Κιονόκρανο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Μερικά παραδείγματα κιονόκρανων σε διαφορετικά στυλ: Αιγυπτιακό Σύνθετο, Αρχαιοελληνικό Δωρικό, Αρχαίο Ελληνικό Ιωνικό, Ρωμαϊκό Κορινθιακό, Βυζαντινό σε σχήμα καλαθιού, Ισλαμικό, Γοτθικό, Ροκοκό και Αρ Νουβό.
Ένδειξη κιονόκρανου - αρχιτεκτονική

Κιονόκρανο (Κιονόκρανον) ονομάζεται το λεγόμενο "κράνος", η κεφαλή του κίονα, που επιστέφει μία κολόνα, (κοινώς: κεφαλοκόλονο ή κεφαλοκολόνα ). Κιονόκρανα απαντώνται από την αρχαία αρχιτεκτονική μέχρι και τη σύγχρονη.

Το κιονόκρανο είναι το ανώτερο μέλος του κίονα το οποίο και φέρεται να υποβαστάζει το επικαθήμενο σ΄ αυτό επιστύλιο (οριζόντιο μέρος) της οροφής του οικοδομήματος. Το ανώτερο αυτό τμήμα του κίονα ποικίλει τόσο κατά το σχήμα όσο και κατά τη διακόσμηση, καθώς και κατά τόπο, χρονική περίοδο και ύλη.

Διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κρητικομυκηναϊκό κιονόκρανο αποτελείται από δύο κυρίως μέλη: του λεγόμενου "εχίνου" (μοιάζει με στρογγυλό προσκέφαλο) και του "άβακα" (απλής τετράγωνης πλάκας).
Το Αιολικό κιονόκρανο αποτελείται από εχίνο διακοσμημένο με φύλλα και κρινοειδή έλικες και οριζόντιου επιθήματος ή προσκεφάλου.
Το Δωρικό κιονόκρανο αποτελείται από εχίνο στρογγυλό και από τετράγωνο άβακα.
Το Ιωνικό κιονόκρανο αποτελείται από εχίνο τετραγωνισμένο του οποίου τα άκρα ελίσσονται, προς τα κάτω σε έλικες, και από τον άβακα.
Το Κορινθιακό κιονόκρανο αποτελείται από υψηλό εχίνο που ονομάζεται "κάλαθος", που περιβάλλεται από σειρές φύλλων ακάνθης με σπειροειδείς ελισσόμενους "καυλούς" (= μίσχους) και ανθεμίων (ανθών), και τον άβακα με υπόκοιλες πλευρές. Ο τύπος αυτός από την όψη που παρουσιάζει λέγεται και "ανθεμωτό κιονόκρανο".

Ρυθμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιωνικό κιονόκρανο
Κορινθιακό κιονόκρανο

Τα τρία παραπάνω τελευταία είδη κιονόκρανου δηλαδή το Δωρικό, το Ιωνικό και το Κορινθιακό αποτελούν κατά την αρχαιολογία και την αρχιτεκτονική, τους τρεις βασικούς ρυθμούς του ελληνικού κιονόκρανου, από τους οποίους προήλθαν στους μετέπειτα χρόνους τα κιονόκρανα του ρωμαϊκού πολιτισμού (ρωμαϊκού ρυθμού) και στη συνέχεια χριστιανικού κόσμου (χριστιανικού ρυθμού) των οποίων τελικά κύριες διαφορές είναι μόνο στο διάκοσμο.