Πολιτισμικές αναφορές στην όρνιθα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πετεινός

Υπάρχουν πολυάριθμες πολιτιστικές αναφορές στις όρνιθες σε μύθους, λαογραφία, θρησκεία και λογοτεχνία. Η όρνιθα είναι ιερό ζώο σε πολλούς πολιτισμούς και είναι βαθιά ενσωματωμένη σε πολλές λατρείες και θρησκευτικές πρακτικές.

Οι πετεινοί χρησιμοποιούνται ενίοντε στη μαντεία, μια πρακτική που ονομάζεται αλεκτορομαντεία,[1] μια λέξη που συνδυάζει τις λέξεις "αλέκτωρ" και "μαντεία". Η θυσία ενός ιερού κόκορα λαμβάνει χώρα συχνά στη διάρκεια μιας τελετουργικής κοκορομαχίας,[2] που χρησιμοποιείται ως μορφή επικοινωνίας με τους θεούς.

Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αβράξας με κεφάλι κότας

Στην ελληνική μυθολογία, ο Αλεκτρύων, φύλακας του Άρη, περίμενε δίπλα στην πόρτα του και ειδοποιούσε τον θεό αν πλησίαζε κάποιος την ώρα που αυτός κοιμόταν με την Αφροδίτη, σύζυγο του Ηφαίστου. Ωστόσο, μια φορά ο Αλέκτρυων αποκοιμήθηκε, και ο Ήλιος είδε τους δύο εραστές και ειδοποίησε τον Ήφαιστο. Οργισμένος με την ανικανότητα του Αλεκτρύωνα, ο Άρης τον μετέτρεψε σε πετεινό για να τον τιμωρήσει.[3][4] Ο κόκορας ήταν ένα από τα ιερά ζώα του Ήλιου.[5]

Στην αρχαία Ελλάδα, οι όρνιθες δεν χρησιμοποιούνταν συνήθως για θυσίες, ίσως επειδή εξακολουθούσαν να θεωρούνται εξωτικά ζώα. Λόγω της ανδρείας του, ο κόκορας απεικονίζεται συχνά σε συνδυασμό με τον Άρη, τον Ηρακλή και την Αθηνά. Υποτίθεται ότι τα τελευταία λόγια του Σωκράτη, όπως αφηγείται ο Πλάτωνας, ήταν: «Κρίτωνα, χρωστάω έναν κόκορα στον Ασκληπιό, θα θυμηθείς να πληρώσεις το χρέος;», δηλώνοντας ότι ο θάνατος ήταν η θεραπεία για την ασθένεια της ζωής.

Ο όρος «περσικό πουλί» ως ονομασία του κόκορα φαίνεται να δόθηκε από τους Έλληνες μετά την επαφή τους με τους Πέρσες λόγω της μεγάλης σημασίας και της θρησκευτικής τους χρήσης στην Περσία.

Οι Έλληνες πίστευαν ότι ακόμη και τα λιοντάρια φοβούνταν τα κοκόρια. Αρκετοί μύθοι του Αισώπου αναφέρονται σε αυτήν την πεποίθηση. Ο ποιητής Κρατίνος ο Αθηναίος (μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., σύμφωνα με τον μετέπειτα Έλληνα συγγραφέα Αθήναιο τον Ναυκρατίτη) αποκαλεί την όρνιθα «περσικός συναγερμό». Στην κωμωδία του Αριστοφάνη Όρνιθες (414 π.Χ.) η όρνιθα ονομάζεται "μηδικό πουλί", όνομα το οποίο παραπέμπει στην εισαγωγή του πτηνού από την Ανατολή. Εικόνες ορνίθων υπάρχουν στην ελληνική ερυθρόμορφη και μελανόμορφη κεραμική.

Στην αρχαία Ελλάδα, οι όρνιθες εξακολουθούσαν να είναι σπάνιες και αποτελούσαν μάλλον πολυτελή τροφή στα συμπόσια. Η Δήλος φαίνεται ότι ήταν κέντρο εκτροφής ορνίθων.[6] "Περίπου το 3200 π.Χ. οι όρνιθες ήταν κοινές στη Σινδική. Αργότερα, εξαπλώθηκαν στην Περσία. Κατά τη διάρκεια των ελληνοπερσικών πολέμων, όρνιθες της ελληνικής φυλής έφτασαν στην Περσία και περίπου το 1000 π.Χ. τα κοτόπουλα κατέληξαν στη Σινδική μέσω Μεντάν".

Ο μυθικός βασιλίσκος απεικονίζεται ως ένα πλάσμα που μοιάζει με ερπετό με το πάνω μέρος του σώματος κόκορα.[7] Με παρόμοιο τρόπο απεικονίζεται και Αβράξας, μια μορφή του γνωστικισμού.[8]

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τις όρνιθες στη μαντεία, τόσο όταν πετούσαν ("ex avibus") όσο και όταν έτρωγαν ("auspicium ex tripudiis", αλεκτορομαντεία). Η όρνιθα έδινε ευνοϊκό οιωνό ("auspicium ratum"), όταν εμφανιζόταν από αριστερά,[9] όπως και το κοράκι και η κουκουβάγια.

Σύμφωνα με τον Κικέρωνα[10] κάθε πουλί μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως οιωνός. Κανονικά, όμως, χρησιμοποιούνταν μόνο όρνιθες. Τις όρνιθες τις φρόντιζε ο pullarius, ο οποίος τις τάιζε όσπρια ή ένα είδος τροφής για ωοτοκία. Αν οι όρνιθες έμεναν στο κλουβί τους, έκαναν θόρυβο, χτυπούσαν τα φτερά τους ή πετούσαν μακριά, ο οιωνός ήταν κακός. Αν έτρωγαν, ο οιωνός ήταν καλός.

Το 249 π.Χ., ο Ρωμαίος ύπατος Πόπλιος Κλαύδιος Πούλχερ πέταξε τις ιερές του όρνιθες στη θάλασσα όταν αρνήθηκαν να φάνε πριν από τη μάχη των Δρεπάνων, λέγοντας «Αφού δεν τρώνε, ίσως πιουν». Αμέσως μετά, έχασε τη μάχη κατά των Καρχηδονίων και του επιβλήθηκε βαρύ πρόστιμο για ασέβεια, όταν γύρισε στη Ρώμη.

Το 162 π.Χ., ο νόμος Lex Faunia απαγόρευσε την πάχυνση των ορνίθων με σιτηρά, ένα μέτρο που θεσπίστηκε για τη μείωση της κατανάλωσης σιτηρών. Για να το ξεπεράσουν αυτό, οι Ρωμαίοι ευνούχιζαν τα κοκόρια (καπόνια), γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του μεγέθους τους, παρά τον νόμο που απαγόρευε την κατανάλωση παχυνμένων κοτόπουλων.[11] Σύμφωνα με τον Αλντροβάντι, τα καπόνια παράγονταν με κάψιμο «του οπίσθιου τμήματος των εντέρων, ή της οσφύος» με καυτό σίδερο. Η πάχυνση κοτόπουλων με ψωμί εμποτισμένο με γάλα θεωρήθηκε ότι είχε ιδιαίτερα νόστιμο αποτέλεσμα. Ο Ρωμαίος Καίλιος Απίκιος αναφέρει 17 συνταγές για κοτόπουλο, κυρίως για βραστό κοτόπουλο με σάλτσα. Χρησιμοποιούνται όλα τα μέρη του ζώου: οι συνταγές περιλαμβάνουν το στομάχι, το συκώτι, τους όρχεις, ακόμη και το πυγόστυλο.

Ο Ρωμαίος συγγραφέας Κολουμέλας δίνει συμβουλές για την εκτροφή ορνίθων στο όγδοο βιβλίο της πραγματείας του De Re Rustica (Περί γεωργίας). Αναφέρει διάφορες ράτσες ορνίθων και τις χρήσεις τους σε διάφορες λειτουργίες, ιδανικές πρακτικές εκτροφής, κατασκευή κοτέτσιων, ζωοτροφές και χρόνο σφαγής.

Ανατολική Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κόκορας είναι το δέκατο από τα δώδεκα σύμβολα ζώων στον κινεζικό ζωδιακό κύκλο. Στον Ταοϊσμό, κατά την παραδοσιακή εαρινή γιορτή Χάνσι, άφηναν να σβήσουν οι φωτιές και στη συνέχει τις ξανάναβαν. Τόσο η φωτιά όσο και ο κόκορας είναι σύμβολα του γιανγκ και του ήλιου. Έτσι, ο καβγάς ανάμεσα σε κοκόρια είχε την ίδια ουσία με την αναζωπύρωση της φωτιάς και η κοκορομαχία καθιερώθηκε ως τελετουργία της άνοιξης.[12] Η γιορτή Χάνσι μεταφέρθηκε τελικά για να συμπέσει με τη γιορτή Κινγκμίνγκ, διατηρώντας τις κοκορομαχίες.[13]

Πολλά κοκόρια βρίσκονται γύρω από σιντοϊστικά ιερά, λόγω του ότι ο κόκορας συνδέεται με τη θεά του ήλιου Αματεράσου.[14]

Νοτιοανατολική Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιερό φυλαχτό του Βούδα στον ναό Βατ Βανγκτάκιαν, στο Καντζανάμπουρε της Ταϊλάνδης
Ο πίνακας Đại cát κρεμιέται συχνά σε βιετναμέζικα σπίτια για καλή τύχη

Η λατρεία των πνευμάτων και των θεοτήτων παραμένει ισχυρή στη Νοτιοανατολική Ασία, ακόμα και στους χριστιανούς. Μια δημοφιλής μορφή γονιμότητας στο μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ασίας είναι η πίστη των ανιμιστών στον κόκορα και την κοκορομαχία.[15] Ορισμένοι ιουδαιοχριστιανοί θεωρούν ότι αυτό είναι μια μορφή Βάαλ.

Στο Ανατολικό Τιμόρ ο κόκορας θαυμάζεται για το θάρρος και την επιμονή του. Το θάρρος του ανθρώπου συχνά συγκρίνεται με αυτό του κόκορα, και οι κοκορομαχίες είναι συχνό φαινόμενο. Πολλά καλλιτεχνικά σχέδια περιλαμβάνουν κόκορες.[16]

Στην Ινδονησία, πολλές θρησκείες δίνουν συμβολική σημασία στον κόκορα. Μια σέκτα του μπαλινέζικου Ινδουισμού στην κοινότητα Τοράγια που ονομάζεται Αλούκ περιέχει τελετουργίες όπως κηδείες σε συνδυασμό με ιερή κοκορομαχία.[17] Σε αρκετούς μύθους, ο κόκορας έχει τη δύναμη να ζωντανεύει τους νεκρούς ή να πραγματοποιεί επιθυμίες.[18] Το Καχαριγκάν, μια ανιμιστική λαϊκή θρησκεία του λαού Νταγιάκ, περιλαμβάνει την πίστη σε μια θεότητα που συνδέεται με τον κόκορα, την κοκορομαχία και την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι γίνονται οι μάχιμοι πετεινοί του θεού.

Οι Μιάο (δηλ. οι Χμογκ) είναι ανιμιστές, σαμανιστές και με πεποιθήσεις επηρεασμένες από τον Ταοϊσμό, Βουδισμό και Χριστιανισμό. Την Πρωτοχρονιά των Μιάο, μπορεί να γίνουν θυσίες κατοικίδιων ζώων ή κοκορομαχίες.[19] Οι Χμογκ της νοτιοανατολικής Γκουισού σκεπάζουν τον κόκορα με ένα κομμάτι κόκκινο ύφασμα και μετά τον κρατούν ψηλά για να τον προσκυνήσουν και να τον θυσιάσουν. Στον σαμανισμό Χμονγκ, ο σαμάνος μπορεί να χρησιμοποιήσει κόκορα σε θρησκευτικές τελετές. Λέγεται ότι ο κόκορας προστατεύει τον σαμάνο από τα κακά πνεύματα, καθώς τα κακά πνεύματα βλέπουν μόνο το πνεύμα του κόκορα. Σε μια δίκη του 2010 ενός Χμογκ που κατηγορήθηκε για διοργάνωση κοκορομαχίας στο Ουισκόνσιν, αναφέρθηκε ότι τα κοκόρια «φυλάσσονταν τόσο για τροφή όσο και για θρησκευτικούς σκοπούς»,[20] με αποτέλεσμα την αθώωση του κατηγορουμένου.[21] Στο Βιετνάμ τα κοκόρια ή οι πετεινοί που μάχονται αποκαλούνται στην καθομιλουμένη «ιερά κοτόπουλα».[22]

Ο ναός Μπαγιόνστην Καμπότζη είναι ένας αρχαίος βουδιστικός ναός που περιλαμβάνει μια απεικόνιση κοκορομαχίας.[23]

Βόρεια Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κοτόπουλα θυσιάζονται τελετουργικά στη θρησκεία Σαντερία που προέρχεται από την Κούβα και αναπτύχθηκε από τον πολιτισμό της Καραϊβικής, τον Καθολικισμό και τη θρησκεία Γιορούμπα της Δυτικής Αφρικής.

Νοτια Ασια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Χάσι της βορειοανατολικής Ινδίας πιστεύουν ότι ο κόκορας θυσιάζεται ως υποκατάστατο του ανθρώπου, καθώς πιστεύεται ότι "κουβαλάει τις αμαρτίες του ανθρώπου".[24]

Το Κουκούτα Σάστρα ή αστρολογία του κόκορα, είναι μια μορφή μαντείας που βασίζεται στον πετεινό και συνηθίζεται στις παράκτιες περιοχές της Άντρα Πραντές, στην Ινδία.

Ινδουϊσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A dark brown coin with two figures on it
Ο θεός Καρτικέγια με Βελ (σκήπτρο) και Σέβαλ (κόκορα) σε νόμισμα του 200 π.Χ.

Ο ινδουιστικός θεός του πολέμου Καρτικέγια απεικονίζεται μαζί με έναν κόκορα. Ο δαίμονας Σουραπάντμαν χωρίστηκε στα δύο και ο μισός έγινε παγόνι και ο άλλος μισός κόκορας. Ο μπαλινέζικος Ινδουισμός περιλαμβάνει τη θρησκευτική πίστη της θρησκευτικής κοκορομαχίας Ταμπού Ρα. Η θεότητα Ίντα Ράτου Σάουνγκ μπορεί να αναπαριστάται με έναν κόκορα-πολεμιστή στο χέρι,[25] με το αίμα του οποίου γίνεται ιεροτελεστία εξαγνισμού για να κατευναστούν τα κακά πνεύματα. Οι τελετουργικοί αγώνες γίνονται συνήθως έξω από το ναό.[26]

Αντίστοιχα, μια δημοφιλής ινδουιστική τελετουργία από την Κεράλα της Ινδίας είναι η προσφορά αίματος στους θεούς Τεϊγιάμ. Οι θεότητες Τεϊγιάμ εξευμενίζονται με τη θυσία ενός πετεινού, στην οποία η θρησκευτική κοκορομαχία χρησιμεύει ως προσφορά αίματος στους θεούς Τεϊγιάμ.

Αφρική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άγαλμα κοκορομαχίας γιορούμπα από σκαλισμένο και ζωγραφισμένο ξύλο

Η προφορική παράδοση της θρησκείας Γιορούμπα λέει ότι ο Θεός κατέβασε από τον ουρανό τον Οντουντούουα, πρόγονο όλων των ανθρώπων, ο οποίος έφερε μαζί του έναν κόκορα, λίγο χώμα και έναν σπόρο φοίνικα. Το χώμα πετάχτηκε στο νερό και ο κόκορας το έξυσε για να σχηματίσει το έδαφος, ενώ ο σπόρος μεγάλωσε και έγινε δέντρο με δεκαέξι κλαδιά, που αντιστοιχούν στα αρχικά δεκαέξι βασίλεια.[27] Το Ικένγκα της φυλής Ίγκμπο στη νοτιοανατολική Νιγηρία απαιτεί αφιερώματα που περιλαμβάνουν το αίμα ενός πετεινού ή ενός κριαριού.

Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πολλούς θρύλους της Κεντρικής Ευρώπης, πιστεύεται ότι ο διάβολος φεύγει με το πρώτο λάλημα του πετεινού.

Στη σύγχρονη Ελλάδα, όταν θεμελιώνεται ένα νέο κτίσμα, συνηθίζεται να σφάζεται ένας κόκορας, ένα κριάρι ή ένα αρνί και να κυλάει το αίμα του πάνω στα θεμέλια.[28]

Οι γιορτές Ίμπολκ προς τιμήν της κελτικής θεάς Μπρίτζιντ περιελάμβαναν τελετουργική θυσία ενός πετεινού και κοκορομαχία.[29] Τον 20ό αιώνα, τα Ίμπολκ αναβίωσαν ως θρησκευτική γιορτή στον Νεοπαγανισμό, συγκεκριμένα στη θρησκεία Wicca, τον Νεοδρυϊδισμό και τον Κελτικό Ανασυγκροτισμό.[30][31]

Στη μεσαιωνική Ευρώπη, ο μαύρος κόκορας θεωρούνταν σύμβολο της μαγείας μαζί με τη μαύρη γάτα.[32] Το cockatrice είναι ένα αγγλικό μυθικό πλάσμα που λέγεται ότι προήλθε από ένα αυγό που γεννήθηκε από πετεινό και εκκολάφθηκε από φίδι, το οποίο μπορεί να σκοτωθεί με το λάλημα του πετεινού.[33]

Σκανδιναβική μυθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη σκανδιναβική μυθολογία, στην αρχή των προειπωμένων γεγονότων του Ράγκναροκ υπάρχει το λάλημα τριών συγκεκριμένων πετεινών. Στο ποίημα Βολούσπα, οι αναφορές στο Ράγκναροκ ξεκινούν από τη στροφή 40.

Στο ποίημα περιγράφονται τρία κοκόρια που λαλούν: Στη στροφή 42, ένας βοσκός Γιοτούν κάθεται σε έναν τύμβο και παίζει χαρούμενα άρπα του ενώ ένας κατακόκκινος κόκορας[34] λαλεί στο δάσος, ένας χρυσός κόκορας λαλεί στη Βαλχάλα και ο τρίτος, ανώνυμος κόκορας λαλεί στις αίθουσες του κάτω κόσμου Χελχέιμ στη στροφή 43.[35] Το ποίημα Fjölsvinnsmál αναφέρει επίσης έναν πετεινό.[36] Σύμφωνα με το ποίημα, ο πετεινός κάθεται στην κορυφή του δέντρου Mímameiðr, πιθανότατα συνώνυμο του κοσμολογικού δέντρου Ύγκντρασιλ.[37] Υποστηρίζεται ότι οι Πλειάδες ονομάζονταν κότες της Φρίγκα ή της Φρέγια από τους σκανδιναβικούς λαούς.[38]

Μέση Ανατολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περσικός πετεινός του Βατικανού, εκτυπωμένος σε ύφασμα του 1919 (Αγία Έδρα), Ρώμη από το 600 μ.Χ.
Ετρουσκικός ασκός με τη μορφή πετεινού, 4ος αι. π.Χ., Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης (Νέα Υόρκη)

Στην Περσία, περίπου από το 2000 π.Χ. έως το 700 π.Χ., ο πετεινός ήταν εξαιρετικά ιερό ζώο. Μετά την επαφή τους με τους Πέρσες, οι Έλληνες άρχισαν να αναφέρουν τον πετεινό ως «περσικό πουλί» λόγω της σημασίας του στον περσικό πολιτισμό.[39]

Η αστρολογία και οι αστερισμοί που αποτελούν τον ζωδιακό κύκλο προήλθαν από την αρχαία Βαβυλωνία, το σύγχρονο Ιράκ. Η παράδοση του Αληθινού Ποιμένα του Άνου, ο Ωρίωνας και το σύμβολο που τον συνοδεύει, ο Πετεινός, αντιπροσωπεύουν τον κήρυκα των θεών, καθώς είναι ο θεϊκός τους ρόλος στην επικοινωνία των θεών.[40] Στον αστρολογικό χάρτη, η φιγούρα του Πετεινού εμφανίζεται κάτω και πίσω από τη φιγούρα του Αληθινού Ποιμένα, αντιπροσωπεύοντας τον κήρυκα των θεών, με τις μορφές πουλιού και ανθρώπου αντίστοιχα.[41]

Ο Νεργκάλ είναι ένα είδωλο των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των Φοινίκων και Περσών.[41][42] Σύμφωνα με την αστρολογική μυθολογία, ο Νεργκάλ αντιπροσώπευε τον πλανήτη Άρη, έμβλημα της βίας και της αιματοχυσίας.[43] Οι Σαμαρείτες λάτρευαν επίσης τη μεσοποτάμια θεότητα Νεργκάλ.[44]

Ισλάμ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατανόηση του πνευματικού συμβολισμού του πετεινού στο Ισλάμ φαίνεται από τα λόγια του Μωάμεθ σε μία από τις έξι κανονικές συλλογές χαντίθ του σουνιτικού Ισλάμ, όπου δηλώνεται ότι "όταν ακούσετε το λάλημα των πετεινών, ζητηστε τις ευλογίες του Αλλάχ γιατί έχουν δει άγγελο".[45]

Ζωροαστρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ζωροαστρισμός αντιτίθεται στις θυσίες ζώων. Ο πειτεινός στον Ζωροαστρισμό είναι «σύμβολο του φωτός»[46] και συνδέεται με το «καλό ενάντια στο κακό».[46] Στο Ιράν, περίπου από το 2000 π.Χ. έως το 700 π.Χ., «ο πετεινός ήταν το πιο ιερό» οικόσιτο πτηνό[39] και ο ευσεβής «είχε έναν πετεινό για να τον φυλάει και να διώχνει τα κακά πνεύματα».[47]

Ιουδαϊσμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιουδαϊσμός περιλαμβάνει πολλές αναφορές στους πετεινούς ως σημαντικά ζώα. Το Ζοχάρ, ένα βιβλίο εβραϊκού μυστικισμού και συλλογή της Τορά, μιλά για μια ουράνια εκδήλωση που προκαλεί το λάλημα των πετεινών. Το Ταλμούδ περιλαμβάνει το απόσπασμα: «ευλογημένος Αυτός που έδωσε στον πετεινό νοημοσύνη».[48] Στη ραβινική βιβλιογραφία, ο πετεινός χρησιμοποιείται ως γενική σήμανση του χρόνου.[49] Το εβραϊκό gever σημαίνει και "κόκορας" εκτός από τη σημασία "ισχυρός άνδρας".[50]

Το Ταλμούδ αναφέρει: «Αν δεν μας είχε δοθεί η Τορά, θα είχαμε μάθει τη σεμνότητα από τις γάτες, τον τίμιο μόχθο από τα μυρμήγκια, την αγνότητα από τα περιστέρια και τη γενναιοδωρία από τους πετεινούς».[51]

Ο πετεινός έχει επίσης τοποθετηθεί μέσα στο Άστρο του Δαβίδ και αναγνωρίζεται ως εβραϊκό και ιουδαϊκό σύμβολο. Σε ανασκαφές στη Γαβαών βρέθηκαν όστρακα που χρονολογούνται στον 7ο π.Χ. αι. χαραγμένα με πετεινούς και τοποθετημένα μέσα στο εξάκτινο Άστρο του Δαβίδ.[52]

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Καρίας έφεραν το έμβλημα του πετεινού στο άκρο των λογχών τους, κάτι το οποίο συνδέει με τον Αρταξέρξη, ο οποίος παραχώρησε σε έναν Κάρα που λέγεται ότι σκότωσε τον Κύρο τον νεότερο στη μάχη στα Κούναξα το 401 π.Χ. «το προνόμιο να φέρει πάντα ένα χρυσό πετεινό στο δόρυ του».[53] Οι Κάρες φορούσαν και κράνη με λοφίο την εποχή του Ηροδότου, για τον λόγο αυτό «οι Πέρσες έδωσαν στους Κάρες το όνομα πετεινοί».[54] Οι Κάρες στο Β' Βασιλέων 11 χρησιμοποιήθηκαν για να προστατεύσουν τον Ιωάς, γιο του Οχοζία από τη γενιά του Δαβίδ, πρόγονο του Χριστού από τη Γοθολία. Στην εβραϊκή θρησκευτική πρακτική, ένας κόκορας περιστρέφεται γύρω από το κεφάλι και στη συνέχεια σφάζεται το απόγευμα πριν από τη γιορτή Γιομ Κιπούρ. Στη συνέχεια, το κρέας διανέμεται στους φτωχούς. Σκοπός του τελετουργικού είναι η εξιλέωση των αμαρτιών του ανθρώπου καθώς το ζώο επωμίζεται συμβολικά τις αμαρτίες του ανθρώπου, το οποίο βασίζεται στον Ησαΐα 1:18.

Χριστιανισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοιχογραφία του Καλού Ποιμένα με έναν πατεινό στο δεξί του χέρι από τις κατακόμβες του Αγίου Καλλίστου

Στην Καινή Διαθήκη, ο Χριστός προφήτεψε την προδοσία του από τον Πέτρο: «ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με».[55] Νωρίτερα, ο Χριστός συγκρίνει τον εαυτό του με όρνιθα όταν μιλώντας για την Ιερουσαλήμ: «Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε».[56]

Μέσα στον χριστιανικό «Τάφο των Πετεινών» στο Μπαγίτ Τζιμπρίν, ένα παλαιστινιακό χωριό που βρίσκεται 13 μίλια βορειοδυτικά της πόλης της Χεβρώνας και μέρος του Βασιλείου του Ισραήλ, «βρίσκουμε δύο πετεινούς ζωγραφισμένους στα δοκάρια με κόκκινο χρώμα με έναν σταυρό ακριβώς πάνω από το κέντρο της αψίδας».[57]

Ο αιδεσιμότατος δρ Κοζούκε Κογιάμα προσπάθησε να διαδώσει τον Χριστιανισμό μέσω της κοκορομαχίας.[58] Πολυάριθμες αναπαραστάσεις του πετεινού ως θρησκευτικού συμβόλου υπάρχουν σε κατακόμβες από την αρχαιότερη περίοδο,[59] όπως μια εικόνα από την Κατακόμβη Πρίσκιλλας (αναφέρεται σε όλες τις αρχαίες λειτουργικές πηγές και είναι γνωστή ως "Βασίλισσα των Κατακομβών" στην αρχαιότητα), όπου ο Καλός Ποιμένας απεικονίζεται να ταΐζει τα πρόβατά, με έναν πετεινό που λαλεί στο δεξί και το αριστερό Του χέρι.[60]

Παρόμοιες απεικονίσεις πετεινών[61] βρίσκονται σε κιονόκρανα στη βασιλική του Αγίου Αντιόχου στο Σολιέ.[62] Και τα τέσσερα κανονικά ευαγγέλια αναφέρουν ότι, είτε κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου ή μετά από αυτόν, ο Χριστός προέβλεψε ότι ο Πέτρος θα τον αρνιόταν τρεις φορές πριν λαλήσει ο πετεινός.[63] Τον 6ο αι., λέγεται ότι πάπας Γρηγόριος Α΄ ανακήρυξε τον πετεινό σύμβολο του Χριστιανισμού λέγοντας ότι ο πετεινός είναι "το καταλληλότερο σύμβολο του Χριστιανισμού",[64] όντας "το έμβλημα του Αγίου Πέτρου".[65] Μερικοί λένε ότι από τότε ο πετεινός άρχισε να χρησιμοποιείται ως ανεμοδείκτης στα καμπαναριά των εκκλησιών, πρακτική η οποία θεσμοθετήθηκε με παπικό διάταγμα του 9ου αι.[66]

Είναι γνωστό ότι ο πάπας Λέων Δ΄ προσέθεσε τη μορφή του πετεινού στην παλιά βασιλική του Αγίου Πέτρου ή παλιά κωνσταντίνεια βασιλική.[67] Το σύμβολο έχει έκτοτε χρησιμεύσει ως αγιογραφία και υπενθύμιση της προδοσίας του Χριστού από τον Πέτρο. Εναλλακτικές θεωρίες σχετικά με την προέλευση των πετεινών στα καμπαναριά των εκκλησιών είναι ότι ήταν έμβλημα της επαγρύπνησης του κλήρου που καλούσε τον λαό σε προσευχή,[68] ότι προήλθε από τους Γότθους[69] ως χριστιανικό σύμβολο[70] και ότι είναι έμβλημα του ήλιου.[71]

Στην ταπισερί της Μπαγιέ της δεκαετίας του 1070, που αρχικά βρισκόταν στον καθεδρικό ναό της Μπαγιέ και σήμερα εκτίθεται στο Musée de la Tapisserie de Bayeux στην ίδια πόλη της Νορμανδίας, υπάρχει η εικόνα ενός άνδρα που τοποθετεί έναν κόκορα στο Αββαείο του Ουέστμινστερ. Ο ακρογωνιαίος λίθος είναι ο πρώτος λίθος που τοποθετείται στη θεμελίωση ενός κτηρίου και με την πάροδο του χρόνου έγινε τελετουργικία στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών.

Στην τέχνη και τη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνόπαιδες στήνουν κοκορομαχία, του Ζαν-Λεόν Ζερόμ, 1847[72]
Κοκορομαχία στη Φλάνδρα, του Εμίλ Κλάους, 1882

Γνωστές οπτικές απεικονίσεις της κοκορομαχίας είναι Ελληνόπαιδες στήνουν κοκορομαχία (1847), πίνακας του Ζαν-Λεόν Ζερόμ, Νικητής κοκορομαχίας (1864), χάλκινο άγαλμα του Αλεξάντρ Φαλζουιέρ, Κοκορομαχία στη Φλάνδρα (1882), πίνακας του Εμίλ Κλάους και αρκετά έργα του Ρόμπιν Φίλιπσον.

Το παραμύθι του Αβραάμ Βαλντελομάρ El Caballero Carmelo (1918) αφηγείται μια κοκορομαχία μεταξύ του πρωταγωνιστή, ενός κόκορα που ονομάζεται Καρμέλο, και του αντιπάλου του. Το μυθιστόρημα του Ναθάνιελ Γουέστ The Day of the Locust (1939) περιλαμβάνει μια λεπτομερή και παραστατική σκηνή κοκορομαχίας, όπως και το μυθιστόρημα του Άλεξ Χέιλι Roots: The Saga of an American Family και η μίνι σειρά Ρίζες (1977) που βασίζεται σε αυτό.

Στο βραβευμένο με Νόμπελ μυθιστόρημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), οι κοκορομαχίες απαγορεύονται στην πόλη Μακόντο, αφότου ο πατριάρχης της οικογένειας Μπουεντία δολοφονεί τον αντίπαλό του σε μια κοκορομαχία και στοιχειώνεται από το φάντασμά του.[73] Η κοκορομαχία είναι κεντρικό στοιχείο στη νουβέλα του Γκαρσία Μάρκες Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει (1965), στην οποία ο πρωταγωνιστής, που δεν κατονομάζεται, πουλάει όλα του τα υπάρχοντα για να ταΐσει τον πετεινό-πολεμιστή του δολοφονημένου γιου του.

Το Cockfighter (1962) του Τσαρλς Γουίλφορντ κάνει μια λεπτομερή περιγραφή της ζωής του πρωταγωνιστή στις κοκορομαχίες. Το βιβλίο On the Border: Portraits of America's Southwestern Frontier περιγράφει μια κοκορομαχία σε μια φιέστα.[74]

Εμβλήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σημαία της Βαλλονίας έχει έναν κόκκινο κόκορα
Κόκορας στο οικόσημο του Τομιλίνο (Όμπλαστ της Μόσχας, Ρωσία)

Ο κόκορας είχε ήδη συμβολική σημασία στη Γαλατία την εποχή της εισβολής του Ιουλίου Καίσαρα και συνδέθηκε με τον θεό Λούγο. Σήμερα, ο γαλατικός κόκορας είναι εθνικό σύμβολο της Γαλλίας. Ο κόκορας είναι επίσης έμβλημα της Βαλλονίας και της τουρκικής πόλης Ντενιζλί.

Μεταξύ των ρωμαϊκών θεοτήτων, ο Πρίαπος παριστάνεται ενίοτε ως πετεινός, με το ράμφος του ως φαλλό. Ο κόκορας ή ένας άνθρωπος με ιδιότητες κόκορα χρησιμοποιήθηκε παρομοίως ως ερωτικό σύμβολο με το όνομα Priapus Gallinaceus.[75]

Η γενιά Κόκμπερν στη Σκωτία χρησιμοποιεί τον κόκορα ως σήμα. Συνθημά της είναι ACCENDIT CANTU (Λατινικά: Μας ξεσηκώνει λαλώντας).[76] Ένας κόκορας-πολεμιστής πάνω σε μια μπάλα είναι το σύμβολο της ποδοσφαιρικής ομάδας Τότεναμ Χότσπερ. Ο κόκορας φοράει σπιρούνια και βρίσκεται στο έμβλημα της ομάδας από το 1901.

Ο κόκορας είναι το έμβλημα του τουρκικού αθλητικού συλλόγου Ντενιζλίσπορ, που ιδρύθηκε το 1966. Οι υποστηρικτές του συλλόγου ονομάζονται κοκοράκια. Ένας άλλος ποδοσφαιρικός σύλλογος που χρησιμοποιεί τον κόκορα ως σύμβολο και μασκότ είναι το Clube Atlético Mineiro από τη Βραζιλία. Οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιρόφιλοι αναφέρονται συχνά στον Μινέιρο ως "Galo", που σημαίνει κόκορας στα πορτογαλικά. Στην Αυστραλία, οι Sydney Roosters, που παίζουν στο Εθνικό Πρωτάθλημα Ράγκμπι, έχουν υιοθετήσει το κόκορα ως έμβλημά τους. Το Κολέγιο Jesus στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ διαθέτει κοκόρια στο οικόσημό του, ως λογοπαίγνιο με το όνομα του ιδρυτή του κολεγίου, Τζον Άλκοκ.[77] Το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας έχει έναν κόκορα-πολεμιστή ως μασκότ για όλα τα αθλητικά προγράμματα. Το Εθνόσημο της Κένυας περιλαμβάνει έναν κόκορα που κρατά ένα τσεκούρι. Το έμβλημα της Chianti Classico είναι ένας μαύρος κόκορας.[78]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «αλεκτορομαντεία». Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  2. Encyclopædia Perthensis; Or Universal Dictionary of the Arts, Sciences, Literature, &c. Intended to Supersede the Use of Other Books of Reference. 1 (2nd έκδοση). John Brown. 1816. σελ. 394. 
  3. «The Rooster | Gallus [The Lucian of Samosata Project]». web.archive.org. 11 Απριλίου 2022. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. CS1 maint: Unfit url (link)
  4. Gallagher, David (1 Ιανουαρίου 2009). Avian and Serpentine. Brill. σελίδες 219–295. ISBN 978-90-420-2709-1. 
  5. «Pausanias, Description of Greece, Elis 1, chapter 25, section 9». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  6. «Columella, Lucius Junius Moderatus, Res Rustica, Books V-IX, book 8, chapter 3, section 4». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  7. «Cockatrice». Encyclopædia Britannica. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2021. 
  8. Budge, Ernest (1930). Amulets and Superstitions. Oxford University Press. 
  9. «LacusCurtius • Cicero — De Divinatione: Book II». penelope.uchicago.edu. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  10. «LacusCurtius • Cicero — De Divinatione: Book II». penelope.uchicago.edu. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  11. Toussaint-Samat, Maguelonne (25 Μαρτίου 2009). A History of Food. John Wiley & Sons. ISBN 978-1-4443-0514-2. 
  12. Bokenkamp, Stephen R. (1993). Cutter, Robert Joe, επιμ. «A Brush with the Spur: Robert Joe Cutter on the Chinese Cockfight». Journal of the American Oriental Society 113 (3): 444–449. doi:10.2307/605392. ISSN 0003-0279. https://www.jstor.org/stable/605392. 
  13. Qingming Riverside Landscape Garden – Cultural-China.com, Shanghai, People's Republic of China "«Qingming Riverside Landscape Garden». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Αυγούστου 2015. Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2014. "
  14. «Ise Shrine (Ise Jingu) - Ise, Japan». web.archive.org. 15 Φεβρουαρίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2023. CS1 maint: BOT: original-url status unknown (link)
  15. «Nats in Class-room». web.archive.org. 3 Δεκεμβρίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  16. «Mary MacKillop East Timor Mission». web.archive.org. 3 Μαΐου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  17. incito tour – PT.
  18. The Tongkonan – Large 'Houses of Origin' – indahnesia.com is a non-governmental website created in 1999 for information on Indonesian travelers.
  19. Jeffrey Hays. «ANIMISM AND SHAMANISM IN EAST ASIA (JAPAN, KOREA, CHINA)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2013. 
  20. «Day One of Cockfighting Trial Concludes - News - 1330 WHBL Sheboygan's News Radio». web.archive.org. 13 Ιουλίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  21. «Day One of Cockfighting Trial Concludes - News - 1330 WHBL Sheboygan's News Radio». web.archive.org. 13 Ιουλίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  22. Battle of the Chickens (choi ga) – Source: Vietnam Nation Administration of Tourism – vietnamtravels.vn/Vietnam-travel-information/Battle-of-the-Chickens-choi-ga.htm
  23. Sacred Destinations is an online travel guide to sacred sites, pilgrimages, holy places, religious history, sacred places, historical religious sites ""
  24. Gurdon, Major P. R. T. (1904). «Note on the Khasis, Syntengs, and allied Tribes, inhabiting the Khasi and Jaintia Hills District in Assam». Journal of the Asiatic Society of Bengal (Asiatic Society (Calcutta, India)) 71, Part 3: 63. https://books.google.com/books?id=5N_RAAAAMAAJ&pg=RA2-PA63. 
  25. Hildred Geertz (Ιανουαρίου 2004). The Life of a Balinese Temple: Artistry, Imagination, and History in a Peasant Village. University of Hawaii Press. σελίδες 86–87. ISBN 978-0-8248-2533-1. 
  26. Joshua Eliot· Liz Capaldi (2001). Indonesia Handbook (3rd έκδοση). Footprint – Travel Guides. σελ. 450. ISBN 1900949512. 
  27. Roy, Christopher D. (1998). Art and Life in Africa. Art and Life in Africa Project, University of Iowa. ISBN 978-0-7872-9673-5. 
  28. Frazer, James George (2006). The Golden Bough. σελ. 106. 
  29. «Power Animals, Allies and Totem Animals – Anna Franklin». merciangathering.com. Ανακτήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2015. 
  30. Danaher, Kevin (1972). The Year in Ireland: Irish calendar customs. Dublin: Mercier. σελ. 38. ISBN 1-85635-093-2. 
  31. McNeill, F. Marian (1959, 1961) The Silver Bough, Vol.
  32. Name of the Rose (1986), based on the 1980 Spanish novel of the same name,
  33. Encyclopædia Britannica, The Editors of Encyclopaedia.
  34. Orchard, Andy (1997).
  35. Larrington, Carolyne (Trans.) (1999).
  36. Thorpe, Benjamin (Trans.) (1907).
  37. Simek, Rudolf (2007) translated by Angela Hall.
  38. One of the most original and authoritative source on the matter, Richard Hinckley Allen's book: "Star Names – Their Lore and Meaning" writes: A common figure for these stars, everywhere popular for many centuries, is that of a Hen with her Chickens, — another instance of the constant association of the Pleiades with flocking birds, and here especially appropriate from their compact grouping"
  39. 39,0 39,1 Maneckji Nusservanji Dhalla (1922). Zoroastrian Civilization – From the Earliest Times to the Downfall of the last Zoroastrian Empire 651 A.D. Oxford University Press. 
  40. John H. Rogers (1998). «Origins of the ancient constellations: I. The Mesopotamian traditions». Journal of the British Astronomical Association 108: 9–28. Bibcode1998JBAA..108....9R. 
  41. 41,0 41,1 Babylonian Star-lore by Gavin White, Solaria Pubs, 2008, pages 218ff & 170
  42. Brewer's Dictionary of Phrase and Fable. 1900. 
  43. Augustin Calmet (1837). Calmet's Dictionary of the Holy Bible. Crocker and Brewster. σελ. 700. 
  44. (2 Kings, 17:30).
  45. Sahih Bukhari Volume 4, Book 54, Number 522
  46. 46,0 46,1 Colin Spencer (15 Μαΐου 1995). The Heretic's Feast: A History of Vegetarianism. σελ. 60. 
  47. Page Smith· Charles Daniel (27 Απριλίου 2000) [1975]. The Chicken Book: Being an Inquiry into the Rise and Fall, Use and Abuse, Triumph and Tragedy of Gallus Domesticus. σελ. 61. 
  48. «BARUCH, APOCALYPSE OF (Greek) - JewishEncyclopedia.com». www.jewishencyclopedia.com. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  49. The Chronology of the Crucifixion – A Comparison of the Gospel Accounts – Tim Hegg TorahResource – 2009
  50. Tim Hegg (2009). The Chronology of the Crucifixion – A comparison of the Gospel Accounts. TorahResource. 
  51. «Eruvin 100b». www.sefaria.org. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  52. Early Records of the Domestic Fowl in Ancient Judea by Mikhaetl Taran published in 1975 in IBIS, The International Journal of Avian Science
  53. «Hakhamaneshiyan(Achaemenid) Dynasty – Cyrus the great». 
  54. Angelo De Gubernatis (1872). Zoological Mythology: Or, The Legends of Animals. Trübner & Company. σελ. 290. ISBN 9780598541055. 
  55. «ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26». orthodoxoiorizontes.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  56. «ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23». orthodoxoiorizontes.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  57. A Painted Christian Tomb at Beit Jibrin – Warren J. Moulton – Publisher: The American Schools of Oriental Research – Vol.
  58. Reverend Dr. Kōsuke Koyama (1 Ιανουαρίου 1999) [1974]. «Preface to the first edition». Water Buffalo Theology. Orbis Books. σελ. xv. ISBN 978-1-57075-256-8. 
  59. Rev. John McClintock· James Strong (1891). Cyclopaedia of biblical, theological and ecclesiastical literature, Volume 12. Harper & Brothers. σελ. 6. 
  60. The Hymns of Prudentius, Aurelius Clemens Prudentius – p.125 Publisher: Echo Library – 2008 – (ISBN 9781406866100)
  61. Louisa Twining (1885). Symbols and Emblems of Early and Mediaeval Christian Art. σελ. 188. 
  62. «L'abbatiale Saint-Andoche». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2020. 
  63. It was after the supper in the accounts of Matthew 26:31-35 and Mark 11:27-31
  64. J. G. R. Forlong (1 Φεβρουαρίου 2003) [1906]. Encyclopedia of Religions Or Faiths of Man, Part 1. Kessinger Publishing. σελ. 471. ISBN 978-0-7661-4307-4. 
  65. «John G. R. Forlong, Encyclopedia of Religions: A-d – Page 471». 
  66. The Philadelphia Museum bulletin, Volumes 1-5 – By Pennsylvania Museum of Art, Pennsylvania Museum and School of Industrial Art, Philadelphia Museum of Art – p 14 – 1906
  67. ST PETER'S BASILICA.
  68. «Thomas Ignatius M. Forster, Circle of the Seasons, p. 18». 
  69. «William Shepard Walsh, A Handy Book of Curious Information». 
  70. «William White, Notes and Queries». 
  71. «Hargrave Jennings, Phallicism, p. 72». 
  72. «Ζαν - Λεόν Ζερόμ (Jean - Léon Gérôme, Βεζούλ, 11 Μαϊου 1824 – Παρίσι, 10 Ιανουαρίου 1904)». www.rassias.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  73. «Love and Immolation in Argentina». Washington Post. 16 August 1981. https://www.washingtonpost.com/archive/entertainment/books/1981/08/16/love-and-immolation-in-argentina/9cf0bdac-cfc3-4198-8824-d89d5e059c55/. 
  74. Miller, Tom.
  75. «The phallic 'Savior of the World' at the Vatican revisited». Stellar House Publishing (στα Αγγλικά). 23 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2024. 
  76. «Cockburn Clan Home Page». Scottish Clans. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2015. 
  77. «Coats of Arms: Jesus College, Cambridge». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2011. 
  78. «Il Gallo Nero si rifà il look» (στα Ιταλικά). Consorzio del Vino Chianti Classico Gallo Nero. Φεβρουαρίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2014.