Ρίμινι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 44°3′34″N 12°34′6″E / 44.05944°N 12.56833°E / 44.05944; 12.56833

Ρίμινι
Comune
Comune di Rimini
Εικόνα

(Έμβλημα)

(Σημαία)
Διοικητικές πληροφορίες
Χώρα    Ιταλία
Περιφέρεια   Εμίλια-Ρομάνια
Επαρχία   Επαρχία του Ρίμινι
Δήμαρχος   Αντρέα Γκνάσι
Περιοχή
Υψόμετρο   6 μ.
Έκταση   135,71 χλμ²
Πληθυσμός   150.039 (31/07/2022)
Άλλες πληροφορίες
Ταχυδρομικός  
κώδικας
  
 47921, 47922, 47923, 47924
Ζώνη ώρας   UTC+1
Πολιούχος   Άγιος Γαυδέντιος
Τοποθεσία
Ρίμινι is located in Ιταλία
Ρίμινι
Ρίμινι
Χάρτης
Θέση του δήμου στην ομώνυμη επαρχία
Επίσημος ιστότοπος
Η παραλία του Ρίμινι

Το Ρίμινι (ιταλικά: Rimini, λατινικά: Ariminum) είναι πόλη και δήμος της Ιταλίας, στην περιφέρεια Εμίλια-Ρομάνια. Είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας. Το Ρίμινι είναι χτισμένο κοντά στην ακτή της Αδριατικής Θάλασσας, ανάμεσα στους ποταμούς Μαρέκια (ο αρχαίος Αριμίνος) και Αούζα, σε γεωγραφικό πλάτος 44°03΄ βόρειο και γεωγραφικό μήκος 12°34΄ ανατολικό. Ο πληθυσμός του ήταν 150.039 κάτοικοι στην απογραφή του Ιουλίου 2022, ενώ καταλαμβάνει έκταση 134 τετρ.χιλιόμετρα. Το μεσοσταθμικό υψόμετρο του Ρίμινι είναι μόλις 6 μέτρα.

Η ακτοπλοΐα και η αλιεία αποτελούν παραδοσιακές δραστηριότητες των κατοίκων, ενώ, μαζί με το γειτονικό Ριτσιόνε, το Ρίμινι είναι το γνωστότερο ίσως παραθαλάσσιο θέρετρο της Αδριατικής Ριβιέρας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αψίδα του Αυγούστου στο Ρίμινι (27 π.Χ.).

Το 268 π.Χ., στο στόμιο του ποταμού Αριμίνου (Ariminus), σε μία τοποθεσία που είχε προηγουμένως κατοικηθεί από τους Ετρούσκους, τους Ουμβρίους, τους Έλληνες και τους Γαλάτες, οι Ρωμαίοι ίδρυσαν την αποικία Αριμίνο (Ariminum), που πήρε μάλλον το όνομά της από τον γειτονικό ποταμό Αριμίνο.[1] Θεωρήθηκε ως προπύργιο κατά των Γαλατών, όσο και εφαλτήριο για την κατάκτηση της πεδιάδας του Πάδου. Ακόμα, η αποικία βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών που συνέδεαν την κεντρική Ιταλία (Φλαμινία οδός) και τη βόρειο Ιταλία (Αιμιλία οδός προς Πιατσέντσα και Βία Ποπιλία), ενώ άνοιξε και το εμπόριο από τη θάλασσα και τον ποταμό. Η πόλη αναμίχθηκε στους εμφύλιους πολέμους, αλλά παρέμεινε πιστή στους Μάριο και Ιούλιο Καίσαρα. Μετά τη διάβαση του Ρουβίκωνα, ο δεύτερος εξεφώνησε το θρυλικό του κάλεσμα προς τις λεγεώνες από την Αγορά του Αριμίνου, που μετεξελίχθηκε στο σημερινό Ρίμινι.

Κατά την αυτοκρατορική περίοδο της Ρώμης, το Ρίμινι έτυχε της προσοχής πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ιδίως του Οκταβιανού Αυγούστου (που έκανε πολλά για την πόλη) και του Αδριανού: Ανεγέρθηκαν σημαντικά μνημεία, όπως η Αψίδα του Αυγούστου, η Γέφυρα του Τιβερίου και το αμφιθέατρο. Η Galla Placida έκτισε τον ναό του Αγίου Στεφάνου.

Η κρίση του ρωμαϊκού κόσμου έφερε καταστροφές από εισβολές και πολέμους και στο Ρίμινι, αλλά και ανάκτορα των αυτοκρατορικών αξιωματούχων, καθώς και τους πρώτους χριστιανικούς ναούς. Μία σημαντική σύνοδος της Εκκλησίας, η Σύνοδος του Ρίμινι, έλαβε χώρα στην πόλη το 359.

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προσωπογραφία του Σιγισμόνδου Μαλατέστα, του επιλεγόμενου Λύκου του Ρίμινι, από τον Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα (περ. 1450, Μουσείο του Λούβρου)

Μετά την κατάληψη του Ρίμινι από τους Γότθους το 493, ο Οδόακρος, πολιορκημένος στη Ραβέννα, υποχρεώθηκε να παραδοθεί. Κατά τον Γοτθικό Πόλεμο το Ρίμινι άλλαξε κυρίαρχο αρκετές φορές. Κοντά στην πόλη ο Βυζαντινός στρατηγός Ναρσής νίκησε τους Αλαμανούς το 553. Υπό τη βυζαντινή κυριαρχία, το Ρίμινι ανήκε στην Πεντάπολη, μέρος του Εξαρχάτου της Ραβέννας.

Το 728 η πόλη κατακτήθηκε με πολλές άλλες από τον Λομβαρδό Βασιλιά Λιουτπράνδο, αλλά επιστράφηκε στους Βυζαντινούς περί το 735. Ο Πιπίνος ο Βραχύς τη χάρισε στην Αγία Έδρα, όμως κατά τους πολέμους των Παπών και των ιταλικών πόλεων εναντίον των αυτοκρατόρων το Ρίμινι τάχθηκε με τους δεύτερους.

Τον 13ο αιώνα το Ρίμινι υπέφερε από τις διαφωνίες των οικογενειών Γκαμπακάρι και Ανσιντέι. Η πόλη έγινε δήμος τον 14ο αιώνα και με την άφιξη των θρησκευτικών ταγμάτων πολυάριθμες μονές και εκκλησίες ανεγέρθηκαν, δίνοντας εργασία σε πολλούς γνωστούς καλλιτέχνες: Ο Τζόττο ενέπνευσε τη «Σχολή του Ρίμινι» τον 14ο αιώνα, μία έκφραση πρωτογενούς πολιτιστικής ζυμώσεως.

Ο Οίκος των Μαλατέστα κυριάρχησε μέσα από τους αγώνες μεταξύ δημοτικών φατριών με τον Μαλατέστα Α΄ ντα Βερούκιο, ο οποίος το 1239 ανακηρύχθηκε podestà (φεουδαρχικός «κυρίαρχος») του Ρίμινι. Η οικογένειά του, με λίγες διακοπές, παρέμεινε στην εξουσία ως το 1528. Ο Κάρλο Α΄ Μαλατέστα ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς Κοντοτιέροι της εποχής. Επεξέτεινε το κρατίδιο του Ρίμινι ως τη Λομβαρδία και ξανάφτιαξε το λιμάνι. Ο Κάρολος πέθανε άτεκνος το 1429 και η κυριαρχία του διαιρέθηκε στα τρία. Η πόλη του Ρίμινι κληρονομήθηκε από τον Γκαλεότο Ρομπέρτο Μαλατέστα, ένα θρησκόληπτο ζηλωτή που αποδείχθηκε ανίκανος ως κυβερνήτης. Η φατρία των Πεζαρέζε του Οίκου των Μαλατέστα επεχείρησε να επωφεληθεί από την ανεπάρκειά του και να καταλάβει την πόλη, αλλά τότε ο Σιγισμόνδος Παντόλφο Μαλατέστα, ένας 14χρονος ανεψιός του Καρόλου, παρενέβηκε για να τη σώσει. Ο Γκαλεόττο αποσύρθηκε σε μοναστήρι και ο Σιγισμόνδος έγινε ο ηγέτης του Ρίμινι.

Ο Σιγισμόνδος Παντόλφο Μαλατέστα υπήρξε ο πιο διάσημος κυβερνήτης του Ρίμινι. Το 1433 ο Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έζησε στην πόλη και για λίγο υπήρξε ο αρχιστράτηγος των παπικών στρατευμάτων. Ικανός στρατιωτικός, δρούσε συχνά ως condottiero για άλλα κρατίδια ώστε να κερδίσει χρήματα για τη διαμόρφωση της πόλης: τότε ξαναχτίστηκε το περίφημο "Tempio Malatestiano" από τον Λέον Μπαττίστα Αλμπέρτι. Ωστόσο, μετά την άνοδο του Πίου Β΄ στον παπικό θρόνο, έπρεπε να αγωνίζεται συνεχώς για την ανεξαρτησία του Ρίμινι. Το 1463 υποχρεώθηκε να υποκύψει στον Πίο Β΄, ο οποίος του άφησε σχεδόν μόνο την πόλη του Ρίμινι. Ηττήθηκε εξάλλου από τις ναπολιτάνικες δυνάμεις στη Μάχη του Καμπομόρτο (1482). Ο γιος του, ο Ρομπέρτο Μαλατέστα, σχεδόν έχασε και την πόλη (1482) από τον Πάπα Παύλο Β΄, αλλά υπό τον Σίξτο Δ΄ έγινε αξιωματικός του παπικού στρατού επικεφαλής στον αγώνα κατά του Φερδινάνδου της Νάπολης. Ο Παντόλφο Δ΄ Μαλατέστα, ο γιος του (1500), έχασε το Ρίμινι από τον Καίσαρα Βοργία. Μετά την καθαίρεση του τελευταίου, το Ρίμινι πέρασε στην κατοχή της Βενετίας (1503-1509), αλλά ανακαταλήφθηκε από τον Πάπα Ιούλιο Β΄ και ενσωματώθηκε στα Παπικά Κράτη. Μετά τον θάνατο του Πάπα Λέοντα Ι΄, ο Παντόλφο επέστρεψε στην ηγεσία του Ρίμινι για μερικούς μήνες και με τον γιο του Σιγισμόνδο εγκατέστησε μια εξουσία τυραννική ακόμα και για την εποχή εκείνη. Ο Πάπας Αδριανός ΣΤ΄ τον έδιωξε πάλι και παρέδωσε την πόλη στον Δούκα του Ούρμπινο, τον βικάριό του στη Ρομάνια. Το 1527 ο Σιγισμόνδος κατάφερε να επανακτήσει την εξουσία στην πόλη, αλλά τον επόμενο χρόνο η κυριαρχία των Μαλατέστα έσβησε για πάντα.

Νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 16ου αιώνα το Ρίμινι, μία δευτερεύουσα πια πόλη στο Παπικό Κράτος, είχε μια τοπική κυβέρνηση υπό έναν «αποστολικό λεγάτο» (προσωρινός κυβερνήτης σε επαρχία του Παπικού Κράτους). Τον ίδιο αιώνα η «Μεγάλη Πλατεία» (σήμερα γνωστή ως Piazza Tre Martiri προς τιμή τριών πολιτών που απαγχονίστηκαν εκεί από τους υποχωρούντες Γερμανούς στα τέλη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου), όπου αγορές και πανηγύρεις λάβαιναν χώρα, γνώρισε διάφορες αλλαγές, που της έδωσαν τη σημερινή της μορφή και διαστάσεις, όπως η ανέγερση του μικρού ναού του Αγίου Αντωνίου της Πάδουα και του πύργου του ρολογιού. Προς τα τέλη του αιώνα, η δημοτική πλατεία (Πιάτσα Καβούρ) επανασχεδιάστηκε. Στο κέντρο της ο ανδριάντας του Πάπα Παύλου Ε΄ υψώνεται από το 1614 μέχρι σήμερα.

Μέχρι τον 18ο αιώνα στρατιωτικές εισβολές, σεισμοί, λιμοί, πλημμύρες και πειρατικές επιδρομές έπλητταν την πόλη. Με αυτές τις συνθήκες και με εξασθενημένη την τοπική οικονομία, η αλιεία απέκτησε μεγάλη σημασία, γεγονός που υποδεικνύεται από το χτίσιμο ιχθυόσκαλας και φάρου.

Το 1797 το Ρίμινι και η υπόλοιπη Εμίλια-Ρομάνια επηρεάσθηκε από τη διέλευση των γαλλικών στρατευμάτων. Η ναπολεόντεια διοίκηση κατέσχε τη σημαντική περιουσία των μοναστικών ταγμάτων και κατεδάφισε πολλούς ναούς, μεταξύ των οποίων και ο ιστορικός καθεδρικός Σάντα Κολόμπα του Ρίμινι. Στις 30 Μαρτίου 1815 ο Ζοακίμ Μυρά έκανε από το Ρίμινι τη διακήρυξή του προς τον ιταλικό λαό, προτρέποντάς τον σε ενότητα και αγώνα για την ανεξαρτησία. Το 1845 μια συμμορία τυχοδιωκτών υπό τον Ribbotti μπήκε στην πόλη και διακήρυξε ένα σύνταγμα που καταργήθηκε σύντομα. Το 1860 το Ρίμινι, όπως και όλη η Ρομάνια, ενσωματώθηκαν στο Βασίλειο της Ιταλίας.

Μια ιδέα του πώς έμοιαζε η πόλη τον 19ο αιώνα δίνουν τα μέγαρα κατά μήκος της Corso Augusto και ιδιαίτερα το θέατρο, που σχεδίασε ο Λουίτζι Πολέττι και θεωρείται ότι πέτυχε να ενσωματώσει στον νεοκλασικό ρυθμό τις φιλοδοξίες των ανώτερων τάξεων. Τον ίδιο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1843, ιδρύθηκαν τα πρώτα δημόσια λουτρά, ενώ η Kursaal, κτισμένη για να φιλοξενεί μεγαλόπρεπα κοινωνικά γεγονότα, έγινε το σύμβολο του τουριστικού Ρίμινι. Μέσα σε λίγα χρόνια η μαρίνα επεκτάθηκε και το Ρίμινι έγινε «η πόλη με τις μικρές βίλες». Στις αρχές του εικοστού αιώνα το Γκραντ Οτέλ, το πρώτο σημαντικό ξενοδοχείο στην πόλη, κτίζεται κοντά στην ακτή και σύντομα καθίσταται το έμβλημα ενός νέου τύπου τουρισμού.

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Ρίμινι και οι γύρω υποδομές υπήρξαν από τους βασικούς στόχους του πολεμικού ναυτικού της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ήδη από την ημέρα που κηρύχθηκε ο πόλεμος με την Ιταλία, στις 15 Μαΐου 1915.Οι μεγάλοι σεισμοί (16/17 Αυγούστου 2016) είχαν σαν αποτέλεσμα την καταστροφή 617 κτιρίων της πόλης, καταστράφηκαν επίσης πολλές ιστορικές εκκλησίες.[2] 4.174 από τους κατοίκους μετακινήθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στο Ρίμινι και την Ριτσόνε.[3][4]

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη έπαθε σημαντικές ζημιές από βομβαρδισμούς και από τις μάχες του μετώπου, που επί πολύ καιρό βρισκόταν στη γειτονική «Γοτθική Γραμμή». Τελικά το Ρίμινι καταλήφθηκε από ελληνικές και καναδικές δυνάμεις στις 21 Σεπτεμβρίου 1944. Βλ. Μάχη του Ρίμινι για περισσότερα.

Μεταπολεμικά άρχισε μια εντυπωσιακή ανοικοδόμηση που κορυφώθηκε με την εκρηκτική ανάπτυξη της τουριστικής οικονομίας.

Τέχνες και Κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μουσεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αστικό Μουσείο, Αρχαιολογικό τμήμα

Το Αστικό Μουσείο (Museo della Città), το κύριο μουσειακό ίδρυμα του Ρίμινι εγκαινιάστηκε ως «Αρχαιολογική Γκαλερί", στο ισόγειο του Palazzo Gambalunga το 1872, χάρη στον ιστορικό Luigi Tonini από το Ρίμινι, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα της έρευνας και της μελέτης της τοπικής αρχαιολογικής κληρονομιάς. Η Αρχαιολογική Γκαλερί ήταν το πρώτο μουσείο της πόλης και σκοπός της ίδρυσης του ήταν η δημιουργία μιας συλλογής ετρουσκικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων, που βρέθηκαν στο Ρίμινι και στη γύρω περιοχή.

Η αρχική τοποθεσία του αστικού μουσείου ήταν στο μοναστήρι του Άγιου Φρανσίσκου το 1923 και το 1924 επεκτάθηκε με την προσθήκη ενός τμήματος μεσαιωνικής τέχνης. Τα αντικείμενα αυτά γλίτωσαν από την καταστροφή τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αφού στο διάστημα μεταξύ του 1940 και του 1943 μεταφέρθηκαν σε δύο διαφορετικά καταφύγια στις πόλεις Spadarolo και Novafeltria.[33]. Το 1964, οι συλλογές μεταφέρθηκαν στο παλάτι Visconti και τελικά από το 1990 μέχρι και σήμερα βρίσκονται στο Collegio dei Gesuiti, ένα μεγάλο μοναστήρι Ιησουιτών, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Μπολονό αρχιτέκτονα Alfonso Torreggiani και χτίστηκε το 1749.

Στο τμήμα αρχαιολογίας εκτίθονται αντικείμενα ταφής που βρέθηκαν σε τάφους της Βιλανόβα, του Verucchio Και του Covignano, αρχιτεκτονικά κομμάτια, γλυπτά, κεραμικά, μωσαϊκά, νομίσματα Ρεπουμπλικανικών και Αυτοκρατορικών εποχών και το εξαιρετικό ιατρικό σετ του Domus del Chirurgo: Η συλλογή της Ρωμαικής Λιθόγλυφου που εκτίθεται στην εσωτερική αυλή του μοναστηριού περιέχει ταφικά μνημεία, επιγραφές και ορόσημα.

Το τμήμα Μεσαιωνικής και μοντέρνας τέχνης περιέχει συλλογές με πίνακες, γλυπτά και αντικείμενα τέχνης από καλλιτέχνες της Ρομάνιας (Giovanni da RiminiGiuliano da RiminiGuido Cagnacci), της Αιμίλιας (ΓκουερτσίνοVittorio Maria Bigari), της Τοσκάνης (Ντομένικο ΓκιρλαντάιοAgostino di Duccio) και του Βένετο (Τζοβάνι Μπελλίνι), από την εποχή του 14ου εως του 19ου αιώνα. Στο Αστικό μουσείο εκτίθονται προσωρινές συλλογές και προωθούνται έρευνες, μελέτες και δραστηριότητες αποκατάστασης της ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της πόλης.

Το μουσείο Fellini (Museo Fellini), αφιερωμένο στον Φεντερίκο Φελίνι, φιλοξενεί προσωρινά εκθέματα εγγράφων, σχεδίων, σκηνογραφιών και κοστουμιών σχετικά με το έργο και την παραγωγή ταινιών του διάσημου σκηνοθέτη.

Το Μουσείο Ματιών (Museo degli Sguardi), που στεγάζεται στη Villa Alvarado, στον λόφο Covignano, ιδρύθηκε το 2005, αποκτώντας αντικείμενα του πρώην μουσείου Ευρωπαϊκών Πολιτισμών “Dinz Rialto” που ιδρύθηκε στο Ρίμινι το 1972 από τον εξερευνητή Delfino Dinz Rialto. Συμπεριλαμβάνει επίσης αντικείμενα τέχνης του πρώην Ιεραποστολικού Μουσείου του Grazie και αντικείμενα από άλλες ιδιωτικές συλλογές. Το μουσείο έχει πάνω από 3000 αντικείμενα, προερχόμενα από την Κίνα, την Ωκεανία την Αφρική και την προ-κολομβιανή Αμερική, στα οποίο συμπεριλαμβάνονται πίνακες, γλυπτά, αντικείμενα της καθημερινότητας, τοτέμ, μάσκες, μουσικά όργανα και ρούχα, αποτυπώνοντας, έτσι, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι δυτικοί πολιτισμοί την κουλτούρα αυτών των τόπων καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας.

Το μουσείο μικρής αλίευσης και Ναυτιλίας (Museo della Piccola Pesca e della Marineria), στη Βισερμπέλα, δείχνει την αλιευτική ιστορία του Ρίμινι μέσα από συλλογές σκαφών, αλιευτικών εργαλείων, φωτογραφιών, και μέσα από μια συλλογή μεγάλων κοχυλιών, με κομμάτια από όλη τη Μεσόγειο.

Στον δήμο του Ρίμινι υπάρχουν επίσης δύο ιδιωτικά μουσεία: Το Μουσείο Αεροπορίας (Museo dell’Aviazione) στο Sant’Aquilina κοντά στα σύνορα της δημοκρατίας του Αγίου Μαρίνου, και το εθνικό μουσείο μοτοσυκλέτας (Museo Nazionale del Motociclo) στο Casalecchio.

Βιβλιοθήκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

τα δωμάτια του 17ου αιώνα της βιβλιοθήκης Gambalunghiana

Η βιβλιοθήκη Gambalunghiana, ένα ιστορικό ίδρυμα που ιδρύθηκε το 1617 από τον νομικό Alessandro Gambalunga, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτιστική ζωή της πόλης. Η βιβλιοθήκη έχει πάνω από 280000 βιβλία, συμπεριλαμβανόμενων 60000 αρχαίων βιβλίων, 1350 χειρογράφων, 6000 εντύπων και 80000 φωτογραφιών. Μεταξύ των αρχέτυπών που χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα, ξεχωρίζει το De Claris mulieribus (1497) του Giacomo Filippo Foresti και το De re militari του Roberto Valturio.

Η συλλογή με τα εικονογραφημένα χειρόγραφα, που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά και γλωσσικά ευρωπαϊκά σύνορα, περιέχει το Regalis Historia του Frate Leonardo και De Civitate Dei του Αυγουστίνος Ιππώνος.

θέατρο και Ταινίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αίθουσα Εκδηλώσεων Θέατρο Novelli

Το πρώτο μόνιμο θέατρο του Ρίμινι χρονολογείται από το 1681, όταν το συμβούλιο της πόλης αποφάσισε να μετατρέψει την κύρια αίθουσα εκδηλώσεων του Μεγάρου Αρένγκο, σε μια μεγάλη αίθουσα θεάτρου. Στην αίθουσα αυτή φιλοξενούνταν παραστάσεις ερασιτεχνικών, δραματικών συλλόγων και του νεαρού Κάρλο Γκολντόνι, που εκείνη την περίοδο σπούδαζε στην πόλη φιλοσοφία. Τα χρόνια μεταξύ του 1842 και 1857 χτίστηκε το Μεγάλο Δημοτικό Θέατρο Vittorio Emanuelle II, σχεδιασμένο σε νεοκλασικό στυλ από τον αρχιτέκτονα Luigi Poletti, σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα των ιταλικών θεάτρων του 19ου αιώνα. Το θέατρο εγκαινιάστηκε από τον Τζουζέπε Βέρντι, που σκηνοθέτησε το “L’Aroldo”, και διοργάνωσε διάσημες περιόδους όπερας μέχρι την καταστροφή του, το 1943 από εναέριους βομβαρδισμούς. Από τότε, θεατρικές παραστάσεις διοργανώνονται στο σύγχρονο Teatro Ermete Novelli στο Marina Centro.

Το Ρίμινι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην κινηματογραφική οθόνη μέσα από πρώιμο κινηματογραφικό υλικό, όπως το ντοκιμαντέρ “Rimini l’Ostenda d’Italia” (1912), και διάφορα ντοκιμαντέρ του Istituto Luce στη δεκαετία του 30’. Ο παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης Φεντερίκο Φελίνι, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρίμινι, αναπαριστούσε χαρακτήρες, μέρη και την ατμόσφαιρα του τόπου γέννησης του μέσω των ταινιών του, η οποίες βέβαια, ήταν γυρισμένες σχεδόν εξολοκλήρου στα στούντιο της Cinecittà στη Ρώμη: I Vitelloni8 e ½ ( βραβείο Όσκαρ το 1964), ), I clownsAmarcord ( βραβείο Όσκαρ το 1975). Στις ιταλικές ταινίες που γυρίστηκαν στο Ρίμινι συμπεριλαμβάνονται εκτός των άλλων οι, “La prima notte di quiete του Valerio Zurlini, "Rimini Rimini" του Sergio Corbucci, "Abbronzatissimi" του Bruno Gaburro, “Sole negli occhi” του Andrea Porporati, “Da zero a dieci” του Luciano Ligabue και η “Non pensarci” του Gianni Zanasi.

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος μουσικός από το Ρίμινι ήταν ο Άγιος Αρντουίνο (10ο αιώνα). Η εμφάνιση μιας μουσικής παράδοση ως ένα είδος πρόνοιας παρατηρείται τον επόμενο αιώνα μέσω της παρουσίας ενός μουσικού σχολείου που ονομάστηκε “Scuola cantorum”, στον Καθεδρικό της Αγίας Colomba. Ο Γάλλος συνθέτης Guillaume Dufay έμεινε στο Ρίμινι, στην αυλή του Μαλατέστα μέχρι το 1427. Το 1518 ο Πιέτρο Ααρόν έγινε ο πρώτος χοράρχης στο παρεκκλήσι του Καθεδρικού. Το 1690 ο Carlo Tessarini, βιολιστής και συνθέτης, γεννήθηκε στο Ρίμινι. Η πόλη, επίσης, ήταν τόπος γέννησης του μουσικού Benedetto Neri, καθηγητή στη Μουσική Ακαδημία του Μιλάνου.

Ο Amintore Galli, επιφανής μουσικολόγος και συνθέτης, γεννημένος στο Talamello το 1845, πήγε στο Κλασσικό λύκειο της πόλης πριν να μετακομίσει στο Μιλάνο, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Μουσικής. Το 1945 αφιερώθηκε το Δημοτικό Θέατρο του Ρίμινι,στο όνομα του.

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις και πάρτι διοργανώθηκαν στο κολυμβητήριο της πόλης, φιλοξενόντας διασήμους όπως τη σοπράνο Elena Bianchini Cappelli και ο τενόρος Ενρίκο Καρούζο.

Στα πρόσφατα χρόνια, η πόλη ενέπνευσε το ομώνυμο μουσικό άλμπουμ του Fabrizio De André, που κυκλοφόρησε το 1978, και επίσης αναφέρεται σε διάφορα διάσημα Ιταλικά και ξένα τραγούδια των Fabrizio De AndréFrancesco GucciniNino RotaElvis CostelloFred Buscaglione. Στο Ρίμινι γεννήθηκε και ο στιχουργός Samuele Bersani και ο συνθέτης και μουσικός παραγωγός Carlo Alberto Rossi, συγγραφέας κάποιων τραγουδιών της Mina.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Fontana della Pigna.
Το Tempio Malatestiano.
Η Γέφυρα του Τιβερίου (21 π.Χ.).
  • Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Φραγκίσκου από τον 13ο αιώνα, γνωστότερος ως Tempio Malatestiano, ανεγέρθηκε αρχικά σε γοτθικό ρυθμό, αλλά μετατράπηκε μετά από διαταγή του Σιγισμόνδου Παντόλφο Μαλατέστα σύμφωνα με τα σχέδια του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Στο εσωτερικό του ναού βρίσκονται οι τάφοι του Σιγισμόνδου και της συζύγου του Ιζόττα και η σαρκοφάγος με τα λείψανα του Γεώργιου Γεμιστού-Πλήθωνα που ο Sigismondo Malatesta, διοικητής των βενετικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο και μέγας θαυμαστής του Πλήθωνα, πήρε μαζί του στο Ρίμινι το 1464 δώδεκα χρόνια μετά το θάνατο του μεγάλου βυζαντινού φιλοσόφου (1452).
  • Η Αψίδα του Αυγούστου, έργο του 27 π.Χ., έχει μία πύλη με ύψος 9,92 μέτρα και πλάτος 8,45 μέτρα. Οι επάλξεις προστέθηκαν κατά τον Μεσαίωνα. Αποκαταστάθηκε τον 18ο αιώνα από τον Tommasso Temenza.
  • Ο ναός του Αγίου Ιουλιανού του Μάρτυρα (San Giuliano Martire, 1553-1575) φιλοξενεί τον μεγάλο πίνακα του Βερονέζε (1588) που αναπαριστά το μαρτύριο του αγίου, καθώς και εικόνες του Μπιττίνο ντα Φαέντσα (1357-;) με σκηνές από τον βίο του αγίου (1409).
  • Η Γέφυρα του Τιβερίου (Pons Augustus): Η επιγραφή στο εσωτερικό στηθαίο αναφέρει ότι η γέφυρα πάνω στον ποταμό Μαρέκια (τον αρχαίο Αριμίνο) άρχισε να κατασκευάζεται επί Αυτοκράτορα Αυγούστου το 14 μ.Χ. και αποπερατώθηκε επί Τιβερίου το 21 μ.Χ.. Η γέφυρα συνδέει ακόμα το κέντρο του Ρίμινι με το Borgo San Giuliano και οδηγεί στις ρωμαϊκές οδούς Βία Αιμιλία και Βία Ποπιλία προς το βορρά. Κτισμένη με πέτρα της Ιστρίας, η γέφυρα αποτελείται από 5 τόξα που στηρίζονται πάνω σε ογκώδεις πυλώνες.
  • Το αμφιθέατρο (2ος αιώνας μ.Χ.) ανεγέρθηκε πάνω στην αρχαία ακτογραμμή με δύο επίπεδα εισόδου και 60 στοές. Το σχήμα της ήταν ελλειπτικό με άξονες 117,7 και 88 μέτρα. Οι διαστάσεις της αρένας ήταν 73 x 44 μέτρα, προσεγγίζοντας τις αρένες στα μεγαλύτερα ρωμαϊκά αμφιθέατρα: το αμφιθέατρο του Ρίμινι μπορούσε να φιλοξενήσει ως και 15.000 θεατές.
  • Το Κάστρο του Σιγισμόνδου (Castel Sismondo) ή Rocca Malatestiana του Σιγισμόνδου Παντόλφο χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως φυλακή.
  • Το Παλάτσο ντελ Αρένγκο (Palazzo dell'Arengo e del Podestà, 1204) ήταν η έδρα των δικαστικών και διοικητικών αρχών. Τροποποιήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνα.
  • Ο Ναός του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή, γνωστός και ως «Ναός του Αγίου Αυγουστίνου».
  • Ο Ναός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή ανεγέρθηκε τον 12ο αιώνα. Ο μοναδικός σηκός του φέρει πλούσια διακόσμηση από τον 18ο αιώνα.
  • Το δημαρχείο διαθέτει μια μικρή αλλά πολύτιμη πινακοθήκη (με έργα των Γκιρλαντάγιο, Μπελλίνι, Μπενεντέττο Κόντα, Τιντορέττο, Αγκοστίνο ντι Ντούτσιο), ενώ η Βιβλιοθήκη Γκαμπαλούνγκα (Gambalunga) (1677) φιλοξενεί πολύτιμα χειρόγραφα.
  • Ο Ναός του Αγίου Φορτουνάτου (1418) στεγάζει την «Προσκύνηση των Μάγων» (1547) του Τζιόρτζιο Βαζάρι.
  • Το κωδωνοστάσιο του παλαιού καθεδρικού ναού της Santa Colomba.
  • Το αρχαιολογικό μουσείο.
  • Ορειχάλκινος ανδριάντας του Πάπα Παύλου του Ε΄.

Γενικές πληροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ρίμινι έχει τα εξής 14 δημοτικά διαμερίσματα-συνοικίες: Bellariva, Corpolò, Marebello, Miramare di Rimini, Rivabella, Rivazzurra, San Fortunato, San Giuliano a Mare, San Vito, Santa Aquilina, Santa Giustina, Torre Pedrera, Viserba και Viserbella. Οι κάτοικοι της πόλης ονομάζονται «Ριμινέζι» (Riminesi). Πολιούχος του Ρίμινι είναι ο Άγιος Γαυδέντιος, επίσκοπος Βρεσκίας (4ος αι. μ.Χ., εορτ. 14 Οκτωβρίου).

Οι ταχυδρομικοί κώδικες του Ρίμινι είναι 47921, 47922, 47923 και 47924. Σημερινός (2009) δήμαρχος είναι ο Alberto Ravaioli.

Μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ρίμινι διαθέτει έξι σιδηροδρομικούς σταθμούς (Rimini, Rimini Fiera, Rimini Miramare, Rimini Rivazzurra, Rimini Viserba και Rimini Torre Pedrera). Αεροπορικώς εξυπηρετείται από το «Διεθνές Αεροδρόμιο Φεντερίκο Φελίνι», από το οποίο εξυπηρετείται και η Δημοκρατία του Αγίου Μαρίνου.

«Αδελφές πόλεις»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ρίμινι είναι «αδελφοποιημένο» με τις εξής εννέα πόλεις άλλων κρατών:

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]