Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1288[1]
Νάπολη[2]
Θάνατος16  Ιουλίου 1342[3][1]
Βιζεγκράντ
Τόπος ταφήςΒασιλική του Σέκεσφεχερβαρ και Σέκεσφεχερβαρ
Χώρα πολιτογράφησηςΟυγγαρία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης[4]
Οικογένεια
ΣύζυγοςΕλισάβετ της Πολωνίας, βασίλισσα της Ουγγαρίας (από 1320)[5]
Βεατρίκη του Λουξεμβούργου (από 1318)[5]
Μαρία του Μπύτομ (από 1306)[5]
Maria of Halych
ΤέκναΛουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας
Ανδρέας της Καλαβρίας
Στέφανος της Σλαβονίας
Αικατερίνη της Ουγγαρίας, δούκισσα της Σβιντνίτσα
Coloman of Hungary
Charles of Hungary[6]
Lasislaus of Hungary[6]
ΓονείςΚάρολος Μαρτέλος της Ουγγαρίας και Κλημεντία της Αυστρίας
ΑδέλφιαΚλημεντία του Ανζού
Βεατρίκη της Ουγγαρίας
ΟικογένειαΟίκος των Καπετιδών-Ανζού
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαβασιλιάς της Ουγγαρίας (1308–1342)[7]
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κάρολος Α΄, γνωστός και ως Κάρολος Ροβέρτος (Ουγγρικά: Károly Róbert, Κροατικά: Karlo Robert, Σλοβακικά: Karol Róbert, 1288 – 16 Ιουλίου 1342) ήταν Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας από το 1308 έως τον θάνατό του. Ήταν μέλος του Οίκου των Καπετιδών-Ανζού και μοναχογιός του Κάρολου Μαρτέλου, Πρίγκιπα του Σαλέρνο. Ο πατέρας του ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Καρόλου Β' της Νάπολης και της Μαρίας της Ουγγαρίας. Η Μαρία διεκδίκησε την Ουγγαρία μετά τον θάνατο του αδελφού της Λαδίσλαου Δ΄ της Ουγγαρίας το 1290, αλλά οι Ούγγροι ιεράρχες και άρχοντες εξέλεξαν βασιλιά τον ξάδερφό της Ανδρέα Γ΄. Αντί να εγκαταλείψει την αξίωσή της για την Ουγγαρία, τη μεταβίβασε στον γιο της Κάρολο Μαρτέλο και, μετά τον θάνατό του το 1295, στον εγγονό της Κάρολο. Από την άλλη ο σύζυγός της, Κάρολος Β' της Νάπολης, έκανε τον τρίτο γιο τους Ροβέρτο, κληρονόμο του Βασιλείου της Νάπολης, αποκληρώνοντας έτσι τον Κάρολο.

Ο Κάρολος ήρθε στο Βασίλειο της Ουγγαρίας μετά από πρόσκληση ενός σημαντικού Κροάτη άρχοντα, του Πάουλ Σούμπιτς, τον Αύγουστο του 1300. Ο Ανδρέας Γ' πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1301 και μέσα σε τέσσερις μήνες ο Κάρολος στέφθηκε βασιλιάς, αλλά με ένα προσωρινό στέμμα αντί για το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας. Οι περισσότεροι Ούγγροι ευγενείς αρνήθηκαν να τον αποδεχθούν και εξέλεξαν βασιλιά τον Βεγκέσλαο της Βοημίας και ο Κάρολος αποσύρθηκε στις νότιες περιοχές του βασιλείου. Ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ αναγνώρισε το 1303 ως νόμιμο βασιλιά τον Κάρολο, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να ενισχύσει τη θέση του έναντι του αντιπάλου του. Ο Βεγκέσλαος παραιτήθηκε υπέρ του Όθωνα της Βαυαρίας το 1305. Επειδή δεν είχε κεντρική κυβέρνηση το Βασίλειο της Ουγγαρίας είχε διαλυθεί σε δώδεκα επαρχίες, καθεμία με επικεφαλής έναν ισχυρό ευγενή ή ολιγάρχη. Ένας από αυτούς τους ολιγάρχες, ο Λαδίσλαος Γ΄ Καν, αιχμαλώτισε και φυλάκισε τον Όθωνα της Βαυαρίας το 1307. Ο Κάρολος εξελέγη βασιλιάς στην Πέστη στις 27 Νοεμβρίου 1308, αλλά η κυριαρχία του παρέμεινε μόνο κατ' όνομα στα περισσότερα μέρη του βασιλείου του ακόμη και μετά τη στέψη του με το Ιερό Στέμμα στις 27 Αυγούστου 1310.

Ο Κάρολος κέρδισε την πρώτη του αποφασιστική νίκη στη Μάχη του Ρόζγκονι (σημερινό Ροζάνοβτσε της Σλοβακίας) στις 15 Ιουνίου 1312. Μετά από αυτό τα στρατεύματά του κατέλαβαν τα περισσότερα φρούρια της ισχυρής οικογένειας Άμπα. Την επόμενη δεκαετία ο Κάρολος αποκατέστησε τη βασιλική εξουσία κυρίως με τη βοήθεια των ιεραρχών και των κατώτερων ευγενών στις περισσότερες περιοχές του βασιλείου. Μετά τον θάνατο του πιο ισχυρού ολιγάρχη, του Mατθαίου Τσακ, το 1321 ο Κάρολος έγινε ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος ολόκληρου του βασιλείου, με εξαίρεση την Κροατία όπου οι τοπικοί ευγενείς μπόρεσαν να διατηρήσουν το αυτόνομο καθεστώς τους. Δεν μπόρεσε να εμποδίσει την ανάπτυξη της Βλαχίας σε ανεξάρτητο πριγκιπάτο μετά την ήττα του στη Μάχη της Ποσάντα το 1330. Οι σύγχρονοί του περιέγραψαν την ήττα του σε εκείνη τη μάχη ως τιμωρία από τον Θεό για τη σκληρή εκδίκησή του εναντίον της οικογένειας του Φελίτσιαν Ζαχ, που είχε αποπειραθεί να σφάξει τη βασιλική οικογένεια.

Ο Κάρολος σπάνια έκανε ισόβιες επιχορηγήσεις γης, αντίθετα εισήγαγε ένα σύστημα «αξιωματουχικών φέουδων», σύμφωνα με το οποίο οι αξιωματούχοι του απολάμβαναν σημαντικά έσοδα, αλλά μόνο για το διάστημα που κατείχαν το βασιλικό αξίωμα, που εξασφάλιζε την πίστη τους. Στο δεύτερο μισό της βασιλείας του ο Κάρολος δεν συγκαλούσε Δίαιτες και διοικούσε το βασίλειό του με απόλυτη εξουσία. Ίδρυσε το Τάγμα του Αγίου Γεωργίου, που ήταν το πρώτο κοσμικό ιπποτικό τάγμα. Προώθησε το άνοιγμα νέων χρυσορυχείων, που έκαναν την Ουγγαρία τον μεγαλύτερο παραγωγό χρυσού στην Ευρώπη. Τα πρώτα ουγγρικά χρυσά νομίσματα κόπηκαν επί της βασιλείας του. Στο συνέδριο του Βίσεγκραντ το 1335 μεσολάβησε για τη συμφιλίωση μεταξύ δύο γειτονικών μοναρχών, του Ιωάννη της Βοημίας και του Καζίμιρ Γ' της Πολωνίας. Οι συνθήκες που υπογράφηκαν στο ίδιο συνέδριο συνέβαλαν επίσης στην ανάπτυξη νέων εμπορικών διαδρομών που συνέδεαν την Ουγγαρία με τη Δυτική Ευρώπη. Οι προσπάθειες του Καρόλου να επανενώσει την Ουγγαρία μαζί με τις διοικητικές και οικονομικές του μεταρρυθμίσεις, έθεσαν τη βάση για τα επιτεύγματα του διαδόχου του Λουδοβίκου του Μεγάλου.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδική ηλικία (1288–1300)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κάρολος ήταν ο μόνος γιος του Κάρολου Μαρτέλου, Πρίγκιπα του Σαλέρνο και της συζύγου του Κλημεντίας της Αυστρίας.[8][9] Γεννήθηκε το 1288 αλλά ο τόπος γέννησής του είναι άγνωστος.[8][9][10] Ο Κάρολος Μαρτέλος ήταν ο πρωτότοκος γιος του Καρόλου Β' της Νάπολης και της συζύγου του Μαρίας, που ήταν κόρη του Στεφάνου Ε' της Ουγγαρίας.[11][12] Μετά τον θάνατο του αδελφού της Λαδίσλαου Δ΄ της Ουγγαρίας το 1290 η Βασίλισσα Μαρία ανακοίνωσε την αξίωσή της για την Ουγγαρία, δηλώνοντας ότι ο Οίκος των Άρπαντ (η βασιλική οικογένεια της Ουγγαρίας) είχε εκλείψει με τον θάνατο του Λαδίσλαου.[13] Ωστόσο ο ξάδερφος του πατέρα της Ανδρέας διεκδίκησε επίσης τον θρόνο, αν και ο πατέρας του Στέφανος ο Υστερότοκος είχε θεωρηθεί νόθος από όλα τα άλλα μέλη της βασιλικής οικογένειας.[14] Παρ' όλα αυτά οι Ούγγροι άρχοντες και ιεράρχες προτίμησαν τον Ανδρέα έναντι της Μαρίας και έστεψαν αυτόν βασιλιά της Ουγγαρίας στις 23 Ιουλίου 1290.[13][15] Η Μαρία μεταβίβασε την αξίωσή της για την Ουγγαρία στον Κάρολο Μαρτέλο τον Ιανουάριο του 1292.[16] Οι Μπαμπόνιτσι, οι Φράνκοπαν, οι Σούμπιτσι και άλλες Κροατικές και Σλαβονικές οικογένειες ευγενών φαινομενικά αναγνώριζαν την αξίωση του Κάρολου Μαρτέλου, αλλά στην πραγματικότητα η πίστη τους αμφιταλαντευόταν μεταξύ αυτού και του Ανδρέα Γ΄.[17][18]

Ο Κάρολος Μαρτέλος πέθανε το φθινόπωρο του 1295 και ο επτάχρονος γιος του Κάρολος κληρονόμησε την αξίωσή του για την Ουγγαρία.[19][10] Ο Κάρολος θα ήταν επίσης ο νόμιμος διάδοχος του παππού του Καρόλου Β' της Νάπολης, σύμφωνα με τις αρχές της πρωτογένειας.[19][20] Ωστόσο ο Κάρολος Β', που προτίμησε τον τρίτο του γιο Ροβέρτο από τον εγγονό του, χάρισε τα δικαιώματα ενός πρωτότοκου γιου στον Ροβέρτο στις 13 Φεβρουαρίου 1296.[21] Ο Πάπας Βονιφάτιος Η΄ επικύρωσε την απόφαση του Καρόλου Β' στις 27 Φεβρουαρίου 1296, εμποδίζοντας τον (παιδί) Κάρολο να διαδεχθεί τον παππού του στο Βασίλειο της Νάπολης.[21] Ο Δάντης Αλιγκέρι έγραψε για «τις σκευωρίες και τις απάτες που θα έπλητταν»[22] την οικογένεια του Κάρολου Μαρτέλου σε σχέση με τους υποτιθέμενους ελιγμούς του Ροβέρτου για να αποκτήσει το δικαίωμα να κληρονομήσει τη Νάπολη.[23] Ο ιστορικός του 14ου αιώνα Τζοβάννι Βιλλάνι σημείωσε επίσης ότι οι σύγχρονοί του ήταν της γνώμης ότι η αξίωση του Ροβέρτου για τη Νάπολη ήταν πιο αδύναμη από αυτή του ανιψιού του.[23] Ο νομικός Μπάλντους ντε Ουμπάλντις απέφυγε να εκθέσει τη θέση του σχετικά με τη νομιμότητα της διακυβέρνησης του Ροβέρτου.

Αγώνας για την Ουγγαρία (1300–1308)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A young man riding a horse is accompanied by two elderly horsemen
Η άφιξη του Καρόλου στην Ουγγαρία, όπως απεικονίζεται στο Εικονογραφημένο Χρονικό
A dozen provinces depicted in a map
Οι επαρχίες που διοικούνταν από τους ολιγάρχες (ισχυρούς άρχοντες) στις αρχές του 14ου αιώνα

Ο Ανδρέας Γ' της Ουγγαρίας έκανε τον εκ μητρός θείο του Αλμπερτίνο Μοροζίνι δούκα της Σλαβονίας τον Ιούλιο του 1299, προκαλώντας εξέγερση των Σλαβόνων και Κροατών ευγενών.[24][25] Ένας ισχυρός Κροάτης βαρόνος, ο Πάουλ Σούμπιτς, έστειλε τον αδελφό του Γεώργιο στην Ιταλία στις αρχές του 1300 για να πείσει τον Κάρολο Β' της Νάπολης να στείλει τον εγγονό του στην Ουγγαρία για να διεκδικήσει αυτοπροσώπως τον θρόνο.[25] Ο Βασιλιάς της Νάπολης αποδέχτηκε την πρόταση και δανείστηκε 1.300 ουγγιές χρυσού από τραπεζίτες της Φλωρεντίας για να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του Καρόλου.[16][26] Ένας Ναπολιτάνος ​​ιππότης γαλλικής καταγωγής, ο Φιλίπ Ντρυγκέ, συνόδευσε τον δωδεκάχρονο Κάρολο στην Ουγγαρία.[27] Αποβιβάστηκαν στο Σπλιτ της Δαλματίας τον Αύγουστο του 1300.[16][28] Από το Σπλιτ ο Πάουλ Σούμπιτς τον συνόδευσε στο Ζάγκρεμπ, όπου ο Ούργκιν Τσακ ορκίστηκε πίστη στον Κάρολο.[29] Ο αντίπαλος του Καρόλου, ο Ανδρέας Γ' της Ουγγαρίας, πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1301.[30] Ο Κάρολος έσπευσε στο Έστεργκομ, όπου ο εκλεγμένος Αρχιεπίσκοπος Γκρέγκορι Μπίτσκεϊ τον έστεψε με ένα προσωρινό στέμμα πριν από τις 13 Μαΐου.[31][32] Ωστόσο οι περισσότεροι Ούγγροι θεώρησαν τη στέψη του Καρόλου παράνομη, επειδή το εθιμικό δίκαιο απαιτούσε να είχε στεφθεί με το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας στο Σέκεσφεχερβαρ.[31][29]

Ο Κάρολος μετρούσε τα χρόνια της βασιλείας του από αυτή τη στέψη, αλλά η Ουγγαρία είχε στην πραγματικότητα διαλυθεί σε περίπου δώδεκα ανεξάρτητες επαρχίες, καθεμία από τις οποίες διοικείτο από έναν ισχυρό άρχοντα ή ολιγάρχη.[33][34][35] Μεταξύ αυτών ο Ματθαίος Τσακ κυριαρχούσε στα βορειοδυτικά μέρη της Ουγγαρίας (που τώρα αποτελούν τα δυτικά εδάφη της σημερινής Σλοβακίας), ο Αμαντέους Αμπα έλεγχε τα βορειοανατολικά εδάφη, ο Ιβαν Κέσεγκι κυβερνούσε την Υπερδουναβία και ο Λαδίσλαος Καν την Τρανσυλβανία.[36] Οι περισσότεροι από αυτούς τους άρχοντες αρνήθηκαν να δεχτούν την κυριαρχία του Καρόλου και πρότειναν το στέμμα στον γιο του Βεγκέσλαου Β΄ της Βοημίας, επίσης Βεγκέσλαο, του οποίου η αρραβωνιαστικιά Ελισάβετ ήταν η μοναχοκόρη του Ανδρέα Γ'.[12][37] Αν και ο Βεγκέσλαος στέφθηκε με το Ιερό Στέμμα στο Σέκεσφεχερβαρ, η νομιμότητα της στέψης του ήταν επίσης αμφίβολη επειδή το στέμμα στο κεφάλι του Βεγκέσλαου έβαλε ο Ιωάννης Χοντ-Πάζμανι, ενώ εθιμικός νόμος εξουσιοδοτούσε προς τούτο τον Αρχιεπίσκοπο του Έστεργκομ.[32]

Μετά τη στέψη του Βεγκέσλαου ο Κάρολος αποσύρθηκε στις κτήσεις του Ούργκιν Τσακ στις νότιες περιοχές του βασιλείου. Ο Πάπας Βονιφάτιος έστειλε στην Ουγγαρία τον λεγάτο του Νικολό Μποκασίνι. Ο Μποκασίνι έπεισε την πλειοψηφία των Ούγγρων ιεραρχών να αποδεχθούν τη βασιλεία του Καρόλου.[38] Ωστόσο οι περισσότεροι Ούγγροι άρχοντες συνέχισαν να αντιτίθενται στον Κάρολο επειδή, σύμφωνα με το Εικονογραφημένο Χρονικό,[39] φοβήθηκαν ότι «οι ελεύθεροι πολίτες του βασιλείου θα έχαναν την ελευθερία τους αποδεχόμενοι ένα βασιλιά διορισμένο από την Εκκλησία»..[40] Ο Κάρολος πολιόρκησε τη Βούδα, την πρωτεύουσα του βασιλείου, τον Σεπτέμβριο του 1302 αλλά ο Ιβαν Κέσεγκι απέκρουσε την πολιορκία.[32] Οι καταστατικοί χάρτες του Καρόλου δείχνουν ότι έμενε κυρίως στα νότια μέρη του βασιλείου τα επόμενα χρόνια, αν και επισκεπτόταν επίσης τον Αμαντέους Αμπα στο φρούριο του Γκεντς.[33]

Ο Πάπας Βονιφάτιος, που θεωρούσε την Ουγγαρία φέουδο της Αγίας Έδρας, ανακήρυξε τον Κάρολο νόμιμο βασιλιά της Ουγγαρίας στις 31 Μαΐου 1303.[41][42] Απείλησε επίσης τον Βεγκέσλαο με αφορισμό αν συνέχιζε να αυτοπροσδιορίζεται ως βασιλιάς της Ουγγαρίας.[43] Ο Βεγκέσλαος έφυγε από την Ουγγαρία το καλοκαίρι του 1304, παίρνοντας μαζί του το Ιερό Στέμμα.[38] Ο Κάρολος συνάντησε τον ξάδερφό του Ροδόλφο Γ' της Αυστρίας στο Πρέσμπουργκ (σημερινή Μπρατισλάβα της Σλοβακίας) στις 24 Αυγούστου.[38][44] Αφού συνήψαν μια συμμαχία εισέβαλαν από κοινού στη Βοημία το φθινόπωρο.[38][45] Ο Βεγκέσλαος, που είχε διαδεχτεί τον πατέρα του στη Βοημία, απαρνήθηκε την αξίωσή του για την Ουγγαρία υπέρ του Όθωνα Γ', Δούκα της Βαυαρίας στις 9 Οκτωβρίου 1305.[46]

Ο Όθων στέφθηκε με το Ιερό Στέμμα στο Σέκεσφεχερβαρ στις 6 Δεκεμβρίου 1305 από τον Μπένεντικτ Ραντ, Επίσκοπο του Βέσπρεμ, και τον Aντον, Επίσκοπο του Τσάναντ.[46][47][45] Δεν μπόρεσε ποτέ να ενισχύσει τη θέση του στην Ουγγαρία, γιατί τον υποστήριξαν μόνο οι Κέσεγκι και οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας.[38] Ο Κάρολος κατέλαβε το Έστεργκομ και πολλά φρούρια στα βόρεια μέρη της Ουγγαρίας (σήμερα της Σλοβακίας) το 1306.[48][45] Οι υποστηριχτές του κατέλαβαν επίσης τη Βούδα τον Ιούνιο του 1307.[48] Ο Λαδίσλαος Καν, Βοεβόδας της Τρανσυλβανίας, συνέλαβε και φυλάκισε εκεί τον Όθωνα.[46][49] Μια συνέλευση των υποστηριχτών του Καρόλου επικύρωσε την αξίωσή του για τον θρόνο στις 10 Οκτωβρίου, αλλά τρεις ισχυροί άρχοντες—ο Μάθιου Τσακ, ο Λαδίσλαος Καν και ο Ιβαν Κέσεγκι— απουσίαζαν από τη συνάντηση.[48][45] Το 1308 ο Λαδίσλαος Καν απελευθέρωσε τον Oθωνα, που στη συνέχεια έφυγε από την Ουγγαρία.[49] Ο Όθων δεν σταμάτησε ποτέ να αυτοπροσδιορίζεται ως Βασιλιάς της Ουγγαρίας, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στη χώρα.[48]

Ο Πάπας Κλήμης Ε΄ έστειλε στην Ουγγαρία ένα νέο παπικό λεγάτο, τον Τζεντίλε Πορτίνο ντι Μοντεφιόρε.[48][50] Ο Μοντεφιόρε έφτασε το καλοκαίρι του 1308. [48]Τους επόμενους μήνες έπεισε έναν ένα τους ισχυρότερους άρχοντες να αποδεχτούν την κυριαρχία του Καρόλου.[48] Στη Δίαιτα, που συνήλθε στο μοναστήρι των Δομινικανών στην Πέστη, ο Κάρολος ανακηρύχθηκε ομόφωνα βασιλιάς στις 27 Νοεμβρίου 1308.[50][51] Οι εκπρόσωποι που εστάλησαν από τον Mατθαίο Τσακ και τον Λαδίσλαο Καν ήταν επίσης παρόντες στη συνέλευση.[51]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πόλεμοι κατά των ολιγαρχών (1308–1323)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Two armies of knights on horses are fighting against each other under a fortress built on a hill
Η Μάχη του Ρόζγκονι που απεικονίζεται στο Εικονογραφημένο Χρονικό: σε αυτή τη μάχη ο Κάρολος νίκησε τους γιους του Αμαντέους Αμπα στις 15 Ιουνίου 1312

Ο παπικός λεγάτος συγκάλεσε τη σύνοδο των Ούγγρων ιεραρχών, που κήρυξαν τον μονάρχη απαραβίαστο τον Δεκέμβριο του 1308.[50][51] Προέτρεψαν επίσης τον Λαδίσλαο Καν να παραδώσει το Ιερό Στέμμα στον Κάρολο.[51] Οταν ο Καν αρνήθηκε να το κάνει ο λεγάτος καθαγίασε ένα νέο στέμμα για τον Κάρολο.[50] Ο Θωμάς Β', Αρχιεπίσκοπος του Έστεργκομ έστεψε τον Κάρολο βασιλιά με το νέο στέμμα στην Εκκλησία της Παναγίας στη Βούδα στις 15 ή 16 Ιουνίου 1309.[50][52] Ωστόσο οι περισσότεροι Ούγγροι θεώρησαν τη δεύτερη στέψη του άκυρη.[48] Ο παπικός λεγάτος αφόρισε τον Λαδίσλαο Καν, που τελικά συμφώνησε να δώσει το Ιερό Στέμμα στον Κάρολο.[50] Στις 27 Αυγούστου 1310 ο Αρχιεπίσκοπος Θωμάς του Έστεργκομ έβαλε το Ιερό Στέμμα στο κεφάλι του Καρόλου στο Σέκεσφεχερβαρ. Έτσι η τρίτη στέψη του Καρόλου πραγματοποιήθηκε σε πλήρη συμφωνία με το εθιμικό δίκαιο.[48][53][52] Ωστόσο η κυριαρχία του παρέμεινε μόνο κατ' όνομα στο μεγαλύτερο μέρος του βασιλείου του.[48]

Ο Ματθαίος Τσακ πολιόρκησε τη Βούδα τον Ιούνιο του 1311 και ο Λαδίσλαος Καν αρνήθηκε να βοηθήσει τον βασιλιά.[54][53] Ο Κάρολος έστειλε στρατό για να εισβάλει στις περιοχές του Ματθαίου Τσακ τον Σεπτέμβριο, αλλά δεν πέτυχε τίποτα.[55] Την ίδια χρονιά πέθανε ο Ούγκριν Τσακ, επιτρέποντας στον Κάρολο να πάρει υπό την κατοχή του τις περιοχές του αποθανόντος άρχοντα, που βρίσκονταν μεταξύ της Πόζεγκα της Σλαβονίας και του Τέμεσβαρ (σημερινή Τιμισοάρα της Ρουμανίας).[56][57] Οι πολίτες της Κάσα (σημερινό Κόσιτσε της Σλοβακίας) δολοφόνησαν τον Αμαντέους Άμπα τον Σεπτέμβριο του 1311.[58] Οι απεσταλμένοι του Καρόλου διαιτήτευσαν σε μια συμφωνία μεταξύ των γιων του Άμπα και της πόλης, που προέβλεπε επίσης ότι οι Άμπα αποσύρονταν από δύο κομητείες και επέτρεπαν στους ευγενείς που κατοικούσαν στις περιοχές τους να ενωθούν ελεύθερα με τον Κάρολο.[58] Ωστόσο οι Άμπα σύντομα συνήψαν συμμαχία με τον Ματθαίο Τσακ εναντίον του βασιλιά.[56] Οι ενωμένες δυνάμεις τους πολιόρκησαν την Kάσα, αλλά ο Κάρολος τους κατατρόπωσε στη Μάχη του Ρόζγκονι (σημερινό Ροζάνοβτσε της Σλοβακίας) στις 15 Ιουνίου 1312.[59][52] Σχεδόν οι μισοί από τους ευγενείς που είχαν υπηρετήσει τον Αμαντέους Άμπα πολέμησαν στη μάχη στο πλευρό του Καρόλου.[60] Τον Ιούλιο ο Κάρολος κατέλαβε τα πολλά φρούρια των Αμπα στις κομητείες Αμπαουι, Τόρνα και Σάρος, όπως τα Φύζερ, Ρέγκετς και Μούνκατς (σημερινό Μουκάτσεβε της Ουκρανίας).[61] Στη συνέχεια διεξήγαγε πόλεμο εναντίον του Ματθαίου Τσακ, καταλαμβάνοντας το Νάγκισομπατ (σημερινή Τρνάβα της Σλοβακίας) το 1313 και το Βίσεγκραντ το 1315, αλλά δεν μπόρεσε να κερδίσει μια αποφασιστική νίκη.[56]

Ο Κάρολος μετέφερε την κατοικία του από τη Βούδα στο Τέμεσβαρ στις αρχές του 1315.[62][56] Ο Λαδίσλαος Καν πέθανε το 1315 αλλά οι γιοι του δεν υπέκυψαν στον Κάρολο..[63][54] Ο Κάρολος ξεκίνησε μια εκστρατεία κατά των Κέσεγκι στην Υπερδουναβία και τη Σλαβονία το πρώτο μισό του 1316.[64][65] Οι τοπικοί ευγενείς προσχώρησαν στα βασιλικά στρατεύματα, γεγονός που συνέβαλε στη γρήγορη κατάρρευση της κυριαρχίας των Κέσεγκι στο νότιο τμήμα της επικράτειάς τους.[64] Εν τω μεταξύ ο Ιάκωβος Μπόρσα συνήψε συμμαχία εναντίον του Καρόλου με τους γιους του Λαδίσλαου Καν και άλλους άρχοντες, συμπεριλαμβανομένων του Μόις Άκος και του Πέτρου, γιου του Πέτενιε [54] και προσέφεραν το στέμμα στον Ανδρέα της Γαλικίας.[54][64] Τα στρατεύματα του Καρόλου, που ήταν υπό τη διοίκηση ενός πρώην υποστηρικτή των Μπόρσα, του Ντόζα Ντέμπρετσενι, νίκησαν τα ενωμένα στρατεύματα των επαναστατών στο Ντέμπρετσεν στα τέλη Ιουνίου.[65][66] Τους επόμενους δύο μήνες τα βασιλικά στρατεύματα κατέλαβαν πολλά φρούρια του Μπόρσα και των συμμάχων του στις κομητείες Μπίχαρ, Σόλνοκ, Μπόρσοντ και Κόλοζ.[58] Καμία κύρια πηγή δεν έχει κάνει αναφορά στη γενναιότητα ή τις ηρωικές πράξεις του Καρόλου, ένδειξη ότι σπάνια πολέμησε αυτοπροσώπως στις μάχες και τις πολιορκίες. Ωστόσο είχε εξαιρετικές στρατηγικές δεξιότητες: ήταν πάντα εκείνος που όριζε ποια φρούρια να πολιορκηθούν.[62]

Ο Στέφανος Ντραγκούτιν, που έλεγχε τη Σίρμια, τη Μάτσβα και άλλες περιοχές κατά μήκος των νότιων συνόρων της Ουγγαρίας, πέθανε το 1316.[65][67] Ο Κάρολος επιβεβαίωσε το δικαίωμα του Βλάντισλαβ, γιου του Στέφανου Ντραγκούτιν, να διαδεχθεί τον πατέρα του και τον ανακήρυξε νόμιμο άρχοντα της Σερβίας ενάντια στον Στέφανο Ούρος Β' Μιλούτιν.[65] Ωστόσο ο Στέφανος Ούρος Β΄ συνέλαβε τον Βλάντισλαβ και εισέβαλε στο Σέρεμσεγκ.[68][64] Ο Κάρολος ξεκίνησε μια αντεπίθεση κατά μήκος του ποταμού Σάβου και κατέλαβε το φρούριο του Μάτσο.[64] Τον Μάιο του 1317 ο στρατός του Καρόλου κατέστειλε την εξέγερση των Αμπα, καταλαμβάνοντας το Ούνγκβαρ και το Κάστρο Νέβιτσκε (στη σημερινή Ουκρανία) από αυτούς.[69] Μετά από αυτό ο Κάρολος εισέβαλε και στις περιοχές του Ματθαίου Τσακ και κατέλαβε το Kόμαρομ (σημερινό Κόμαρνο της Σλοβακίας) στις 3 Νοεμβρίου 1317.[69] Οταν ο θείος του, Βασιλιάς Ροβέρτος της Νάπολης, παραχώρησε το Πριγκιπάτο του Σαλέρνο και το Μόντε Σαντ' Αντζελο στον αδερφό του (τον μικρότερο θείο του Καρόλου) Ιωάννη ο Κάρολος διαμαρτυρήθηκε και διεκδίκησε αυτές τις περιοχές, που προηγουμένως κατείχε ο πατέρας του.[70][71]

Καθώς ο Κάρολος αμέλησε να διεκδικήσει εκ νέου την εκκλησιαστική περιουσία που είχε καταλάβει με τη βία ο Ματθαίος Τσακ, οι ιεράρχες του βασιλείου συνήψαν συμμαχία στις αρχές του 1318 ενάντια σε όλους όσους θα έθεταν σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους.[72] Μετά από απαίτησή τους ο Κάρολος συγκάλεσε Δίαιτα το καλοκαίρι, αλλά αρνήθηκε να επιβεβαιώσει το Χρυσόβουλο του 1222.[73][65] Πριν από το τέλος του έτους οι ιεράρχες έκαναν καταγγελία εναντίον του Καρόλου επειδή είχε πάρει στην κατοχή του την εκκλησιαστική περιουσία.[65] Το 1319 ο Κάρολος αρρώστησε τόσο βαριά που ο πάπας εξουσιοδότησε τον εξομολογητή του Καρόλου να τον απαλλάξει από όλες τις αμαρτίες του πριν πεθάνει, αλλά ο Κάρολος ανάρρωσε.[74] Την ίδια χρονιά ο Ντόζα Ντέμπρετσενι, τον οποίο ο Κάρολος είχε κάνει βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, εξαπέλυσε επιτυχημένες επιχειρήσεις εναντίον των γιων του Λαδίσλαου Καν και των συμμάχων τους και ο μελλοντικός Βασιλικός δικαστής του Καρόλου Αλέξανδρος Κέτσκι κατέλαβε τα έξι φρούρια των Κέσεγκι.[75] Το καλοκαίρι ο Κάρολος ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον του Στέφανου Ούρος Β' Μιλούτιν, κατά την οποία ανακατέλαβε το Βελιγράδι και αποκατάστησε το Βανάτο του Μάτσο.[68] Η τελευταία Δίαιτα επί της βασιλείας του Καρόλου συγκλήθηκε το 1320. Μετά από αυτή δεν συγκαλούσε τις ετήσιες δημόσιες δικαστικές συνεδριάσεις, κατά παράβαση των διατάξεων του Χρυσόβουλου.[76]

Ο Ματθαίος Τσακ πέθανε στις 18 Μαρτίου 1321.[77] Ο βασιλικός στρατός εισέβαλε στην επαρχία του νεκρού άρχοντα, που σύντομα κατέρρευσε επειδή οι περισσότεροι πρώην διοικητές των κάστρων υποτάχθηκαν χωρίς αντίσταση. Ο Κάρολος ηγήθηκε προσωπικά της πολιορκίας της πρώην έδρας του Τσακ Τρέντσεν (σημερινό Τρέντσιν της Σλοβακίας), που έπεσε στις 8 Αυγούστου.[78][79] Περίπου τρεις μήνες αργότερα ο νέος βοεβόδας του της Τρανσυλβανίας Τόμας Σέτσενι κατέλαβε το Τσίτσο, το τελευταίο φρούριο των γιων του Λαδίσλαου Καν.[78][54]

Τον Ιανουάριο του 1322 δύο πόλεις της Δαλματίας, το Σίμπενικ και το Τρόγκιρ, επαναστάτησαν εναντίον του Μλάντεν Β' Σούμπιτς, που ήταν γιος του άλλοτε κορυφαίου πολέμαρχου του Καρόλου, Πάουλ Σούμπιτς.[80] Οι δύο πόλεις αποδέχθηκαν επίσης την επικυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας, αν και ο Κάρολος είχε προτρέψει τη Βενετία να μην παρέμβει στη σύγκρουση μεταξύ των υπηκόων του.[78] Πολλοί Κροάτες άρχοντες (συμπεριλαμβανομένου του αδελφού του, Πάουλ Β΄ Σούμπιτς) στράφηκαν επίσης εναντίον του Μλάντεν και ο συνασπισμός τους τον νίκησε στο Kλις.[81] Τον Σεπτέμβριο ο Κάρολος εισέβαλε στην Κροατία, όπου όλοι οι Κροάτες άρχοντες που ήταν αντίθετοι στον Μλάντεν Σούμπιτς δήλωσαν υποταγή σε αυτόν στο Κνιν.[81] Ο Μλάντεν Σούμπιτς επισκέφτηκε επίσης τον Κάρολο αλλά ο βασιλιάς τον φυλάκισε.[81]

Σταθεροποίηση και μεταρρυθμίσεις (1323–1330)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικόσημα του Καρόλου Α' του Ανζού, Βασιλιά της Ουγγαρίας

Όπως κατέληγε σε ένα από τα καταστατικά του ο Κάρολος είχε αναλάβει την «πλήρη κατοχή» του βασιλείου του το 1323.[82] Το πρώτο εξάμηνο του έτους αυτού μετέφερε την πρωτεύουσά του από το Τέμεσβαρ στο Βίσεγκραντ, στο κέντρο του βασιλείου του.[64][83] Την ίδια χρονιά οι Δούκες της Αυστρίας παραχώρησαν το Πρέσμπουργκ (σημερινή Μπρατισλάβα της Σλοβακίας), που είχαν υπό τον έλεγχό τους για δεκαετίες, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη που είχαν λάβει από τον Κάρολο εναντίον του Λουδοβίκου Δ', Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 1322.[84]

Η βασιλική εξουσία αποκαταστάθηκε μόνο κατ' όνομα στα εδάφη μεταξύ των Καρπαθίων και του Κάτω Δούναβη, που είχαν ενωθεί υπό ένα βοεβόδα, γνωστό ως Βασάραβα, στις αρχές της δεκαετίας του 1320. Αν και αυτός προθυμοποιήθηκε να δεχτεί την επικυριαρχία του Καρόλου με μια συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε το 1324, απέφυγε να παραιτηθεί από τον έλεγχο των εδαφών που είχε καταλάβει στο Bανάτο του Σέβεριν. [85] Ο Κάρολος προσπάθησε επίσης να αποκαταστήσει τη βασιλική εξουσία στην Κροατία και τη Σλαβονία.[86] Έδιωξε τον Μπαν της Σλαβονίας Ιωάννη Μπάμπονιτς, αντικαθιστώντας τον με τον Μικτς Ακος το 1325.[86][87] Ο Μπαν Μικτς εισέβαλε στην Κροατία για να υποτάξει τους τοπικούς άρχοντες που είχαν καταλάβει τα πρώην κάστρα του Μλάντεν Σούμπιτς χωρίς την έγκριση του βασιλιά, αλλά ένας από τους Κροάτες άρχοντες, ο Ιβαν Νέλιπιτς, συνέτριψε τα στρατεύματά του το 1326.[86] Κατά συνέπεια η βασιλική εξουσία παρέμεινε μόνο κατ' όνομα στην Κροατία επί της βασιλείας του Καρόλου.[86][88] Οι Μπάμπονιτς και οι Κέσεγκι ξεσηκώθηκαν με ανοιχτή εξέγερση το 1327, αλλά ο Μπαν Μικτς και ο Αλέξανδρος Κέτσκι τους νίκησαν.[88] Σε αντίποινα τουλάχιστον οκτώ φρούρια των επαναστατημένων αρχόντων κατασχέθηκαν στη Σλαβονία και την Υπερδουναβία.[89]

Με τις νίκες του επί των ολιγαρχών ο Κάρολος απέκτησε περίπου το 60% των ουγγρικών κάστρων, μαζί με τα κτήματα που ανήκαν σε αυτά.[90] Το 1323 άρχισε να αναθεωρεί τις προηγούμενες παραχωρήσεις γης, πράγμα που του επέτρεψε να διεκδικήσει ξανά πρώην βασιλικά κτήματα.[91] Επί της βασιλείας του συγκροτήθηκαν ειδικές επιτροπές για τον εντοπισμό βασιλικών κτημάτων που είχαν αποκτηθεί παράνομα από τους ιδιοκτήτες τους.[92] Ο Κάρολος απέφυγε να κάνει μόνιμες παραχωρήσεις γης στους πολεμάρχους του.[91] Αντίθετα εφάρμοσε ένα σύστημα «αξιωματουχικών φέουδων», σύμφωνα με το οποίο οι αξιωματούχοι του είχαν το δικαίωμα να απολαμβάνουν όλα τα έσοδα που προέρχονταν από τα αξιώματά τους, αλλά μόνο για το διάστημα που κατείχαν αυτά τα αξιώματα.[93][94] Αυτό το σύστημα εξασφάλιζε την κυριαρχία της βασιλικής εξουσίας, επιτρέποντας στον Κάρολο να κυβερνά «με την πληρότητα της εξουσίας», όπως τόνισε σε έναν από τους καταστατικούς του χάρτες του 1335.[93][76] Αγνόησε ακόμη και το εθιμικό δίκαιο: για παράδειγμα, «προαγωγή μιας κόρης σε γιο», που της έδινε το δικαίωμα να κληρονομήσει τα κτήματα του πατέρα της αντί των ανδρών ξαδέλφων της.[95] Ο Κάρολος ανέλαβε επίσης τον έλεγχο της διοίκησης της Εκκλησίας στην Ουγγαρία.[96] Διόριζε τους Ούγγρους ιεράρχες κατά βούληση, χωρίς να επιτρέπει στα καθεδρικά συμβούλια να τους εκλέξουν.[96]

A golden coin depicting a lily
Ένα χρυσό φιορίνι του Καρόλου, βασισμένο στο ιταλικό φλωρίνι που έγινε δημοφιλές από τη Δημοκρατία της Φλωρεντίας τον 13ο αιώνα

Προώθησε τη διάδοση της ιπποτικής κουλτούρας στο βασίλειό του.[97] Διεξήγαγε τακτικά τουρνουά και εισήγαγε τους νέους βαθμούς "υπηρέτης της βασιλικής αυλής" και "ιππότης της βασιλικής αυλής".[97][98] Ο Κάρολος ήταν ο πρώτος μονάρχης που δημιούργησε ένα κοσμικό τάγμα ιπποτών ιδρύοντας το Τάγμα του Αγίου Γεωργίου το 1326.[99][100] Ήταν ο πρώτος Ούγγρος βασιλιάς που χορήγησε έμβλημα στο κράνος των πιστών οπαδών του, για να τους ξεχωρίζει από τους άλλους «μέσω ενός δικού τους διακριτικού», όπως τόνισε σε έναν από τους καταστατικούς του χάρτες.[97][101]

Ο Κάρολος αναδιοργάνωσε και βελτίωσε τη διαχείριση των βασιλικών εσόδων.[102] Κατά τη βασιλεία του ιδρύθηκαν πέντε νέα «επιμελητήρια» (διοικητικά όργανα με επικεφαλής Γερμανούς, Ιταλούς ή Ούγγρους εμπόρους) για τον έλεγχο και την είσπραξη των βασιλικών εσόδων από νομίσματα, μονοπώλια και τελωνειακούς δασμούς.[103] Το 1327 κατάργησε εν μέρει το βασιλικό μονοπώλιο της εξόρυξης χρυσού, δίνοντας το ένα τρίτο των βασιλικών εσόδων από τον χρυσό που εξορυσσόταν από ένα καινούριο ορυχείο στον ιδιοκτήτη της γης όπου ανακαλύφθηκε αυτό.[104] Τα επόμενα χρόνια άνοιξαν νέα ορυχεία χρυσού στην Κέρμετσμπανια (σημερινή Kρέμνιτσα της Σλοβακίας), τη Νάγκιμπανια (σημερινή Μπάια Μάρε της Ρουμανίας) και Αρανιοσμπανια (σημερινή Μπάια ντε Αριες στη Ρουμανία).[102][105] Τα ουγγρικά ορυχεία απέδωσαν περίπου 1.400 κιλά (3.100 λίβρες) χρυσού γύρω στο 1330, που αποτελούσαν περισσότερο από το 30% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής.[94] Η κοπή χρυσών νομισμάτων στις χώρες της Ευρώπης βόρεια των Άλπεων ξεκίνησε υπό την αιγίδα του Καρόλου.[104] Τα φλωρίνια του, τα οποία βασίστηκαν στα χρυσά νομίσματα της Φλωρεντίας, κόπηκαν για πρώτη φορά το 1326.[104][106]

An elderly bearded man holding a sword is stabbed in the neck by a young man
Η απόπειρα του Φέλιτσιαν Ζαχ κατά της βασιλικής οικογένειας, που απεικονίζεται στο Εικονογραφημένο Χρονικό

Η εσωτερική ειρήνη και τα αυξανόμενα βασιλικά έσοδα ενίσχυσαν τη διεθνή θέση της Ουγγαρίας τη δεκαετία του 1320.[107][108] Στις 13 Φεβρουαρίου 1327 ο Κάρολος και ο Ιωάννης της Βοημίας υπέγραψαν συμμαχία στο Νάγκισομπατ (σημερινή Τρνάβα της Σλοβακίας) εναντίον των Αψβούργων, που είχαν καταλάβει το Πρέσμπουργκ.[77] Το καλοκαίρι του 1328 ουγγρικά και βοημικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αυστρία και συνέτριψαν τον Αυστριακό στρατό στις όχθες του ποταμού Λέιτα.[109] Στις 21 Σεπτεμβρίου 1328 ο Κάρολος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τους τρεις Δούκες της Αυστρίας (Φρειδερίκος ο Ωραίος, Αλβέρτος ο Κουτσός και Όθων ο Εύθυμος), που του παραχώρησαν το Πρέσμπουργκ και του Μούρακεζ Muraköz (σημερινό Μετζιμούριε της Κροατίας).[84][110] Το επόμενο έτος τα Σερβικά στρατεύματα πολιόρκησαν το Βελιγράδι, αλλά ο Κάρολος τα απέκρουσε.[88]

Η συμμαχία με τον πεθερό του Βλαδίσλαο Α΄ τον Υψηλάγκωνα, βασιλιά της Πολωνίας, έγινε μόνιμο στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του Καρόλου τη δεκαετία του 1320.[84] Αφού ηττήθηκε από τις ενωμένες δυνάμεις των Τευτόνων Ιπποτών και του Ιωάννη της Βοημίας ο Βλαδίσλαος Α΄ έστειλε τον γιο και διάδοχό του Καζίμιρ Γ΄ στο Βίσεγκραντ στα τέλη του 1329 για να ζητήσει βοήθεια από τον Κάρολο.[104] Κατά την παραμονή του στην αυλή του Καρόλου ο δεκαεννιάχρονος Καζίμιρ αποπλάνησε την Κλάρα Ζαχ, που ήταν κυρία επί των τιμών της συζύγου του Καρόλου Ελισάβετ της Πολωνίας, σύμφωνα με έναν Ιταλό συγγραφέα.[111][112][113] Στις 17 Απριλίου 1330 ο πατέρας της νεαρής κυρίας Φελίτσιαν Ζαχ εισέβαλε στην τραπεζαρία του βασιλικού παλατιού στο Βίσεγκραντ με ένα σπαθί και επιτέθηκε στη βασιλική οικογένεια.[114] Ο Ζαχ τραυμάτισε τόσο τον Κάρολο όσο και τη βασίλισσα στο δεξί τους χέρι και προσπάθησε να σκοτώσει τους δύο γιους τους, Λουδοβίκο και Ανδρέα, προτού τον σκοτώσουν οι βασιλικοί φρουροί.[115] Η εκδίκηση του Καρόλου ήταν κτηνώδης: με εξαίρεση την Κλάρα τα παιδιά του Φελίτσιαν Ζαχ βασανίστηκαν μέχρι θανάτου. Τα χείλη και τα οκτώ δάχτυλα της Κλάρας κόπηκαν πριν τη σύρει ένα άλογο στους δρόμους πολλών πόλεων. Όλοι οι άλλοι συγγενείς του Φελίτσιαν μέχρι τρίτου βαθμού συγγένειας (συμπεριλαμβανομένων των γαμπρών και των αδελφών του) εκτελέστηκαν και οι μέχρι έβδομου βαθμό καταδικάστηκαν σε αιώνια δουλοπαροικία.[116][113]

Δραστήρια εξωτερική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάχη της Ποσάντα: Βλάχοι (Ρουμάνοι) πολεμιστές έστησαν ενέδρα και νίκησαν τους Ούγγρους έφιππους ιππότες σε μια στενή κοιλάδα.

Τον Σεπτέμβριο του 1330 ο Κάρολος ξεκίνησε μια στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του Βασάραβα Α΄ της Βλαχίας, που είχε προσπαθήσει να απαλλαγεί από την επικυριαρχία του.[117][88] Αφού κατέλαβε το φρούριο του Σεβερίν (σημερινό Ντρομπέτα-Τούρνου Σεβερίν της Ρουμανίας), αρνήθηκε να συνάψει ειρήνη με τον Βασάραβα και βάδισε προς την Κούρτεα ντε Αργκεςș, που ήταν η έδρα του.[117] Οι Βλάχοι εφάρμοσαν την τακτική της καμένης γης, αναγκάζοντας τον Κάρολο να συνάψει ανακωχή με τον Βασάραβα και να αποσύρει τα στρατεύματά του από τη Βλαχία.[117] Ενώ τα βασιλικά στρατεύματα βάδιζαν μέσα από ένα στενό πέρασμα στα Νότια Καρπάθια στις 9 Νοεμβρίου οι Βλάχοι τους έστησαν ενέδρα.[118] Τις επόμενες τέσσερις ημέρες ο βασιλικός στρατός αποδεκατίστηκε. Ο Κάρολος μπόρεσε να δραπετεύσει από το πεδίο της μάχης μόνο αφού αντάλλαξε τα ρούχα του με έναν από τους ιππότες του, τον Ντεζιντέριους Χεντερβάρι, που θυσίασε τη ζωή του για να επιτρέψει τη διαφυγή του βασιλιά.[118][84] Ο Κάρολος δεν επιχείρησε νέα εισβολή στη Βλαχία, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο πριγκιπάτο.[118][84]

Τον Σεπτέμβριο του 1331 ο Κάρολος συνήψε συμμαχία με τον Όθωνα τον Εύθυμο, Δούκα της Αυστρίας, εναντίον της Βοημίας.[119] Έστειλε επίσης ενισχύσεις στην Πολωνία για να πολεμήσει εναντίον των Τευτόνων Ιπποτών και των Βοημών.[120] Το 1332 υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Ιωάννη της Βοημίας και μεσολάβησε σε μια εκεχειρία μεταξύ της Βοημίας και της Πολωνίας.[119][121] Το 1332 ο Κάρολος επέτρεψε τη συλλογή της παπικής δεκάτης (το ένα δέκατο των εσόδων της Εκκλησίας) στο βασίλειό του μόνο αφού η Αγία Έδρα συμφώνησε να του δίνει το ένα τρίτο των χρημάτων που συγκέντρωνε.[96] Μετά από πολυετείς διαπραγματεύσεις ο Κάρολος επισκέφτηκε τον θείο του Ροβέρτο στη Νάπολη τον Ιούλιο του 1333.[122][123] Δύο μήνες αργότερα ο γιος του Ανδρέας αρραβωνιάστηκε την εγγονή του Ροβέρτου Ιωάννα, που είχε γίνει κληρονόμος του παππού της.[123][124] Ο Κάρολος επέστρεψε στην Ουγγαρία στις αρχές του 1334.[119] Σε αντίποινα για προηγούμενη σερβική επιδρομή εισέβαλε στη Σερβία και κατέλαβε το φρούριο Γκάλαμποτς (σημερινό Γκόλουμπατς της Σερβίας).[88]

Το καλοκαίρι του 1335 οι αντιπρόσωποι του Ιωάννη της Βοημίας και του νέου βασιλιά της Πολωνίας Καζίμιρ Γ΄ ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις στο Τρέντσεν για να βάλουν τέλος στις συγκρούσεις μεταξύ των δύο χωρών.[125] Με τη μεσολάβηση του Καρόλου επετεύχθη συμβιβασμός στις 24 Αυγούστου: ο Ιωάννης της Βοημίας αποκήρυξε την αξίωσή του για την Πολωνία και ο Καζίμιρ της Πολωνίας αναγνώρισε την επικυριαρχία του στη Σιλεσία.[125][126] Στις 3 Σεπτεμβρίου ο Κάρολος υπέγραψε συμμαχία με τον Ιωάννη της Βοημίας στο Βίσεγκραντ, που στρεφόταν κυρίως ενάντια στους Δούκες της Αυστρίας.[127] Μετά από πρόσκληση του Καρόλου ο Ιωάννης της Βοημίας και ο Καζίμιρ της Πολωνίας συναντήθηκαν στο Βίσεγκραντ τον Νοέμβριο.[126] Κατά την ομώνυμη Σύνοδό τους οι δύο ηγεμόνες επικύρωσαν τον συμβιβασμό, στον οποίο είχαν καταλήξει οι εκπρόσωποί τους στο Τρέντσεν. Ο Καζίμιρ Γ΄ υποσχέθηκε επίσης να πληρώσει 400.000 γρόσια στον Ιωάννη της Βοημίας, αλλά ένα μέρος αυτής της αποζημίωσης (120.000 γκρόσεν) τελικά πληρώθηκε από τον Κάρολο αντί για τον κουνιάδο του.[128] Οι τρεις ηγεμόνες συμφώνησαν σε μια αμοιβαία αμυντική ένωση κατά των Αψβούργων, και δημιουργήθηκε ένας νέος εμπορικός δρόμος για να επιτρέπει στους εμπόρους που ταξίδευαν μεταξύ της Ουγγαρίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να παρακάμπτουν τη Βιέννη.[126]

Ρομαντικός πίνακας του Γιόζεφ Μόλναρ Ο στρατός του Καρόλου με ρούχα ουσάρων του 17ου αιώνα

Οι Μπαμπόνιτσι και οι Kέσεγκι συνήψαν συμμαχία με τους Δούκες της Αυστρίας τον Ιανουάριο του 1336.[108][129] Ο Ιωάννης της Βοημίας, που διεκδικούσε την Καρινθία από τους Αψβούργους, εισέβαλε στην Αυστρία τον Φεβρουάριο.[129][130] Ο Καζίμιρ Γ΄ της Πολωνίας ήρθε στην Αυστρία για να τον βοηθήσει στα τέλη Ιουνίου[125] και ο Κάρολος σύντομα ενώθηκε μαζί τους στο Μάρτσεγκ.[130] Οι δούκες επεδίωξαν συμφιλίωση και υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τον Ιωάννη της Βοημίας τον Ιούλιο.[129] Ο Κάρολος υπέγραψε ανακωχή με αυτούς στις 13 Δεκεμβρίου και ξεκίνησε μια νέα επιχείρηση εναντίον της Αυστρίας στις αρχές του επόμενου έτους.[131] Ανάγκασε τους Μπαμπόνιτσι και τους Kέσεγκι να υποχωρήσουν και οι τελευταίοι αναγκάστηκαν επίσης να του παραδώσουν τα οχυρά τους κατά μήκος των συνόρων με αντάλλαγμα μακρινά κάστρα.[108][132] Η συνθήκη ειρήνης του Καρόλου με τον Αλβέρτο και τον Όθωνα της Αυστρίας, που υπογράφηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1337, απαγόρευσε τόσο στους δούκες όσο και στον Κάρολο να προσφέρουν καταφύγιο στους επαναστάτες υπηκόους του αντιπάλου.[132]

Ο Κάρολος συνέχισε τη νομισματική μεταρρύθμιση στα τέλη της δεκαετίας του 1330.[105] Το 1336 κατάργησε την υποχρεωτική ανταλλαγή παλαιών νομισμάτων με νεοεκδοθέντα για τους χωρικούς και εισήγαγε ένα νέο φόρο για να αντισταθμίσει την απώλεια των βασιλικών εσόδων.[133][105] Δύο χρόνια αργότερα ο διέταξε την κοπή μιας νέας ασημένιας πέννας και απαγόρευσε τις πληρωμές σε ξένα νομίσματα ή ράβδους αργύρου.

Ο διάδοχος του Ιωάννη της Βοημίας Κάρολος, Μαργράβος της Μοραβίας, επισκέφτηκε τον Κάρολο στο Βίσεγκραντ στις αρχές του 1338.[134] Ο μαργράβος αναγνώρισε το δικαίωμα του γιου του Καρόλου Λουδοβίκου να κληρονομήσει την Πολωνία αν ο Καζίμιρ Γ΄ πέθαινε χωρίς γιο, με αντάλλαγμα την υπόσχεση του Καρόλου να πείσει τον τελευταίο να μην εισβάλει στη Σιλεσία.[135] Δύο κορυφαίοι Πολωνοί άρχοντες, ο Ζμπίγκνιε, καγκελάριος της Κρακοβίας, και ο Σπίσιμιρ Λελίβιτα υποστήριξαν επίσης αυτό το σχέδιο και έπεισαν τον Καζίμιρ Γ΄, που έχασε την πρώτη του γυναίκα στις 26 Μαΐου 1339, να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον Κάρολο.[135] Τον Ιούλιο ο Καζίμιρ ήρθε στην Ουγγαρία και όρισε την αδελφή του (σύζυγο του Καρόλου) Ελισσάβετ και τους γιους της ως κληρονόμους του.[136][137] Εκ μέρους των γιων του ο Κάρολος υποσχέθηκε ότι θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ανακαταλάβουν όλα τα εδάφη που είχε χάσει η Πολωνία και ότι θα απαγόρευαν την απασχόληση ξένων στην Πολωνία.[136][137]

Το Φρούριο Μπατς, που ιδρύθηκε από τον Κάρολο Α΄

Τελευταία χρόνια (1339–1342)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κάρολος υποχρέωσε τους Κέσεγκι να παραδώσουν τα τελευταία τους φρούρια κατά μήκος των δυτικών συνόρων του βασιλείου το 1339 ή το 1340.[91] Διαίρεσε τη μεγάλη κομητεία Zόλιομ (σήμερα στη Σλοβακία), στην οποία κυριαρχούσε ένας ισχυρός τοπικός άρχοντας, ο Ντονχ, σε τρεις μικρότερες κομητείες το 1340.[87] Το επόμενο έτος ο Κάρολος ανάγκασε επίσης τον Ντονχ να απαρνηθεί τα δύο φρούριά του στο Zόλιομ με αντάλλαγμα ένα κάστρο στη μακρινή κομητεία Kράσνα (στη σημερινή Ρουμανία).[138] Την ίδια περίπου εποχή ο Στέφανος Ούρος Δ΄ της Σερβίας εισέβαλε στο Σίρμιο και κατέλαβε το Βελιγράδι.[88][139]

Ο Κάρολος ήταν άρρωστος τα τελευταία χρόνια της ζωής του.[140] Πέθανε στο Βίσεγκραντ στις 16 Ιουλίου 1342.[141] Το πτώμα του μεταφέρθηκε αρχικά στη Βούδα, όπου έγινε η επικήδεια λειτουργία.[141] Από τη Βούδα το πτώμα του μεταφέρθηκε στο Σέκεσφεχερβαρ και[141] ενταφιάστηκε στην εκεί Βασιλική ένα μήνα μετά τον θάνατό του.[114] Ο κουνιάδος του, Καζίμιρ Γ΄ της Πολωνίας και ο Κάρολος, Μαργράβος της Μοραβίας, ήταν παρόντες στην κηδεία του, ένδειξη του διεθνούς κύρους του.[114]

Οι γάμοι του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Anonymi descriptio Europae orientalis ("Περιγραφή Ενός Ανωνύμου της Ανατολικής Ευρώπης") αναφέρει ότι το πρώτο μισό του 1308, "η κόρη του γεροδεμένου Δούκα της Ρουθηνίας Λέοντα, παντρεύτηκε πρόσφατα τον Κάρολο βασιλιά της Ουγγαρίας".[142][143] Ο Κάρολος Α΄ ανέφερε επίσης σε ένα καταστατικό χάρτη του 1326 ότι κάποτε ταξίδεψε στη «Ρουθηνία» (ή Χάλιτς-Λοδομερία), προκειμένου να φέρει την πρώτη του σύζυγο στην Ουγγαρία.[144][143] Ένας χάρτης που εκδόθηκε στις 23 Ιουνίου 1326, αναφερόταν στη σύζυγο του Καρόλου Α΄, βασίλισσα Μαρία.[145] Κατά τον ιστορικό Γκιούλα Κρίστο τα τρία έγγραφα δείχνουν ότι ο Κάρολος Α΄ νυμφεύτηκε μία κόρη του Λέοντα Β' της Γαλικίας στα τέλη του 1305 ή στις αρχές του 1306.[146] Ο ιστορικός Ενίκε Τσουκόβιτς δέχεται την ερμηνεία του Κρίστο, αλλά γράφει ότι η Mαρία της Γαλικίας πιθανότατα απεβίωσε πριν από τον γάμο.[147] Ο Πολωνός ερευνητής Στανίσλαβ Σρόκα απορρίπτει την ερμηνεία του Κρίστο, δηλώνοντας ότι ο Λέων Β΄ —που γεννήθηκε το 1292, σύμφωνα με τον ίδιο— δύσκολα θα μπορούσε να ήταν πατέρας της πρώτης συζύγου του Καρόλου Α΄.[148] Σύμφωνα με προηγούμενη ακαδημαϊκή ομοφωνία, ο Σρόκα υποστηρίζει ότι η πρώτη σύζυγος του Καρόλου Α΄ ήταν η Μαρία του Μπύτομ από τον Οίκο των Πιάστ-Σιλεσίας.[149]

Το Εικονογραφημένο Χρονικό αναφέρει ότι η «πρώτη σύζυγος του Καρόλου, η Μαρία ... ήταν από το πολωνικό έθνος» και ήταν «η κόρη του Δούκα Καζιμίρ».[150][142] Ο Σρόκα υποστηρίζει ότι η Μαρία του Μπύτομ παντρεύτηκε τον Κάρολο Α΄ το 1306, αλλά ο Κρίστο γράφει ότι ο γάμος τους πιθανότατα έγινε το πρώτο μισό του 1311.[151][152] Το Εικονογραφημένο Χρονικό καταγράφει ότι η Μαρία απεβίωσε στις 15 Δεκεμβρίου 1317, αλλά ένας βασιλικός χάρτης που εκδόθηκε στις 12 Ιουλίου 1318 αναέρει ότι ο σύζυγός της τής έκανε παραχώρηση γης με τη συγκατάθεσή της.[153]

Η επόμενη —δεύτερη ή τρίτη— σύζυγος του Καρόλου Α΄ ήταν η Βεατρίκη του Λουξεμβούργου, που ήταν κόρη του Ερρίκου Ζ' αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αδελφή του Ιωάννη, Βασιλιά της Βοημίας.[153] Ο γάμος τους έγινε πριν από τα τέλη Φεβρουαρίου 1319, και η Βεατρίκη απεβίωσε στη γέννα στις αρχές Νοεμβρίου του ίδιου έτους.[154]

Η τελευταία σύζυγος του Καρόλου Α΄ Ελισάβετ, κόρη του Βλαδίσλαου Α΄, Βασιλιά της Πολωνίας, γεννήθηκε γύρω στο 1306 και ο γάμος τους έγινε στις 6 Ιουλίου 1320.[155]

Οι περισσότεροι Ούγγροι χρονικογράφοι του 14ου αιώνα γράφουν ότι ο Κάρολος Α΄ και η Ελισάβετ της Πολωνίας είχαν πέντε γιους.[156] Ο πρώτος τους γιος Κάρολος γεννήθηκε το 1321 και απεβίωσε την ίδια χρονιά σύμφωνα με το Εικονογραφημένο Χρονικό.[157] Ωστόσο ένας χάρτης του Ιουνίου 1323 αναφέρει ότι το παιδί απεβίωσε αυτόν τον μήνα.[158] Ο δεύτερος γιος του Καρόλου και της Ελισάβετ Λαδίσλαος, γεννήθηκε το 1324.[159] Ο γάμος του Λαδίσλαου και της Άννας, κόρης του βασιλιά Ιωάννη της Βοημίας, σχεδιάστηκε από τους γονείς τους, αλλά ο Λαδίσλαος πέθανε το 1329.[160] Ο τρίτος γιος του Καρόλου και της Ελισάβετ Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας, που γεννήθηκε το 1326, επέζησε τού πατέρα του και τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς της Ουγγαρίας.[160] Τα μικρότερα αδέλφια του, Ανδρέας της Καλαβρίας και Στέφανος της Σλαβονίας, που γεννήθηκαν το 1327 και το 1332 αντίστοιχα, επέζησαν επίσης του Κάρολου Α΄.[160]

Αν και καμία σύγχρονή του ή σχεδόν σύγχρονή του πηγή δεν αναφέρει άλλα παιδιά, ο Κάρολος μπορεί να απέκτησε δύο κόρες, σύμφωνα με τους ιστορικούς Ζούζα Τέκε και Γκιούλα Κρίστο.[160][161] Ο πρώτος γράφει ότι γεννήθηκαν από τη Μαρία του Μπύτομ, αλλά ο σχεδόν σύγχρονός Πέτρος του Ζίταου έγραψε ότι αυτή είχε αποβιώσει χωρίς παιδιά.[161][159] Ο Γκιούλα Κρίστο υποστηρίζει ότι μια μινιατούρα του Εικονογραφημένου Χρονικού, που απεικονίζει την Ελισάβετ της Πολωνίας και πέντε παιδιά, υπονοεί ότι γέννησε τις δύο κόρες του Κάρολου, επειδή ο Κρίστο προσδιορίζει δύο από τα τρία παιδιά που στέκονται στα δεξιά της ως κόρες.[156] Η μεγαλύτερη από τις δύο πιθανές κόρες του Καρόλου, η Αικατερίνη, που γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1320, έγινε σύζυγος του Ερρίκου Β' των Πιάστ-Σιλεσίας Δούκα της Σβιντνίτσα.[156] Η μοναχοκόρη τους Άννα μεγάλωσε στην ουγγρική βασιλική αυλή μετά τον θάνατο των γονιών της, υπονοώντας ότι ο Κάρολος και η Ελισάβετ της Πολωνίας ήταν οι παππούδες της.[162] Ο ιστορικός Κάζιμιρζ Γιασίνσκι αναφέρει ότι η Ελισάβετ, σύζυγος του Μπολέσλαφ Α΄ του Τρόπαου, ήταν επίσης κόρη του Κάρολου.[159] Αν ήταν στην πραγματικότητα κόρη του Καρόλου, θα πρέπει να γεννήθηκε περίπου το 1330, σύμφωνα με τον Κρίστο.[159]

Ο Κάρολος απέκτησε επίσης ένα νόθο γιο, τον Κόλομαν, που γεννήθηκε στις αρχές του 1317.[151][163] Η μητέρα του ήταν κόρη του Γκούρκε Τσακ.[163] Ο Κόλομαν εξελέγη Επίσκοπος του Γκιέρ το 1336.[164]

Υστεροφημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το άγαλμα του Καρόλου στην Πλατεία των Ηρώων της Βουδαπέστης: ο βασιλιάς κρατά το οικόσημό του που ενώνει τις ρίγες των Άρπαντ με τα άνθη κρίνου των Καπετιδών

Ο Κάρολος δήλωνε συχνά ότι ο κύριος στόχος του ήταν η «αποκατάσταση των αρχαίων αγαθών συνθηκών» του βασιλείου.[165] Στο οικόσημό του ένωσε τις «ρίγες των Άρπαντ» με τα μοτίβα του οικόσημου της πατρικής του οικογένειας, που τόνιζε τη συγγένειά του με τον πρώτο βασιλικό οίκο της Ουγγαρίας.[165] Επί της βασιλείας του ο Κάρολος επανένωσε την Ουγγαρία και εισήγαγε διοικητικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις.[114] Κληροδότησε στον γιο του Λουδοβίκο τον Μέγα ένα «υπερπλήρες ταμείο και ένα αποτελεσματικό σύστημα φορολογίας», σύμφωνα με τον μελετητή Μπράιαν Κάρτλιτζ.[139] Παρόλα αυτά τα επιτεύγματα του Μεγάλου Λουδοβίκου επισκίασαν τη φήμη του.[114] Η μόνη σύγχρονή του καταγραφή των πράξεων του Καρόλου έγινε από έναν Φραγκισκανό μοναχό που ήταν εχθρικός προς τον μονάρχη.[114] Αντί να τονίσει τα επιτεύγματα του Καρόλου στην επανένωση της χώρας, ο μοναχός περιέγραψε λεπτομερώς τα αρνητικά γεγονότα της βασιλείας του.[114] Συγκεκριμένα η ασυνήθιστη σκληρότητα που επέδειξε ο βασιλιάς μετά τη δολοφονική απόπειρα του Φελίτσιαν Ζαχ κατά της βασιλικής οικογένειας συνέβαλε στην αρνητική εικόνα της προσωπικότητας του Καρόλου.[114] Ο Φραγκισκανός μοναχός απέδωσε την ήττα του Καρόλου από τον Βασάραβα της Βλαχίας σε θεϊκή τιμωρία για την εκδίκηση του βασιλιά.[114]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μάλλον νυμφεύτηκε το 1305/06 τη Μαρία των Ρουρικιδών, κόρη του Λέοντα Β΄ πρίγκιπα της Γαλικίας-Βολυνίας (Ρουθηνίας.

Νυμφεύτηκε τη Μαρία των Πιάστ-Σιλεσίας-Οπόλε, κόρη του Καζιμίρ δούκα του Μπύτομ (απεβ. 1317;), με την οποία ίσως απέκτησε δύο κόρες.

Το 1319 έκανε τον επόμενο γάμο του, με την Βεατρίκη του Λουξεμβούργου, κόρη του Ερρίκου Ζ΄ της Γερμανίας, που απεβίωσε στη γέννα το ίδιο έτος.

Ο Κάρολος Α΄ έκανε το 1320 άλλον ένα γάμο, με την Ελισάβετ των Πιάστ, κόρη του Βλαδίσλαου Α΄ του Βραχύ της Πολωνίας και είχε τέκνα:

Από την κόρη του Γκούρκε Τσακ απέκτησε ένα φυσικό τέκνο:

  • (νόθος) Κολομάν γενν.1317, επίσκοπος του Γκιέρ.

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. av2018997145. Ανακτήθηκε στις 23  Νοεμβρίου 2019.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. 11898831X. Ανακτήθηκε στις 13  Οκτωβρίου 2015.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Μαρτίου 2015.
  5. 5,0 5,1 5,2 p11417.htm#i114166. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  6. 6,0 6,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  7. Zsuzsa Gáspár, Jenő Horváth: «Királyok könyve» (Ουγγρικά) Officina Nova. Βουδαπέστη. 1997. σελ. 62. ISBN-10 963-548-580-8.
  8. 8,0 8,1 Kristó 2002, σελ. 24.
  9. 9,0 9,1 Csukovits 2012a, σελ. 112.
  10. 10,0 10,1 Dümmerth 1982, σελ. 220.
  11. Engel 2001, σελίδες 110, 383.
  12. 12,0 12,1 Cartledge 2011, σελ. 33.
  13. 13,0 13,1 Engel 2001, σελ. 110.
  14. Engel 2001, σελίδες 98, 110.
  15. Bartl και άλλοι 2002, σελ. 34.
  16. 16,0 16,1 16,2 Kristó 2002, σελ. 25.
  17. Magaš 2007, σελ. 59.
  18. Fine 1994, σελ. 207.
  19. 19,0 19,1 Kelly 2003, σελ. 8.
  20. Dümmerth 1982, σελ. 222–223.
  21. 21,0 21,1 Dümmerth 1982, σελ. 224.
  22. The Divine Comedy, Dante Alighieri (Paradise, 9.3.), p. 667.
  23. 23,0 23,1 Kelly 2003, σελ. 276.
  24. Solymosi & Körmendi 1981, σελίδες 188–189.
  25. 25,0 25,1 Fine 1994, σελ. 208.
  26. Dümmerth 1982, σελ. 228.
  27. Engel 2001, σελ. 144.
  28. Engel 2001, σελ. 111.
  29. 29,0 29,1 Kristó 2002, σελίδες 25–26.
  30. Dümmerth 1982, σελ. 229.
  31. 31,0 31,1 Engel 2001, σελ. 128.
  32. 32,0 32,1 32,2 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 188.
  33. 33,0 33,1 Kristó 2002, σελ. 26.
  34. Engel 2001, σελ. 124.
  35. Kontler 1999, σελ. 84.
  36. Engel 2001, σελίδες 125–126.
  37. Engel 2001, σελίδες 128–129.
  38. 38,0 38,1 38,2 38,3 38,4 Engel 2001, σελ. 129.
  39. Zsoldos 2013, σελ. 212.
  40. The Hungarian Illuminated Chronicle: (ch. 188.133), p. 143.
  41. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 189.
  42. Dümmerth 1982, σελίδες 232–234.
  43. Dümmerth 1982, σελ. 233.
  44. Kristó 2002, σελ. 27.
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 Kristó 2002, σελ. 28.
  46. 46,0 46,1 46,2 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 190.
  47. Engel 2001, σελίδες 129–130.
  48. 48,00 48,01 48,02 48,03 48,04 48,05 48,06 48,07 48,08 48,09 Engel 2001, σελ. 130.
  49. 49,0 49,1 Pop 2005, σελ. 251.
  50. 50,0 50,1 50,2 50,3 50,4 50,5 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 191.
  51. 51,0 51,1 51,2 51,3 Kristó 2002, σελ. 29.
  52. 52,0 52,1 52,2 Bartl και άλλοι 2002, σελ. 37.
  53. 53,0 53,1 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 192.
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 54,4 Pop 2005, σελ. 252.
  55. Kristó 2002, σελ. 32.
  56. 56,0 56,1 56,2 56,3 Engel 2001, σελ. 131.
  57. Zsoldos 2013, σελ. 222.
  58. 58,0 58,1 Zsoldos 2013, σελ. 221.
  59. Zsoldos 2013, σελ. 229.
  60. Zsoldos 2013, σελ. 236.
  61. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 193.
  62. 62,0 62,1 Kristó 2002, σελ. 35.
  63. Kontler 1999, σελ. 88.
  64. 64,0 64,1 64,2 64,3 64,4 64,5 Engel 2001, σελ. 132.
  65. 65,0 65,1 65,2 65,3 65,4 65,5 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 194.
  66. Zsoldos 2013, σελ. 235.
  67. Fine 1994, σελ. 260.
  68. 68,0 68,1 Fine 1994, σελ. 261.
  69. 69,0 69,1 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 195.
  70. Kristó 2002, σελ. 41.
  71. Dümmerth 1982, σελ. 353.
  72. Engel 2001, σελ. 142.
  73. Engel 2001, σελ. 141.
  74. Kristó 2002, σελ. 36.
  75. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 196.
  76. 76,0 76,1 Engel 2001, σελ. 140.
  77. 77,0 77,1 Bartl και άλλοι 2002, σελ. 38.
  78. 78,0 78,1 78,2 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 197.
  79. Engel 2001, σελ. 133.
  80. Fine 1994, σελίδες 210–211.
  81. 81,0 81,1 81,2 Fine 1994, σελ. 212.
  82. Engel 2001, σελίδες 144,391.
  83. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 198.
  84. 84,0 84,1 84,2 84,3 84,4 Engel 2001, σελ. 136.
  85. Sălăgean 2005, σελ. 149.
  86. 86,0 86,1 86,2 86,3 Fine 1994, σελ. 213.
  87. 87,0 87,1 Engel 2001, σελ. 145.
  88. 88,0 88,1 88,2 88,3 88,4 88,5 Engel 2001, σελ. 135.
  89. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 199.
  90. Engel 2001, σελίδες 149–150.
  91. 91,0 91,1 91,2 Engel 2001, σελ. 150.
  92. Engel 2001, σελ. 149.
  93. 93,0 93,1 Kontler 1999, σελ. 89.
  94. 94,0 94,1 Cartledge 2011, σελ. 34.
  95. Engel 2001, σελίδες 140, 178.
  96. 96,0 96,1 96,2 Engel 2001, σελ. 143.
  97. 97,0 97,1 97,2 Boulton 2000, σελ. 29.
  98. Engel 2001, σελίδες 146–147.
  99. Boulton 2000, σελ. 27.
  100. Cartledge 2011, σελ. 35.
  101. Engel 2001, σελ. 147.
  102. 102,0 102,1 Kontler 1999, σελ. 90.
  103. Engel 2001, σελ. 154.
  104. 104,0 104,1 104,2 Engel 2001, σελ. 156.
  105. 105,0 105,1 105,2 Engel 2001, σελ. 155.
  106. Kontler 1999, σελ. 91.
  107. Kontler 1999, σελ. 92.
  108. 108,0 108,1 108,2 Engel 2001, σελ. 134.
  109. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 200.
  110. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 201.
  111. Knoll 1972, σελ. 54.
  112. Dümmerth 1982, σελ. 341.
  113. 113,0 113,1 Engel 2001, σελ. 139.
  114. 114,0 114,1 114,2 114,3 114,4 114,5 114,6 114,7 114,8 Engel 2001, σελ. 138.
  115. Kristó 2002, σελ. 40.
  116. Kristó 2002, σελίδες 40–41.
  117. 117,0 117,1 117,2 Sălăgean 2005, σελ. 194.
  118. 118,0 118,1 118,2 Sălăgean 2005, σελ. 195.
  119. 119,0 119,1 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 202.
  120. Knoll 1972, σελ. 58.
  121. Knoll 1972, σελ. 61.
  122. Solymosi & Körmendi 1981, σελίδες 202–203.
  123. 123,0 123,1 Dümmerth 1982, σελ. 352.
  124. Engel 2001, σελίδες 137–138.
  125. 125,0 125,1 Knoll 1972, σελ. 73.
  126. 126,0 126,1 126,2 Engel 2001, σελ. 137.
  127. Knoll 1972, σελίδες 74–75.
  128. Knoll 1972, σελ. 75.
  129. 129,0 129,1 129,2 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 204.
  130. 130,0 130,1 Knoll 1972, σελ. 86.
  131. Solymosi & Körmendi 1981, σελίδες 204–205.
  132. 132,0 132,1 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 205.
  133. Kontler 1999, σελίδες 91–92.
  134. Knoll 1972, σελ. 95.
  135. 135,0 135,1 Knoll 1972, σελίδες 95–96.
  136. 136,0 136,1 Knoll 1972, σελ. 96.
  137. 137,0 137,1 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 206.
  138. Engel 2001, σελίδες 145, 150.
  139. 139,0 139,1 Cartledge 2011, σελ. 36.
  140. Csukovits 2012a, σελ. 115.
  141. 141,0 141,1 141,2 Kristó 2002, σελ. 43.
  142. 142,0 142,1 Kristó 2005, σελ. 15.
  143. 143,0 143,1 Sroka 1992, σελ. 261.
  144. Kristó 2005, σελ. 16.
  145. Kristó 2005, σελ. 17.
  146. Kristó 2005, σελίδες 17–18.
  147. Csukovits 2012a, σελ. 114.
  148. Sroka 1992, σελ. 262.
  149. Sroka 1992, σελ. 263.
  150. The Hungarian Illuminated Chronicle: (ch. 197.139), p. 145.
  151. 151,0 151,1 Sroka 1992, σελ. 265.
  152. Kristó 2005, σελ. 19.
  153. 153,0 153,1 Kristó 2005, σελίδες 19–20.
  154. Kristó 2005, σελ. 22.
  155. Knoll 1972, σελ. 42.
  156. 156,0 156,1 156,2 Kristó 2005, σελίδες 25–26.
  157. Kristó 2005, σελ. 23.
  158. Kristó 2005, σελίδες 23–24.
  159. 159,0 159,1 159,2 159,3 Kristó 2005, σελ. 26.
  160. 160,0 160,1 160,2 160,3 Kristó 2005, σελ. 27.
  161. 161,0 161,1 Teke 1994, σελ. 49.
  162. Kristó 2005, σελ. 25.
  163. 163,0 163,1 Szovák 1994, σελ. 316.
  164. Szovák 1994, σελ. 317.
  165. 165,0 165,1 Kontler 1999, σελίδες 88–89.