολικής Εκκλησίας. Η 22η συνεδρίαση της συνόδου, που έγινε το 1562, ασχολήθηκε με την εκκλησιαστική μουσική στον Κανόνα 8 στην ενότητα "Καταχρήσεις στη Θεία Λειτουργία" στις 10 Σεπτεμβρίου 1562.[38]
Στον Κανόνα 8 αναφέρεται ότι «Επειδή τα ιερά μυστήρια πρέπει να τελούνται με απόλυτη ευλάβεια, τόσο με βαθύτατη αίσθηση προς τον Θεό και μόνο, όσο και με εξωτερική λατρεία που είναι πραγματικά κατάλληλη και ταιριαστή, ώστε οι άλλοι να γεμίσουν με αφοσίωση και να κληθούν στη θρησκεία: .. Όλα πρέπει να ρυθμιστούν έτσι ώστε οι λειτουργίες, είτε τελούνται μόνο με φωνή είτε με άσματα, με τα πάντα ξεκάθαρα και γρήγορα εκτελεσμένα, να φτάνουν στα αυτιά των ακροατών και να εισχωρούν ήσυχα στις καρδιές τους. Σε εκείνες τις λειτουργίες όπου η μετρημένη μουσική και το όργανο είναι σύνηθες, δεν πρέπει να αναμιγνύεται τίποτα βέβηλο, αλλά μόνο ύμνοι και θεϊκά εγκώμια. Αν ψάλλεται κάτι από τη θεία λειτουργία με το όργανο ενώ αυτή συνεχίζεται, ας απαγγελθεί πρώτα με απλή, καθαρή φωνή, μήπως η ανάγνωση του ιερού λόγου είναι δυσνόητη. Αλλά ο εν γένει τρόπος του τραγουδιού θα πρέπει να υπολογιστεί ώστε να μην προσφέρει μάταιη απόλαυση στο αυτί, αλλά τα λόγια να είναι κατανοητές σε όλους, και έτσι οι καρδιές των ακροατών να παρασυρθούν στην επιθυμία για ουράνιες αρμονίες και ενατένιση των χαρών των μακαρίων».[39]
Ο Κανόνας 8 αναφέρεται συχνά ως το διάταγμα της Συνόδου του Tρέντο για την εκκλησιαστική μουσική, αλλά αυτό είναι μια κραυγαλέα παρανόηση του Κανόνα, ήταν απλώς ένα προτεινόμενο διάταγμα. Στην πραγματικότητα οι εκπρόσωποι στη σύνοδο δεν αποδέχτηκαν ποτέ επίσημα τον Κανόνα 8 στη δημοφιλή του μορφή, αλλά οι επίσκοποι της Γρανάδας, της Κοΐμπρα και της Σεγκόβια πίεσαν να αμβλυνθεί η μακροσκελής αναφορά στη μουσική και πολλοί άλλοι ιεράρχες της συνόδου προσχώρησαν σε αυτό με ενθουσιασμό.[40] Οι μόνοι περιορισμοί που τέθηκαν στην πραγματικότητα από τη 22η συνεδρίαση ήταν να κρατηθούν τα κοσμικά στοιχεία έξω από τη μουσική, επιτρέποντας σιωπηρά την πολυφωνία.[41] Το ζήτημα της κατανοητότητας του κειμένου δεν μπήκε στα τελικά διατάγματα της 22ης συνεδρίαση, αλλά παρουσιάστηκε μόνο σε προκαταρκτικές συζητήσεις.[42] Η 22η συνεδρίαση απαγόρευσε μόνο «λαθραία» και «βέβηλα» πράγματα να αναμιγνύονται με τη μουσική, αλλά ο Παλεότι στις Πράξεις του θέτει σε ίση μοίρα τα ζητήματα της κατανοητότητας.[43]
Η ιδέα ότι η σύνοδος ζήτησε να αφαιρεθεί κάθε πολυφωνία από την Εκκλησία είναι ευρέως διαδεδομένη, αλλά δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτό τον ισχυρισμό. Δεν αποκλείεται ωστόσο κάποιοι Πατέρες να είχαν προτείνει ένα τέτοιο μέτρο.[44] Ο αυτοκράτορας Φερδινάνδος Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έχει αποκληθεί «σωτήρας της εκκλησιαστικής μουσικής» επειδή δήλωσε ότι η πολυφωνία δεν πρέπει να εκδιωχθεί από την Εκκλησία. Αλλά ο Φερδινάνδος ήταν πιθανότατα θορυβημένος και ανέφερε στη σύνοδο την πιθανότητα πλήρους απαγόρευσης της πολυφωνίας.[45] Η Σύνοδος του Tρέντο δεν εστίασε στο ύφος της μουσικής αλλά στις στάσεις λατρείας και ευλάβειας κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας.[38]
Σωτήρας-Θρύλος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κρίσεις σχετικά με την πολυφωνία και την κατανοητότητα του κειμένου και η απειλή ότι η πολυφωνία επρόκειτο να αφαιρεθεί εντελώς, που υποτίθεται ότι προερχόταν από τη σύνοδο, έχει έναν πολύ δραματικό θρύλο επίλυσης. Ο μύθος λέει ότι ο Τζοβάννι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα (περίπου 1525/26–1594), ένας εκκλησιαστικός μουσικός και χοροδιδάσκαλος στη Ρώμη, έγραψε μια Λειτουργία για τους εκπροσώπους της συνόδου για να αποδείξει ότι μια πολυφωνική σύνθεση θα μπορούσε να έχει το κείμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει κατανοητό καθαρά και να είναι ακόμα ευχάριστο στο αυτί. Η Missa Papae Marcelli του Παλεστρίνα (Λειτουργία για τον Πάπα Μάρκελλο) τελέστηκε ενώπιον της συνόδου και έτυχε τέτοιας υποδοχής μεταξύ των αντιπροσώπων που άλλαξαν εντελώς γνώμη και επέτρεψαν στην πολυφωνία να παραμείνει σε χρήση στη μουσική λειτουργία. Ως εκ τούτου ο Παλεστρίνα ονομάστηκε «σωτήρας της εκκλησιαστικής πολυφωνίας». Αυτός ο θρύλος, αν και αβάσιμος, υπήρξε από καιρό βασικός πυλώνας των ιστοριών της μουσικής.[46] Ο μύθος του σωτήρα διαδόθηκε για πρώτη φορά από μια αφήγηση από τους Αγκατσάρι και Μπανκιέρι το 1609, που έλεγαν ότι ο Πάπας Μάρκελλος προσπαθούσε να αντικαταστήσει κάθε πολυφωνία με απλό τραγούδι.[47] Η Missa Papae Marcelli του Παλεστρίνα ωστόσο το 1564, μετά την 22η συνεδρίαση, παρουσιάστηκε για τον Πάπα, ενώ εξετάζονταν οι μεταρρυθμίσεις για τη Χορωδία της Σιστίνα.
Η Λειτουργία του Πάπα Μάρκελλου, εν ολίγοις, δεν ήταν σημαντική στη δική της εποχή και δεν βοήθησε στη διάσωση της εκκλησιαστικής πολυφωνίας.[48] Αυτό που είναι αναμφισβήτητο είναι ότι, παρά την έλλειψη σαφούς απόδειξης της επιρροής του κατά ή μετά τη Σύνοδο του Τρέντο, καμία μορφή δεν είναι πιο ικανή να εκπροσωπήσει την αιτία της πολυφωνίας στη λειτουργία από τον Παλεστρίνα.[49] Ο Πάπας Πίος Δ΄ ακούγοντας τη μουσική του Παλεστρίνα την έκανε, με Παπική Εγκριση, το πρότυπο για τις μελλοντικές γενιές Καθολικών συνθετών της ιερής μουσικής.[47]
Μεταρρυθμίσεις μετά τη Σύνοδο του Τρέντο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως ο σύγχρονός του Παλεστρίνα ο Φλαμανδός συνθέτης Ιάκωβος ντε Κέρλε (1531/32–1591) πιστώθηκε επίσης ότι έδωσε ένα μοντέλο σύνθεσης για τη Σύνοδο του Τρέντο. Η σύνθεσή του Preces, σε τέσσερα μέρη σηματοδοτεί το «επίσημο σημείο καμπής του α καπέλα ιδεώδους της Αντιμεταρρύθμισης».[50] Ο Kerle ήταν ο μόνος συνθέτης κατάταξης της Ολλανδίας που ενήργησε σύμφωνα με το συμβούλιο.[51] Ένας άλλος μουσικός γίγαντας ισότιμος με τον Παλεστρίνα, ο Ορλάντο ντι Λάσσο (1530/32–1594), ήταν μια σημαντική προσωπικότητα στη μουσική ιστορία αν και λιγότερο καθαρολόγος από τον Παλεστρίνα.[52] Εξέφρασε τη συμπάθειά του για τις ανησυχίες της συνόδου, αλλά παρόλα αυτά έδειχνε εύνοια για τις σανσόν Λειτουργίες.[51]
Παρά την έλλειψη διαταγμάτων από τη σύνοδο σχετικά με την πολυφωνία και τη σαφήνεια του κειμένου οι μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν τη 22η συνεδρίαση κάλυψαν τα κενά που είχε αφήσει η σύνοδος σε στυλιστικούς τομείς. Στην 24η συνεδρίαση η σύνοδος έδωσε εξουσία στις «Επαρχιακές Συνόδους» να εγκρίνουν διατάξεις για την εκκλησιαστική μουσική.[53] Η απόφαση να αφεθεί η πρακτική εφαρμογή και τα στιλιστικά ζητήματα στους τοπικούς εκκλησιαστικούς ηγέτες ήταν σημαντική για τη διαμόρφωση του μέλλοντος της καθολικής εκκλησιαστικής μουσικής.[54] Τότε αφέθηκε στους τοπικούς ηγέτες και στους μουσικούς της Εκκλησίας να βρουν την κατάλληλη εφαρμογή για τα διατάγματα της συνόδου.[55]
Αν και αρχικά θεολογικά και κατευθυνόμενα προς τη στάση των μουσικών, τα διατάγματα της Συνόδου άρχισαν να θεωρούνται από τους εκκλησιαστικούς μουσικούς ως διακήρυξη για τους σωστούς μουσικούς ρυθμούς.[56] Αυτή η αντίληψη πιθανότατα διαδόθηκε μέσω μουσικών που προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις διακηρύξεις της Συνόδου αλλά δεν διάβασαν τις επίσημες ανακοινώσεις της. Οι εκκλησιαστικοί μουσικοί πιθανότατα επηρεάστηκαν από τις εντολές των εκκλησιαστικών προστατών τους.[57] Οι συνθέτες που αναφέρονται στις μεταρρυθμίσεις της Συνόδου στους προλόγους των συνθέσεών τους δεν διεκδικούν επαρκώς μια μουσική βάση από τη Σύνοδο αλλά μια πνευματική και θρησκευτική βάση της τέχνης τους.[58]
Ο Καρδινάλιος Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου Κάρλο Μπορρομέο ήταν μια πολύ σημαντική φυσιογνωμία για τη μεταρρύθμιση της εκκλησιαστικής μουσικής μετά τη Σύνοδο του Τρέντο. Αν και ο Μπορρομέο ήταν βοηθός του πάπα της Ρώμης και δεν μπόρεσε να βρεθεί στο Μιλάνο, πίεσε με ανυπομονησία τα διατάγματα του συνόδου να εφαρμοστούν εκεί άμεσα.[55] Διατήρησε επαφή με την εκεί εκκλησία του μέσω επιστολών και ενθάρρυνε με ανυπομονησία τους ηγέτες της να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις που προέρχονταν από τη τη Σύνοδο του Τρέντο. Σε μια από τις επιστολές του προς τον εφημέριό του στην επισκοπή του Μιλάνου Νικολό Ορμανέτο της Βερόνας ο Μπορρομέο ανέθεσε στον επικεφαλής του παρεκκλησιού Βιντσέντζο Ρούφο (1508–1587) να γράψει μια Λειτουργία όσο το δυνατόν πιο κατανοητή. Ο Μπορρομέο πρότεινε επίσης αν ο Ντόν Νικόλα, ένας συνθέτης πιο χρωματικού ρυθμού, βρισκόταν στο Μιλάνο, να συνθέσει επίσης μια Λειτουργία και οι δύο τους να συγκριθούν ως προς τη σαφήνεια του κειμένου.[59] Ο Μπορρομέο πιθανότατα συμμετείχε ή άκουσε τις ερωτήσεις σχετικά με τη σαφήνεια του κειμένου κατόπιν αιτήματός του προς τον Ρούφο.
Ο Ρούφο πήρε στα σοβαρά τις εντολές του Μπορρομέο και ξεκίνησε να συνθέσει με ένα ύφος που παρουσίαζε το κείμενο έτσι ώστε όλα τα λόγια του να είναι κατανοητά και το νόημα του κειμένου να είναι το πιο σημαντικό μέρος της σύνθεσης. Η προσέγγισή του ήταν να κινεί όλες τις φωνές με ομορρυθμικό τρόπο χωρίς περίπλοκους ρυθμούς και να χρησιμοποιεί την παραφωνία πολύ συντηρητικά. Η προσέγγιση του Ρούφο ήταν σίγουρα μια επιτυχία για τη σαφήνεια και την απλότητα του κειμένου, αλλά καθώς η μουσική του ήταν πολύ καθαρή θεωρητικά, δεν ήταν πετυχημένο καλλιτεχνικά παρά τις προσπάθειές του να κάνει ενδιαφέρουσα τη μονότονη υφή των τεσσάρων μερών.[60] Το συνθετικό ύφος του που ευνοούσε το κείμενο ευθυγραμμιζόταν με το σαφές ενδιαφέρον της συνόδου για την κατανοητότητα. Έτσι η πίστη στα αυστηρά διατάγματα της συνόδου σχετικά με την κατανοητότητα των κειμένων κατέληξε να χαρακτηρίσει την ανάπτυξη της ιερής εκκλησιαστικής μουσικής.
Η Σύνοδος του Τρέντο επέφερε και άλλες αλλαγές στη μουσική, κυρίως με τη Missa brevis, τη Lauda και το "Πνευματικό Μαδριγάλι" (Madrigali Spirituali). Επιπλέον οι πολυάριθμες ακολουθίες απαγορεύτηκαν κυρίως στη Λειτουργία του Πάπα Πίου Ε΄ του 1570. Οι υπόλοιπες ακολουθίες ήταν η Victimae paschali laudes για το Πάσχα, η Veni Sancte Spiritus για την Πεντηκοστή, η Lauda Sion Salvatorem για την Αγία Δωρεά και η Dies Irae για την Ημέρα Ολων των Ψυχών και τα Ρέκβιεμ.
Ημερολογιακές σπουδές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περισσότεροι εορτασμοί εορτών και παρόμοιες εκδηλώσεις έθεσαν την ανάγκη να παρακολουθούνται στενά αυτές οι εκδηλώσεις σε όλες τις επισκοπές. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα με την ακρίβεια του ημερολογίου: τον δέκατο έκτο αιώνα το Ιουλιανό ημερολόγιο είχε υστερήσει σχεδόν δέκα ημέρες σε σχέση με τις εποχές και τα ουράνια σώματα. Μεταξύ των αστρονόμων που κλήθηκαν να εργαστούν για το πρόβλημα του πώς θα μπορούσε να μεταρρυθμιστεί το ημερολόγιο ήταν ο Νικόλαος Κοπέρνικος, εκκλησιαστικός σύμβουλος στο Φρόμπορκ (Φράουενμπουργκ). Στην αφιέρωση στο De Revolutionibus Orbium Coelestium(1543) ο Κοπέρνικος ανέφερε τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου που πρότεινε η Πέμπτη Σύνοδος του Λατερανού (1512–1517). Όπως εξηγεί η σωστή μέτρηση της διάρκειας του έτους ήταν απαραίτητο θεμέλιο για την ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Φαίνεται ότι το έργο του για την αντικατάσταση του συστήματος του Πτολεμαίου με το ηλιοκεντρικό υποκινήθηκε εν μέρει από την ανάγκη της ημερολογιακής μεταρρύθμισης.
Ένα πραγματικό νέο ημερολόγιο ήταν το Γρηγοριανό ημερολόγιο το 1582. Κατά τη δημοσίευσή του το De Revolutionibus δεν σχολιάστηκε ιδιαίτερα: κάτι περισσότερο από μια μαθηματική ευκολία που απλοποίησε τις αστρονομικές αναφορές για ένα πιο ακριβές ημερολόγιο.[61] Οι φυσικές αποδείξεις που υποστήριζαν ότι η θεωρία του Κοπέρνικου σχετικά με την κίνηση της γης ήταν κυριολεκτικά αληθινή προώθησαν την προφανή αίρεση ενάντια στη θρησκευτική σκέψη της εποχής. Ετσι κατά την υπόθεση Γαλιλαίου ο Γαλιλαίος Γαλιλέι τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στη Ρώμη, τη Σιένα, το Aρτσέτρι και τη Φλωρεντία, επειδή δημοσίευσε γραπτά που λέγεται ότι "είναι έντονα ύποπτα ότι ήταν αιρετικά". Οι αντίπαλοί του καταδίκασαν την ηλιοκεντρική θεωρία και απαγόρευσαν προσωρινά τη διδασκαλία της το 1633.[62] Ομοίως η Academia Secretorum Naturae στη Νάπολη είχε κλείσει το 1578. Ως αποτέλεσμα της εναντίωσης των κληρικών οι ηλιοκεντριστές μετανάστευσαν από τις Καθολικές σε Προτεσταντικές περιοχές, ορισμένοι σχηματίζοντας τον Κύκλο του Μελάγχθωνα.
Σημαντικές μορφές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Τερέζα της Άβιλας (1515–1582)
- Ρομπερτ Μπελαρμίνε (1542–1621)
- Κάρολος E΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1500–1558)
- Κάρλο Μπορρομέο
- Πέτερ Κανίσιους (1521–1597)
- Έρασμος
- Γιόχαν Εκ (1486–1543)
- Τζον Φίσερ (1469–1535)
- Ιωάννης του Σταυρού (1542–1591)
- Φερδινάνδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1578–1637)
- Λεοπόλδος Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1640–1705)
- Λουδοβίκος ΙΔ΄ (1638–1715)
- Ιγνάτιος Λογιόλα
- Μαρία Α΄ της Αγγλίας (1553–1558)
- Αικατερίνη των Μεδίκων
- Τόμας Μορ
- Πέτερ Πάζμανι (1570–1637)
- Φίλιππος Β΄ της Ισπανίας (1527–1598)
- Φίλιππος Νέρι (1515–1595)
- Πάπας Λέων Ι΄ (1513–1521)
- Πάπας Πίος Γ΄ (1503)
- Πάπας Παύλος Γ΄ (1534–1549)
- Πάπας Ιούλιος Γ΄ (1550–1555)
- Πάπας Παύλος Δ΄ (1555–1559)
- Πάπας Πίος Δ΄ (1559–1565)
- Πάπας Πίος Ε΄ (1566–1572)
- Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ (1572–1585)
- Πάπας Σίξτος Ε΄ (1585–1590)
- Ματέο Ρίτσι (1552–1610)
- Καρδινάλιος Ρισελιέ (1585–1642)
- Φραγκίσκος ντε Σαλ (1567–1622)
- Σιγισμούνδος Α΄ της Πολωνίας (1467–1548)
- Σιγισμούνδος Γ΄ της Πολωνίας (1566–1632)
- Φραγκίσκος Χαβιέρ (1506–1552)
- Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (1577–1640)
- Γουλιέλμος Ε΄, Δούκας της Βαυαρίας (1548–1626)
- Μαξιμιλιανός Α΄ εκλέκτορας της Βαυαρίας (1573–1651)
- Βενσάν ντε Πολ (1581–1660)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 «Counter-Reformation». Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 6 Ιουλίου 2019.
- ↑ «Counter-Reformation | Definition, Summary, Outcomes, Jesuits, Facts, & Significance | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2023.
- ↑ Mark, Joshua J. «Counter-Reformation». World History Encyclopedia (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2023.
- ↑ Der geschichtliche Ablauf der Auswanderung aus dem Zillertal Αρχειοθετήθηκε 2016-05-07 στο Wayback Machine. [lit. 'The Historical Chain of Events of the Migration from the Ziller Valley'] (in German), 1837-auswanderer.de. Accessed 13 June 2020.
- ↑ «Anniversary Thoughts». America. 7 October 2002. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-04-19. https://web.archive.org/web/20170419004349/http://www.americamagazine.org/issue/404/article/anniversary-thoughts. Ανακτήθηκε στις 18 April 2017.
- ↑ «General Instruction of the Roman Missal, no. 7». www.usccb.org. 2007. Ανακτήθηκε στις 7 Ιουνίου 2019.
- ↑ Yelverton, Eric Esskildsen (1920). The Mass in Sweden: Its Development from the Latin Rite from 1531 to 1917. Issue 57 of Henry Bradshaw Society. Harrison and Sons. σελ. 75. ISBN 9781870252904. ISSN 0144-0241. Swedish and English Translation of the Red Book.
- ↑ de Groof, Bart (1993). "Alexander Farnese and the Origins of Modern Belgium", Bulletin de l'Institut Historique Belge de Rome, Vol. 63, pp 195–219.
- ↑ Soen, Violet (2012). "Reconquista and Reconciliation in the Dutch Revolt: The Campaign of Governor-General Alexander Farnese (1578–1592)", Journal of Early Modern History 16#1 pp 1–22.
- ↑ Janssen, Geert H. (2012). "The Counter-Reformation of the Refugee: Exile and the Shaping of Catholic Militancy in the Dutch Revolt", Journal of Ecclesiastical History 63#4 pp. 671–692.
- ↑ Martin, Christiane, επιμ. (2001). «Exulantenstadt». Lexikon der Geographie. Heidelberg: Spektrum Akademischer Verlag. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2020. Unknown parameter
|lang=
ignored (|language=
suggested) (βοήθεια) - ↑ Beales 2005, σελ. 14.
- ↑ Henderson, Richard R.· International Council on Monuments and Sites. U.S. Committee· United States National Park Service (Μαρτίου 1989). A Preliminary inventory of Spanish colonial resources associated with National Park Service units and national historic landmarks, 1987. United States Committee, International Council on Monuments and Sites, for the U.S. Dept. of the Interior, National Park Service. σελ. 87. ISBN 9780911697032.
- ↑ [1]Union of Brest. Catholic Encyclopedia (1917), via newadvent.org.
- ↑ See text of the Treaty of the Union of Brest
- ↑ Daniel-Rops, Henri. «The Catholic Reformation». EWTN – μέσω the fall 1993 issue of The Dawson Newsletter.
- ↑ 17,0 17,1 Péronnet, Michel (1981). Le XVe siècle (in French), Hachette U, p. 213.
- ↑ Péronnet (1981). p. 214.
- ↑ «The Ursulines». Catholic Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 8 Μαρτίου 2015.
A religious order founded by St. Angela de Merici for the sole purpose of educating young girls
- ↑ Hughes, Philip (1960) [1957]. A Popular History of the Reformation, Garden City, New York: Image Books, Ch. 3, "Revival and Reformation, 1495–1530", Sec. iii, "The Italian Saints", p. 86.
- ↑ «Ascent of Mount Carmel». John of the Cross. Image Books. 1958.
- ↑ Stegmüller, Otto (1967). "Barock" (in German). Lexikon der Marienkunde. Regensburg, p. 566.
- ↑ A Roskovany, conceptu immacolata ex monumentis omnium seculorum demonstrate III, Budapest 1873
- ↑ Bossy, John (1975). «The Social History of Confession in the Age of the Reformation». Transactions of the Royal Historical Society 25: 21–38. doi: .
- ↑ Kruft, Hanno-Walter (1994). The Counter-Reformation, Baroque and Neo-classicism. A History of Architectural Theory. Princeton Architectural Press. σελίδες 93–107. ISBN 9781568980102.
- ↑ Hauser, Arnold (1999). Social History of Art, Volume 2: Renaissance, Mannerism, Baroque. Psychology Press. σελ. 192. ISBN 9780203981320.
- ↑ Earls, Irene (1996). Baroque Art: A Topical Dictionary. pp. 76–77.
- ↑ Text of the 25th decree of the Council of Trent
- ↑ «Transcript of Veronese's testimony». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2008.
- ↑ Rostand, David (1997). Painting in Sixteenth-Century Venice: Titian, Veronese, Tintoretto, 2nd ed., Cambridge UP (ISBN 0-521-56568-5)
- ↑ Blunt, Anthony, (1940; refs to 1985 edn). Artistic Theory in Italy, 1450–1660, chapter VIII, especially pp. 107–128, OUP, (ISBN 0-19-881050-4)
- ↑ The death of Medieval Art. Extract from book by Émile Mâle
- ↑ Fellerer, K. G. and Hadas, Moses. "Church Music and the Council of Trent". The Musical Quarterly, Vol. 39, No. 4 (1953) in JSTOR. p. 576.
- ↑ Manzetti (1928). p. 330.
- ↑ Monson (2002). p. 20.
- ↑ Monson (2002). p. 21.
- ↑ Fellerer and Hadas. pp. 580–581.
- ↑ 38,0 38,1 Fellerer and Hadas. p. 576.
- ↑ Monson (2002). p.9.
- ↑ Monson (2002). pp. 10–11.
- ↑ Monson (2002). p. 12.
- ↑ Monson (2002). p. 22.
- ↑ Monson (2002). p. 24.
- ↑ Manzetti (1928). p. 331.
- ↑ Monson (2002). p. 16.
- ↑ Davey, Henry. "Giovanni Pierluigi, da Palestrina", Proceedings of the Musical Association, 25th Sess. (1898–1899), p. 53. in JSTOR.
- ↑ 47,0 47,1 Davey. p. 52.
- ↑ Smith, Carleton Sprague and Dinneen, William (1944). "Recent Work on Music in the Renaissance", Modern Philology, Vol. 42, No. 1, p. 45. in JSTOR.
- ↑ Manzetti (1928). p. 332.
- ↑ Smith and Dinneen (1944). p. 45.
- ↑ 51,0 51,1 Leichtentritt (1944). p. 326.
- ↑ Davey. p. 56.
- ↑ Fellerer and Hadas. 576–577.
- ↑ Monson (2002). p. 27.
- ↑ 55,0 55,1 Lockwood (1957). p. 346.
- ↑ Fellerer and Hadas. 592–593.
- ↑ Monson (2002). p. 26.
- ↑ Fellerer and Hadas. 576–594.
- ↑ Lockwood (1957). p. 348.
- ↑ Lockwood (1957). p. 362.
- ↑ Burke, James (1985). The Day the Universe Changed. London Writers Ltd. σελ. 136.
- ↑ Burke 1985, σελ. 149.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Counter-Reformation στο Wikimedia Commons
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |