Γεπίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νόμισμα των Γεπιδών π. 491–518. Κόπηκε στο Σίρμιο, στο όνομα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Αναστάσιου Α΄. Επιγρ.: D N ΛNΛSTΛISVS И AG / VICTIRIΛ ΛV[GUSTA], μονόγραμμα τού Θεοδώριχου στο κέντρο, σταυρός επάνω.
Νόμισμα των Γεπιδών. Κόπηκε στο Σίρμιο. στο όνομα του Ιουστίνου Α', π. 518-526 Εμπρός όψη: D N IVSTINVS P LV. Οπίσθια όψη: VINVICTL ROMLNI, μονόγραμμα τού Θεοδώριχου στο κέντρο, σταυρός επάνω. [1]

Οι Γεπίδες, λατινικά: Gepidae, Gipedae‎‎, αρχ. ελλην.: Γεπίδαι, Γιπέδαι, ήταν μία ανατολικογερμανική φυλή που ζούσε στην περιοχή των σύγχρονων κρατών Ρουμανίας, Ουγγαρίας και Σερβίας, περίπου μεταξύ των βουνών Τίσα, Σάβα και Καρπαθίων. Λέγεται ότι είχαν τη θρησκεία και τη γλώσσα των Γότθων και των Βανδάλων.

Αναφέρονται για πρώτη φορά από ρωμαϊκές πηγές τον 3ο αι. Τον 4ο αι. ήταν μεταξύ των λαών, που ενσωματώθηκαν στην Ουννική αυτοκρατορία, στην οποία αποτελούσαν σημαντικό μέρος. Μετά το τέλος τού Αττίλα, οι Γεπίδες υπό τον αρχηγό τους Αρδάρικ, ηγήθηκαν μίας συμμαχίας άλλων λαών που ήταν στην αυτοκρατορία, και νίκησαν τους γιους τού Αττίλα και τους εναπομείναντες συμμάχους τους στη μάχη του Νεδάο το 454. Οι Γεπίδες και οι σύμμαχοί τους ίδρυσαν στη συνέχεια βασίλεια στον Μέσο Δούναβη, που συνόρευαν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το βασίλειο των Γεπιδών ήταν ένα από τα πιο σημαντικά και μακροχρόνια από αυτά, με επίκεντρο το Σίρμιον,, και μερικές φορές η επικράτειά τους αναφέρεται ως Γεπιδία. [2] Κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της πρώην ρωμαϊκής επαρχίας της Δακίας, βόρεια του Δούναβη, και -σε σύγκριση με άλλα βασίλεια τού Μέσου Δούναβη- παρέμενε σχετικά μη εμπλεκόμενο με τη Ρώμη.

Οι Γεπίδες ηττήθηκαν από τους Λομβαρδούς και τους Αβάρους έναν αιώνα αργότερα το 567, όταν η Κωνσταντινούπολη δεν τους υποστήριξε. Μερικοί Γεπίδες ενώθηκαν με τους Λομβαρδούς στην επακόλουθη κατάκτηση της Ιταλίας, κάποιοι μετακόμισαν στη Ρωμαϊκή επικράτεια και άλλοι Γεπίδες ζούσαν ακόμη στην περιοχή τού παλαιού βασιλείου τους, μετά την κατάκτησή του από τους Αβάρους.

Ελάχιστοι αρχαιολογικοί χώροι απέμειναν, που με σιγουριά μπορούν να τους αποδοθούν. Μετά την εγκατάστασή τους στη λεκάνη των Καρπαθίων, ο πληθυσμός τους επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από τους ποταμούς Szamos και Körös, αλλά δεν αναμειγνύονταν με άλλα έθνη. [3]

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκφορές στα λατινικά τού ονόματος των Γεπιδών έχουν τα σύμφωνα "G-p" κοινά, αλλά διαφέρουν ως προς τα φωνήεντα: Gepidae, Gipidae, Gipedae, Gipides. Ομοίως, ο Προκόπιος που γράφει στα ελληνικά χρησιμοποιεί μία ρίζα Γηπαιδ-, που πρέπει να μεταγραφεί ως Giped-. Παρόλα αυτά, οι Γεπίδες έχουν εξισωθεί με τους ανθρώπους, που αναφέρονται στα Παλαιά Αγγλικά των επών Γουίντσιθ και Μπέογουλφ, ως Gifðas ή Gefþas. Αυτά τα ονόματα θεωρούνται ως ετυμολογικά ισοδύναμες παλαιο-αγγλικές μορφές τού Gepidae, που δεν θα μπορούσαν να προκύψουν από δανεισμό από πιστοποιημένους λατινικούς τύπους. [4]

Αν και ο Γουόλτερ Γκόφετ έχει αντιταχθεί, λέγοντας ότι «δεν μου φαίνεται ότι έχουν εκτεθεί σοβαρά επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν την ταύτιση», οι γλωσσολόγοι ερμηνεύουν το «p» στα λατινικά και στα ελληνικά ως προσβλητικό γοτθικό ψευδώνυμο για τους Gepids. [5] Εκτός από τις λέξεις στα Παλαιά Αγγλικά, τα στοιχεία για τοπωνύμιο στην Ιταλία και ένας ενιαίος μεσαιωνικός λατινικός τύπος γενικής πληθυντικού "Gebodorum" [6] λαμβάνεται για να υποδείξει ότι το "p" ήταν πραγματικά ένας ήχος trib;hw παρόμοιος με ένα "b". Πολλοί γλωσσολόγοι λοιπόν ανασυνθέτουν την αρχική γερμανική μορφή ως *Gíbidoz, με βάση το ρήμα "δίδω" στα γερμανικά (geben, ολλανδικά geven), όπως εξακολουθεί να βρίσκεται στα αγγλικά (give), δηλώνοντας προφανώς ότι ονόμασαν τον εαυτό τους προικισμένο ή αμειβόμενο ή γενναιόδωρο. [7]

Η σύγχρονη ιδέα ότι το καταγεγραμμένο όνομα των Γεπιδών ήταν προσβλητικό, προέρχεται από τον Ιορδάνη τον 6ο αι., ο οποίος ανέφερε στο έργο του Γετικά (για την καταγωγή των Γότθων), ότι το όνομα των Γεπιδών προήλθε από το gepanta, μία προσβολή στα γοτθικά, που σημαίνει «νωθρός, απαθής" (pigra), επειδή οι Γεπίδες είχαν μείνει πίσω από τους Γότθους συγγενείς τους, όταν εκείνοι είχαν μεταναστεύσει περισσότερο από χίλια χρόνια νωρίτερα. [8]

Αντίθετα ο Ισίδωρος της Σεβίλλης στις Ετυμολογίες του, ερμήνευσε το δεύτερο μέρος τού ονόματος Gepid ως «πόδες» (λατιν.: pedes) και εξηγεί ότι οι Γεπίδες ήταν γνωστοί, για το ότι πήγαιναν στη μάχη με τα πόδια (pedestri), και όχι ως ιππείς. Το πολύ μεταγενέστερο (12ου αι.) βυζαντινό Eτυμολογικόν Μέγα ερμηνεύει το όνομα χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη για τα παιδιά, κάνοντας τους Γεπίδες Gētípaides (Γητίπαιδες), που σημαίνει «παιδιά των Γότθων» (οι Γότθοι ταυτίζονται με τους Γέτες). Και τα τρία αυτά κείμενα ακολουθούν μία παράδοση, τού να βλέπουν τους Γεπίδες ως «παραφυάδες ή στενούς συγγενείς των Γότθων». [9]

Ο Χάρτης τού Πόιτινγκερ (Tabula Peutingeriana), ένας χάρτης του 4ου αι., δείχνει τους ανθρώπους "Piti" που ζουν δίπλα στο Porolissum. Το αν αυτό είναι παραμόρφωση τού ονόματος των Γεπιδών ή όχι, αμφισβητείται από τους ιστορικούς. [10]

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  Υπάρχουν λίγες άμεσες αποδείξεις για την αρχική γλώσσα των Γεπιδών, αλλά ήταν ξεκάθαρα γοτθική στον πολιτισμό, κατά την περίοδο που οι Ρωμαίοι ανέφεραν γι' αυτούς. Ο Βυζαντινός συγγραφέας του 6ου αι., Προκόπιος, κατατάσσει τους Γεπίδες μεταξύ των «γοτθικών εθνών» μαζί με τους Βανδάλους, τους Βησιγότθους και τους Γότθους, στους Πόλεμους του Ιουστινιανού, «που μοιράζονται την ίδια γλώσσα, τα λευκά σώματα, τα ξανθά μαλλιά και την αρειανή μορφή του Χριστιανισμού». [11]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θρύλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλες οι πληροφορίες για την προέλευση των Γεπιδών προέρχονταν από «κακόβουλους και περίπλοκους γοτθικούς θρύλους», [12] που καταγράφηκαν στα Γετικά τού Ιορδάνη μετά το 550. [13] [14] [15] Σύμφωνα με την αφήγηση τού Ιορδάνη, το βόρειο νησί «Σκάντζα», το οποίο συνδέεται με τη Σκανδιναβία/Σουηδία από σύγχρονους μελετητές, ήταν η αρχική πατρίδα των προγόνων των Γότθων και των Γεπιδών. [16] Έφυγαν από τη Σκάντζα μαζί με τρεις βάρκες υπό την ηγεσία του Μπέριγκ, του θρυλικού βασιλιά των Γότθων. [16] [17] Ο Ιορδάνης διευκρινίζει, ότι οι πρόγονοι των Γεπιδών ταξίδεψαν με το τελευταίο από τα τρία πλοία, για τα οποία οι συνάδελφοί τους τούς κορόιδευαν ως gepanta, δηλ. «αργούς και απαθείς». [17] [18] [19] Στη συνέχεια οι Γότθοι και οι Γεπίδες εγκαταστάθηκαν κατά μήκος της νότιας ακτής της Βαλτικής Θάλασσας, σε ένα νησί στις εκβολές τού ποταμού Βιστούλα που ονομάζεται "Gepedoius", που σημαίνει τα καρποφόρα "λιβάδια των Γεπιδών", κατά τον Ιορδάνη. [15] [20] Οι σύγχρονοι ιστορικοί συζητούν, εάν το μέρος τού έργου τού Ιορδάνη που περιγράφει τη μετανάστευση από τη Σκάντζα, γράφτηκε τουλάχιστον εν μέρει με βάση τη γοτθική προφορική ιστορία, ή αν ήταν μία «ανιστορική κατασκευή». [21] Το απόσπασμα τού Ιορδάνη στα Γετικά του λέει:

Αν ρωτήσετε πώς οι [Γότθοι] και οι Γεπίδαι είναι συγγενείς, μπορώ να σας πω με λίγα λόγια. Σίγουρα θυμάστε ότι στην αρχή είπα, ότι οι Γότθοι βγήκαν από τους κόλπους του νησιού Σκάντζα με τον Μπέριγκ, τον βασιλιά τους, πλεύοτας μόνο με τρία πλοία προς την πιο κάτω όχθη του Ωκεανού, δηλαδή προς τη Γκοθισκάντζα. Ένα από αυτά τα τρία πλοία αποδείχθηκε πιο αργό από τα άλλα, όπως συμβαίνει συνήθως, και έτσι λέγεται ότι έδωσε στη φυλή το όνομά τους, διότι στη γλώσσα τους gepanta σημαίνει αργό. Ως εκ τούτου, σταδιακά και με παραφθορά επινοήθηκε γι' αυτούς το όνομα Gepidae ως μομφή. Διότι αναμφίβολα και αυτοί έλκουν την προέλευσή τους από το απόθεμα των Γότθων, αλλά επειδή, όπως είπα, gepanta σημαίνει χυδαία κάτι αργό, η λέξη Γεπίδαι προέκυψε ως ονομασία μομφής.[22]

Σύμφωνα με τον Ιορδάνη, οι Γεπίδες αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη "Gepedoius" επί βασιλείας ενός ηγεμόνα, που ονομαζόταν Φαστίδα. [23] Ισχυρίζεται ότι οι Γεπίδες μετακινήθηκαν προς τα νότια, πολύ αφότου είχαν ήδη μετακινηθεί οι Γότθοι, και νίκησαν τους Βουργουνδούς και άλλες φυλές, προκαλώντας τους Γότθους στη διαδικασία. [23] Ο Φαστίδα ζήτησε γη από τον Οστρογόθα, τον βασιλιά των Βησιγότθων, επειδή η περιοχή των Γεπιδών ήταν «στριμωγμένη από απόκρημνα βουνά και πυκνά δάση». [12][24] [25] Ο Οστρογόθα αρνήθηκε την απαίτηση του Φαστίδα, και οι Γέπιδες συμμετείχαν στη μάχη με τους Γότθους «στην πόλη Γάλτις, κοντά στην οποία ρέει ο ποταμός Άουχα». [26] [24] Πολέμησαν μέχρι που έπεσε το σκοτάδι, οπότε ο Φαστίδα και οι Γεπίδες του αποσύρθηκαν από το πεδίο της μάχης, και επέστρεψαν στη γη τους. [12] [24] Το αν ζούσαν ακόμη γύρω από τον Βιστούλα ή είχαν ήδη κατακτήσει τη Γαλικία, συζητείται από τους ιστορικούς. [27]

Πριν την άφιξη των Ούννων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπό τον Αδριανό (βασ. 117–138), που δείχνει τη θέση της ανατολικογερμανικής φυλής των Gepidae (Γεπιδών), που κατοικούσε στη συνέχεια στην περιοχή γύρω από τις εκβολές του ποταμού Visula (Βιστούλα), στην Πολωνία.

Οι Γεπίδες ήταν οι «πιο σκιώδεις από όλους τους μεγάλους γερμανικούς λαούς της μεταναστευτικής περιόδου», σύμφωνα με τον ιστορικό Μάλκολμ Τοντ. [28] Ούτε ο Τάκιτος ούτε ο Πτολεμαίος τους ανέφεραν στους λεπτομερείς καταλόγους τους με τους «βαρβάρους» τον 1ο και τον 2ο αι. μ.Χ. Εμφανίζονται για πρώτη φορά μόλις στα τέλη του 30υ αι. μ.Χ.,, και αυτή τη στιγμή ζουν ήδη στην περιοχή, ή κοντά στην περιοχή, όπου παρέμειναν για την υπόλοιπη γνωστή ιστορία τους.

Σύμφωνα με μία κοινή ερμηνεία της αναξιόπιστης Ιστορίας των Αυγούστων του Αυτοκράτορα Κλαύδιου Γοτθικού (VI.2), οι Γεπίδες ήταν μεταξύ των "σκυθικών" λαών, που κατακτήθηκαν από τον Αυτοκράτορα, όταν κέρδισε τον τίτλο τού "Γοτθικού": "peuci trutungi austorgoti uirtingi sigy pedes celtae etiam eruli». Αυτές οι λέξεις παραδοσιακά διορθώνονται από σύγχρονους εκδότες, για να περιλαμβάνουν γνωστούς λαούς: "Peuci, Grutungi, Austrogoti, Tervingi, Visi, Gipedes, Celtae etiam et Eruli ". [29] [12][23] [30] Η ίδια πηγή λέει επίσης ότι ο Αυτοκράτορας Πρόβος, ο οποίος κυβέρνησε μεταξύ 276 και 282, εγκατέστησε τους Γεπίδες, τους Βάνδαλους και τους Γρευθούνγους που ήταν αιχμάλωτοι πολέμου, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια. [23] [31]

Στον 11ο πανηγυρικό στον Αυτοκράτορα Μαξιμιανό, που δόθηκε στην Τρηρ το 291, που είναι επίσης η πρώτη φορά που αναφέρονται οι Τερβίνγοι και οι Ταϊφάλοι, το απόσπασμα περιγράφει μία μάχη έξω από την Αυτοκρατορία, όπου οι Γεπίδες βρίσκονταν στο πλευρό των Βανδάλων, οι οποίοι δέχθηκαν επίθεση από τους Ταϊφαλούς και έναν «μέρος» των Γότθων. Το άλλο τμήμα των Γότθων είχε νικήσει τους Βουργουνδούς, που υποστήριζαν οι Τερβίνγκοι και οι Αλεμάννοι. [32] [33] [12] Ωστόσο ήταν «αρκετά απομακρυσμένοι από τα αυτοκρατορικά σύνορα, για να μην εμφανιστούν στον κατάλογο της Βερόνας ή στις ιστορίες του Αμμιανού ή του Ορόσιου». [13]

Οι σύγχρονοι ιστορικοί που γράφουν για την πρώιμη ιστορία των Γεπιδών, εφαρμόζουν μερικές φορές μία «μικτή επιχειρηματολογία», συνδυάζοντας την αφήγηση του Ιορδάνη με τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας. [34] Ο ιστορικός Iστβάν Μπόνα λέει ότι η μάχη, που αναφέρεται στον πανηγυρικό, ήταν περίπου το 290 στην πρώην επαρχία της Δακίας, εξισώνοντάς την με τη μάχη που ανέφερε ο Ιορδάνης, με τη συμμετοχή τού Φαστίδα. [12] Ωστόσο, ο αρχαιολόγος Kουρτ Χόρεντ την εξισώνει επίσης με τη μάχη, που περιλάμβανε τον Φαστίδα, και πρότεινε ότι η μάχη έλαβε χώρα ανατολικά των Καρπαθίων μετά το 248, και πριν από την αποχώρηση των Ρωμαίων από την επαρχία της Δακίας στις αρχές της δεκαετίας του 270. [23] Ο Γουόλτερ Πολ λέει μόνο ότι η μάχη πρέπει να έγινε μεταξύ 248 και 291, και θα μπορούσε να ήταν εντός ή εκτός της καμπύλης των Καρπαθίων, αν και πιστεύει ότι είναι προφανές ότι πρέπει να έγινε στην περιοχή της πρώην ρωμαϊκής επαρχίας της Δακίας, στην Τρανσυλβανία. [35]

Η ιστορία των Γεπιδών τον 4ο αι. είναι άγνωστη, διότι καμία γραπτή πηγή δεν τους ανέφερε κατά την περίοδο αυτή. [36] [13] Η σιωπή των ρωμαϊκών πηγών υποδηλώνει, ότι η πατρίδα τους δεν συνόρευε με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. [13] Με βάση την αναφορά τού Ιορδάνη στα «δύσκολα βουνά» της γης των Γεπιδών, οι ιστορικοί την εντοπίζουν κοντά στα Καρπάθια, κατά μήκος των ανώτερων ρεμάτων τού ποταμού Τίσα, ή τού Δνείστερου, στα τέλη τού 3ου αι. . [23] Η ακριβής ημερομηνία εγκατάστασης των Γεπιδών στη λεκάνη των Καρπαθίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακριβώς. [36] [37] Ο αρχαιολόγος Iστβάν Μπόνα λέει ότι ήταν παρόντες στη βορειοανατολική περιοχή ήδη από τη δεκαετία του 260. [12] Σύμφωνα με τον Κοριολάν Χ. Οπρεάνου, φαίνεται ότι έφτασαν γύρω στο 300. [37] Οι αρχαιολόγοι Έστερ Ιστβάνοβιτς και Βαλέρια Κουλκσάρ γράφουν ότι κανένα αρχαιολογικό στοιχείο δεν τεκμηριώνει την παρουσία των Γεπιδών πριν από το 350 περίπου [36].

Τάφοι από τον 4ο αι. που έδιναν ξίφη, λόγχες και ασπίδες με σιδερένια προεξοχή ανακαλύφθηκαν σε νεκροταφεία μεταξύ των ποταμών Tίσα και Kόρος (στη σημερινή βορειοανατολική Ουγγαρία και τη βορειοδυτική Ρουμανία). [12][36] Πολλοί μελετητές (συμπεριλαμβανομένων των Kουρντ Χόρεντ, Ιστβάν Μπόνα και Κοριολάν Χ. Οπρεάνου) αποδίδουν αυτούς τους τάφους σε πολεμιστές Γεπίδες. [12] [36] [37] Τάφοι γυναικών από τα ίδια νεκροταφεία παρήγαγαν τεχνουργήματα —συμπεριλαμβανομένων χάλκινων και αργυρών αγκραφών, οστέινων κτενών και περονών (fibulae)— τα οποία είναι παρόμοια με αντικείμενα, που βρέθηκαν στα νεκροταφεία τού κοντινού πολιτισμού «Σαντάνα ντε Μούρες-Τσερνιάκοφ". [12] [36] Ο Iστβάν Μπόνα γράφει ότι η εξάπλωση αυτών των νεκροταφείων δείχνει, ότι οι Γεπίδες υπέταξαν τους Γερμανούς Victohali, οι οποίοι προηγουμένως κατοικούσαν στην ίδια περιοχή, πριν επεκταθούν προς τον ποταμό Mούρες στα μέσα του 4ου αι. [12]

Εντός της Ουννικής Αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία μεγάλη ομάδα διαφορετικών λαών από την περιοχή του Μέσου Δούναβη διέσχισε τον ποταμό Ρήνο και εισέβαλε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 405 ή το 406. [19] Αν και οι περισσότερες σύγχρονες πηγές απαριθμούσαν μόνο τους Βάνδαλους, τους Αλανούς και τους Σουηβούς μεταξύ των εισβολέων, σύμφωνα με τον Άγ. Ιερώνυμο, ο οποίος ζούσε στη Βηθλεέμ την εποχή εκείνη, συμμετείχαν και οι Γεπίδες στην εισβολή. [38] [39] Σύμφωνα με μία επιστημονική θεωρία, η μετανάστευση των Ούννων προς τα δυτικά, ανάγκασε τις φυλές να φύγουν από τη λεκάνη των Καρπαθίων, και να αναζητήσουν καταφύγιο στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. [40] Όποια και αν ήταν η ακριβής αλληλουχία των γεγονότων, η περιοχή τού Μέσου Δούναβη κυριαρχήθηκε στη συνέχεια από λαούς από την ανατολή, που συνδέονταν με τους Γότθους και τους Ούννους. [11]

Ο Ιορδάνεις αναφέρει ότι ο Θορισμούνδ, ο βασιλιάς των Οστρογότθων, που υποτάχθηκε στους Ούννους, "κέρδισε μία μεγάλη νίκη επί των Γεπιδών", αλλά έπεσε στη μάχη. [41] Η αναφορά τού Ιορδάνη υποδηλώνει ότι οι Γεπίδες αναγκάστηκαν να αποδεχτούν την κυριαρχία των Οστρογότθων, εντός της αναδυόμενης Ουννικής Αυτοκρατορίας. [28] [12] [42] Ένας θησαυρός από χρυσά κοσμήματα, που βρέθηκε στο Σιμλέου Σιλβανιέι, ήταν κρυμμένος στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι., πιθανότατα σε σχέση με τους αγώνες που έληξαν με την υποταγή των Γεπιδών στους Ούννους. σύμφωνα με τον Iστβάν Μπόνα. [12]

Οι πολεμιστές Γεπίδες πολέμησαν στο πλευρό των Ούννων τις επόμενες δεκαετίες. [43] Σύμφωνα με τον Ιορδάνη, ο Αττίλας ο Ούννος τιμούσε τον Αρδάρικ βασιλιά των Γεπιδών, και τον Βαλαμίρ βασιλιά των Οστρογότθων, «περισσότερο από όλους τους άλλους οπλαρχηγούς», που υποτάχθηκαν στους Ούννους, τη δεκαετία του 440, σύμφωνα με τον Ιορδάνη. [44] [42] [45] Ο Γκοφέτ, σκεπτικιστής για τον Ιορδάνη, έχει προτείνει ότι «σκόρπια στοιχεία», συμπεριλαμβανομένων των περιγραφών τού ίδιου τού Αττίλα ως Γεπίδη, υποδηλώνουν ότι ο Aρδάρικ και οι Γεπίδες μπορεί να ήταν πιο σημαντικοί από τους Οστρογότθους υπό τον Αττίλα. [46]

Η συμμετοχή των Γεπιδών στις εκστρατείες των Ούννων κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τους έφερε πολλά λάφυρα, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μίας πλούσιας αριστοκρατίας των Γεπιδών. [42] [47] Ειδικά, οι απομονωμένοι τάφοι αριστοκρατικών γυναικών τού 5ου αι. αποδεικνύουν τον πλούτο των ηγετών των Γεπιδών: φορούσαν βαριές αργυρές περόνες στους ώμους τους, περιδέραια από χάντρες, ασημένια βραχιόλια, μεγάλα χρυσά ενώτια και αργυρά κουμπώματα στα ρούχα τους και ζώνες. [47] Ένας «αμέτρητος στρατός» υπό τη διοίκηση τού Aρδάρικ σχημάτισε τη δεξιά πτέρυγα τού στρατού τού Αττίλα τού Ούννου στη μάχη των Καταλαυνικών πεδίων το 451. [48] [43] [45] Την παραμονή της κύριας συνάντησης μεταξύ συμμαχικών ορδών, οι Γεπίδες και οι Φράγκοι συναντήθηκαν μεταξύ τους, οι δεύτεροι μάχονταν για τους Ρωμαίους και οι πρώτοι για τους Ούννους, και φαίνεται ότι πολέμησαν ο ένας τον άλλον σε αδιέξοδο με 15.000 νεκρούς. 

Ο Αττίλας ο Ούννος απεβίωσε απροσδόκητα το 453. [49] Οι συγκρούσεις μεταξύ των γιων του εξελίχθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο, επιτρέποντας στους υποτελείς λαούς να ξεσηκωθούν σε εξέγερση. [49] Σύμφωνα με τον Ιορδάνη, ο βασιλιάς των Γεπιδών, Aρδάρικ, ο οποίος «εξοργίστηκε, επειδή τόσα πολλά έθνη αντιμετωπίζονταν σαν σκλάβοι της χειρότερης κατάστασης», [50] ήταν ο πρώτος, που πήρε τα όπλα εναντίον των Ούννων. [49] [51] Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στον (άγνωστο) ποταμό Nεδάο στην Παννονία το 454 ή το 455. [52] Στη μάχη, ο ενωμένος στρατός των Γεπιδών, Ρουγίων, Σαρματών και Σουηβών κατατρόπωσε τους Ούννους και τους συμμάχους τους, συμπεριλαμβανομένων των Οστρογότθων. [43] [33] Ήταν οι Γέπιδες, που ανέλαβαν την ηγεσία μεταξύ των παλαιών συμμάχων του Αττίλα, και ίδρυσαν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο ανεξάρτητα νέα βασίλεια, αποκτώντας έτσι την «πρωτεύουσα εκτίμηση που διατήρησε το βασίλειό τους για περισσότερο από έναν αιώνα». . [46]

Βασίλειο των Γεπιδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Map of Gepidia
Η Γεπιδία στη μεγαλύτερη εδαφική της έκταση.
A golden object decorated with small gems
Μία πόρπη ζώνης από τον θησαυρό στην Aπαχίδα από τη βορειοδυτική περιοχή της Ρουμανίας.

Μετά τη μάχη του Nεδάo η Ουννική Αυτοκρατορία διαλύθηκε, και οι Γεπίδες έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στις ανατολικές περιοχές της Λεκάνης των Καρπαθίων. [43] [45] Σύμφωνα με τον Ιορδάνη, οι Γεπίδες «με τη δύναμή τους κέρδισαν μόνοι τους την επικράτεια των Ούννων, και κυβέρνησαν ως νικητές την έκταση όλης της Δακίας, απαιτώντας από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τίποτε περισσότερο από ειρήνη και ένα ετήσιο δώρο» [53] μετά τη νίκη τους. [43] [46] Ο Αυτοκράτορας Μαρκιανός επιβεβαίωσε την ιδιότητά τους ως συμμάχων της Αυτοκρατορίας, και τους χορήγησε ετήσια επιδότηση 100 λιβρών χρυσού. [43] [45] Οι θησαυροί τού τέλους τού 5ου αι. που ανασκάφηκαν στην Aπαχίδα και στο Σομεσένι δείχνουν, ότι οι ηγεμόνες των Γεπιδών συσσώρευσαν μεγάλο πλούτο στο β' μισό τού αιώνα. [51]

Οι Γεπίδες εντάχθηκαν σε έναν συνασπισμό, που σχηματίστηκε από τους Σουηβούς, τους Σκίρους, τους Σαρμάτες και άλλους λαούς, που ενώθηκαν ενάντια στους Οστρογότθους, που είχαν εγκατασταθεί στην Παννονία. [54] [33] Ωστόσο οι Οστρογότθοι κατατρόπωσαν τις ενωμένες δυνάμεις των εχθρών τους στη μάχη της Bόλια το 469. [54] Αφού οι Οστρογότθοι έφυγαν από την Παννονία το 473, οι Γεπίδες κατέλαβαν το Σίρμιο (τώρα Σρέμσκα Μιτροβίτσα στη Σερβία), μία στρατηγικά σημαντική πόλη στον δρόμο μεταξύ Ιταλίας και Κωνσταντινούπολης. [46]

Το 489 ο Θραυστίλας, ο βασιλιάς των Γεπιδών, προσπάθησε να εμποδίσει τους Οστρογότθους να περάσουν τον ποταμό Βούκα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Θεοδώριχου τού Μεγάλου κατά της Ιταλίας, αλλά οι Οστρογότθοι κατατρόπωσαν τον στρατό του Θραουστίλα. [46] [55] Οι Γεπίδες έχασαν επίσης το Σίρμιο από τους Οστρογότθους, σύμφωνα με τον Γουόλτερ Πολ. [56] Εν ολίγοις, σύμφωνα με τον Γουόλτερ Γκόφετ, ο γιος του Θραυστίλα, Θρασάρικ, «ανέκτησε τον έλεγχο τού Σιρμίου, αλλά πιθανώς υπό την υποκυριαρχία των Οστρογότθων». [57] Ο Θεόδωρος ο Μέγας βάδισε στην Πιτζία για να ξεκινήσει μία εκστρατεία κατά των Γεπιδών, που είτε προσπάθησαν να καταλάβουν το Σίρμιο, είτε ήθελαν να απαλλαγούν από την επικυριαρχία του Θεοδώριχου το 504. [56] [57] [58] Όταν ήρθε στην Πιτζία, έδιωξε τους Γεπίδες από το Σίρμιον χωρίς μεγάλη αντίσταση. [54] [59] Για κάποιο διάστημα οι Γεπίδες εγκατέλειψαν την πόλη, και έχτισαν καλές σχέσεις με τους Οστρογότθους υπό τον βασιλιά Ελεμούνδ. Αυτή η ασφάλεια προσέλκυσε μέρος των Ερούλων να καταφύγουν στη Γεπιδία από τη γειτονιά των επιθετικών Λανγοβάρδων. Ο Βάχo νυμφεύτηκε την κόρη τού Ελεμούνδ σε αντάλλαγμα. [60]

Σε μία προσπάθεια να επωφεληθούν από το τέλος τού Θεοδώριχου τού Μεγάλου το 526, οι Γεπίδες εισέβαλαν στην περιοχή τού Σίρμιου το 528 ή το 530, αλλά ο Ουίτιγις τούς νίκησε. [57] [54]

Οι Γεπίδες έφτασαν στο αποκορύφωμα της δύναμής τους μετά το 537, όταν εγκαταστάθηκαν στην πλούσια περιοχή γύρω από το Σινγίδουνον (σημερινό Βελιγράδι). Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, η πόλη Σίρμιον (σημερινή Σρέμσκα Μιτροβίτσα) ήταν το κέντρο του κράτους των Γεπιδών, και ο βασιλιάς Κουνιμούνδ έκοψε χρυσά νομίσματα σε αυτήν. [61] Ο Ιουστινιανός Α΄, οργισμένος από την επέκτασή τους, έκανε συμμαχία με τους Λομβαρδούς, οι οποίοι, υπό τον βασιλιά Aλβοΐν, έφεραν μία καταστροφική ήττα στους Γεπίδες το 552. Μετά τη μάχη του Άσφελντ, ο Aλβοΐν είχε ένα ποτήρι φτιαγμένο από το κρανίο τού Κουνιμούνδ. [62]

Το 539 το μεγαλύτερο μέρος τού βυζαντινού στρατού βρισκόταν στην Περσία, έτσι οι Γέπιδες και οι Ερούλοι λεηλάτησαν τη Μοισία, σκοτώνοντας τον masiter militum Κάλλουκ, ενώ ο Φράγκος βασιλιάς Θευδεβέρτ Α΄ επιτέθηκε στη Βόρεια Ιταλία. Σύμφωνα με τον Ιορδάνη, οι συγκρούσεις ήταν οι πιο αιματηρές από τον Αττίλα και οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν βαρείς φόρους, και να αναγνωρίσουν νέες ζώνες κατοχής των Γεπιδών. [63] Ο Θουρισίνδ, νέος βασιλιάς της Γεπιδίας, επιχείρησε να εκδιώξει τους Λομβαρδούς από την Παννονία, και οι δύο λαοί ζήτησαν βοήθεια από τους Βυζαντινούς. Ο Ιουστινιανός Α' έστειλε τον στρατό του εναντίον των Γεπιδών, ωστόσο καταστράφηκε καθ' οδόν από τους Ερούλους και οι πλευρές υπέγραψαν διετή ανακωχή. Εκδικούμενος αυτό που ένιωθε ως προδοσία, ο Θουρισίνδ συνήψε συμμαχία με τους Κουτριγούρους, που κατέστρεψαν τη Μοισία πριν από το τέλος της ανακωχής. Οι Λανγοβάρδοι και ο ρωμαϊκός στρατός ενώθηκαν, και νίκησαν τους Γεπίδες το 551. Στη μάχη, ο γιος τού Aυδοΐν, ο Aλβοΐν σκότωσε τον γιο τού Θουρισίνδ, Tουρισμόνδ. [64]

Κατάλογος βασιλέων των Γεπιδών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρακμή και τελευταίες καταγραφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Γεπίδες τελικά κατακτήθηκαν από τους Αβάρους στον πόλεμο Λομβαρδών-Γεπιδών του 567. Πολλοί Γεπίδες ακολούθησαν τον Aλβοΐν στην Ιταλία το 568 σύμφωνα με τον Παύλο τον Διάκονο, αλλά πολλοί παρέμειναν στην περιοχή τού παλαιού τους βασιλείου.

Το 630 ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης ανέφερε ότι ο Βυζαντινός Στρατός εισήλθε στην επικράτεια των Αβάρων και επιτέθηκε σε μία εορτή των Γεπιδών, αιχμαλωτίζοντας 30.000 Γεπίδες (δεν συνάντησαν κανέναν Άβαρο). [66]

Πρόσφατη ανασκαφή στον ποταμό Tίσα στο Σζόλνοκ ανέδειξε έναν Γεπίδη ευγενή από έναν τάφο της περιόδου των Αβάρων, ο οποίος φορούσε επίσης τουρκο-αβαρικά ενδύματα, δίπλα στα παραδοσιακά γερμανικά ρούχα με τα οποία ήταν θαμμένος. 

Τον 8ο αι. ο Παύλος ο Διάκονος απαριθμεί χωριά Γεπιδών, βουλγαρικά, σαρματικά, παννονικά, σουαβικά και νορικιανά χωριά στην Ιταλία, αλλά δεν γνωρίζουμε αν ο Παύλος εννοεί στη δική του εποχή ή απλώς αντιγράφει από μία παλαιότερη πηγή. [67]

Αρχαιολογικοί χώροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσό δαχτυλίδι με την επιγραφή +Omharus που βρέθηκε στην Απαχίδα.

Στους Γέπιδες έχουν αποδοθεί πολυάριθμοι αρχαιολογικοί χώροι. [15] Οι πρώτες επιστημονικές ανασκαφές μίας τέτοιας αποδιδόμενης τοποθεσίας Γεπιδών έγιναν από τον Iστβάν Κοβάκ στο Μπαντ το 1906 και το 1907. [68] Ωστόσο, η απόδοση μίας ακριβούς εθνότητας σε αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της περιόδου, είναι μία δύσκολη και αμφισβητήσιμη μέθοδος. [69]

Στη Βλάχα, στην κομητεία Κλουτζ, στη Ρουμανία, ανακαλύφθηκε μία νεκρόπολη τον Αύγουστο τού 2004 με περισσότερους από διακόσιους τάφους, που χρονολογούνται στον 6ο αι. μ.Χ. [70] Το 85 % των τάφων που ανακαλύφθηκα,ν ληστεύτηκαν την ίδια περίοδο. Τα υπόλοιπα αντικείμενα είναι κεραμικά, χάλκινα αντικείμενα και μία πανοπλία. Επίσης στη Ρουμανία, στο Μιερκουρέα Σιμπιουλίου, υπάρχει μία άλλη νεκρόπολη με πλούσια τεχνουργήματα.  Άλλες νεκροπόλεις στη Ρουμανία είναι:

[ <span title="This claim needs references to reliable sources. (January 2012)">απαιτείται παραπομπή</span> ]

Γενετική έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία μελέτη που έγινε το 2022 διαπίστωσε, ότι από μητρο-γραμμική άποψη η κύρια μιτοχονδριακή καταγωγή ανήκει στην ομάδα της Βορειοδυτικής Ευρώπης, σύμφωνα με ιστορικά δεδομένα. Συγκεκριμένα, δείχνει ομοιότητες με δεδομένα που λαμβάνονται από τον πολιτισμό Βήλμπαρκ και τους Λανγοβάρδους. Βρέθηκε μόνο μία ασιατική καταγωγή, υποδεικνύοντας ότι οι Γεπίδες δεν αναμειγνύονταν με τους ασιατικούς πληθυσμούς σημαντικά. Τα δείγματα συλλέχθηκαν από 3 διαφορετικές τοποθεσίες, που βρίσκονται στο Καρέι-Μπάντολντ, Σάρντου και Βλάχα [72].

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. CNG Coins
  2. Jordanes, Getica, XII.74: Haec Gotia, quam Daciam appellavere maiores, quae nunc ut diximus Gepidia dicitur. Rough translation: "This Gothia, which our ancestors called Dacia, we now call Gepidia."
  3. «A gepidák rövid története» [Short history of the Gepids]. Gepida (στα Ουγγρικά). 2022. 
  4. Neidorf, Leonard (2019). «The Gepids in Beowulf». ANQ 34: 1–4. doi:10.1080/0895769X.2019.1584028. 
  5. Goffart 2009
  6. Continuatio Prosperi Havniensis/Auctarium Prosperi Havniense p.337, in: Monumenta Germaniae Historica (MGH), Auctores antiquissimi vol. 9., Chronicorum Minorum saec. IV, V, VI, VII vol. 1. p.337
  7. Neumann 1998.
  8. Jordanes. «Goths» (στα Λατινικά και Αγγλικά). Yeat, Theedrich tr. Harbour net. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2008. For undoubtedly they too trace their origin from the stock of the Goths, but because, as I have said, gepanta means something slow and stolid, the name Giped arose as a spontaneous taunt. I do not believe the name itself is very far from wrong, for they are slow of thought and too sluggish for quick movement of their bodies. 
  9. See Pohl (1998) (in German) and Goffart (2009) (in English).
  10. Sevin, Heinrich (1955). Die Gebiden (στα Γερμανικά). Sevin. σελίδες 29–30. 
  11. 11,0 11,1 Goffart 2009.
  12. 12,00 12,01 12,02 12,03 12,04 12,05 12,06 12,07 12,08 12,09 12,10 12,11 12,12 Bóna, István (2001). «From Dacia to Transylvania: The Period of the Great Migrations (271–895); "Forest people": the Goths in Transylvania; The Gepids before Hun Rule». Στο: Köpeczi, Béla. History of Transylvania. Hungarian Research Institute of Canada (Distributed by Columbia University Press). ISBN 0-88033-479-7. 
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Goffart 2009, σελ. 200.
  14. Wolfram 1988, σελ. 21.
  15. 15,0 15,1 15,2 Kharalambieva 2010, σελ. 245.
  16. 16,0 16,1 Christensen 2002, σελ. 8.
  17. 17,0 17,1 Wolfram 1988, σελ. 26.
  18. The Gothic History of Jordanes (xvii:95), p. 78.
  19. 19,0 19,1 Heather 2010.
  20. Wolfram 1988, σελ. 23.
  21. Christensen 2002, σελ. 318.
  22. The Gothic History of Jordanes (xvii:94-95), p. 78. See Christensen (2002, p. 338)
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 Kharalambieva 2010, σελ. 246.
  24. 24,0 24,1 24,2 Wolfram 1988, σελ. 58.
  25. The Gothic History of Jordanes (xvii:98), p. 79.
  26. The Gothic History of Jordanes (xvii:99), p. 79.
  27. Kiss, Attila (2014). A gepidák Kárpát-medencei története (PDF) (στα Ουγγρικά). Szeged: Szegedi Középkorász Műhel. σελ. 34. 
  28. 28,0 28,1 Todd 2003, σελ. 142.
  29. Christensen 2002.
  30. «Historia Augusta: The Life of Claudius (6.2.)». Loeb Classical Library (on LacusCurtius). 11 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 27 Μαΐου 2015. 
  31. Southern 2001, σελ. 129.
  32. Pohl (1998); Nixon; Saylor Rodgers, επιμ.. (January 1994), In Praise of Later Roman Emperors: The Panegyrici Latini, σελ. 100–101, ISBN 9780520083264, https://books.google.com/books?id=0WlC_UtU8M4C ; Christensen (2002)
  33. 33,0 33,1 33,2 Wolfram 1988.
  34. Kharalambieva 2010.
  35. Pohl 1998, σελ. 132.
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 36,5 Kharalambieva 2010, σελ. 247.
  37. 37,0 37,1 37,2 Opreanu 2005, σελ. 119.
  38. Heather 2010, σελ. 172.
  39. Goffart 2009, σελ. 81.
  40. Heather 2010, σελ. 178.
  41. The Gothic History of Jordanes (xlviii:250), p. 122.
  42. 42,0 42,1 42,2 Kharalambieva 2010, σελ. 248.
  43. 43,0 43,1 43,2 43,3 43,4 43,5 Todd 2003, σελ. 220.
  44. The Gothic History of Jordanes (xxxliii:199-200), p. 122.
  45. 45,0 45,1 45,2 45,3 Bóna 1974, σελ. 14.
  46. 46,0 46,1 46,2 46,3 46,4 Goffart 2009, σελ. 201.
  47. 47,0 47,1 Bóna, István (2001). «From Dacia to Transylvania: The Period of the Great Migrations (271–895); The Kingdom of the Gepids; The Gepids during and after the Hun Period». Στο: Köpeczi, Béla. History of Transylvania. Hungarian Research Institute of Canada (Distributed by Columbia University Press). ISBN 0-88033-479-7. 
  48. The Gothic History of Jordanes (xxxliii:199), p. 122.
  49. 49,0 49,1 49,2 Heather 2010, σελ. 207.
  50. The Gothic History of Jordanes (l:260), p. 125.
  51. 51,0 51,1 Kharalambieva 2010, σελ. 249.
  52. Wolfram 1988, σελ. 258.
  53. The Gothic History of Jordanes (l:264), p. 126.
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 Bóna 1974, σελ. 15.
  55. Wolfram 1988, σελ. 280.
  56. 56,0 56,1 Kharalambieva 2010, σελ. 251.
  57. 57,0 57,1 57,2 Goffart 2009, σελ. 202.
  58. Wolfram 1988, σελ. 321.
  59. Todd 2003, σελ. 221.
  60. Nagy, Margit (1984). A gepida királyság (454-567). A gepidák egy időre lemondtak Sirmiumról, és Elemund királyuk idejében valószínűleg békés kapcsolatokat építettek ki az itáliai keleti gót királysággal. (...) A langobardok királya, Wacho, aki a Dunántúl északi területeinek elfoglalásával a gepidák szomszédságába került, Ostrigotót, Elemund gepida király leányát vette feleségül. A két nép kapcsolata kezdetben békésnek mutatkozott 
  61. «Civitas Sancti Demetrii». 
  62. Which occasioned his death later in Italy, at the hands of an assassin sent by Rosamund, Cunimund's daughter; as told in Procopius, in Paulus Diaconus and in Andreas Agnellus
  63. Nagy, Margit (1984). A gepida királyság (454-567) (στα Ουγγρικά). 539-től a császári seregek nagy részét a gót háború mellett a perzsák elleni háborúba vitték. A seregek távollétét kihasználva a gepidák és a csatlakozott herulok nyomban a Duna vidéki császári területek felé terjeszkedtek. Ugyanekkor a gepidák zövetségese, Theudebert frank király Észak-Itáliában kezdeményezett támadást. A gepida fronton - Jordanes szerint - Attila óta nem látott véres ütközetre került sor, melyben maga a bizánci hadmester, Kalluk is elesett. A császár a nehéz helyzetben a gepidák évi adójának fizetésére és a megszállt területek elismerésére kényszerült. 
  64. Köpeczi, Béla· Bóna, István. «The Kingdom of the Gepids». History of Transylvania. II. 
  65. Son of Giesmus. He does not appear to have actually ruled, but he is called a king by George Kedrenos. See Patrick Amory, People and Identity in Ostrogothic Italy, 489–554 (Cambridge University Press, 1997), pp. 397–99.
  66. Kharalambieva 2010, σελ. 209.
  67. Leif Inge Ree Petersen, Siege Warfare and Military Organization in the Successor States (400-800 AD): Byzantium, the West and Islam, BRILL, 2013, p. 179.
  68. Dobos, Alpár (2011). «The Reihengräberfelder in Transylvania after 100 Years of Archaeological Research». Acta Archaeologica Carpathica 46: 171–206, pages 175–176. https://www.academia.edu/1944391. 
  69. Opreanu, Coriolan Horațiu (2003). Transilvania la sfârșitul antichității și în perioada migrațiilor. Nereamia Napocae. σελ. 179. ISBN 973-7951-12-3. 
  70. Lăzărescu, Vlad (2019). «Debating the early phase of the Migration Period necropolis at Floreşti-Polus Center, Cluj County, Romania». Kollaps – Neuordnung – Kontinuität. Gepiden nach dem Untergang des Hunnenreiches. Tagungsakten der Internationalen Konferenz an der Eötvös Loránd Universität, Budapest, 14. – 15. Dezember 2015. Budapest: Institut für Archäologiewissenschaften, Eötvös Loránd Universität, Budapest. σελίδες 81–111. 
  71. Dobos 2011
  72. Alexandra Gînguță, Bence Kovács, Balázs Tihanyi, Kitti Maár, Oszkár Schütz, Zoltán Maróti ,Gergely I. B. Varga, Attila P. Kiss, Ioan Stanciu, Tibor Török, and Endre Neparáczki: Maternal Lineages of Gepids from Transylvania

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωταρχικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Genethliacus of Maximian Augustus by an Anonymous Orator (291) (Translation and Notes by Rodgers) (1994). In: In Praise of Later Roman Emperors: The Panegyrici Latini (Introduction, Translation, and Historical Commentary with the Latin Text of R. A. B. Mynors by C. E. V. Nixon and Barbara Saylor Rodgers) (1994); University of California Press; (ISBN 0-520-08326-1).
  • The Gothic History of Jordanes (in English Version with an Introduction and a Commentary by Charles Christopher Mierow, Ph.D., Instructor in Classics in Princeton University) (2006). Evolution Publishing. (ISBN 1-889758-77-9).

Δευτερεύουσες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Vida, Tivadar (2016). «Christianity in the Carpathian Basin during Late Antiquity and the Early Middle Ages (5th to 8th century AD». Saint Martin and Pannonia. Christianity on the Frontiers of the Roman World. σελίδες 93–106. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]