Παντόλφο Δ΄ Μαλατέστα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παντόλφο Δ΄ Μαλατέστα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1475[1][2][3] ή 5  Ιουλίου 1475[4]
Ρίμινι[4]
Θάνατος1534[1][2][3]
Ρώμη
Τόπος ταφήςΣάντα Μαρία ιν Τραστέβερε
ΠαρατσούκλιPandolfaccio[4]
Χώρα πολιτογράφησηςΠαπικά Κράτη
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητακοντοτιέρος
Οικογένεια
ΣύζυγοςViolante Bentivoglio, Signora di Rimini
ΤέκναΣιγισμόνδος Μαλατέστα
ΓονείςΡοβέρτος Μαλατέστα
ΟικογένειαΟίκος των Μαλατέστα
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαLord
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Παντόλφο Δ΄, ιταλ.: Pandolfo IV Malatesta, με το παρωνύμιο Pandolfaccio (Κακός Παντόλφ) (Ιούλιος 1475 - Ιούνιος 1534) από τον Οίκο των Μαλατέστα ήταν Ιταλός κοντοτιέρο και κύριος του Ρίμινι και άλλων πόλεων στη Ρομάνια. Ήταν ένας μικρός παίκτης στους Ιταλικούς Πολέμους.

Ο Βωμός του Αγίου Βικεντίου Φερέρ, με τον Άγιο Σεβαστιανό και τον Άγιο Ρόκκο· στα πόδια τους ο Παντόλφο Δ΄ Μαλατέστα, η μητέρα του Eλιζαμπέτα Aλντομπραντίνι, η σύζυγός του Βιολάντε Μπεντιβόλιο και ο αδελφός του Κάρλο. Από τον Ντομένικο Γκιρλαντάιο και το εργαστήριό του (1493-1496).

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν γιος του Ροβέρτου κυρίου του Ρίμινι, με το τέλος του οποίου (1482) ορίστηκε στρατηγός της Δημοκρατίας της Βενετίας. Τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε ιππότης από τον βασιλιά Αλφόνσο Β΄ της Νάπολης. Μητέρα του ήταν η Ελιζαμπέτα Αλντομπραντίνι.

Το 1495 προσλήφθηκε από τους Βενετούς, πήρε μέρος στη μάχη του Φορνόβο και αργότερα πολιόρκησε τη γαλλική φρουρά στη Νοβάρα. Η βία και οι δολοφονίες του Παντόλφο έφεραν το μίσος των υπηκόων του: το 1497, μία αποτυχημένη απόπειρα βιασμού σε μία νεαρή κοπέλα πυροδότησε μία εξέγερση στο Ρίμινι, την οποία μπόρεσε να καταστείλει μόνο με την παρέμβαση των Βενετών. Ξέφυγε από μία άλλη συνωμοσία το 1498.

Δύο χρόνια αργότερα ο Καίσαρας Βοργίας εισέβαλε στα εδάφη του Παντόλφo και ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ΄, ο πατέρας του Καίσαρα, τον αφόρισε. Εγκαταλελειμμένος από τους υπηκόους του, ο Παντόλφο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ρίμινι για 2.900 δουκάτα, ζώντας στη Βενετία τα επόμενα χρόνια. Μετά το τέλος του Αλεξάνδρου ΣΤ΄, εκμεταλλεύτηκε την ασθένεια του Καίσαρα για να επιτεθεί στο Ρίμινι το 1503, χωρίς όμως οριστική επιτυχία. Το 1509 πήρε μέρος στη μάχη του Aνιαντέλο και μετά την ήττα των Βενετών άλλαξε πλευρά, και υποτάχθηκε στον βασιλιά της Γερμανίας. Αργότερα πολιόρκησε την Πάντοβα, αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει στο φέουδο του την Τσιταντέλα, που του δόθηκε επίσημα το 1512. Αργότερα επέστρεψε στη Βενετία.

Το 1522 ο Παντόλφο, μαζί με τον γιο του Σιγισμόνδο, κατάφεραν να ανακτήσουν για λίγο το Ρίμινι. Το 1527, μετά τη λεηλασία της Ρώμης και τη σύλληψη του πάπα Κλήμη Ζ΄, οι δύο Μαλατέστα εισήλθαν και πάλι στην προγονική τους πόλη, αλλά σύντομα εκδιώχθηκαν από τους παπικούς μισθοφόρους.

Αργότερα έζησε στη φτώχεια στη Φεράρα, υπό την προστασία του δούκα Αλφόνσο ντ' Έστε. Ο Παντόλφo απεβίωσε το 1534 στη Ρώμη. Τάφηκε στην εκκλησία της Σάντα Μαρία στο Τραστέβερε.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε τη Βιολάντε Μπεντιβόλιο και είχε τέκνο:

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές σε πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]