Μετάβαση στο περιεχόμενο

Filioque

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στη χριστιανική θεολογία, το Filioque (Φιλιόκβε, λατινική σύνθετη λέξη, από το Filius, «Υιός», και que, «και», που σημαίνει «και ο Υιός») είναι ένα θεολογούμενο ζήτημα που αφορά το Σύμβολο της Νικαίας.

Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος (Α΄ της Νίκαιας) στα 325 με αυτό, το πρώτο «Σύμβολο της Πίστεως» δήλωσε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται (πηγάζει) από τον Θεό – Πατέρα («το εκ του Πατρός εκπορευόμενον»). Αυτό το Σύμβολο τροποποιήθηκε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (Α΄ της Κωνσταντινούπολης) το 381. Ως εκ τούτου, καλείται συνήθως Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως ή άλλως το «Πιστεύω» των Χριστιανών.

Στην τριαδική ομολογία, οι Χριστιανοί από τους πρώτους αιώνες έχουν κάνει μερικές σημαντικές διακρίσεις. Ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα θεωρείται ότι έχουν την αιώνια προέλευσή τους από τον Πατέρα. Ο Υιός, ο προαιώνιος Λόγος (Ιωάν. α΄ 1) έχει γεννηθεί από τον Πατέρα, ενώ το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Αυτές οι επισημάνσεις αφορούν την ύπαρξη του Θεού πριν από κάθε χρόνο, «προ πάντων των αιώνων» κατά το Σύμβολο της Νικαίας. Όσον αφορά τη δημιουργία, ο Θεός απέστειλε τον Υιό του και το Πνεύμα του. Στα λατινικά η λέξη processio αφορά και την αποστολή (που κατά την ορθόδοξη θεολογία γίνεται και από τον Υιό) αλλά και την εκπόρευση (που αφορά μόνο τον Πατέρα) του Πνεύματος, αυτός ο ιδιωματισμός θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια σύγχυση στις θεολογικές συζητήσεις. Η διαφορά λοιπόν μπορεί να επικεντρωθεί στη λέξη processio που λόγω της πολλαπλότητάς της στα λατινικά, δεν σημαίνει μόνο εκπόρευση [από που πηγάζει] αλλά και αποστολή [processione] - από που διέρχεται.

Βιτρώ με το περιστέρι ως σύμβολο του Αγίου Πνεύματος, για την εκπόρευση του οποίου προέκυψε το ζήτημα του filioque.

Βάσει της αίρεσης του Filioque, οι Ρωμαιοκαθολικοί θεωρούνται αιρετικοί από την Ορθόδοξη Εκκλησία με απόφαση της Η' Οικουμενικής Συνόδου που συγκλήθηκε το 879 στην Κωνσταντινούπολη.[1]

Η Ιστορία του ζητήματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως παράγωγο του Νεοπλατωνισμού εμφανίστηκε τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η αίρεση του Αρείου που είδε τη σχέση του Υιού με τον Πατέρα να αντικατοπτρίζεται στην ιδέα των Νεοπλατωνικών για τη σχέση μεταξύ του νου με το θείο. Ο Υιός επομένως βρισκόταν πολύ κοντά ίσως με τον Πατέρα, αλλά ήταν λιγότερο τέλειος από τον Πατέρα, όμως θείος και υπέρτατος στον υλικό κόσμο. Οι οπαδοί του Αρείου γνώριζαν καλά τα ιερά κείμενα και βρήκαν πολλές αναφορές ώστε να υποστηρίξουν τις απόψεις τους. Επέμεναν ότι οι προσδιορισμοί πατέρας και ο υιός πιστοποιούσαν το ότι ο Υιός ήταν λιγότερο τέλειος από τον Πατέρα. Υιοθετώντας τη νεοπλατωνική σκέψη, υποστήριξαν ότι ο πατέρας που είναι η αιτία του υιού ήταν απόδειξη της θεότητας του Πατέρα, και ακριβώς επειδή ο Υιός δεν γέννησε, αλλά γεννήθηκε, δεν ήταν ίσος με τον Πατέρα.

Πολλοί Χριστιανοί βρήκαν λογική την εξήγηση του Αρειανισμού και έτσι η αίρεση αυτή γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση μεταξύ των υπηκόων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και σε όλα τα γερμανικά φύλα (ιδίως στους Γότθους), με εξαίρεση τους Φράγκους. Ο σάλος στην αυτοκρατορία μέσα σε λίγα χρόνια έγινε τόσο μεγάλος που ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διέταξε τους ηγέτες των Χριστιανών να συγκαλέσουν Οικουμενική Σύνοδο για να επιλύσει το ζήτημα. Έτσι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325. Στόχος των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν να βρουν την ορολογία που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τον Αρειανισμό ως διαστρέβλωση. Για τον σκοπό αυτό δανείστηκαν έναν όρο από την ελληνική φιλοσοφία το «ομοούσιος» και απέρριψαν την εναλλαγή του «ομοιούσιος», επειδή οι Αρειανοί θα μπορούσαν να την ερμηνεύσουν κατά τρόπο σύμφωνο με τη διδασκαλία τους.

Ο πειρασμός να εναρμονιστεί η χριστιανική πίστη με την ανθρώπινη σκέψη ήταν ισχυρός και πήρε αρκετό χρόνο ώστε οι απόψεις των ορθοδόξων να επικρατήσουν του Αρειανισμού. Ακόμη και όταν η ορθοδοξία θριάμβευσε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο Αρειανισμός έγινε η πίστη των γερμανικών φυλών που επρόκειτο σύντομα να κατακτήσουν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αυτό το γεγονός επρόκειτο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Filioque.

Οι πατέρες προέβησαν σε διάκριση μεταξύ της οικονομίας της Αγίας Τριάδας, που αφορούσε τον ρόλο της μέσα στην ανθρώπινη ιστορία για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, και της θεολογίας της, που αφορούσε την ουσία της πέρα από τον χρόνο. Η πρώτη ήταν γνωστή εμπειρικά και πιστοποιούνταν από τα ιερά κείμενα. Η δεύτερη ήταν πέρα από την ανθρώπινη εμπειρία και οτιδήποτε γνωστό για τη θεολογία της Αγίας Τριάδας περιλαμβάνονταν αποκλειστικά στη διδασκαλία του Ιησού.

Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος το 381 ανανέωσε τις καταδίκες της αίρεσης του Αρειανισμού και αντιμετώπισε τις αιρέσεις σχετικά με τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος. Οι Πατέρες αυτής της Συνόδου επέκτειναν το Σύμβολο της Νικαίας, ενσωματώνοντας και άλλες βασικές χριστιανικές διδασκαλίες και εξέδωσαν αναθέματα ενάντια σε οποιονδήποτε άλλαζε με κάθε προσθαφαίρεση το οριστικό αυτό «Σύμβολο της Πίστεως».

Το Ψευδο – Αθανασιανό Σύμβολο και η Σύνοδος του Τολέδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αποκαλούμενο Αθανασιανό Σύμβολο, που γράφτηκε από κάποιον ανώνυμο συγγραφέα και αποδόθηκε ψευδώς στον Μέγα Αθανάσιο αναφέρεται για πρώτη φορά το 542 από τον Καισάριο της Αρελάτης. Είναι επίσης γνωστό ως Quicumque ή Σύμβολο του Quicumque (Quicumque Vult) από την πρώτη λέξη του στα λατινικά. Οι σύγχρονοι μελετητές συμφωνούν ότι υπήρξε ιστορική παρανόηση ως προς την προέλευσή του. Ενδεικτικώς, ο J.N.D. Kelly, σύγχρονος μελετητής πατερικών κειμένων, έχει εκφράσει την άποψη ότι συγγραφέας του συγκεκριμένου συμβόλου δεν είναι ο άγιος Αθανάσιος, αλλά ο Βικέντιος του Λερίν.[2]

Όλα τα παλαιά σύμβολα, ακόμη και αυτά που χρησιμοποιούνταν την εποχή του Αυγουστίνου από το Μιλάνο έως και την Αφρική, καταρτίζονται σύμφωνα με την παλαιά ιδέα αρχίζοντας με την πίστη σε ένα Θεό που είναι ο πατέρας. Αλλά το Σύμβολο του Quicumque, που βασίζεται στην Αυγουστινιανή έμπνευση, ανοίγει με μία δήλωση πίστης στη θεότητα κοινή και για τα τρία πρόσωπα.

Έναν μόνο αιώνα μετά τον θάνατο του Αυγουστίνου, βλέπουμε την επιρροή του στη νότια Γαλικία. Αυτό το Σύμβολο παραπέμπει σαφώς στο Filioque: Το Άγιο Πνεύμα δεν γίνεται, ούτε δημιουργείται, ούτε παράγεται, αλλά εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό.

Έχει προταθεί ότι, τουλάχιστον σε μερικές περιοχές, θεωρήθηκε σύντομα το Filioque ως κανόνας και οι αντιγραφείς υπέθεσαν ότι η παράλειψη του οφείλονταν σε λάθος και το παρενέβαλαν χάριν της ακρίβειας.

Στην εναρκτήρια ομιλία του στην Τρίτη Σύνοδο του Τολέδο το 589, ο βασιλιάς Ρεκαρέδος Α΄ δήλωσε ότι «το Άγιο Πνεύμα πρέπει επίσης να ομολογηθεί από μας και να διδαχθεί ότι εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό». Κατόπιν, αφού δήλωσε την αποδοχή των πρώτων τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων, απήγγειλε τα Σύμβολα της Νικαίας και της Κωνσταντινουπόλεως, το τελευταίο με την προσθήκη του Filioque.

Η Σύνοδος του Τολέδο θέσπισε είκοσι τρία αναθέματα, το τρίτο των οποίων εναντίον «εκείνων που δεν δηλώνουν φανερά ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό». Το ενδέκατο ανάθεμα, από έλλειψη γνώσης, αναφέρεται σε εκείνους που δεν δέχονται τα διατάγματα των πρώτων τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων.

Από τους είκοσι τρεις κανόνες που εκδόθηκαν από αυτό το ισπανικό συμβούλιο, ο δεύτερος είναι αξιοσημείωτος: Σε όλες τις εκκλησίες της Ισπανίας και της Γαλικίας, το Σύμβολο της Πίστεως της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή των 150 πατέρων, να απαγγέλλεται σύμφωνα με την τάξη των ανατολικών εκκλησιών, να ψάλλεται δηλαδή με δυνατή φωνή πριν την Κυριακή προσευχή.

Υπάρχει μια ιστορική θεωρία ότι στην Ισπανία, όπου η Εκκλησία έπρεπε να πολεμήσει ενεργά εναντίον των Αρειανών Βησιγότθων, η Τρίτη Σύνοδος του Τολέδο το 589 εισήγαγε τη διατύπωση Filioque για να καταπολεμήσει τον Αρειανισμό, ο οποίος θεωρούσε τον Ιησού Χριστό κατώτερο από τον Θεό Πατέρα. Αυτή η προσθήκη είχε σκοπό να εξυψώσει τον Υιό στο ίδιο επίπεδο με τον Πατέρα, έτσι ώστε να καταστήσει σαφή την ισότητα του Υιού με τον Πατέρα. Αυτό στη συνέχεια κατέστησε αναγκαία την εκπόνηση μιας συστηματικής θεολογίας της Αγίας Τριάδας, η οποία στη συνέχεια έλαβε και ανέπτυξε αυτό τον τύπο στη Δύση.

Μια άλλη θεωρία, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η Σύνοδος του Τολέδο δεν άλλαξε συνειδητά το ορθόδοξο δόγμα, αλλά ότι θεώρησαν προφανώς ότι το Filioque περιλήφθηκε στο αρχικό Σύμβολο της Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως. Το Filioque, και ως δόγμα και όπως βρίσκεται στις διάφορες ομολογίες πίστης, πιθανώς είχε ήδη φυτευτεί τόσο σταθερά στη σημερινή Ισπανία μετά τον Αυγουστίνο ώστε η αυθεντικότητά του θεωρήθηκε απλά δεδομένη.

Ο Καρλομάγνος και η Σύνοδος του Άαχεν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Φράγκοι, αποτελώντας το κυρίαρχο από τα γερμανικά φύλα που είχαν διεισδύσει στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έφθασαν στη μεγαλύτερη ισχύ τους υπό τον Καρλομάγνο. Όταν ο Πάπας Λέων Γ΄ έστεψε τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα των Ρωμαίων το έτος 800, γεννήθηκε η αποκαλούμενη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και πραγματοποιήθηκε η de facto διάσπαση από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Βυζαντινοί θεώρησαν την πράξη του Πάπα ως προδοσία, δεδομένου ότι υπήρχε ήδη κυβερνήτης της Αυτοκρατορίας στη Νέα Ρώμη - Κωνσταντινούπολη.

Ο Καρλομάγνος χρησιμοποίησε τις θρησκευτικές διαφορές προκειμένου να διαχωρίσει την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπό την προεδρία του, η Σύνοδος της Φρανκφούρτης το 794 απέρριψε τις αποφάσεις της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας (787), αρνήθηκε ότι υπήρξε Οικουμενική Σύνοδος, καταδίκασε τον Πάπα Αδριανό για την ενεργή υποστήριξη του προς αυτήν και απέρριψε την προσφορά οιουδήποτε είδους τιμής προς τις εικόνες. Στη συνέχεια, στα πλαίσια αυτής της τακτικής, τη δεκαετία του 790 γράφτηκε υπό τον Καρλομάγνο η τετράτομη θεολογική πραγματεία Libri Carolini («Βιβλία του Καρλομάγνου») έναντι των αποφάσεων που πάρθηκαν το 787 κατά την Ζ´ Οικουμενική Σύνοδο. Επίσης υπό τον Καρλομάγνο, η Σύνοδος του Άαχεν το 809 αποφάσισε ότι το Filioque ήταν απαραίτητο για τη σωτηρία και εξουσιοδότησε την προσθήκη του στο Σύμβολο της Πίστεως.

Έτσι, ενώ οι έως τότε Πάπες είχαν δεχθεί τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και απέρριψαν την προσθήκη του filioque, υπό την επιρροή των Φράγκων έκαναν τα αντίθετα. Ο τότε Πάπας της Ρώμης Λέων Γ΄ αντέδρασε με το να χαράξει σε δύο αργυρές πλάκες, στα ελληνικά και στα λατινικά, το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς το filioque και να το τοπο­θετήσει στον Ναό του Αγίου Πέτρου. Έγραψε και την εξής επιγραφή «Ταύτα Λέων έθηκα δ’ αγάπην και φύλαξιν της ορθοδόξου πίστεως».[3]

Ο Φώτιος ο Μέγας ως παράγοντας της κρίσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνέπεια της εικονομαχικής έριδας στην Ανατολή υπήρξε η δημιουργία δύο θρησκευτικοπολιτικών ρευμάτων: των μετριοπαθών, που ευνοούσαν μια ανεκτική προσέγγιση με τους εικονοκλάστες και των ζηλωτών, που επιθυμούσαν την παραδειγματική τους τιμωρία. Ο Πατριάρχης Ιγνάτιος, ακραίος ζηλωτής, εξέπεσε του θρόνου λόγω της επίδρασης κακών συμβούλων και εξορίστηκε για προδοσία αναγκαζόμενος να παραιτηθεί στα 858. Στη θέση του επελέγη ένας αξιωματούχος των ανακτόρων ο Φώτιος ως συμβιβαστική λύση.

Λίγο αφότου ορίστηκε Πατριάρχης, μερικοί από τους πλέον ακραίους ζηλωτές δήλωσαν ότι δεν τον αναγνώριζαν και επιθυμούσαν την επιστροφή του Ιγνατίου. Σε μια προσπάθεια να θεραπευθεί η σύγκρουση, ο Αυτοκράτορας συγκάλεσε Σύνοδο προσκαλώντας και τα άλλα Πατριαρχεία. Ο Πάπας Νικόλαος Α΄ διείδε τη Σύνοδο αυτή ως ευκαιρία να επανακτήσει τις επαρχίες του Ιλλυρικού και της Νότιας Ιταλίας που, ως τμήμα μιας αναδιοργάνωσης από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ το 733 είχαν υπαχθεί εκκλησιαστικά στην Κωνσταντινούπολη. Ο Νικόλαος καθοδήγησε τους εκπροσώπους του να υποστηρίξουν τον Φώτιο μόνο εάν το Ιλλυρικό και η Νότια Ιταλία επέστρεφαν στον έλεγχό του. Η Σύνοδος συγκλήθηκε το 861, αλλά δεν υπάρχει καμία λεπτομέρεια δεδομένου ότι τα αρχεία της καταστράφηκαν από τη λεγόμενη Ληστρική Σύνοδο (869 - 870). Είναι σαφές, εντούτοις, ότι υποστήριξε τον Φώτιο, επέκρινε τους ακραίους ζηλωτές και άφησε το Ιλλυρικό και τη Νότια Ιταλία στην ποιμαντική μέριμνα της Κωνσταντινούπολης. Δυσαρεστημένος με τα αποτελέσματα ο Πάπας Νικόλαος αφόρισε τους εκπροσώπους του μόλις επέστρεψαν και συγκάλεσε Σύνοδο το 863 που αναθεμάτισε τον Φώτιο, με την αιτιολογία ότι ήταν παράνομα εκλεγμένος.

Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄, απαντώντας στην επιστολή του Νικόλαου που ανήγγελλε τον αναθεματισμό του Φωτίου, τον ενημέρωσε πως η Σύνοδός του δεν είχε καμία ισχύ στην Κωνσταντινούπολη, επειδή δεν ήταν εξουσιοδοτημένη για να κρίνει το ζήτημα. Ο Νικόλαος ανταπάντησε επικαλούμενος τη χαλκευμένη Κωνσταντίνειο Δωρεά και απαίτησε να αποσταλούν ο Φώτιος και ο Ιγνάτιος στη Ρώμη ώστε να δικαστούν. Ο Αυτοκράτορας απέρριψε το αίτημα, ενώ ο Φώτιος δεν απάντησε, μη θέλοντας να οξύνει τα πνεύματα.

Η μεταστροφή του τσάρου Μπόρις Α’ καθώς και ολόκληρου του βουλγαρικού λαού προς τον Χριστιανισμό, το 864, δημιούργησε ανταγωνισμό μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας για το ποια θα εξουσίαζε εκκλησιαστικά τη Βουλγαρία. Ο Μπόρις βαφτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με ανάδοχο τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και ο Πατριάρχης Φώτιος έστειλε ιεραποστόλους στη Βουλγαρία. Ο Βούλγαρος τσάρος ζήτησε αυτοκεφαλία για την εκκλησία του και όταν το αίτημα του δεν έγινε δεκτό από την Κωνσταντινούπολη στράφηκε προς τη Ρώμη. Ο Πάπας απέστειλε δικούς του ιεραποστόλους, αλλά τα λεγόμενά τους έρχονταν σε αντίθεση με τις πρότερες διδασκαλίες των ανατολικών. Δημιουργήθηκε σύγχυση και ο Πατριάρχης Φώτιος έσπευσε να αντιδράσει.

Εξέφρασε προθυμία να ανεχτεί τις διαφορές στην πρακτική ταυτόχρονα όμως προέβαλλε την ανησυχία του ότι η παραμέληση ακόμη και των μικρών παραδόσεων μπορεί να οδηγήσει στην περιφρόνηση όλου του δόγματος. Αλλά ο Φώτιος ήταν πιο εμφατικός στην καταδίκη του Filioque που το αποκάλεσε βλασφημία ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, ή μάλλον ενάντια σε ολόκληρη την Αγία Τριάδα. Επίσης, τόνισε ότι με μια τέτοια προσθήκη καταστρέφεται η μοναρχία στην Αγία Τριάδα και καθιερώνεται δυαρχία.

Η Εγκύκλιος του Μεγάλου Φωτίου προς τους πέντε Πατριάρχες της Ανατολής (866), εγκάλεσε τον Πάπα της Ρώμης για τέσσερα βασικά θέματα: Την παρεμβολή του Filioque στο σύμβολο της Πίστεως, την εσφαλμένη παρέμβαση στην εκκλησία της Βουλγαρίας ως προσπάθεια να εξουσιάσει εκκλησίες πέρα από την αρμοδιότητά του, την επανάληψη του μυστηρίου του Χρίσματος, με πρόφαση ότι το Χρίσμα που έγινε από έγγαμους ιερείς στην Κωνσταντινούπολη ήταν άκυρο και την παρεμβολή του σε ζητήματα άλλων εκκλησιών. Εξ αιτίας αυτών ζητούσε τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου για να επιλύσει όλα τα προβλήματα. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ εξέδωσε τις προσκλήσεις και η Σύνοδος ορίστηκε για το επόμενο έτος (867).

Τη Σύνοδο του 867 παρακολούθησαν περίπου χίλιοι αντιπρόσωποι από όλες τις Εκκλησίες της Ανατολής. Ο Πάπας Νικόλαος αρνήθηκε να συμμετάσχει. Η Σύνοδος καταδίκασε τις διάφορες λατινικές παρεκκλίσεις, καταδίκασε το Filioque, και αφόρισε τον Πάπα Νικόλαο. Ο Νικόλαος πέθανε πριν μάθει για τον αφορισμό του και αντικαταστάθηκε από τον Αδριανό Β΄.

Με την άνοδο στον θρόνο του Αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄, εξορίστηκε ο Φώτιος και επανήλθε ο Ιγνάτιος, ο οποίος με τη συνδρομή του Πάπα Ανδριανού συγκάλεσε Σύνοδο, τη λεγόμενη Ληστρική, (869 – 870) όπου καταδικάστηκε ο Φώτιος και αθωώθηκαν ο Πάπας Νικόλαος και ο ίδιος ο Ιγνάτιος. Ο Μέγας Φώτιος επέστρεψε στη διοίκηση του Πατριαρχείου μετά τον θάνατο του Ιγνατίου και αφού είχε πλέον αναπτύξει καλές σχέσεις με τον Αυτοκράτορα. Αναγνωρίστηκε ως κανονικός Πατριάρχης από τους λεγάτους του νέου Πάπα Ιωάννη Η΄ και αποφασίστηκε να συνέλθει Οικουμενική Σύνοδος το 879.

Η Η’ Οικουμενική Σύνοδος έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη από το 879 έως το 880. Ακύρωσε τη Σύνοδο του 869 - 870, απάλλαξε τον Φώτιο όλων των κατηγοριών, καταδίκασε την προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως και αρνήθηκε να τοποθετήσει το Ιλλυρικό και τη Βουλγαρία υπό τη δικαιοδοσία της Ρώμης. Ο Πάπας Ιωάννης Η’ επικύρωσε όλες τις αποφάσεις της Συνόδου εκτός αυτών που αναφέρονταν στη Βουλγαρία και το Ιλλυρικό. Τελικά ο Φώτιος παραιτήθηκε στα 886 όταν ανέλαβε ο Λέων ΣΤ΄ ως Αυτοκράτορας. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του ως μοναχός, εξόριστος στην Αρμενία. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάται ως άγιος. Ήταν ο πρώτος σημαντικός θεολόγος που κατηγόρησε τη Ρώμη για την καινοτομία της εισαγωγής του filioque.

Η πρακτική της φραγκικής Εκκλησίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Απεικόνιση της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, κατά τη λατινική εκδοχή του Συμβόλου της Νικαίας, στο ιερό της Μπουλμπόν (15ος αιώνας), το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο.

Τον ένατο αιώνα, ο Πάπας Λέων Γ’ συμφώνησε με τη φράση Filioque θεολογικά, αλλά αντιτάχθηκε στην υιοθέτηση της στη Ρώμη, εν μέρει λόγω της πίστης του στην ιερή παράδοση (επίσης ήξερε ότι οι Έλληνες αγανάκτησαν με τη νέα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία της Δύσης και τον Καρλομάγνο. Επιπλέον ο Πάπας θέλησε να συντηρήσει την ενότητα των εκκλησιών). Στην πραγματικότητα, ο Λέοντας διατήρησε το παραδοσιακό κείμενο του Συμβόλου, χωρίς το Filioque, κάτι που μάλιστα επιδείχθηκε δημόσια. Χάραξε το αρχικό κείμενο σε δύο ασημένιες πλάκες, στα ελληνικά και στα λατινικά, και τις τοποθέτησε στον τάφο του Αποστόλου Πέτρου. Το ιστορικώς βέβαιο είναι ότι κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Λέοντος, 795816, δεν αναγινώσκετο το Σύμβολο της Πίστεως στη Ρωμαϊκή Λειτουργία (ο όρος χρησιμοποιείται αποκλειστικά γεωγραφικά, διότι εδώ γίνεται λόγος για τη φραγκική Εκκλησία).

Παράλληλα, οι Φράγκοι ήδη από την εποχή του Καρλομάγνου κατέβαλαν προσπάθειες εκφραγκισμού της Ρωμαϊκής Πατριαρχικής Έδρας, καθώς κατάλαβαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβάλουν τις θρησκευτικές αλλαγές τους και στον Πάπα. Η προσπάθεια αυτή, που κράτησε 2 αιώνες, τελικώς κατέληξε στην παύση εκλογής ρωμαϊκής καταγωγής Παπών το 1012 και την ανάληψη του Θρόνου από Φράγκους επισκόπους, ξεκινώντας από τον Πάπα Βενέδικτο Η΄. Λίγο μετά, το 1014, ο Γερμανός Αυτοκράτορας Ερρίκος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επισκέφτηκε τη Ρώμη για τη στέψη του και διαπίστωσε ότι το Σύμβολο δεν χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας. Μετά από αίτημά του και έντονες πιέσεις που άσκησε, ο επίσκοπος Ρώμης Πάπας Βενέδικτος Η΄ πρόσθεσε το Σύμβολο, όπως ήταν παραδεδεγμένο στη Δύση, με το Filioque, μετά το Ευαγγέλιο. Αυτή την περίοδο, ο παπισμός ήταν πολύ αδύναμος και υπό τη σφοδρή επιρροή των Γερμανών. Χάριν της επιβίωσης, ο Πάπας χρειάστηκε τη στρατιωτική υποστήριξη του Αυτοκράτορα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η φράση χρησιμοποιήθηκε σε Θεία Λειτουργία στη Ρώμη.

Από την άλλη, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 400 ετών, η διαφωνία σχετικά με το filioque δεν είχε διαιρέσει την Εκκλησία οριστικά, παρά τις πολιτιστικές και γλωσσικές συγκρούσεις, οι ρωμαϊκές και βυζαντινές εκκλησίες παρέμεναν σε πλήρη κοινωνία.

Το 1054, εντούτοις, το επιχείρημα συνέβαλε στο Μεγάλο Σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Υπήρξαν πολλά ζητήματα που οδήγησαν στη ρήξη, σε μεγάλο μέρος βασισμένα στις παρανοήσεις μεταξύ των ελληνικών και λατινικών παραδόσεων, καθώς επίσης και η οξύθυμη ιδιοσυγκρασία των αντιπάλων. Αυτοί ήταν βασικά ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος ντα Σίλβα από τη Ρώμη και ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολεως Μιχαήλ Κηρουλάριος. Ενδεικτικό της οξύθυμης αντιπαράθεσης, είναι το γεγονός ότι οι καρδινάλιοι αντιπρόσωποι του Πάπα, στο ανάθεμα που άφησαν μέσα στην Αγία Σοφία εναντίον των Ελλήνων, τους κατηγόρησαν ότι αυτοί αφαίρεσαν το Filioque από το Σύμβολο της Πίστεως (ενώ συνέβη το ακριβώς αντίθετο). Εκτός από την πραγματική διαφορά στη διατύπωση και το δόγμα του Filioque, ένα σχετικό ζήτημα ήταν το δικαίωμα του Πάπα να κάνει αλλαγές στο Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς τη γνώμη Οικουμενικής Συνόδου.

Για πολλά έτη μετά τα Αναθέματα του 1054, πολλοί Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί δεν ένιωθαν να βρίσκονται σε σχίσμα. Καμία από τις δύο Εκκλησίες άλλωστε στην πραγματικότητα δεν είχε σταματήσει την μεταξύ τους κοινωνία. Πολλοί Σλάβοι Χριστιανοί θεωρούσαν ολόκληρο το επεισόδιο ως διαφωνία μεταξύ ατόμων. Τον δέκατο τρίτο αιώνα, ο Θωμάς Ακινάτης ήταν ένας από τους κυρίαρχους σχολαστικούς θεολόγους. Ασχολήθηκε ρητά με την εκπόρευση των θείων προσώπων στο έργο του «Summa Theologica». Ενώ η θεολογία του Ακινάτη και των άλλων Σχολαστικών ήταν κυρίαρχη τον Μεσαίωνα, για τη σαφήνεια και τη λαμπρότητά της, παραμένει θεολογία και όχι εκκλησιαστική διδασκαλία.

Το 1274, η Δεύτερη Σύνοδος της Λυών απεφάνθη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, σύμφωνα με το Filioque στη σύγχρονη λατινική εκδοχή του Συμβόλου της Νικαίας.

Θέσεις των Εκκλησιών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας για το δόγμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία χρησιμοποιεί το αυθεντικό κείμενο του Συμβόλου της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Οι ανατολικές εκκλησίες έχουν απορρίψει τη φράση Filioque ως αιρετική παρεμβολή, ένα παράδειγμα αυτού που θεωρούν παπική αλαζονεία. Ακόμη περισσότερο, αντιτέθηκαν στη διδασκαλία που εξέφραζε, ως συγκρουόμενη με την ορθόδοξη δογματική παράδοση. Υποστηρίζουν ότι η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό θα δημιουργούσε δύο πηγές θεότητας, καταστρέφοντας τη μοναρχία και καθιερώνοντας δυαρχία, ενώ στον έναν Θεό μπορεί να υπάρξει μία μόνο πηγή θεότητας.

Αργότερα οι δυτικοί θεολόγοι, προσπαθώντας να αντικρούσουν την κατηγορία ότι καθιέρωσαν δυαρχία, απάντησαν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό ως από μία αρχή. Η ανατολή αρνήθηκε και αυτή τη διατύπωση, υποστηρίζοντας ότι θα συγχώνευε και θα συνέχεε τα πρόσωπα του Πατέρα και του Υιού, δημιουργώντας Δυάδα αντί Τριάδα. Επίσης επισημάνθηκε ότι εάν ο Πατέρας και ο Υιός είναι πηγές θεότητας (και μόνο το Άγιο Πνεύμα δεν είναι), αυτό έχει ως συνεπακόλουθο ότι μειώνεται η θέση του Πνεύματος σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό, με την εξαίρεση του Πνεύματος μόνο ως πηγής θεότητας, ομοιάζεται ως ένας απλός παραλήπτης της. Τέλος, εάν κάποιος λέει ότι η ίδια η θεία ουσία είναι η πηγή θεότητας, ένα άλλο πρόβλημα δημιουργείται, μια πρόταση ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον εαυτό του, δεδομένου ότι δεν είναι βέβαια διαχωρισμένο από τη θεία ουσία.

Και ο Μέγας Φώτιος το 862 και ο Μιχαήλ Κηρουλάριος το 1054 κατηγόρησαν τη Δύση για αίρεση με την εισαγωγή του filioque στο Σύμβολο. Γενικά, εκτός από σύντομες περιόδους το 1274 και το 1439, στη Β΄ Σύνοδο της Λυών και στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, πολλές φορές οι ορθόδοξοι έχουν επαναλάβει την κατηγορία της αίρεσης, μέχρι σήμερα. Αφ' ετέρου, από τον 13ο αιώνα, ένα άλλο κομμάτι ορθοδόξων επισημαίνει ότι καμία Οικουμενική Σύνοδος δεν καταδίκασε ολόκληρη τη Δυτική Εκκλησία και τα μέλη της. Ως εκ τούτου, υποστήριξαν, ότι οι Λατίνοι δεν πρέπει να αποκοπούν της κοινωνίας λόγω του Filioque.

Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος Β΄ (1241 – 1290), πρότεινε ένα διαφορετικό τύπο που έχει θεωρηθεί επίσης ως ορθόδοξη «απάντηση» στο Filioque, αν και δεν έχει θέση επίσημου ορθόδοξου δόγματος. Ο Γρηγόριος μίλησε για μια αιώνια εμφάνιση του Πνεύματος από τον Υιό. Με άλλα λόγια, υποστήριξε ότι ο Υιός φανερώνει αιώνια το Άγιο Πνεύμα.

Γενικά, ακόμη και μέχρι την εποχή της Συνόδου της Φλωρεντίας, τα συγγράμματα των Λατίνων πατέρων δεν διαβάστηκαν ευρέως στην Ανατολή όπου η λατινική γλώσσα δεν ήταν κατανοητή. Ως εκ τούτου, η διατύπωση του Filioque, πόσο μάλλον η έννοιά του, δεν έγινε κατανοητή εύκολα εκεί. Μέχρι σήμερα, μερικές δυτικές πρακτικές καταδικάζονται ως αίρεση από ορισμένες ομάδες στην Ανατολή, παραδόσεις όπως η υποχρεωτική αγαμία του λατινικού κλήρου ή η χρήση της έκχυσης του ύδατος επί της κεφαλής στο βάπτισμα, έναντι της τριπλής κατάδυσης.

Η θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1274, στη Δεύτερη Σύνοδο της Λυών, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καταδίκασε όσους δεν δέχονταν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό. Στη Σύνοδο αυτή συμμετείχαν και Ορθόδοξοι ιεράρχες που έλπιζαν σε ένωση. Όταν η Σύνοδος της Λυών έληξε, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, που είχαν εισέλθει σε προσωρινή ένωση, έψαλαν μαζί το Σύμβολο της Νίκαιας με την προσθήκη του filioque και κοινώνησαν μαζί.

Μεταγενέστερα υπήρξαν αλλαγές: στη ρωμαιοκαθολική θεολογία, αναγνωρίστηκε ότι το Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως είναι μια μεταγενέστερη εισαγωγή Λατίνων θεολόγων, η οποία στο αρχικό Σύμβολο της Πίστεως, που συντέθηκε στα αρχαία ελληνικά, δεν υπήρξε ποτέ. Στο πρόσφατο παρελθόν, πολλοί ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι έχουν γράψει σχετικά με το ζήτημα του Filioque, με μια οικουμενική διάθεση. Ο Yves Congar υποστηρίζει ότι οι ποικίλες διατυπώσεις μπορούν να ιδωθούν όχι αντιφατικά αλλά συμπληρωματικά. Ο Irenee Dalmais επισημαίνει ότι η Ανατολή και η Δύση έχουν διαφορετικές, ωστόσο συμπληρωματικές, πνευματολογίες, θεολογίες του Αγίου Πνεύματος. Ο Avery Dulles παρακολουθεί διαχρονικά την ιστορία της διαμάχης του Filioque και ζυγίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα διάφορων δυνατοτήτων για τη συμφιλίωση. Ο Eugene Webb χρησιμοποιεί την πνευματολογία του Bernard Lonergan. Κανένας ρωμαιοκαθολικός θεολόγος για αιώνες δεν έχει υποστηρίξει την αναφερθείσα καταδίκη του 1274 στη Σύνοδο της Λυών.

Ως επίσημη πρακτική, η Ρωμαιοκαθολική Έδρα δεν έχει επιβάλει το Filioque στην Ανατολή, στις ελληνόρυθμες εκκλησίες που ανήκουν στο Βατικανό, τους Μαρωνίτες, Μελχίτες και Ουνίτες. Εκείνοι που ενώθηκαν με τον παπισμό σε διάφορες χρονικές περιόδους δεν επιβαλλόταν να περιλάβουν τον τύπο «και εκ του Υιού» στην απαγγελία του Συμβόλου. Οι Μαρωνίτες που δεν αποκόπηκαν ποτέ από την κοινωνία με τη Ρώμη, επίσης δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ το Filioque. Σε πολλές λειτουργίες, κατά εορτασμό με Επισκόπους από την Ανατολή, ο Επίσκοπος Ρώμης έχει απαγγείλει το Σύμβολο της Νικαίας χωρίς την προσθήκη του Filioque. Είναι σίγουρο ότι ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ και ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ δεν θεωρούσαν το Filioque αναπόσπαστο από το κείμενο του Συμβόλου και ότι στις ανατολικές λειτουργίες δεν θα ήταν ακόμη και αρμόζον.

Κατά την πρώτη επίσκεψη Πάπα στην Ελλάδα, τον Μάϊο του 2001, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ απήγγειλε το Σύμβολο της Πίστεως χωρίς το Filioque.[4]

Θέσεις άλλων δογμάτων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολονότι η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση αμφισβήτησε μια σειρά από εκκλησιαστικά δόγματα, γενικώς οι προτεστάντες (διαμαρτυρόμενοι) αρχικά αποδέχτηκαν το Filioque χωρίς μεγάλη επιφύλαξη. Ωστόσο, πολλοί νεότεροι και σύγχρονοι προτεστάντες αποδέχονται το Αποστολικό Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο δεν εξετάζει το ζήτημα της προέλευσης του Αγίου Πνεύματος.

Ειδικότερα η Αγγλικανική Εκκλησία περιλαμβάνει το Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά επιτρέπει την παράλειψή του «σε κατάλληλες οικουμενικές περιστάσεις». Επίσης, οι δεκαετείς Διασκέψεις του Λάμπεθ όλων των Αγγλικανών προκαθημένων που πραγματοποιήθηκαν το 1978 και το 1988 συνέστησαν σε μεμονωμένες Αγγλικανικές Εκκλησίες να παραλείψουν το Filioque. Οι μεταγενέστερες Διασκέψεις του 1998 και του 2008 δεν το ανέφεραν ως ζήτημα.

Οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες, από την πλευρά τους, δεν χρησιμοποιούν το Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, αν και βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τη Ρώμη.

Η Παλαιοκαθολική Εκκλησία το 1875 επέστρεψε στην εκδοχή του Συμβόλου της Πίστεως χωρίς το Filioque, αφενός από θεολογική πεποίθηση, αφετέρου από συνειδητή προσέγγιση με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Σημειώσεις και αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. «Οι Λατίνοι έχουν χαρακτηρισθεί αιρετικοί στην Η' Οικουμενική Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κωνσταντινούπολη 879) για την αίρεση του "FILIOQUE"». (Γεώργιος Μεταλληνός, Ομολογώ Έν Βάπτισμα, 1996, διαθέσιμο στο ίντερνετ εδώ Αρχειοθετήθηκε 2008-02-17 στο Wayback Machine., στον προσωπικό ιστότοπο του Νεκτάριου Μαμαλοῦγκου, ο οποίος φιλοξενείται στον ιστότοπο του Τμήματος Φυσικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών).
  2. J.N.D. Kelly, «The Athanasian Creed», NY Harper&Row, 1964.
  3. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Η ιστορική σχέση της Ορθοδοξίας με τον παπισμό
  4. Όλοι κέρδισαν από την επίσκεψη Αγάπης Αρχειοθετήθηκε 2012-01-14 στο Wayback Machine., Καθημερινή 6/5/2001.
  • Μαρτζέλος Γεώργιος, «Οι απαρχές και οι προϋποθέσεις του Filioque στη δυτική θεολογική παράδοση» στο: Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα 'Το Άγιον Πνεύμα' (11-14 Νοεμβρίου 1991), Πρόνοια και Προεδρία του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β', Thessaloniki 1992, σ. 381-406.