Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασίλειο των Λομβαρδών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το βασίλειο των Λομβαρδών χωρισμένο στις τρεις κύριες περιοχές του Αυστρία, Νευστρία και Τουσκία

Το Βασίλειο των Λομβαρδών ήταν ένα Ιταλικό βασίλειο του πρώιμου μεσαίωνα το οποίο δημιουργήθηκε από τους Λομβαρδούς, ένα Γερμανικό φύλο στην Ιταλική χερσόνησο στα τέλη του 6ου αιώνα. Ο βασιλιάς των Λομβαρδών εκλεγόταν από την ανώτερη αριστοκρατία αλλά οι προσπάθειες της αριστοκρατίας να δημιουργήσει μια μόνιμη κληρονομική δυναστεία απέτυχαν. Το βασίλειο διαιρέθηκε σε δουκάτο και τα δουκάτα σε αυτόνομες δημοτικές κοινότητες, η πρωτεύουσα του βασιλείου η οποία ήταν το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής ήταν η Παβία στη σημερινή βόρεια Ιταλία.

Η Λομβαρδική επίθεση στην Ιταλία έγινε ενάντια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία η οποία κατείχε τη χερσόνησο για μικρό χρονικό διάστημα μετά την ανακατάληψη και την ανατροπή του βασιλείου των Οστρογότθων, το διατήρησαν μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα που έγινε η κατάληψη της χερσονήσου από τον Καρλομάγνο. Το Εξαρχάτο της Ραβέννας και το δουκάτο της Ρώμης διαχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα Λομβαρδικά δουκάτα, λόγω αυτής της διαίρεσης τα νότια δουκάτα απέκτησαν μεγαλύτερη αυτονομία από τα βόρεια.

Οι Λομβαρδοί υιοθέτησαν σταδιακά Ρωμαϊκούς τίτλους ονόματα και συνήθειες, στα τέλη του 8ου αιώνα την εποχή του συγγραφέα Παύλου του Διακόνου όπως αναφέρει ο ίδιος η παλιά Λομβαρδική γλώσσα όπως επίσης οι παλιές Λομβαρδικές ενδυμασίες και κομμώσεις είχαν όλες εξαφανιστεί.[1] Οι Λομβαρδοί αρχικά ήταν Αρειανοί κάτι που τους έφερε σε πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση με τον πάπα, στα τέλη του 7ου αιώνα είχαν μεταστραφεί όμως όλοι πλήρως στον Καθολικισμό. Η αντιπαλότητα με τον πάπα τους δημιούργησε μεγάλη φθορά με αποτέλεσμα ο Καρλομάγνος ο πανίσχυρος βασιλιάς των Φράγκων να κατακτήσει εύκολα το βασίλειο τους (774), ο Καρλομάγνος έλαβε τον τίτλο του βασιλέως των Λομβαρδών αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να αποκτήσει τον έλεγχο του Μπενεβέντο του νοτιότερου Λομβαρδικού δουκάτου. Ένα παραδοσιακό έθιμο των Λομβαρδών, το σιδηρούν στέμμα της Λομβαρδίας παρέμεινε για χιλιετίες από τον 7ο μέχρι τον Ναπολέοντα Βονοπάρτη τον 19ο αιώνα το στέμμα των βασιλέων της Ιταλίας. Ο αρχαιότερος Λομβαρδικός νόμος προβλέπει τη χρήση των δακτυλιδιών - σφραγίδων που αργότερα ο βασιλιάς επέβαλε τη χρήση τους σαν διαβατήρια αλλά οι μόνες αποδείξεις οτι έγινε πραγματικά η χρήση τους ήταν στο δουκάτο του Μπενεβέντο. Η ύπαρξη των δαχτυλιδιών - σφραγίδων αποδεικνύει την ταχύτατη υιοθέτηση των Ρωμαϊκών εθίμων από τους Λομβαρδούς.[2]

Κατάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου από τους Λομβαρδούς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 6ο αιώνα ο πανίσχυρος Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ αποφάσισε να ενσωματώσει ξανά την Ιταλική χερσόνησο στην αυτοκρατορία που προκειμένου να δημιουργήσει ξανά την παλαιά Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο πόλεμος εναντίον των Οστρογότθων που ακολούθησε την περίοδο 535 - 554 αν και ξεκίνησε με πολλές ελπίδες αποδείχτηκε στη συνέχεια μακροχρόνιος και καταστροφικός, η φθορά του στρατού και του πληθυσμού ήταν σημαντική. Η πείνα που εκδηλώθηκε τότε σε όλο τον κόσμο (535 - 542) και η επιδημία πανώλης (541 - 542) που ακολούθησαν εξουδετέρωσαν ολοκληρωτικά τον τοπικό πληθυσμό. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν τελικά την Ιταλική χερσόνησο, ανέτρεψαν τους Οστρογότθους, αλλά η νίκη τους κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν ανύπαρκτη. Μια αντεπίθεση των Φράγκων οι οποίοι ήταν σύμμαχοι των Οστρογότθων στάθηκε αρκετά για την ταχύτατη ανακατάληψη της Ιταλίας ενώ ζούσε ακόμα ο Ιουστινιανός. Ακολούθησε το 568 η εγκατάσταση στην περιοχή των Λομβαρδών από την Παννονία. Οι Λομβαρδοί ήταν Γερμανικός λαός πρώην σύμμαχοι των Βυζαντινών, υπό την ηγεσία του βασιλιά Αλβοΐνου κατάφεραν να εξουδετερώσουν εύκολα τα τελευταία υπολείμματα της φρουράς του Ναρσή.

Η άφιξη των Λομβαρδών έσπασε για πρώτη φορά την ενότητα της Ιταλικής χερσονήσου, η χερσόνησος χωρίστηκε στο νότιο τμήμα το οποίο βρισκόταν υπό τη διοίκηση των Βυζαντινών στο μεγαλύτερο μέρος του και στο βόρειο τμήμα το οποίο βρισκόταν υπό τη διοίκηση των Λομβαρδών. Οι νεοαφιχθέντες Λομβαρδοί διαίρεσαν την επικράτεια τους σε δυο μεγάλες περιοχές, η πρώτη στα βόρεια με πρωτεύουσα την περιοχή της Παβίας και η δεύτερη στη Νότια Ιταλία γύρω από τα δουκάτα του Σπολέτο και του Μπενεβέντο. Οι περιοχές που βρίσκονταν υπό τη διοίκηση των Βυζαντινών ονομάστηκαν Ρωμανία με ισχυρότερο τμήμα τους το εξαρχάτο της Ραβένας.

Μικρογραφία με παράσταση του Αλβοΐνου (1493)

Φθάνοντας στην Ιταλία ο Αλβοΐνος παρέδωσε τη διοίκηση των Ανατολικών Άλπεων σε έναν από τους πιο έμπιστους στρατηγούς του τον Γισούλφο ο οποίος έγινε ο πρώτος δούκας του Φρίουλι (568), το οποίο αντιστοιχεί στο σημερινό Φρίουλι-Βενέτσια Τζούλια. Η δημιουργία του έγινε προκειμένου ο Γισούλφος να υποστηρίξει τους Λομβαρδούς από τον Σλαβικό πληθυσμό στα σύνορα με την Γκορίτσια.[3] Χάρη στις στρατιωτικές ανάγκες το δουκάτο απέκτησε μεγάλη αυτονομία η οποία παρέμεινε μέχρι την εποχή της βασιλείας του Λιουτπράνδου (712 - 744). Σταδιακά δημιουργήθηκαν λόγω των στρατιωτικών αναγκών πολλά ακόμα ανεξάρτητα δουκάτα, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον τεμαχισμό και την εξασθένιση της δύναμης του βασιλείου των Λομβαρδών.[4] Μετά την ανάδειξη της Παβίας σε πρωτεύουσα ολόκληρου του βασιλείου των Λομβαρδών (572) ο Αλβοΐνος δολοφονήθηκε στη Βερόνα ύστερα από συνωμοσία της συζύγου του Ροζεμόνδη, του ερωμένου της Ελμισί και διαφόρων άλλων ευγενών. Η Ροζεμόνδη και ο ερωμένος της επιχείρησαν να γίνουν νέοι βασιλείς αλλά δεν βρήκαν υποστήριξη από τους Λομβαρδούς δούκες, αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν σε Βυζαντινές περιοχές πριν παντρευτούν στη Ραβέννα. To 572 στη συνέλευση των 35 δουκών στην Παβία ορίστηκε νέος βασιλιάς ο Κλέφος o οποίος ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Τοσκάνης. Ο Κλέφος συνέχισε την πολιτική του Αλβοΐνου για τη διοικητική ανεξαρτητοποίηση από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αλλά έπεσε και αυτός θύμα δολοφονίας (574) από έναν άντρα ο οποίος πιθανότατα ήταν άνθρωπος των Βυζαντινών. Μετά τη δολοφονία του Κλέφου δεν ορίστηκε για μια δεκαετία νέος βασιλιάς, οι τοπικοί δούκες διοικούσαν την περιοχή τους σαν ανεξάρτητοι ηγεμόνες, το γεγονός αυτό έφερε κατάρρευση της Ρωμαιο-Ιταλικής διοίκησης.[5]

Οι Λομβαρδοί έγιναν σταδιακά η κυρίαρχη τάξη στην Ιταλική χερσόνησο, διένειμαν τη γη σε παλιούς Ρωμαίους υπηκόους οι οποίοι την καλλιεργούσαν δίνοντας στους Λομβαρδούς το ένα τρίτο από τα κέρδη της παραγωγής. Το οικονομικό σύστημα που υπήρχε στην αρχαιότητα διατηρήθηκε αλλά τροποποιήθηκε ελαφρά προς όφελος των νέων κυριάρχων.[6]

Μετά από δέκα χρόνια με τον θρόνο κενό η ανάγκη για την απόκτηση ενός ισχυρού βασιλιά είχε γίνει μεγάλη, οι Φράγκοι και οι Βυζαντινοί πολιορκούσαν την Ιταλική χερσόνησο και οι Λομβαρδοί δεν μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο τις επιδρομές. Στη συνέλευση των δουκών (584) ο γιος του Κλέφου Αυθάριος ορίστηκε νέος βασιλιάς δίνοντας οι δούκες στον νέο βασιλιά το ήμισυ της περιουσίας τους.[7] Ο Αυθάριος οργάνωσε με τον καλύτερο τρόπο τη διοίκηση των Λομβαρδών υιοθετώντας τον Ρωμαϊκό τίτλο του Φλάβιου και ανακηρύχτηκε προστάτης όλων των Ρωμαίων, με αυτόν τον τρόπο έδειξε την αντίθεση του στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[8] Στον στρατιωτικό τομέα ο Αυθάριος νίκησε τους Φράγκους και τους Βυζαντινούς δικαιώνοντας τους δούκες για την επιλογή τους να τον εκλέξουν. Έδιωξε τους Φράγκους στο Πεδεμόντιο (585) και ανάγκασε για πρώτη φορά τους Βυζαντινούς να τον παρακαλέσουν για ειρήνη, στα τέλη της βασιλείας του κατέλαβε και την τελευταία Βυζαντινή κτήση στη βόρεια Ιταλία, την Ίζολα στη λίμνη του Κόμο.

Για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα στις σχέσεις του με τους Φράγκους ο Αυθάριος αποφάσισε να παντρευτεί μια πριγκίπισσα των Φράγκων αλλά οι προσπάθειες απέτυχαν. Ο βασιλιάς των Λομβαρδών τότε στράφηκε στους παραδοσιακούς εχθρούς τους Φράγκους τους Βαυαρούς με τον γάμο του με την πριγκίπισσα Θεοδελίνδα από τη δυναστεία των Λεθίνγκ απόγονο του θρυλικού βασιλιά των Λομβαρδών Βάχο (510 - 540). Η συμμαχία με τους Βαυαρούς δημιούργησε νέες συμμαχίες ανάμεσα στους Φράγκους και τους Βαυαρούς αλλά ο Αυθάριος κατάφερε επιτυχώς να αποκρούσει όλες τις επιθέσεις των Φράγκων, σύμφωνα με τον Παύλο τον Διάκονο ήταν ο πρώτος Λομβαρδός βασιλιάς ο οποίος έφερε εσωτερική σταθερότητα.

Η εποχή του χαρακτηρίζεται σαν θαύμα σταμάτησαν οι επαναστάσεις, η βία, οι φόνοι και οι κλοπές υπήρχε μέσα στο βασίλειο του συνεχώς ειρήνη. Ο Αυθάριος πέθανε το 590 σύμφωνα με τον Παύλο τον Διάκονο δηλητηριασθείς.[9] Η Θεοδελίνδα επέλεξε ως νέο σύζυγο της τον δούκα του Τορίνου Αγιλούλφο ο οποίος εξελέγη νέο βασιλιά ενώ και η ίδια είχε σημαντικό ρόλο στη διακυβέρνηση του βασιλείου.[10]

Μετά από μια εξέγερση (594) ο Αγιλούλφος και η Θεοδελίνδα αποφάσισαν να αλλάξουν πολιτική με βασικό προσανατολισμό την ενίσχυση των συνόρων τους πραγματοποιώντας συμμαχίες με τους Φράγκους και τους Αβάρους. Η ειρήνη με τους Βυζαντινούς παραβιάστηκε μετά το 603, οι Λομβαρδοί αντεπιτέθηκαν καταλαμβάνοντας πολλές πόλεις όπως την Πάρμα, την Πιατσέντσα, την Πάντοβα, τη Μονζελίς, την Έστε, την Κρεμόνα και τη Μάντοβα ενώ και στον νότο έγινε επέκταση της Λομβαρδικής κυριαρχίας καταλαμβάνοντας το Σπολέτο και το Μπενεβέντο.

Η επέκταση της βασιλικής δύναμης που ξεκίνησε από τον Αυθάριο και συνεχίστηκε από τον Αγιλούλφο συνοδεύτηκε από την διαίρεση του κράτους σε δουκάτο, ο κάθε δούκας εκτός από απόλυτος κυρίαρχος της περιοχή του ήταν και αντιπρόσωπος του κεντρικού βασιλιά, τα δουκάτα διαιρέθηκαν περισσότερο σε δημοτικά κέντρα. Η θέση της πρωτεύουσας του κάθε δουκάτου επελέγη σε σημεία με σημαντική στρατιωτική και εμπορική σημασία και σε διασταυρώσεις εμπορικών δρόμων, μερικές από αυτές ήταν : Η Τρεβίζο, η Τρέντο, το Τορίνο, η Βερόνα, η Μπέργκαμο, η Μπρέσια, η Ίβρεα και η Λούκκα. Το βασίλειο των Λομβαρδών μετετράπη σημαντικά από τον Αγιλούλφο από μια στρατιωτική δύναμη σε βασίλειο με δομές και κρατική διοίκηση. Ο αποκλεισμός των Ρωμαίων έγινε με τις μεγάλες προσπάθειες τους να εδραιώσουν την εξουσία τους στον Λατινικό πληθυσμό της περιοχής. Η Θεοδελίνδα έστεψε τον γιο της Αδαλόαλδο νέο βασιλιά (604) σύμφωνα με το Βυζαντινό τυπικό τελετής, μετακίνησε την πρωτεύουσα του βασιλείου από την Παβία στο Μιλάνο ενώ μετέφερε και τη θερινή του κατοικία στη Μόντσα. Ανακήρυξε τον εαυτό του "βασιλιά όλων των Ιταλών με τη χάρη του Θεού".[11]

Η Θεοδελίνδα ξεκίνησε τις προσπάθειες να μετατρέψει τους Λομβαρδούς από παγανιστές σε χριστιανούς Αρειανιστές, διατήρησε στενές σχέσεις με τον πάπα Γρηγόριος Α΄, ίδρυσε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια όπως του Άγιου Κολουμβάνυ στο Μπόμπιο. Στο θέμα της αρχιτεκτονικής η Θεοδελίνδα και ο Αγιλούλφος πραγματοποίησαν σημαντικά επιτεύγματα όπως η βασιλική του Αγίου Ιωάννη και τα βασιλικά ανάκτορα της Μόντσα, δημιούργησε χρυσά αντικείμενα όπως ο Σταυρός του Αγιλούλφου, η κότα με τους νεοσσούς, τα Ευαγγέλια της Θεοδελίνδας και ο περίφημος σιδηρούς σταυρός. Μετά τον θάνατο του Αγιλούλφου (616) ο θρόνος πέρασε στον ανήλικο γιο του Αδαλόαλδο υπό την κηδεμονία της μητέρας του, Θεοδελίνδας, η οποία είχε τη στρατιωτική διοίκηση του βασιλείου.[12] Η Θεοδελίνδα συνέχισε την πολιτική του Αγιλούλφου κλείνοντας ειρήνη με τους Βυζαντινούς και αντιτάχθηκε σκληρά στους Αρειανούς που υπήρχαν στο βασίλειο της οι οποίοι αναζητούσαν πόλεμο με τους Βυζαντινούς. Το 624 ξέσπασε εξέγερση υπό την ηγεσία του Αριόαλδου δούκα του Τορίνο ο οποίος ήταν γαμπρός της Θεοδελίνδας μέσω του γάμου του με την αδελφή της Γουνδεβέργα, ο Αδαλόαλδος εκθρονίστηκε (625) και ο Αριόαλδος ορκίστηκε νέος βασιλιάς.

Το πραξικόπημα εναντίον της δυναστείας των Βαυαρών το οποίο έφερε τον Αριόαλδο στον θρόνο των Λομβαρδών έφερε παράλληλα εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στις δυο αντίπαλες ομάδες, ο Αριόαλδος εκπρόσωπος της αριστοκρατίας των Αρειανών αναζητούσε τη σύγκρουση με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα και τον πάπα.[13]

Ο Αριόαλδος έφερε πίσω την πρωτεύουσα στην Παβία την ίδια ώρα που βρέθηκε σε ένταση με πολλές εσωτερικές συγκρούσεις, ο βασιλιάς μπόρεσε αν αποκρούσει τους Άραβες στη Φρίουλι αλλά δεν κατάφερε να σταματήσει την επέκταση των Φράγκων. Μετά τον θάνατο του η αδελφή της Θεοδελίνδας Γουνδεβέργα επέλεξε νέο σύζυγο και βασιλιά τον Ροθάριο.[14]

Ο Ροθάριος βασίλευσε την περίοδο 636 - 652 πραγματοποιώντας πλήθος από στρατιωτικές εκστρατείες στα βόρεια της Ιταλία, κατέκτησε τη Λιγουρία μαζί με την πρωτεύουσα Γένοβα και κατευθύνθηκε προς το εξαρχάτο της Ραβένας. Στην προσπάθεια του να κατακτήσει τη Ραβέννα συνετρίβη στον ποταμό Πανάρο και σκοτώθηκε μαζί με 8000 άντρες του, κατάφερε όμως να επεκτείνει την εξουσία του στη Λομβαρδία.[15] Η βασιλεία του Ροθάριου είναι συνδεδεμένη με ένα περίφημο διάταγμα (643) το οποίο είναι γραμμένο στα Λατινικά, σύμφωνα με το διάταγμα αυτό διατήρησε τους Ρωμαϊκούς νόμους με πολλούς εκσυγχρονισμούς όπως την αύξηση της περιουσίας των σκοτωμένων και των τραυματισμένων και τους περιορισμούς της θανατικής ποινής.

Μετά το σύντομο χρονικό διάστημα της βασιλείας του γιου του Ροθάριου Ροδόαλλδου (652 - 653) οι δούκες εξέλεξαν νέο βασιλιά τον Αριπέρτο Α΄, δούκα του Αστί και εγγονό της Θεοδολίνδας. Η Βαυαρική δυναστεία επέστρεψε στον θρόνο των Λομβαρδών ως ένδειξη της επικράτησης των Καθολικών απέναντι στους Αρειανιστές, ο Αρίπερτος έμεινε γνωστός για τη μεγάλη του σκληρότητα απέναντι στους Αρειανούς. Ο Αρίπερτος Α΄ πέθανε το 661 και μοίρασε το βασίλειο του ανάμεσα στους γιους του Περκτάρητο και Γοδεπέρτη με αποτέλεσμα να ξεσπάσει εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα στα δυο αδέλφια.[16] Ο Γοδεπέρτης κάλεσε σε βοήθεια τον δούκα του Μπενεβέντο Γριμοάλδο Α΄ αλλά όταν έφτασε στην πρωτεύουσα του Παβία τον σκότωσε και πήρε τη θέση του, ο Περκτάρητος τρομοκρατημένος δραπέτευσε στους Αβάρους.

Γριμοάλδος ο σφετεριστής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γριμοάλδος κατόρθωσε να εξασφαλίσει την πίστη των Λομβαρδών ευγενών αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τους οπαδούς της νόμιμης δυναστείας οι οποίοι συνωμοτούσαν να επαναφέρουν στην εξουσία τον νόμιμο βασιλιά Περκτάρητο. Οι Άβαροι πίεσαν τον Γριμοάλδο να δεχτεί από την εξορία τον Περκτάρητο ο οποίος δήλωσε την υποταγή του στον σφετεριστή και στη συνέχεια δραπέτευσε στους Φράγκους της Νευστρίας με τους οποίους συμμάχησε προκειμένου να ανατρέψει τον Γριμοάλδο. Οι Φράγκοι της Νευστρίας μισούσαν τον Γριμοάλδο επειδή είχε συμμαχήσει με τους Φράγκους της Αυστρασίας αλλά κατόρθωσε να αποκρούσει την επίθεση τους και να παραμείνει στον θρόνο του.

Ο Γριμοάλδος ο οποίος είχε αποκρούσει τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κώνστα Β΄ σε μια προσπάθεια του να ανακαταλάβει την Ιταλία (663) κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τις εξουσίες του περισσότερο από όλους τους προηγουμένους του.[17] Εμπιστεύτηκε το δουκάτο του Μπεβενέντο στον γιο του Ρομουάλδο ενώ τοποθέτησε στα δουκάτα του Σπολέτου και του Φριουλλί δούκες έμπιστους στον ίδιον. Προσπάθησε να διατηρήσει μια εικόνα παρόμοια με αυτή του προκατόχου του Ροθάριου, πρόσθεσε νέους νόμους ενώ ήταν και σκληρός πολεμιστής.[18] Με τον θάνατο του Γριμοάλδου (671) ο Περκτάρητος επέστρεψε από την εξορία και ανέλαβε την εξουσία μετά από σύντομο χρονικό διάστημα που βασίλευσε ο ανήλικος γιος του Γριμοάλδου Γαριβάλδης, ο άλλος γιος του Γριμοάλδου Ρομουάλδος του δήλωσε την πίστη του με τον όρο να τον αναγνωρίσει σαν ανεξάρτητο δούκα του Μπενεβέντο. Ο Περκτάρητος στράφηκε ανοιχτά εναντίον του Αρειανισμού, έκλεισε ειρήνη με τους Βυζαντινούς και κατάφερε να καταστείλει την εξέγερση των δουκών του Τρέντ και του Αλαχίς με βαριές εδαφικές αποζημιώσεις αφού πήρε το δουκάτο της Μπρέσια.

Εσωτερικές κρίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο βασιλιάς Κουνιπέρτος σε νόμισμα

Ο Άλαγις εκπρόσωπος των προ-Καθολικών Βαυαρών ενώθηκε ξανά μετά τον θάνατο του Περκτάρητου με τους προ-Καθολικούς οπαδούς του (688). Ο γιος και διάδοχος του Περκτάρητου Κουνιπέρτος εκθρονίστηκε και βρήκε καταφύγιο στην Ιζόλα Κομάνικα (689), από κει κατάφερε να οργανώσει την αντίσταση του απέναντι στον Άλαγις, τον νίκησε και τον σκότωσε στη μάχη του Κορονάτε στην Άντα.

Η κρίση έφερε σκληρή διαμάχη απέναντι στις δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις: από τη μια πλευρά οι δυτικές περιοχές στη Νευστρία πιστοί στους προ - Καθολικούς βασιλείς που αναζητούσαν τη συμφιλίωση με τη Ρώμη και το Βυζάντιο, οι ανατολικές περιοχές ακολουθώντας το παράδειγμα των παλιών Βαυαρών έμειναν πιστές στον Αρειανισμό και τον παγανισμό.

Ο κλάδος των δουκών της Αυστρίας αντιστάθηκε στον εκλατινισμό των εθίμων, των νόμων και της θρησκείας γεγονότα που είχαν σαν αποτέλεσμα την ταχύτατη απώλεια της ταυτότητας των Γερμανικών χαρακτηριστικών του λαού.[19] Η νίκη επέτρεψε στον Κουνιπέτρο να συνεχίσει την πολιτική του πατέρα του με τον οποίο είχε συνβασιλεύσει πολλά χρόνια με την ανάληψη της εξουσίας από τους προ - Καθολικούς, μια συνέλευση που συγκάλεσε στην Παβία (698) στην Παβία αναίρεσε την υποταγή στη Ρώμη.

Ο Κουνιπέτρος πέθανε το 700, ο θάνατος του προκάλεσε δυναστική κρίση, ο ανήλικος γιος του Λιουτπέρτος αμφισβητήθηκε από τους οπαδούς του δούκα του Τορίνο Ραγινπέτρου ο οποίος ήταν επίσης ένας από τους εκπροσώπους της Βαυαρικής δυναστείας. Ο Ραγινπέρτος νίκησε στη Νοβάρα τους οπαδούς του Λιουτπέτρου, τον διαδέχτηκε στον θρόνο στις αρχές του 701 αλλά πέθανε ύστερα από 8 μήνες βασιλεία, τον διαδέχτηκε στον θρόνο ο γιος του Αριπέρτος Β΄.

Λιουτπράνδος, ο κορυφαίος βασιλιάς

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανσπράνδος και ο Ρόθαριτ κατέφτασαν αμέσως, ανέτρεψαν τον Αριπέτρο παραδίδοντας τον θρόνο ξανά στον Λιουτπέτρο, ο Αρίπετρος κατόρθωσε να δραπετεύσει και να οργανώσει την αντίσταση του με τους οπαδούς του το 702 νίκησε τον Λιουτπέτρο στην Παβία και πήρε ξανά τον θρόνο. Σύντομα κατόρθωσε να καταπνίξει κάθε αντίσταση σκότωσε τον Ροθαρίτ και έπνιξε τον Λιουτπέτρο, μόνο ο Ασπράνδος κατόρθωσε να δραπετεύσει και βρήκε καταφύγιο στη Βαυαρία. Ο Ασπράνδος επέστρεψε με μεγάλο στρατό στην Ιταλία (712), η μάχη που ακολούθησε ήταν αβέβαιη αλλά ο βασιλιάς εγκαταλείφθηκε από τους οπαδούς του. Πέθανε από πνιγμό στον ποταμό Τικίνο ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει επειδή δεν μπορούσε το έδαφος να αντέξει το βάρος χρυσού που κουβαλούσε μαζί του, με τον θάνατο του έληξε η Βαυαρική δυναστεία στον θρόνο των Λομβαρδών.[20]

Ο Ανσπράνδος πέθανε μετά από μόλις 3 μήνες βασιλεία και τον διαδέχτηκε ο γιος του Λιουτπράνδος, η βασιλεία του Λιουτπράνδου στάθηκε η μεγαλύτερη και η πιο ένδοξη καθ'όλη τη διάρκεια της ύπαρξης του Λομβαρδικού βασιλείου της Ιταλίας, με μεγάλα θρησκευτικά και πολιτικά οράματα.[21] Χάρη στις ικανότητες του κατόρθωσε να επιζήσει από δυο απόπειρες δολοφονίας ενώ έδειξε μεγάλες ικανότητες σε πολλές μάχες κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Τα προτερήματα του σε συνδυασμό με τη Γερμανική καταγωγή του τον έκαναν τον πιο αγαπητό βασιλιά στον λαό ενώ οι δυο νίκες του στη Σαρδηνία και στην Αρλ εναντίον των Σαρακηνών πειρατών του έδωσαν τον και τον τίτλο του χριστιανού βασιλιά.

Η συμμαχία του με τους Φράγκους επικυρώθηκε συμβολικά με την υιοθεσία του νεαρού Πεπίνου του Βραχύ κάτι που του επέτρεψε να εξασφαλίσει τα σύνορα του αλλά ήρθε σύντομα σε σύγκρουση με τους Βυζαντινούς και τον πάπα. Μια πρώτη προσπάθεια του να εκμεταλλευτεί την επίθεση των Αράβων στην Κωνσταντινούπολη (717) δεν έφερε αποτελέσματα, περίμενε στη συνέχεια να εκμεταλλευτεί τη δημιουργία εντάσεων που έγιναν λόγω της ανόδου των φόρων και της εκστρατείας του έξαρχου της Ραβέννας εναντίον του επαναστάτη πάπα Γρηγορίου Β΄.

Αργότερα όταν ξέσπασαν διαμάχες ανάμεσα στον πάπα και την Κωνσταντινούπολη ο Λιοτπράνδος ανέλαβε να ορίσει τον εαυτό του σαν προστάτη του Καθολικισμού, εγκατέλειψε το χωριό του Σουτρί το οποίο έκανε δωρεά όχι στον πάπα αλλά στους "Αποστόλους Πέτρο και Παύλο" όπως περιγράφει ο Παύλος ο Διάκονος.[22] Η δωρεά αυτή γνωστή ως "δωρεά του Σουτρί" έδωσε μεγάλες εξουσίες στον παπισμό και στάθηκε η αρχή για τη δημιουργία των παπικών κρατών.

Παρακμή μετά τον Λιουτπράνδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Λιουτπράνδος σε νόμισμα

Τα επόμενα χρόνια ο Λιουτπράνδος συμμάχησε με τον έξαρχο της Ραβένας εναντίον του πάπα, παίζοντας διπλό παιχνίδι τη μια με τον έξαρχο και την άλλη με τον πάπα κατάφερε να πείσει τους δούκες του Σπολέτο και τον Μπενεβέντο να πετύχουν μια ευνοϊκή συμφωνία για τους Λομβαρδους ανάμεσα στον πάπα και τον έξαρχο. Ο ανιψιός και διάδοχος του Λιουτπράνδου Χιλδεπράνδος ο οποίος τον διαδέχτηκε στον θρόνο κατάφερε να αποκτήσει τη Ραβέννα αλλά σύντομα διώχθηκε από τους Βενετούς οι οποίοι κλήθηκαν από τον νέο πάπα Γρηγόριο Γ΄.

Ο Λιουτπράνδος ήταν ο τελευταίος μεγάλος βασιλιάς ο οποίος κατόρθωσε να πετύχει την ενότητα του βασιλείου των Λομβαρδών, μετά από αυτόν το βασίλειο άρχισε σταδιακά να καταρρέει από τους ανίκανους διαδόχους του. Ενίσχυσε τον θεσμό της καγκελαρίας των ανακτόρων, το σημαντικότερο έργο του ήταν η νομοθεσία του Λιουτπράνδου με 12 μεγάλους νόμους βασισμένους στο Ρωμαϊκό δίκαιο αλλά με πολλούς εκσυγχρονισμούς για την προστασία των γυναικών, των οφειλετών και των δούλων.[23][24]

Τον 7ο αιώνα η κοινωνική και η οικονομική κατάσταση του βασιλείου είχαν αλλάξει σημαντικά, ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά με μειωμένους πόρους με αποτέλεσμα η οικονομική κατάσταση ιδιαίτερα των Λομβαρδών να γίνει εξαιρετικά δύσκολη. Οι Ρωμαίοι οι οποίοι ήταν ικανοί στο εμπόριο κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν την άσχημη κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι Λομβαρδοί τους οποίους ο Λιουτπράνδος κατάφερε σε μεγάλο βαθμό με τους νόμους του να προστατεύσει.[25]

Η βασιλεία του διαδόχου του Χιλδεπράνδου κράτησε μόνο λίγους στη συνέχεια ανατράπηκε με εξέγερση που προκάλεσε ο διάδοχος του δούκας Ράτχης. Οι λεπτομέρειες της ανατροπής του δεν είναι γνωστές με λεπτομέρειες επειδή το έργο του Παύλου του Διακόνου που είχε δώσει τις σημαντικότερες πληροφορίες σταματάει στα γεγονότα που ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Λιουτπράνδου.[26] Ο Ράτχης προερχόταν απο οικογένεια με βαριά παράδοση με εξεγέρσεις εναντίον της αριστοκρατίας, ιδιαίτερα των Λομβαρδών βασιλέων αλλά στάθηκε πιστός στον βασιλιά Λιουτπράνδο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ο Λιουτπράνδος του είχε συγχωρέσει εξέγερση σε βάρος του στην οποία αρχηγός ήταν ο ίδιος ο πατέρας του Πέτρος του Φριουλί.

Ο Ράτχης ήταν αδύναμος βασιλιάς, από τη μια πλευρά έπρεπε να μην δυσαρεστήσει τους υπόλοιπους δούκες από την άλλη πλευρά να μην δυσαρεστήσει τους Φράγκους επειδή είχε αναλάβει την κηδεμονία του Πεπίνου του Βραχύ, επιπλέον ήταν δεσμευμένος με συνθήκες υπέρ των Ρωμαίων των μη Λομβαρδών οπαδών του.[27] Ύστερα από πολλές πιέσεις για να διατηρήσει την ισχύ του αποφάσισε να επιτεθεί στην Πεντάπολη αλλά ο πάπας τον ανάγκασε να λύσει την πολιορκία της Περούτζια κάτι που έριξε σημαντικά το κύρος του. Οι ευγενείς τον υποχρέωσαν να παραιτηθεί τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο αδελφός του Αϊστούλφος, ο ίδιος ο Ράτχης δραπέτευσε στην Ρώμη και έγινε μοναχός στο Μόντε Κασίνο.

Το βασίλειο των Λομβαρδών την εποχή του Αϊστούλφου

Ο Αϊστούλφος έμεινε γνωστός για την επιθετική του πολιτική απέναντι στους Ρωμαίους πολίτες. Υποχρεώθηκε λόγω της επιθετικής του πολιτικής να αναδιοργανώσει τον στρατό του κάνοντας υποχρεωτική τη στρατιωτική θητεία των Ρωμαίων πολιτών για λογαριασμό του Λομβαρδικού στρατού.[28]

Στην αρχή ο Αϊστούλφος είχε μερικές στρατιωτικές επιτυχίες με αποκορύφωμα την κατάκτηση της Ραβέννας (751), εκεί διέμεινε στα ανάκτορα του έξαρχου και έκοψε νομίσματα Βυζαντινής μορφής. Στόχος του ήταν να γίνει απόλυτος κυρίαρχος των Ρωμαίων μη Λομβαρδών πολιτών και να τους συγχωνεύσει μαζί τους, με αυτό τον τρόπο παρουσίασε τον εαυτό του τόσο διάδοχο του Βυζαντινού αυτοκράτορα όσο και του εξάρχου.[29] Οι εκστρατείες του οδήγησαν τους Λομβαρδούς σε ολοκληρωτική κατάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου την περίοδο 750 - 751 με την κατοχή περιοχών όπως η Ίστρια, η Φερράρα και γενικά όλων των περιοχών από τη Ραβέννα μέχρι την Περούτζια. Με την κατοχή του ισχυρού κάστρου του Κεκάνο κατόρθωσε να ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στον πάπα Στέφανο Β, στη Λομβαρδία εδραίωσε τη δύναμη του στο Σπολέτο και έμμεσα στο Μπενεβέντο.

Ο Αϊστούλφος δεν κατόρθωσε να κάμψει όλες τις αντιστάσεις στην Ιταλική χερσόνησο, την ίδια εποχή ο Πιπίνος ο Βραχύς ο παλιός εχθρός των σφετεριστών της οικογένειας του Λιουτπράνδου κλήθηκε να ανατρέψει τη δυναστεία των Μεροβίγγειων εκθρονίζοντας τον Χιλδέριχο Γ΄ και να γίνει ο ίδιος βασιλιάς στη θέση του. Το γεγονός αυτό ενόχλησε τον Αϊστούλφο ξεκινώντας διαπραγματεύσεις με τον πάπα σε μια τελευταία προσπάθεια να εξασθενίσει τον Πεπίνο στρέφοντας εναντίον του τον αδελφό του Καρλομάνο.

Η απειλή βρισκόταν στη συμφωνία η οποία είχε γίνει ανάμεσα στον Πεπίνο και στον πάπα Στέφανο Β΄ να μπορέσει ο νέος βασιλιάς των Φράγκων να επεκταθεί νότια στην Ιταλική χερσόνησο διαλύοντας το βασίλειο των Λομβαρδών. Το 754 ο στρατός των Λομβαρδών ηττήθηκε για πρώτη φορά απο τους Φράγκους, ο Αϊστούλφος ο οποίος βρισκόταν στην Παβία αναγκάστηκε να κάνει σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις αλλά δυο χρόνια αργότερα ο Πεπίνος κλήθηκε ξανά από τον πάπα και νίκησε για δεύτερη φορά τον Αϊστούλφο.

Ο Αϊστούλφος δέχτηκε να δώσει τη Ραβέννα στο παπικό κράτος αντί για τους Βυζαντινούς όπως είχε σκοπό να κάνει και δέχτηκε να μετατραπεί το βασίλειο των Λομβαρδών σε ένα Φραγκικό προτεκτοράτο με την πληρωμή μεγάλης αποζημίωσης, οι δούκες του Σπολέτο και του Μπενεβέντο στράφηκαν εναντίον του συμμαχώντας με τους Φράγκους.

Ο Αϊστούλφος πέθανε το 756 λίγο μετά τη μεγάλη του ταπείνωση, o αδελφός του Ράτχης επέστρεψε από το Μόντε Κασίνο να αναλάβει ξανά τον θρόνο τον οποίο διεκδικούσε ο Δεζιδέριος αναζητώντας την υποστήριξη του πάπα και των Φράγκων, απέτυχε όμως και επέστρεψε στο Μόντε Κασίνο μέχρι το τέλος της ζωής του.

Δεζιδέριος και οριστική πτώση στους Φράγκους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ήττα του Ανταλγκίς απο τον Καρλομάγνο

Ο Δεζιδέριος αποδείχτηκε έξυπνος και ικανός κυβερνήτης, σταδιακά επανέφερε τον έλεγχο των Λομβαρδών στα Ρωμαϊκά εδάφη δημιουργώντας ένα δίκτυο από μοναστήρια τα οποία διοικήθηκαν από την αριστοκρατία των Λομβαρδών σε συνεννόηση με τον διάδοχο του πάπα Στεφάνου Β΄ Παύλο Α΄. Ακολούθησε πολιτική συμμαχιών μέσω γάμων παντρεύοντας την κόρη του Λιουτπέργκα με τον δούκα της Βαυαρίας Τασσίλο (763) και με τον θάνατο του Πεπίνου του Βραχύ πάντρεψε την άλλη του κόρη Δεζιδεράτα με τον μελλοντικό αυτοκράτορα Καρλομάγνο προκειμένου να του προσφέρει την υποστήριξη του στη διαμάχη την οποία είχε με τον αδελφό του Καρλομάνος Α΄.

Παρά το γεγονός ότι η τύχη δεν ευνόησε καθόλου ο 8ος αιώνας στάθηκε το αποκορύφωμα της οικονομικής ευημερίας, η αρχαία τάξη των πολεμιστών μετασχηματίστηκε σε αστικές κοινωνικές τάξεις όπως έμποροι, καλλιτέχνες, κτηματίες και δικηγόροι, ιδρύθηκαν πολλά νέα μοναστήρια από τις οικονομικές δυνατότητες των τραπεζιτών.[30] Στην αρχή χρησιμοποιούσαν απομιμήσεις Βυζαντινών νομισμάτων αλλά στη συνέχεια έκοψαν δικά τους νομίσματα από χρυσό και ασήμι, το δουκάτο του Μπεβενέντο χρησιμοποίησε ανεξάρτητο νομισματικό σύστημα.

Το 771 ο Δεζιδέριος προσπάθησε να πείσει τον νέο πάπα Στέφανο Β΄ να τον προστατεύσει, με τον πρόωρο θάνατο του Καρλομάνος Α΄ έμεινε μόνος διάδοχος του θρόνο ο Καρλομάγνος ο οποίος χώρισε την κόρη του Δεζιδέριου. Την επόμενη χρονιά στη θέση του πάπα αναδείχτηκε ο Ανδριανός Α΄ ο οποίος ήταν αντίπαλος του Δεζιδέριου απαιτώντας την παραχώρηση ολόκληρης της περιοχής που ποτέ δεν κατείχε ο Δεζιδέριος, αυτό στάθηκε αιτία να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στις πόλεις της Ρωμανίας.[31]

Ο Καρλομάγνος ο οποίος είχε μόλις ξεκινήσει την εκστρατεία του εναντίον των Σαξόνων ήρθε να υποστηρίξει τον πάπα επειδή φοβόταν την κατάκτηση της Ρώμης από τους Λομβαρδούς κάτι που θα είχε επιπτώσεις και στη δική του φήμη, την περίοδο 773 - 774 επιτέθηκε στην Ιταλία και κυρίευσε την πρωτεύουσα των Λομβαρδών Παβία.[31]

Ο Ανταλγκίς γιος του Δεζιδέριου κατέφυγε στους Βυζαντινούς, ο ίδιος ο Δεζιδέριος εξορίστηκε στη Γαλατία, ο Καρλομάγνος ονομάστηκε "βασιλιάς των Λομβαρδών και των Φράγκων" δηλώνοντας ότι ενώνει στο στέμμα του τα δυο βασίλεια, το οργάνωσε με τα Φραγκικά πρότυπα τοποθετώντας κόμηδες στη θέση των δουκών.

Αυτό ήταν το τέλος των Λομβαρδών της Ιταλίας, καθώς από τότε δεν υπήρξε για αυτούς καμιά αναφορά πέρα από το σιδηρούν στέμμα, χαρακτηρίζονται ιστορικά σαν ανίκανοι κυβερνήτες που δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις θετικές συνθήκες για να δημιουργήσουν ένα ισχυρό βασίλειο.

Οι βασιλείς των Λομβαρδών της Ιταλίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. "The New Cambridge Medieval History: c. 500-c. 700" by Paul Fouracre and Rosamond McKitterick (page 8)
  2. N. Everett (2003), Literacy in Lombard Italy, c. 568–744 (Cambridge), 170.
  3. cf. Paolo Diacono, Historia Langobardorum, IV, 37; VI, 24-26 e 52.
  4. Jarnut (2002), pp. 48–50
  5. or twelve years, according Origo gentis Langobardorum and Chronicle of Fredegar.
  6. Jarnut (2002), pp. 46–48
  7. Jarnut (2002), p. 37
  8. Paolo Diacono, Historia Langobardorum, III, 16.
  9. Paolo Diacono, III, 35.
  10. Jarnut (2002), p. 44
  11. Jarnut (2002), p. 43
  12. Paolo Diacono, Historia Langobardorum, IV, 41.
  13. Jarnut (2002), p. 61
  14. Jarnut (2002), p. 56
  15. Paolo Diacono, Historia Langobardorum, IV, 45.
  16. In this regard, it is worth mentioning the partition Pepin the Short divided his kingdom between his two sons Carloman and Charles (future Charlemagne), and the division prepared by Charlemagne himself in favour of the three heirs.
  17. Jarnut (2002), p. 59
  18. Paolo Diacono, Historia Langobardorum, IV, 46
  19. Franco Cardini e Marina Montesano, Storia medievale, pag. 86.
  20. Paolo Diacono, VI, 35.
  21. Jarnut (2002), p. 97
  22. Paolo Diacono, Historia Langobardorum, VI, 49.
  23. Jarnut (2002), p. 82
  24. Sergio Rovagnati, I Longobardi, pp. 75-76.
  25. Jarnut (2002), pp. 98–101
  26. Paul Deacon, Historia Langobardorum, VI, 55.
  27. Leges Langobardorum, Ratchis Leges, 14, 1-3.
  28. Jarnut (2002), p. 101
  29. Jarnut (2002), p. 112
  30. Jarnut (2002), p. 102
  31. 31,0 31,1 Jarnut (2002), p. 125
  • Chronicle of Fredegar, Pseudo-Fredegarii scholastici Chronicarum libri IV cum continuationibus in Monumenta Germaniae Historica SS rer. Mer. II, Hanover 1888
  • Gregory of Tours, Gregorii episcopi Turonensis Libri historiarum X (Historia Francorum) in Monumenta Germaniae Historica SS rer. Mer. I 1, Hanover 1951
  • Leges Langobardorum (643-866), ed. F. Beyerle, Witzenhausen 1962
  • Marius Aventicensis, Chronica a. CCCCLV-DLXXXI. edied Theodor Mommsen in Monumenta Germaniae Historica AA, XI, Berlin 1894
  • Origo gentis Langobardorum, ed. G. Waitz in Monumenta Germaniae Historica SS rer. Lang.
  • Paolo Diacono, Historia Langobardorum (Storia dei Longobardi, Lorenzo Valla/Mondadori, Milan 1992)
  • Chris Wickham (1981). Early Medieval Italy: Central Power and Local Society, 400–1000. MacMillan Press.
  • Azzara, Claudio; Stefano Gasparri (2005). Le leggi dei Longobardi, storia, memoria e diritto di un popolo germanico (in Italian). Roma: Viella. ISBN 88-8334-099-X.
  • Azzara, Claudio (2002). L'Italia dei barbari (in Italian). Bologna: Il Mulino.
  • Paolo Delogu. Longobardi e Bizantini in Storia d'Italia, Torino, UTET, 1980.
  • Bandera, Sandrina (2004). Declino ed eredità dai Longobardi ai Carolingi. Lettura e interpretazione dell'altare di S. Ambrogio (in Italian). Morimondo: Fondazione *Abbatia Sancte Marie de Morimundo.
  • Bertelli, Carlo; Gian Pietro Broglio (2000). Il futuro dei Longobardi. L'Italia e la costruzione dell'Europa di Carlo Magno (in Italian) (Skira ed.). Milano.
  • Bertolini, Ottorino (1972). Roma e i Longobardi (in Italian). Roma: Istituto di studi romani.
  • Bognetti, Gian Piero (1957). L'Editto di Rotari come espediente politico di una monarchia barbarica (in Italian). Milano: Giuffre.
  • Cardini, Franco; Marina Montesano (2006). Storia medievale (in Italian). Firenze: Le Monnier.
  • Gasparri, Stefano (1978). I duchi longobardi (in Italian). Roma: La Sapienza.
  • Jarnut, Jörg (2002). Storia dei Longobardi (in Italian). Torino: Einaudi.
  • Montanelli, Indro; Roberto Gervaso (1965). L'Italia dei secoli bui (in Italian). Milano: Rizzoli.
  • Mor, Carlo Guido (1930). "Contributi alla storia dei rapporti fra Stato e Chiesa al tempo dei Longobardi. La politica ecclesiastica di Autari e di Agigulfo". Rivista di storia del diritto italiano (estratto).
  • Neil, Christie. I Longobardi. Storia e archeologia di un popolo (in Italian). Genova: ECIG.
  • Possenti, Paolo (2001). Le radici degli italiani. Vol. II: Romania e Longobardia (in Italian). Milano: Effedieffe.
  • Rovagnati, Sergio (2003). I Longobardi (in Italian). Milano: Xenia.
  • Tagliaferri, Amelio (1965). I Longobardi nella civiltà e nell'economia italiana del primo Medioevo (in Italian). Milano: Giuffrè.
  • Tabacco, Giovanni (1974). Storia d'Italia. Vol. I: Dal tramonto dell'Impero fino alle prime formazioni di Stati regionali (in Italian). Torino: Einaudi.
  • Tabacco, Giovanni (1999). Egemonie sociali e strutture del potere nel medioevo italiano (in Italian). Torino: Einaudi.